Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lifestyle. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lifestyle. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ XVIIII

 Με άφαντη την αξιοπρέπειά του ο Γκούρας κατάφερνε να επιβιώνει στο χωριό εφαρμόζοντας τα γνωστά σε όλους πια τερτίπια του.

Οι γέροντες γονείς του για να περισώσουν την περιουσία τους, ένα σπιτάκι δηλαδή και μερικά χωραφάκια, τα έγραψαν στα εγγόνια τους. Αν τ’ άφηναν στον Γκούρα θα τα πουλούσε την επόμενη κιόλας μέρα για να τα πιει και να τα παίξει…

Με τα ρουφιανιλίκια και την πονηριά του κατάφερε να διοριστεί στον δήμο με διετή σύμβαση. Αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί στην οικογένεια αν και οι ίδιοι δεν το εκλάμβαναν έτσι, νόμιζαν ότι αυτή η πρόσληψη ήταν για καλό.

Καλή η μόνιμη δημόσια θέση καθώς μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει το μπαγιόκο πέφτει.

Το δυσάρεστο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι πέφτει στον λογαριασμό τραπέζης του εργαζομένου.

Έτσι, κάθε μήνα που πληρωνόταν ο Γκούρας ο μισθός έκανε φτερά πριν καν δει το χρώμα του χρήματος. Πώς γινόταν αυτό; Σίγουρα όχι με ταχυδακτυλουργικά κόλπα.

Ανάθεμα στην μοντέρνα τεχνολογία που εφηύρε αυτά τα κινητά που μπαίνουν στις τράπεζες και αγοράζουν και πληρώνουν και τα κάνουν όλα εκτός από καφέ!

Μόλις έβλεπε ότι πληρώθηκε πήγαινε στο πλέϊ-μαγαζί και άρχιζε τις επενδύσεις.

Μετά περνούσε απ’ το καφενείο για μπυροκατάνυξη και τέλος έπαιζε on line  ότι είχε περισσέψει.

Σε δυο τρεις μέρες το πολύ ήταν πάλι ρέστος και ταπί!

Φώναζε η δόλια η μάνα του, γκρίνιαζε ο πατέρας του, ένα γεροντάκι 85 χρονών, έκανε τουμπεκί η γυναίκα του έχοντας αποδεχτεί προ καιρού το κακό της μοίρας της.

Τις διαφωνίες αυτές βέβαια τις εξέφραζαν όταν ήταν νηφάλιος  γιατί, όταν ήταν πιωμένος έτρεχαν όλοι να κρυφτούν σαν τα ποντίκια. 

Εκείνο το απόγευμα, αρχές του μήνα, ροκανίζοντας τα τελευταία ψίχουλα του λογαριασμού του, τα έπινε στο καφενείο του Γλύκα (παρατσούκλι επειδή παλιά δούλευε σε ζαχαροπλαστείο) και είχε γίνει κουρούμπελο. Στο μεθύσι του απάνω και τις οίδε τι κυκλοφορούσε στο κεφάλι του μέσα, τα έβαλε με τον άντρα της ξαδέρφης του. Ο πατέρας του και η μάνα της, αδέρφια. 

Όχι μεταξύ τους, αυτός από μόνος του, είχε κτηματικές διαφορές με τον «ξάδερφο»,  τον Παρμενίδη. Του είχε μπει στο μυαλό ότι η διαθήκη του παππού του ήταν άκυρη και διεκδικούσε μερίδιο από οικόπεδα και χωράφια. Είχε ξοδέψει πάνω από δέκα χιλιάδες ευρώ σε δικηγόρους και δικαστήρια χωρίς να βγάλει άκρη αλλά δεν το ‘βαζε κάτω.

Οι δικηγόροι βέβαια, είχαν βρει αγελάδα για άρμεγμα. Αναλάμβαναν την υπόθεση γνωρίζοντας εξ αρχής πως ήταν χαμένη. Έπαιρναν τις αμοιβές τους ούτως ή άλλως όμως.

Και, κάθε φορά που έχανε ο Γκούρας πήγαινε σε άλλον δικηγόρο. Έξι ή εφτά δικηγόρους είχε αλλάξει ως τώρα. Δεν απογοητευόταν γιατί το παν στη ζωή είναι να έχεις στόχο και ο επιμένων νικά…

Καθισμένος σε επικλινή θέση κάτω απ’ τη σκιά της κληματαριάς, έπινε κι έλεγε τον πόνο του φωνάζοντας για να ακούγεται όσο πιο μακριά γίνεται. Κάποιοι απ’ τους θαμώνες τον κούρντιζαν κιόλας για να γίνεται τζέρτζελο.

-Γκούρα, τι έγινε με το χωράφι στη ‘μεγάλη πέτρα΄; 

-Σαν τι θες να γίνει; Αυτός ο «Ξυλούρης» περνάει κάθε μέρα από μέσα, δρόμο το έκανε. Αλλά πού θα πάει; Θα του δείξω εγώ. Νομίζει ότι θα μου γλυτώσει; Όλοι ξέρετε ότι καταπάτησε το δημόσιο με την επέκταση που έκανε στον στάβλο του. 

-Ναι, αλλά δεν φοβάσαι; Την άλλη φορά που σε πέτυχε στο χωράφι μαζεύτηκες. Τι φοβήθηκες; Μη σε δείρει ή μη σου τον φορέσει;

-Μη μου τον φορέσει φοβήθηκα, γι’αυτό μαζεύτηκα. Αλλά θα  του δείξω εγώ. Θα δείτε όλοι τι θα πάθει…

-Α, να κι ο Παρμενίδης με το αμάξι. Πού πάει τέτοια ώρα;

-Άσ’ τον κι αυτόν τον μπινέ. Έξι χιλιάδες ξόδεψα  στα δικαστήρια αλλά τώρα τη βρήκα την άκρη. Δεν ξέρει τι τον περιμένει κι αυτός. Πού να δείτε τι του ετοιμάζω…

Αυτόν που τον έχετε όλοι για νοικοκύρη, ξέρετε τι έκανε; Εγώ τον έσωσα. Εγώ έσωσα την οικογένειά του. 

-Σώπα ρε Γκούρα; Τι έγινε; Πώς;

-Αυτός που λέτε, ήταν δεν ήταν τέσσερα πέντε χρόνια παντρεμένος όταν μάθαμε ότι πηδούσε την αδερφή της πεθεράς του (σ.σ. θεία του Γκούρα, αδερφή του μπαμπά του).

Το ανακάλυψε η Τούλα (η γυναίκα του Παρμενίδη) και ήθελε να τον διώξει. Καυγάς μεγάλος, φασαρία, χαμός. Ευτυχώς που μπήκα εγώ στη μέση και τους τα έφτιαξα κι έσωσα το σπίτι τους. Ότι έφτιαξαν σε μένα το χρωστάνε…

-Καλά ρε Γκούρα, τη θεία σου; Πώς μιλάς έτσι για την αδερφή του μπαμπά σου; Άντε, αυτός είναι ξένος, αλλά το αίμα σου;

-Ποια είναι θεία μου;

-Η πεθερά του Παρμενίδη

-Εεεεεε, σαν θεία καλή ήταν δεν λέω, αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Το θέμα είναι αυτός τι έκανε, όχι η Λενιώ!

-Γκούρα το παράκανες, αυτά τα πράγματα δεν λέγονται.

-Τι δεν λέγονται μωρέ; Τι ξέρετε εσείς; Γατάκια! Την αλήθεια λέω…

…συνέχισε να φωνάζει μπερδεύοντας τα λόγια του και στολίζοντας όσους δεν χώνευε με διάφορα άκοσμα επίθετα. 

Ένας ένας οι χωριανοί άρχισαν να φεύγουν μην αντέχοντας άλλο βόθρο. Αυτή η δόση ήταν αρκετή γι’ αυτόν τον μήνα. Η συνέχεια τον άλλο μήνα πάλι, που θα ξαναπληρωθεί…


Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ XVIII

 Είχε ένα ξυλουργείο στο κεφαλοχώρι κι αναλάμβανε διάφορες δουλειές.  Έπιπλα, πόρτες, έφτιαχνε απ’ όλα. Πήγαινε ο πελάτης, έδινε την παραγγελία κι έμπαινε στη σειρά για την παράδοση. Όλα ήταν χειροποίητα κι ήθελαν τον χρόνο τους.

Η δουλειά ήταν πολλή και γι’ αυτό έπαιρνε διάφορα παιδιά ως βοηθούς, τσιράκια.

Τους έδινε ένα χαρτζιλίκι, για μεροκάματο ούτε λόγος, αυτό το έπαιρναν αν κατάφερναν να γίνουν μαστόρια. Τι ένσημα κι επισημότητες; Ο Ζήκος μπροστά τους ήταν άρχοντας!

Την τέχνη την μάθαιναν σιγά σιγά, εμπειρικά κι από τους τέσσερις πέντε που είχε συνέχεια στη δούλεψή του μόνο ένας στα δύο χρόνια γινόταν ξυλουργός. Οι υπόλοιποι εγκατέλειπαν.

Εκείνη τη χρονιά είχαν πέσει πολλοί γάμοι με αποτέλεσμα οι παραγγελίες να έρχονται βροχή. Επειδή, ένας γάμος στο χωριό σημαίνει έπιπλα, κουζίνες και πόρτες για το νέο σπίτι και επιπλέον διάφορες ανακαινίσεις που έκαναν στα σπίτια τους οι συμπεθέροι.

Είχε έξι τσιράκια στο εργαστήρι του. Οι δύο ήταν παλιοί που ήξεραν καλά την τέχνη, οι άλλοι δύο ήταν μόνο δυο χρόνια μαζί του και τα άλλα δυο παιδιά ήταν φρέσκα, τα είχε πάρει για να κουβαλάνε και να βοηθούν τους βοηθούς του.

Δεν άφηνε να του φύγει δουλειά. Όσο φόρτο και να είχε αναλάμβανε κάθε νέα παραγγελία που ερχόταν. 

Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή κι ενώ είχε καλυμμένο όλο το επόμενο τετράμηνο, έρχεται μια παραγγελία για γάμο .  Ήθελαν όλο το νοικοκυριό και άμεσα. Σιγά να μην τους άφηνε να φύγουν. Θα έριχνε πίσω τις άλλες παραγγελίες και θα τα έφερνε βόλτα.

Τσάμπα του φώναζαν οι βοηθοί και τα τσιράκια, «αφεντικό, δεν προλαβαίνουμε, πότε θα τα φτιάξουμε όλα αυτά;» «Σκασμός, κουτσαβάκια, που θα μου πείτε εμένα τι προλαβαίνουμε και τι όχι! Αν βάλετε τον κώλο σας κάτω και δουλέψετε αντί να μιλάτε και να διαμαρτύρεστε, θα προλάβουμε. Δουλέψτε, ντε! Τι με κοιτάτε;»

«Εσύ κι εσύ, έδειξε τους δύο μαθητευόμενους που κόντευαν ν’ αποφοιτήσουν, ελάτε μαζί μου να πάμε να πάρουμε τα μέτρα».

Χωρίς κουβέντα τον ακολούθησαν, τι να πουν άλλωστε; Ν’ ακούσουν κι άλλα;

Έφτασαν στο σπίτι κι άρχισαν να μετρούν. Τους είπαν οι πελάτες πώς ήθελαν τους καναπέδες, την τραπεζαρία, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες και το σκρίνιο.

Παίρνοντας τα μέτρα το αφεντικό, από τη βιασύνη του ή επειδή είχε πολλά στο μυαλό του, άλλα μέτρησε και άλλα έγραψε. Ο ένας από τους δύο βοηθούς που είχε μαζί του παρατήρησε το λάθος και του το είπε. «Πάψε, ξερόλα, τολμάς να μου πεις ότι εγώ κάνω λάθος! Πότε έμαθες τη δουλειά για να διορθώσεις εμένα; Μην ξαναμιλήσεις γιατί θα πω του πατέρα σου ότι τεμπελιάζεις και δεν έχεις μάθει τίποτα δυο χρόνια τώρα!»

Το παιδί δεν ξαναμίλησε, όχι από φόβο, επειδή είχε βάλει στο μυαλό του να του δώσει ένα καλό μάθημα!

Πίσω στο εργαστήριο, έδωσε τα μέτρα στους δυο τελειόφοιτους να ξεκινήσουν τη δουλειά κι αυτός έτρεξε να πάρει κι άλλες δουλειές. Οι έξι μαθητευόμενοι έπρεπε τώρα να δουλέψουν διπλοβάρδιες για να προλάβουν και πάλι δεν ήταν σίγουρο αν θα προλάβαιναν.

Πέρασε η πρώτη εβδομάδα και η δουλειά προχωρούσε ικανοποιητικά. Πράγματι, σε δυο βδομάδες ήταν όλα έτοιμα και το Σάββατο, τη μέρα του γάμου, πήγαν όλοι μαζί να τα μοντάρουν και να τα στήσουν. Τη στιγμή που όλοι είχαν φύγει στην εκκλησία για τον γάμο, αυτοί ήταν ακόμη εκεί και δούλευαν. Τελευταίο είχαν αφήσει το σκρίνιο. Γύρισε το νιόπαντρο ζευγάρι με τους καλεσμένους τους από την εκκλησία την ώρα που το έστηναν.

Άρχισαν να κερνούν τους καλεσμένους περιμένοντας τους μαραγκούς να τελειώσουν τη δουλειά τους. Την ώρα που έστηναν το έπιπλο, ο αρχιμάστορας κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν τον άφηνε ο εγωισμός του να παραδεχτεί το λάθος του. Με σφήνες και με άλλα μαστορικά κόλπα προσπάθησε να καλύψει την αποτυχία του. Η θέση του ήταν δύσκολη. Από τη μια θα γινόταν ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο και από την άλλη θα έβγαινε θιγμένος και μειωμένος απ’ τον βοηθό του.

Με τα πολλά, τελείωσαν κι άρχισαν να μαζεύουν τα εργαλεία τους για να φύγουν.

Αμέσως έτρεξαν οι συμπεθέρες να το στολίσουν με τα χειροποίητα εργόχειρα από την προίκα της νύφης και να το γεμίσουν με πιάτα, ποτήρια, διάφορα κρύσταλλα και μπιμπελό από τα δώρα του γάμου.

Πήγαν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν το ζευγάρι. Πάνω στη χειραψία ακούν έναν κακό θόρυβο… κρρρραααακ, κρρρααακ, άρχισε σιγά και συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση. Κρααακ, κρααακ, και ξαφνικά ένα ακόμη πιο δυνατό κραααααααααααααακ! Και ταυτόχρονα  τσινγκ, τσινγκ, τσανγκ, τσανγκ, κρατς, κρατς, κρουτς, τσάνγκαρ, τσούνγκαρ!

Κολυμπηθρόξυλα το σκρίνιο! Άμμος, κομμάτια και θρύψαλα τα γυαλικά!

Ξύλα, γυαλιά και κεντήματα ένα κουβάρι στο πάτωμα κοίταζαν τον κόσμο λυπημένα!

Ξεροκατάπιε το αφεντικό κι άρχισε να φωνάζει στα παιδιά: «τσακιστείτε από τα μάτια μου, άχρηστοι, άλλα μέτρα σας δίνω και κάνετε του κεφαλιού σας. Δρόμο όλοι! Τι να πεις; Στραβάδια…» Τα μπάλωσε τέλος πάντων στους πελάτες ρίχνοντας την ευθύνη στα παιδιά κι έφυγε υποσχόμενος πως αύριο το πρωί θα τους έφερνε άλλο, σωστό αυτή τη φορά.

Στο δρόμο της επιστροφής, άφριζε κι έβριζε συνεχώς. Φτάνοντας στο εργαστήριο υποχρέωσε τους βοηθούς να κόψουν την ξυλεία ώστε το επόμενο πρωί να τελειώσουν το γρηγορότερο κι έδωσε την εντολή όλοι να βρίσκονται εκεί απ’ τα χαράματα. Αυτός έφυγε και πήγε να ξεκουραστεί. 

Τότε ήταν η στιγμή που ο μαθητευόμενος ξεφούρνισε το μυστικό του. Ότι δηλαδή το αφεντικό ήταν ο κύριος υπαίτιος, ότι από την αρχή είχε πάρει λάθος τα μέτρα. Οπότε, αν ξεκινούσαν με τα ίδια μέτρα, πάλι το ίδιο λάθος θα γινόταν.

Τι να κάνουν τώρα; Κλείνουν το μαγαζί και πάνε για μπύρες. Το είχαν πάρει απόφαση. Οι δύο τελειόφοιτοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τις δικές τους δουλειές και οι υπόλοιποι δεν είχαν καμιά διάθεση να συνεχίσουν να δουλεύουν μ’ αυτό το αφεντικό.

Διασκέδασαν, απελευθερωμένοι πλέον, έχοντας πάρει τις αποφάσεις τους.

Την άλλη μέρα, το αφεντικό τους περίμενε στις έξι το πρωί. Του φάνηκε παράξενο που δεν ήρθε κανείς μέχρι τις επτά. Περίμενε μέχρι τις οχτώ, τίποτα! Τι να κάνει; Ξεκινάει για το σπίτι του ενός και στέλνει τον γιο του στον άλλον, σ’ αυτούς που βρισκόταν πιο κοντά.

Του ήρθε ταμπλάς που λένε όταν και οι δυο του δήλωσαν ότι παραιτούνται. Το σοκ ήταν μεγάλο! Αυτό δεν το περίμενε! Άρχισε να υπόσχεται, μετά να παρακαλάει, μετά να ικετεύει… Κάτσε να το φτιάξεις μόνος σου με τα μέτρα που πήρες, ήταν η απάντησή τους.

Απ’ ότι έμαθαν μετά, έριξε τα μούτρα του, πήγε και πήρε τα σωστά μέτρα κι έκατσε και το έφτιαξε μόνος του. 

Η εκδίκηση ήταν ωραία και δίκαιη. Δεν ήξεραν αν ήταν κρύα ή ζεστή στο πιάτο, ήταν όμως νοστιμότατη!


Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVII

 «Σήμερα το βράδυ, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ο κομήτης του Χάλεϋ θα περάσει απ’ τη γειτονιά μας!  Συγκεκριμένα, θα είναι ορατός στην Ελλάδα από τις δύο και πέντε έως τις δύο και τέταρτο. Ένα μοναδικό φαινόμενο που συμβαίνει κάθε εβδομήντα πέντε με εβδομήντα έξι χρόνια….»

Αυτά άκουσαν στο δελτίο ειδήσεων τα μέλη της γνωστής παρέας του χωριού.

Πήραν μπύρες, πατατάκια, φυστίκια και στραγάλια και την έστησαν στο γήπεδο για να δουν τον κομήτη που θα περνούσε πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Δύο και πέντε, δύο και δέκα, δύο και τέταρτο, τίποτα! Δυόμιση, τίποτα!

Πουθενά ο κομήτης, άφαντος!

Τότε αντιλήφθηκαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο! Τους την έφεραν! Πώς την πάτησαν έτσι;

Αποφάσισαν να πάρουν το αίμα τους πίσω.

Αφού είχαν πιει και δυο κάσες μπύρες, ήταν εύκολη απόφαση.

Μια και δυο, το κόβουν για το καφενείο του Μπούκουρα. 

-Ρεμάλια, όσο θα μιλάω στο τηλέφωνο, εσείς θα χτυπάτε τις καρέκλες και θα βρίζετε.

-Ναι, αστυνομία εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πλακώνονται και πέφτει ξύλο!

Σε δέκα λεπτά, ίου ίου ίου το περιπολικό, πάει στο δίπλα το χωριό. Τίποτα!

-Κάντε ησυχία τώρα, θα πάρω την πυροσβεστική.

-Ε, ρε, το παρατραβάς!

-Σκασμός, ρεμάλια!

-Πυροσβεστική εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πήρε φωτιά η αποθήκη του τάδε και έχει μέσα μπάλες άχυρο και εύφλεκτες ύλες.

Σε πολύ λίγο, ίου ίου ίου και η πυροσβεστική, πάει στο δίπλα το χωριό στην αποθήκη του τάδε, τίποτα!

-Άααααχ! Το ‘φχαριστήθηκα! 

-Μπούκουρα, φέρε μπύρες.

-Δεν γίνεται, κλείνω.

-Καλά, φέρε τις μπύρες και κλείσε. Εμείς θα κάτσουμε έξω και θα τις πιούμε!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVI

 Την επόμενη ξημέρωνε πρωταπριλιά. Μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εικοσάρηδες στο καφενείο του Μπούκουρα κι έστυψαν το μυαλό τους για μια καλή φάρσα.

Μετά από δυο κάσες μπύρες, το βρήκαν! Κατά τις δύο το πρωί διαλύθηκαν αλλά δεν πήγαν για ύπνο. Ο καθένας πήρε απ’ το σπίτι του τα απαιτούμενα, ξαναβρέθηκαν στο σχολείο και ξεκίνησαν για το διπλανό χωριό.

Ότι τα δύο χωριά ήταν στα μαχαίρια δεν χρειάζεται διευκρίνιση… Αφού ούτε γάμους δεν επέτρεπαν να γίνονται μεταξύ τους. Αν στράβωνε η τύχη και προβαλλόταν τέτοια επιθυμία, αν δηλαδή ένας νέος ήθελε μια κοπέλα απ’ το άλλο χωριό, έπεφταν πάνω στο ζευγάρι θεοί και δαίμονες και τους χώριζαν! Αν καμιά φορά ξέμενε κάποιος από ψωμί και πήγαινε στον φούρνο του άλλου χωριού, δεν του πουλούσαν.  Για κακή τους τύχη, μοιραζόντουσαν το ίδιο σχολείο και την ίδια εκκλησία. Δύο κτίρια που πολεοδομικά χώριζαν ή ένωναν τα δύο χωριά, όπως το πάρει κανείς!  Στο σχολείο τα παιδιά καθόντουσαν στα θρανία μόνο με παιδιά απ’ το χωριό τους. Στην εκκλησία είχαν χωρίσει στασίδια και καρέκλες ώστε να μην έχουν στενές επαφές. Τσακωνόντουσαν με τον παπά για το ποιο χωριό θα κοινωνήσει πρώτο. Μια φορά, αφού κοινώνησε το ένα χωριό,  έβαλαν τον παπά με το ζόρι να μεταλάβει ο ίδιος για να κοινωνήσει μετά και το άλλο χωριό! 

Εκεί, κατά τις δυόμιση το πρωί, όταν πλέον είχαν κλείσει τα καφενεία και δεν κυκλοφορούσε ψυχή, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Σ’ ένα σημείο με αιωνόβια πλατάνια, στρώθηκαν στο σκάψιμο.  Αφού έσκαψαν έναν αρκετά μεγάλο λάκκο, έριξαν μέσα καμιά δεκαριά σκουριασμένους τενεκέδες που είχαν κουβαλήσει απ’ τα σπίτια τους.

Έπειτα, έριξαν και αρκετά κουρέλια, τα πιο παλιά λερωμένα πανιά που βρήκαν και τέλος, σκόρπισαν λιωμένα κεριά. Αφού περιποιήθηκαν το δημιούργημά τους, τα μάζεψαν κι έφυγαν. 

Την άλλη μέρα το πρωί, πρωταπριλιά, άρχισαν να μαζεύονται στα καφενεία της πλατείας οι κλασικοί θαμώνες. Δεν άργησαν να προσέξουν τα σκορπισμένα χώματα κάτω από τα πλατάνια. Πήγαν πρώτα δυο τρεις περίεργοι και οι φωνές τους κάλεσαν και τους υπόλοιπους. Σε πολύ λίγο, είχε μαζευτεί το μισό χωριό. 

Λίρες, λίρες! Τόσο καιρό κάτω απ’ την μύτη μας, πού να το ξέραμε! Μα, είστε σίγουροι; Ρωτούσαν οι πιο δύσπιστοι. Δεν βλέπεις; Να οι τενεκέδες, κοίτα σκουριά! Τόσα χρόνια θαμμένα στο χώμα! Να και τα κουρέλια που ήταν τυλιγμένα τα μασούρια, να και τα κεριά που τα είχαν κερωμένα. Α, ρε την ατυχία μας μέσα! Άρχισαν να χτυπιούνται και να αναθεματίζουν την κακή τους τύχη! 

Στο προαύλιο της εκκλησίας, η παρέα δεν κρατιόταν απ’ τα γέλια… Τους έβλεπαν από μακριά να χτυπιούνται και να αναλύουν τα αποδεικτικά στοιχεία, έβλεπαν την πικρία και την απογοήτευσή τους κι αυτό ήταν το αλατοπίπερο της φάρσας.

Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό τους ότι ήταν πρωταπριλιά!

Αντίθετα, για πολύ καιρό συνέχιζαν να αναρωτιούνται ποιος μπορεί να είχε κρύψει τον θησαυρό και, το σημαντικότερο, ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που τον ξέθαψε και τους τον πήρε μέσα απ’ τα χέρια!

Οι παππούδες θυμόντουσαν καπεταναίους απ’ τον εμφύλιο, άλλοι έλεγαν ότι ήταν τούρκικες, άκρη δεν έβγαινε. Αλίμονο σ’ αυτόν που πήρε τόσο μεγάλο θησαυρό, αν τον έβρισκαν θα τον έσκιζαν!

Μερικές μέρες μετά και αφού ακόμα σιγόβραζαν από θυμό και αγανάκτηση, ένα άλλο γεγονός ήρθε να τους ταράξει περισσότερο.

Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά στα πλατάνια, με τους τενεκέδες και τον λάκκο που ήταν ακόμα ανοιχτός, ακούστηκαν φωνές. Παππού, παππού φώναζε το ένα, μπαμπά το άλλο, δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός. Έτρεξαν εκεί δυο τρεις μεγάλοι. Βρήκαμε το χάρτη, βρήκαμε το χάρτη! Έλεγαν τραγουδιστά τα πιτσιρίκια. Ποιο χάρτη βρε σκασμένα; Φέρτε μου ‘δω να δω… Πράγματι, ήταν ένα κομμάτι πανί, μουτζουρωμένο και κουρελιασμένο και πάνω του ήταν χαραγμένα δρόμοι, σπίτια, σημάδια. Αμάν! Την κάναμε, μας έκατσε κι εμάς!

Οι τρεις πρώτοι που είδαν τον χάρτη, προσπάθησαν να τον κρύψουν, αλλά εις μάτην.

Στο τέλος, μοιράστηκαν το χάρτη καμιά δεκαριά νοματαίοι. 

Έκατσαν, με περίσσεια σπουδή και τον μελέτησαν. Μελέτησαν, μελέτησαν και μετά άρχισαν να ψάχνουν για τα σημάδια. Ένας μεγάλος βράχος στην άκρη του χωριού, το ποτάμι, κάποια παλιά τούρκικα σπίτια που υπήρχαν ακόμη, άλλα κατοικήσιμα και άλλα μισογκρεμισμένα…. Ευτυχώς το Χ ήταν σε σπίτι που είχε αναπαλαιωθεί και ήταν κατοικήσιμο. Εδώ όμως άρχιζαν τα δύσκολα!  Ήταν το σπίτι του προέδρου!

Θα περίμεναν. Κάθε χρόνο, ο πρόεδρος με την προεδρίνα και τα προεδράκια, Ιούλιο με Αύγουστο, πήγαινε διακοπές για μια δυο βδομάδες. Καλύτερα, έτσι. Είχαν και χρόνο να οργανωθούν. Πέρασε ο καιρός, έφυγε για διακοπές ο πρόεδρος, ο θόρυβος για τον κλεμμένο θησαυρό είχε κοπάσει εδώ και αρκετές βδομάδες, και οι δέκα νοικοκυραίοι έφυγαν για ξύλα στο βουνό, υποτίθεται….

Απ’ το πρώτο βράδυ, μπήκαν στο σπίτι κανονικά από την πόρτα χωρίς να την παραβιάσουν κι έβαλαν μπρος τα μηχανήματα. Έλα μου όμως που τα αναθεματισμένα που χτυπούσαν συνέχεια; Όπου και να τα γύριζαν, σφύριζαν. Εμ, βέβαια, παλιό το σπίτι, παντού καρφιά…

Τώρα; Συνεδρίασαν. Θα ξεκινούσαν από το κατώι και μετά βλέπουμε, είπαν. Άρχισαν να γκρεμίζουν εκεί που τα μηχανήματα χτυπούσαν πιο δυνατά. Τίποτα! Καρφιά… Να και παραδίπλα, να και παραπέρα, να και σ’ αυτόν τον τοίχο, να και στην άλλη μεριά, τρύπες παντού. Λαμπόγυαλο το σπίτι! Δεν αποθαρρύνθηκαν όμως. Ανέβηκαν και στο ανώι. Ήταν σίγουροι πως εκεί θα έβρισκαν το θησαυρό. Μπαμ και μπουμ, γκαπ και γκουπ, δύσκολη δουλειά καθώς δούλευαν μόνο τις ώρες που οι γείτονες ήταν στα χωράφια για να μην τους ακούσουν. Ύστερα, δέκα άντρες κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα μέσα στο κατακαλόκαιρο, δεν είναι εύκολο πράγμα!

Με τα πολλά, το έκαναν θερινό και το πάνω πάτωμα και πάλι δεν βρήκαν τίποτα. Δεν έμενε άλλο από τη σκεπή… Άρχισαν να ξηλώνουν και τα ταβάνια. Τζίφος! Είχαν περάσει κι οι μέρες, έπρεπε να φύγουν. 

Γύρισε ο πρόεδρος, τι να βρει; Το σπίτι ρημαδιό, γιαπί!

Αστυνομίες, έρευνες, δεν άργησαν να βρουν τους υπαίτιους και τον περιβόητο χάρτη.

Η παρέα εν τω μεταξύ, έγραφε ιστορία απ’ το πολύ το γέλιο.

Ο πρόεδρος απ’ την άλλη, επειδή ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο και όχι μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι ανώτερος από όλους στο χωριό, βγήκε και είπε:

Στο πηγάδι ήταν ο θησαυρός, τον είχαν βρει άλλοι πριν απ’ αυτούς και τον είχαν πάρει!

Από τότε, τέτοια πρωταπριλιά που να κράτησε πέντε μήνες δεν ξαναματάγινε κι ακόμα συζητιέται… Στο ένα χωριό για την πλάκα που σπάσανε και στο άλλο για το άδικο που τους βρήκε! Κι ακόμα δεν έχουν καταλάβει, είναι σίγουροι ότι υπήρξε θησαυρός και ότι τους τον άρπαξαν μέσ’ από τα χέρια!


Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧV

 Είχε μπάρμπα…

Το σχολείο το τελείωσε με χίλια ζόρια και με μέσον!

Μπόρεσε τουλάχιστον κι έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Πώς τα κατάφερε; Άγνωστον!  Μπορεί να έβαλε μέσον κι εκεί, κανείς όμως δεν μπορεί να το πει στα σίγουρα.

Είχε ένα βηματισμό, παράξενο! Αυτό που λέμε, τα ζώα μου τ’ αργά ή, μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι βρωμούσε τ’ άλλο.

Δεν ήταν χοντρός, ήταν ψηλός και εύσωμος.

Αλλά, βαριόταν. Βαριόταν πολύ!

Στο χωριό δεν έκανε τίποτα. Τεμπέλιαζε δεξιά κι αριστερά και ζούσε για το καφενείο. Εκεί, καθόταν με τις ώρες κι έπινε καφέδες.

Είδε κι απόειδε ο μπάρμπας του, ανώτερος δικαστικός στην Αθήνα, κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτόν τον ρεμπεσκέ, σκέφτηκε. Του τηλεφώνησε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να τον βολέψει. Του αγόρασε μισό ταξί και τον έστρωσε στη δουλειά. Αυτή την εντύπωση είχε…

Ο, ας τον πούμε Μπάμπης έπαιρνε το ταξί στην βάρδια του κι έκοβε βόλτες. Σε μια γειτονιά είχε βρει ένα καφενείο που άραζε κι έπινε τους καφέδες του, μια χαρά!

Αν είχε κέφι, έπαιρνε και κανέναν πελάτη. Αλλιώς, προσπερνούσε και δεν τον ένοιαζε καθόλου. Βαριόταν!

Με πελάτη ή χωρίς, έπιανε δεξιά και πήγαινε κυριολεκτικά με πέντε. Πολλοί πελάτες αγανακτούσαν και κατέβαιναν απ’ το ταξί. Σιγά μην κάτσει ν’ ασχοληθεί με τους σάχλες. Πολύ βαρετή ασχολία. Μ’ αυτή την κατάσταση να παίρνει διαστάσεις, ο συνεταίρος στο ταξί διαμαρτυρήθηκε κι έτσι ο μπάρμπας του αναγκάστηκε να του πουλήσει το μερίδιό του. Του βρήκε άλλη δουλειά. Οδηγός σε λεωφορείο αεροπορικής εταιρείας. Έπαιρνε τους επιβάτες απ’ το κέντρο της πόλης και τους πήγαινε στο αεροδρόμιο.

Είναι δυνατόν όμως να βάλει μυαλό ο Μπάμπης;

Είναι δυνατόν ν’ αλλάξει νοοτροπία και συνήθειες;

Πώς το σκέφτηκες αυτό ρε μπάρμπα;

Στηνόταν ο Μπάμπης στην Ομόνοια, ανέβαιναν οι επιβάτες και ξεκινούσε.

Όοοοοοχι πρωινή βάρδια……. Τι φανταστήκατε; Στις δώδεκα έπιανε δουλειά!

Ξεκινούσε λοιπόν ο Μπάμπης, αργά αργά, από δεξιά και προσεκτικά, κούτσα κούτσα, έκαναν τα στραβά μάτια από την αεροπορική εταιρεία στα παράπονα των πελατών λόγω υποχρέωσης στον μπάρμπα του, και η δουλειά έβγαινε δύσκολα.

Ώσπου μια μέρα ο Μπάμπης βαριόταν πολύ! Περισσότερο απ’ τις άλλες μέρες! Πήρε τους επιβάτες και αργά αργά και από δεξιά, ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.

Στο δρόμο ξαφνικά, ανάβει αλάρμ, σταματάει δεξιά, αφήνει αναμμένη τη μηχανή και κατεβαίνει κάτω. Οι επιβάτες τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται και φωνάζουν:  «Ε, πού πας; Γύρνα πίσω. Θα χάσουμε την πτήση! Έλα ‘δω ρε βλαμμένε!»

Τίποτ’ αυτός. Απτόητος, μπήκε μες στο καφενείο λίγο πιο πάνω, έκατσε και παρήγγειλε καφέ! Τι κι αν φώναζαν απ’ το λεωφορείο… τους είχε βάλει στο mute. Αφού ήπιε τον καφέ του, σχετικά γρήγορα, πρέπει να το αναφέρουμε αυτό, ανέβηκε στο λεωφορείο και συνέχισε τον δρόμο του.

Βέβαια, οι επιβάτες έχασαν την πτήση τους και μ’ αυτή την αφορμή, ο Μπάμπης απολύθηκε.

Έτσι, ξαναγύρισε στο χωριό. Τι να κάνει κι ο δόλιος ο μπάρμπας του; Τού ‘κοψε ένα επίδομα, φρόντισε να τον βγάλει και στην σύνταξη και αφού θεώρησε πως έκανε ότι μπορούσε γι’ αυτόν, τον άφησε στην τύχη του.

Με τα έξοδά του καλυμμένα, ο Μπάμπης στο χωριό έκανε ότι γούσταρε, δηλαδή βαριόταν!

Ένα μεσημεράκι μπαίνει στο καφενείο του Μπούκουρα ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν το ταξί του Μπάμπη. Απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του τον έπαιρνε με το αυτοκίνητο, μπροστά στην πόρτα του καφενείου τον άφηνε. Από την πόρτα του καφενείου τον έπαιρνε, μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού του τον άφηνε.

Ούτε βήμα δεν πήγαινε χαμένο!

-Τι γίνεται ρε Μπάμπη; Πώς πάει;

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο Μπάμπης απάντησε, «ζόρικα!»

-Τι εννοείς; Επιμένει ο Ηλίας

-Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για ν’ ανασάνω; Και, βαριέμαι!

-Τι λες ρε π’ ανάθεμά σε; Βαριέσαι ν’ ανασάνεις; Θα πεθάνεις…

-Βαριέμαι, είπε κι ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙV

 Δούλευε σε σιδηρουργείο γι’ αυτό τον φώναζαν Τσίγκο!

Ήταν ένα κλασικό χωριατόπαιδο. Ζορίστηκε πολύ να βγάλει το δημοτικό κι αυτό με βαθμό απολυτηρίου έξι! Αφού δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, τον έστειλε ο πατέρας του να μάθει μια τέχνη. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λένε; Αυτό!

Μεγάλος πια ο Τσίγκος, είκοσι χρονών, άρχισε να ανεξαρτητοποιείται. Όχι πως ήξερε τι σημαίνει αυτό, ή τι κάνει στην κυριολεξία, απλά, ακολούθησε τη φυσική ροή της ζωής.

Η παρέα του, συνομήλικοί του πάνω κάτω που γνωρίζονταν από παιδιά.

Έβγαιναν τα βράδια, πήγαιναν για μπύρες, μιλούσαν για κορίτσια και περνούσαν την ώρα τους με όνειρα όπως να είχαν χρήματα, να ήταν πλούσιοι, να είχαν μοντέρνα αυτοκίνητα και μηχανές, να ταξίδευαν, να πήγαιναν στα νησιά να έβλεπαν από κοντά τουρίστριες και τέτοια. Ανάμεσα σ’ αυτά τα όνειρα μια συζήτηση κυριαρχούσε περισσότερο. Ανασκαφές για λίρες! Άκουγαν ιστορίες απ’ τους μπαμπάδες, τους παππούδες, τους μπαρμπάδες και τις μετέφεραν στις μεταξύ τους κουβέντες. Σιγά σιγά, άρχισαν ν’ ασχολούνται διεξοδικά με την ανεύρεση θησαυρών. Αγόρασαν μηχανήματα και τα σαββατοκύριακα ανέβαιναν στο βουνό. Πήγαιναν στα σημεία που ανέφεραν οι ιστορίες που άκουγαν. Όπως είναι φυσικό, δεν έβρισκαν τίποτα. Για έναν περίπου χρόνο εξερεύνησαν τα δικά τους τα μέρη.  Μετά, άρχισαν να ξανοίγονται. Άρχισαν να ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά για να βρουν τον θησαυρό τους. Αυτά τα ταξίδια άνοιξαν μεν τους ορίζοντές τους αλλά δυστυχώς μόνο ως προς τον στόχο τους. Η ανεύρεση θησαυρού τους είχε γίνει αυτοσκοπός.

Ο καιρός περνούσε όμως και θησαυρό δεν έβρισκαν. 

Απογοητευμένος ο Τσίγκος,  άρχισε να δουλεύει έναν άλλο τρόπο στο μυαλό του για να βγάλει χρήματα γρήγορα κι εύκολα.

Όταν κάποια στιγμή είχαν πάει στην Βεργίνα, είχε δει πως οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν σιδερένια ξίφη. Αγόρασε λοιπόν, σχετικά βιβλία, ξεπατίκωσε τα σχέδια, κι αποφάσισε να φτιάξει ένα πανομοιότυπο ξίφος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το φτιάξει. Σιγά το δύσκολο, σκεφτόταν!

Έτσι, τό ‘βαλε μπρος και το δούλευε. Όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρος ότι τό ‘φτιαξε τέλεια! Ωραία, το ξίφος το έφτιαξε. Τώρα;

Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να το πουλήσει. Πώς όμως και σε ποιον; Δεν ήξερε από τέτοια πράματα ο Τσίγκος. Αποφάσισε να βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες.

«Όποιος ενδιαφέρεται για σημαντικό εύρημα να με πάρει τηλέφωνο» έγραψε.

Σε δυο μέρες χτυπάει το τηλέφωνο, ένας ο ενδιαφερόμενος. Μετά ξαναχτυπάει, κι άλλος ενδιαφερόμενος. Κλείνει ραντεβού ο Τσίγκος και με τους δυο. Πάει στον πρώτο, του λέει τι  και πως, παραμύθια που έβγαλε απ’ το κεφάλι του, τα φούσκωσε και λίγο απ’ τον ενθουσιασμό του, θα το σκεφτώ του λέει ο άλλος, φεύγει. Πάει στον δεύτερο, του λέει το ίδιο παραμύθι, τα φουσκώνει και λίγο παραπάνω, βλέπει τον ενδιαφερόμενο ενθουσιασμένο. Γίνεται να το δω; Τον ρωτάει. Βέβαια, του λέει ο Τσίγκος, αύριο την ίδια ώρα εδώ. Εκείνη τη στιγμή, σκάνε μύτη από πίσω του δυο γομάρια, τον αρπάζουν απ’ τον γιακά και τον μπουζουριάζουν στο τμήμα της περιοχής.

Ανάκριση στην ανάκριση και κόντρα ανάκριση, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε, την αλήθεια δηλαδή!

Αυτό κράτησε όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πάνε και μπαγλαρώνουν όλη την παρέα.

Ανάκριση και κόντρα ανάκριση, τους άφησαν ελεύθερους αφού έβγαλαν την άκρη, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους!

Τραβάνε τον Τσίγκο στο αυτόφωρο. Εξιστορείται όλο το σκηνικό και ο δικαστής ακούγοντας τα καθέκαστα κρατιέται να μην γελάσει. Αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειται, του λέει:

-Τι να σου πω, παιδί μου! Απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας!


Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙΙ

 Τρία πρώτα ξαδέρφια γεννημένα την ίδια χρονιά.  Τα δύο ζούσαν στο χωριό και το ένα στην κοντινή μεγαλούπολη. Μεγάλη οικογένεια, οπότε, τα παιχνίδια και τα χαϊδέματα από τους θείους πολλά. Κι επειδή η ιστορία αυτή ξεκινά να εκτυλίσσεται από την δεκαετία του ’60, μην φανταστείτε τα παιχνίδια ως αντικείμενα αλλά ως δράσεις.

Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ο θείος τους ο Σάκης, ανύπαντρος ακόμα,  τους έστησε και τους τρεις πάνω στον μαρμάρινο πάγκο της κουζίνας του χωριατόσπιτου των γονιών του και τους είπε θέλοντας να βγάλει γέλιο από τις ντοπιολαλιές:

«Θα σας ρωτάω έναν έναν και θα μου απαντάτε, καλά;»

«Καλά»

«Αλέξη, τι είναι αυτό;» ρώτησε δείχνοντας ένα γαϊδούρι.

«Γουμάρ’!» απάντησε ο Αλέξης που μεγάλωνε στο χωριό.

«Τίμο, τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε δείχνοντας το γαϊδούρι.

«Γαϊδούρι!» απάντησε ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη.

«Τάκη, τι είναι αυτό;» επανέλαβε δείχνοντας ξανά το ζώο.

«Γκάτζος!» απάντησε ο Τάκης που μεγάλωνε κι εκείνος στο χωριό αλλά σε οικογένεια χαμηλότερης μόρφωσης ή κοινωνικότητας, πείτε το όπως θέλετε.

Έως  εκείνη τη στιγμή, τα μικρά παιδιά ένιωθαν την μοναδικότητά τους από την αγάπη που προσλάμβαναν από τον στενό και τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας.

Από εκείνο το αστείο παιχνίδι και μετά όμως, άρχισαν να νιώθουν και κάτι άλλο. Τον διαχωρισμό σε ανώτερο και κατώτερο βάσει της διαφορετικότητας, της καταγωγής, του οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου των γονιών τους.

Από τότε, αν και η αγάπη που είχε εμφυτευθεί μεταξύ τους δεν έσβησε, δημιουργήθηκε ενός είδους αντιπαλότητα, ένας ανταγωνισμός.

Ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη, ένιωθε ξεχωριστός καθώς είχε τα πιο πολλά και καλά παιχνίδια. Την εποχή που στο χωριό ακόμα κυκλοφορούσαν με κάρα, αυτός είχε τηλεόραση πριν αρχίσουν να εκπέμπουν κανονικά οι δύο πρώτοι σταθμοί, είχε παιδικό πικάπ όταν ακόμη και για τους εικοσάρηδες ήταν όνειρο απατηλό και χίλια δυο παιχνίδια όπως πλαστικά αυτοκινητάκια, φαγάνες, τραινάκια, μαϊμουδάκια κυμβαλοκρούστες, διέθετε ακόμη και ένα κάμπριο κόκκινο αυτοκινητάκι με πετάλια και είχε και ποδήλατο!

Όλα αυτά ήταν μαγικά όχι μόνο για τα ξαδέρφια του αλλά και για τους φίλους του στην πόλη. Είχε όμως και τους γονείς του στην Γερμανία που του έστελναν όλα αυτά τα δώρα και μεγάλωνε με την γιαγιά του.

Ήταν ξεχωριστός λόγω των αποκτημάτων του και έπρεπε να διατηρήσει αυτή την μοναδικότητά του. 

Ο Αλέξης, άργησε λίγο αλλά βρήκε κι αυτός με ποιον τρόπο θα ξεχώριζε στην ηλικία των δώδεκα, όταν πήγε στο γυμνάσιο. Το έριξε στο ντύσιμο. Ντυνόταν καλύτερα και με τα ακριβότερα ρούχα σε όλο το χωριό ενώ ξεχώριζε ακόμα  ανάμεσα και  στα παιδιά της μεγαλούπολης.

Ο Τάκης, ήθελε κι αυτός να ξεχωρίζει αλλά δεν μπορούσε. Δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η στιγμή του έφτασε πολλά χρόνια αργότερα. Όταν γύρισε από φαντάρος και αφού δεν το είχε με τα γράμματα, απαρνήθηκε τη γεωργία με την οποία ασχολούνταν ο πατέρας του κι έγινε οδηγός νταλίκας.

Με το επάγγελμα αυτό, ταξίδεψε στο εξωτερικό και είδε από κοντά όλα όσα έβλεπε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Μέσα σ’ ένα χρόνο, γύρισε όλη την Ευρώπη και στα δυο  χρόνια, είχε μάθει όλα τα κατατόπια κυρίως τα πονηρά! Τότε ήταν που προέκυψε ένα δρομολόγιο για Παρίσι, μια πόλη που δεν είχε πάει ως τότε. Γυρνώντας με ένα φορτίο τυριών από την Ολλανδία έπρεπε να περάσει από το Παρίσι να ξεφορτώσει κάποια και να φορτώσει κάποια άλλα για να τα φέρει τέλος όλα στην Ελλάδα. Η όλη διαδικασία θα έπαιρνε περίπου τρεις μέρες. Τι να κάνει λοιπόν τρία μερόνυχτα στο Παρίσι; Κάπως έπρεπε να περάσει τον χρόνο του. Ρωτώντας, ανακάλυψε το Μουλέν Ρουζ. Διότι, δεν θα πήγαινε όπου νά ‘ναι! Μόνο στο καλύτερο! Λεφτά είχε μαζί του, οπότε κανένα πρόβλημα!

Στο Μουλέν Ρουζ ο Τάκης διέπρεψε! Να οι σαμπάνιες, τι μία μία που τις άνοιγαν οι ευρωπαίοι, δυο δυο τις άνοιγε τις σαμπάνιες ο Τάκης! Να και οι χορεύτριες στα γόνατα του Τάκη πράγμα που για να συμβεί πρέπει να ξοδέψεις απίστευτα πολλά! Οι τρεις μέρες πέρασαν αλλά σιγά μην άφηνε ο Τάκης τέτοια μπερεκέτια! Πήρε τηλέφωνο στο αφεντικό ότι καθυστερούν κι άλλο οι φορτοεκφορτώσεις και συνέχισε τα γλέντια. Αυτός το άνοιγε και το έκλεινε το μαγαζί! Του τελείωσαν όμως και τα λεφτά. Δεν το σκέφτηκε πολύ, σχεδόν καθόλου, πούλησε όλο το εμπόρευμα, πούλησε και την νταλίκα! Πολλά λεφτά, θα σκεφτεί κάποιος και με το δίκιο του. Όοοοοχι! Όχι για τον Τάκη στο Μουλέν Ρουζ! Οι σαμπάνιες έρρεαν ποτάμια και τα κορίτσια χόρευαν για πάρτι του. Κάποια στιγμή, του τελείωσαν κι αυτά τα χρήματα. Σε μια βδομάδα τα είχει φάει όλα! Τού ‘δωσε και κατάλαβε! Αφού στον κύκλο των νταλικέρηδων έγινε μύθος! Ακόμα και σήμερα αναφέρουν το περιστατικό στις ιστορίες τους.

Όταν του τελείωσαν τα λεφτά και του έμειναν μόνο για το εισιτήριο της επιστροφής, τηλεφώνησε στον πατέρα του. Τι να κάνει κι εκείνος ο καημένος; Πλήρωσε τα γλέντια του κανακάρη του αντικαθιστώντας το εμπόρευμα και το αυτοκίνητο!

Μην νομίζετε όμως ότι αυτό ήταν το τελευταίο που έκανε…. Μπορεί να ήταν το αποκορύφωμα, αλλά τις τρέλες τις συνέχισε. Τις συνέχισε γιατί έτσι ένιωθε ξεχωριστός!

Κάποια στιγμή, ήρθε ο καιρός να παντρευτεί. Αρραβωνιασμένος γαρ και η μνηστή έγκυος.

Του δίνει ο μπαμπάς του ένα εκατομμύριο δραχμές τότε, σήμερα να πούμε δέκα χιλιάδες ευρώ όχι σε ονομαστική αλλά σε αγοραστική αξία.

Πάει ο Τάκης στην πόλη για να αγοράσει τα γαμπριάτικα. Κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, παπούτσια, κάλτσες, κολώνιες, τα πάντα. Μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα από αυτά που σε κάθε όροφο έχουν διαφορετικά είδη. Χρόνο έχει μπόλικο, χασομεράει χαζεύοντας. Βλέπει κάτι αξεσουάρ του σκι φανταστικά! Του άρεσαν πολύ! Πάει στον άλλο όροφο, βλέπει, προβάρει και τα γαμπριάτικα. Εντάξει, αποφάσισε, θα τα πάρει!

Γυρνάει το βράδυ στο χωριό που τον περιμένουν με αγωνία να δουν τα ψώνια του.

Ανοίγει τις σακούλες και τα κουτιά και τι να δουν. Στολή του σκι, χιονοπέδιλα κι όλα τα αξεσουάρ! 

«Καλά βρε παιδί μου, εμείς κοστούμι σε στείλαμε ν’ αγοράσεις!»

«Ναι, για κοστούμι πήγα και το δοκίμασα κιόλας αλλά αυτά τα ήθελα πόσο καιρό τώρα και δεν μπορούσα να τα πάρω γιατί ήταν πολύ ακριβά!»

Άντε την άλλη μέρα, με άλλο  ένα εκατομμύριο για κοστούμι!

Και, μετά, ο Τάκης παντρεύτηκε! Όλως παραδόξως η γυναίκα του τον έστρωσε. Τού ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι που λένε.

Βέβαια, τις τρέλες τις συνέχισε αλλά άλλου είδους. Όχι τόσο επιζήμιες!


Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙ

 Β’ ερασιτεχνική, ντέρμπι μεταξύ αιωνίων και μη χειρότερα!

Το παιχνίδι και για τις δύο ομάδες είναι πολύ κρίσιμο.

Και στις δύο έδρες, πάντα υπήρχε μεγάλη ένταση μεταξύ των ομάδων, των οπαδών και των χωριών γενικότερα. Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες είναι πολύ ελαφριά εκδοχή σε σύγκριση με αυτή την αντιπαλότητα!

Άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι, γέροι, ακόμα κι οι παπάδες ζούσαν γι’ αυτό το παιχνίδι!

Ήταν τόσο παθιασμένοι, που οι ιερείς ήταν αυτοί που οργάνωναν τις κερκίδες ώστε να έχουν περισσότερο κόσμο και καταμερισμένο ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

Η χορωδίες της εκκλησίας ξεκινούσαν με προσευχές και άσματα κι ανάλογα με την έκβαση του αγώνα, το γύριζαν στο αντάρτικο και στα μελοποιημένα συνθήματα.

Οι παπάδες σαν διευθυντές ορχήστρας έδιναν τον τόνο και οι φωνές ξεχύνονταν στον αέρα και τις βουνοπλαγιές.

Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, κατά το εικοστό λεπτό προηγούνται οι γηπεδούχοι με 1 – 0! Ξέφρενοι πανηγυρισμοί στις κερκίδες, αλληλούια απ’ την χορωδία, χαλασμός απ’ τον κόσμο κι ο αντίπαλος παπάς να φωνάζει χειρονομώντας: «τι χαίρεστε ρε, νωρίς είν’ ακόμα, θα σας ξεσκίσουμε, στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό, ….»

Το ημίχρονο έληξε με 1-0 υπέρ των γηπεδούχων.

Το Β’ ημίχρονο ξεκίνησε ομαλά αλλά όσο περνούσε η ώρα το παιχνίδι σκλήραινε με πολλές κλωτσιές και ξύλο μεταξύ των παιχτών. Δύο λεπτά πριν τη λήξη ισοφάρισαν οι φιλοξενούμενοι. Ο αγώνας έληξε ισόπαλος. Και το ξύλο που ακολούθησε ισόπαλο ήταν τόσο μεταξύ των παικτών όσο και των οπαδών.

Γυναίκες μαλλιοτραβιούνταν, ο ένας βαρούσε τον άλλο με ότι έβρισκε μπροστά του, τα παιδιά τό ‘ριξαν στο κυνηγητό με πέτρες, οι γιαγιάδες τραβούσαν τα τσεμπέρια και τ’ ανέμιζαν στον άερα, οι παππούδες σήκωναν τις μαγκούρες κι όποιον πάρει ο χάρος!

Οι δυο παπάδες, στη μέση του γηπέδου, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον, με ανοιχτά τα πόδια, τους αγκώνες στα πλευρά και με τις γροθιές σφιγμένες και τον κορμό προτεταμένο – στη γνωστή σκωτσέζικη στάση, φώναζαν ο ένας στον άλλον.

«Σας ξεσκίσαμε» πάρ’ την έλεγε η γλώσσα του σώματος με ελαφρύ πηδηματάκι.

«Σας γαμήσαμε» πάρ’ την εσύ επαναλάμβανε ο άλλος με τη γνωστή χειρονομία.

«Σας πήραμε τα σώβρακα» να πάλι το ελαφρύ πηδηματάκι.

«Και τα κομπινεζόν» πάρε πίσω το υπονοούμενο.

«Πετάξτε τα σουτιέν σας» να σε σένα

«Σας κλέψαμε τα στρινγκ» και σε σένα ήρθε η ανταπόδωση με το πηδηματάκι.

Πηδηματάκι στο πηδηματάκι, έφτασαν μούρη με μούρη. 

«Τι κάνουμε αδερφέ; Ο Θεός να μας συγχωρέσει!»

«Αμήν!»

Άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Όσοι τους είδαν άρχισαν να σταυροκοπιούνται κι αυτοί ώσπου οι παπάδες έδωσαν το σύνθημα:

Θα τα πούμε στον επόμενο αγώνα. Φτάνει για σήμερα, διαλυθείτε ησύχως!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙ

 Όποιος δεν έχει παρακολουθήσει ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο δεν είναι σωστός φίλαθλος!

Ποδοσφαιρικός αγώνας Β’ ερασιτεχνικής κατηγορίας.

Για τους φιλοξενούμενους ήταν άνευ βαθμολογικής αξίας. Για τους γηπεδούχους όμως ήταν υποβιβασμός κατηγορίας σε περίπτωση ήττας τους.

Λόγω κακής προϊστορίας μεταξύ των δύο αντιπάλων, πάντα στα παιχνίδια μεταξύ τους, υπήρχε ένταση. Ένα ντέρμπι αιωνίων σε σμίκρυνση.

Απειλές εκτοξεύονταν εκατέρωθεν. Θα σας ξεσκίσουμε, θα σας κάνουμε, θα σας δείξουμε, θα σας πάρουμε τα σώβρακα, θα σας μαλακώσουμε τα κόκαλα, και άλλα τέτοια αντρικά εργαλεία διασκέδασης.

Ενδεικτικό αυτής της αντιπαλότητας ήταν ότι οι φιλοξενούμενοι, προερχόμενοι από ένα χωριό 700 κατοίκων συνολικά, είχαν νοικιάσει 3 λεωφορεία τα οποία συνόδευαν και 70 περίπου αυτοκίνητα.  Όπως ήταν φυσικό, οι φιλοξενούμενοι φίλαθλοι ήταν υπεράριθμοι των γηπεδούχων.

Στο Α’ ημίχρονο, οι φιλοξενούμενοι κατάφεραν να προηγούνται με 0 – 1!

Στη μέση του Β’ ημιχρόνου και σε μία διεκδίκηση της μπάλας, ο αμυντικός των φιλοξενουμένων, ένα θηρίο ύψους 1,90 και με σοβαρό εκτόπισμα, κέρδισε την μπάλα δίνοντας μια σκουντιά με τον ώμο του στον αντίπαλο που του έκανε στενό μαρκάρισμα.

Εκείνος, κατηγορία φτερού, απογειώθηκε πάνω από τα σύρματα και προσγειώθηκε σε κάτι θάμνους με αγκάθια. Με δυσκολία σηκώθηκε ματωμένος και κουρελιασμένος, βγάζοντας τριβόλια από πάνω του.

«Ε, όχι κι έτσι, ρε φίλε!»

«Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Δεν έπαθες και τίποτα…» Απάντησε ο αμυντικός που ήταν τύπος Οβελίξ, χωρίς αίσθηση της δύναμής του.

Μετά από αυτό το άτυχο συμβάν, ο Κυριλές, οπαδός των φιλοξενουμένων, άρχισε να προκαλεί ανερυθρίαστα.

«Ελάτε ρε κότες να σας δείξουμε πού μπαίνει η μπάλα, η μπάλα είναι στρογγυλή κι όχι γυναίκα στρουμπουλή, κάτω κάτω και πιο κάτω φάτε μια να πάτε παρακάτω,» και άλλα τέτοια γραφικά, εκτός των κλασικών περιγραφών οι οποίες περιελάμβαναν αναλυτικά ό,τι επρόκειτο να τους κάνουν,  και που ήταν εμβόλιμες των συνθημάτων.

Οι γηπεδούχοι δεν άργησαν να ανταποδώσουν τις ευχές με αποτέλεσμα να ακολουθήσει γενική σύρραξη.

Οι φίλαθλοι άρχισαν να πλακώνονται μεταξύ τους ενώ οι παίκτες μετέτρεψαν το γήπεδο σε ρινγκ.

Στην εστία των γηπεδούχων, ο τερματοφύλακας για να γλυτώσει τις φάπες, σκαρφάλωσε πάνω στο τέρμα σαν τον κόκορα. Ένας οπαδός των φιλοξενουμένων εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και πήγε κάτω από την ξύλινη εστία.

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Έλα να με κατεβάσεις αν μπορείς»

Ο φίλαθλος, που λέει ο λόγος, ένα γομάρι εκατό κιλών, ταρακουνάει το δοκάρι, μια, δυο, τρεις, πάρε την εστία κάτω μαζί με τον τερματοφύλακα! 

Τώρα, γιατί έφαγε ο ταλαίπωρος το ξύλο της αρκούδας, είναι ανεξήγητο!

Ακολούθησε ένα τουρλουμπούκι. Φίλαθλοι και παίχτες έγιναν ένα κουβάρι.

Ποιος διαιτητής και ποιοι παράγοντες; Έγιναν καπνός μην αρπάξουν κι αυτοί καμιά ξανάστροφη. Ο αγώνας διεκόπη εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η νίκη κατακυρώθηκε στους γηπεδούχους.

Α, ρε Κυριλές, εσύ για όλα φταις!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ Χ

 Ήταν ωραίος! 

Έτσι νόμιζε….

Ήταν έξυπνος!

Αυτή την εντύπωση είχε…

Ήταν περιζήτητος!

Έτσι ήθελε να πιστεύει…

Έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι στην μικρή επαρχία όπου ζούσε, ο πολιτισμός είχε καθυστερήσει να τους επισκεφθεί μισό αιώνα και βάλε. Οι υποψήφιες νύφες έβαζαν στο μάτι τους υποψήφιους γαμπρούς απ’ τα 14. 

Αυτή η κολακεία ήταν που τον έκανε να καβαλήσει το καλάμι και να πιστέψει ότι ήταν ο καλύτερος!

Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο, από δουλειά τεμπέλαρος, αφού ήταν ωραίος ντε…

Με τα πολλά, παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά κι άνοιξε ένα βενζινάδικο. 

Σύντομα  όμως το έκλεισε ή μάλλον του το έκλεισαν καθώς τον έπιασαν να κλέβει στην αντλία εφοδιασμού.

Το γεγονός αυτό ήταν που τον ώθησε να βρει την κλίση του.

Έγινε μελισσοκόμος. Του αγόρασαν τις κυψέλες κι αυτός έπρεπε να ασχολείται με την μελισσοκομία.

Έλα μου όμως που η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη;

Τα βρήκε σκούρα με τη δουλειά και τι έκανε ο μπαγάσας; Πήγαινε σε κοντινό εργοστάσιο συλλογής μελιού, αγόραζε από ‘κει και το πουλούσε για δικό του.

Μετά, συνάντησε άλλο εμπόδιο. Τον ανταγωνισμό. Έτσι, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει.

Τι έπρεπε να κάνει; Να παραμυθιάζει τον κόσμο, να λέει ψέματα, να ωραιοποιεί την αλήθεια, να κρύβει ότι δεν έπρεπε να μάθει ο πελάτης. Ευκολάκι, σκέφτηκε, θα τα καταφέρω, στο παραμύθι είμαι άσος!

Κατ’ αρχήν, βρήκε την ατάκα για να προσεγγίζει τον κόσμο: «από πούστε;» Προσέξτε, όχι «από πού ‘στε;»  Και σαφώς όχι «από πού είστε;» 

«Τι είναι αυτό;»

«Πευκόμελο. Από πούστε;» κι έτσι έπιανε κουβέντα.

Εν τη ρύμη του λόγου πετούσε και κάτι μαργαριτάρια που όποιος τά ‘πιανε άνοιγε χρυσοχοείο με τη μία.

«Από πού είναι αυτό το μέλι;»

«Αυτό το παίρνω από μακριά. Κατεβάζω τα μελίσσια νότια για το χειμώνα. Περνάω τη διώρυγα της Πελοποννήσου και φτάνω μέχρι την Καλαμάτα της Αρκαδίας»

Πλείστα τα γεωγραφικά σφάλματα. Λογικό θα μου πείτε, καθότι  πολυταξιδεμένος ο άνθρωπος να μπερδεύεται…

Φεύγει αυτός ο πελάτης και στο καπάκι έρχεται ο επόμενος.

«Αυτό το ανοιχτόχρωμο μέλι από πού είναι;»

«Α, αυτό το παίρνω από την Άρτα. Εκεί κατεβάζω τα μελίσσια για να ξεχειμωνιάσουν.»

«Πού είναι η Άρτα;»

«Ε, στην Πελοπόννησο είναι, ναι, εκεί κάτω.»

Τα άλλαζε, δεν έλεγε τα ίδια σε όλους. Δεν ήθελε να επαναλαμβάνεται…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκανε σπουδαίες ανακαλύψεις!

Εφηύρε το χιονόμελο! Το μέλι το καπνιστό! Το μέλι με επίγευση καραμέλας, αυτό το έμαθε απ’ το μάστερσεφ. Το μέλι με γεύση καζάν ντι πι.

Όλα κι όλα! Ο άνθρωπος ήταν επιστήμονας! Γνώριζε τα πάντα. Είχε άποψη επί παντός επιστητού έως και παραφυσικού φαινομένου.

Άκουγε ειδήσεις ή τον καιρό και τις άγνωστες λέξεις τις αντικαθιστούσε με δικές του που θεωρούσε ότι ταίριαζαν.

«ο πρωθυπουργός μετέβη στις Βρυξέλλες για τη σύνοδο κορυφής. Λόγω του έντονου υετού η πρες κόνφερανς δόθηκε υπό την σκέπη αλεξηλίων. Ο πρωθυπουργός έδωσε το λάκτισμα για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τρίτων χωρών. Γαία πυρί μιχθήτω, είπε αυτολεξί.»

-Άκουσες ειδήσεις χθες; Άκουσες τι έγινε; Ο πρωθυπουργός μετά είπε για την σύνοδο κορυφής που έγινε. Και δεν ήταν καλά λέει, έκανε εμετό κι έτσι για την συνέντευξη τον σκέπασαν με ειδικές κουβέρτες. Είπε για τον πόλεμο στην Αφρική, να τους δώσουμε λέει από μία Λάκτα! Εγώ λέει δεν είμαι ο Αλέξης να βάλω στο μίξερ γη για να βγει σπυρί! Χα χα χα, ό,τι να ‘ναι… Κι εμείς τους ψηφίζουμε!

-Καλά, είπε τέτοια πράγματα;

-Ε, τι, δεν άκουσες; Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, να καταλαβαίνετε τι ακούτε. Μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Χαμένοι από χέρι είμαστε, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!

Μια μέρα, μπήκαν στο μαγαζί του κάτι τουρίστες απ’ το Ισραήλ. Αυτός για να τους εντυπωσιάσει, αποφάσισε να τους πουλήσει ένα δυσεύρετο μέλι. Με τα λιγοστά αγγλικά του, προσπάθησε να τους πει ότι είναι μέλι ερείκης. «Δις…………….., φρομ έρικα! Έρικα!» Εξαφανίστηκαν οι εβραίοι σε χρόνο ντε τε. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Όποτε έβλεπε εβραίους προσπαθούσε να τους πουλήσει μέλι ‘Ερικα κι αυτοί γίνονταν καπνός!

Το δούλεψε στο μυαλό του ξανά και ξανά, δεν έβγαζε νόημα. Δεν μπορούσε και να ρωτήσει όμως γιατί πληγωνόταν ο εγωισμός του. Τι, να έδινε δικαίωμα στους άλλους ότι υπήρχε κάτι που δεν ήξερε ή δεν καταλάβαινε; Ποτέ!

Κάποτε, αφού είδε κι απόειδε ότι μόνο με το μέλι μεροκάματο δεν βγαίνει άρχισε να πουλάει και σαπούνια ελαιολάδου με μέλι φτιαγμένα «με συνταγή της γιαγιάς» τα οποία και καλά έφτιαχνε η γυναίκα του η οποία είχε και 7 πτυχία! Την πάτησε κι από κει καθώς τα σαπούνια μόλις έρχονταν σε επαφή με το νερό γινόντουσαν σούπα. Άρχισε να λέει στους πελάτες ότι μετά τη χρήση έπρεπε να τα στεγνώνουν και να τα αφήνουν σε μέρος χωρίς υγρασία! Πάει κι αυτό. Δεν είχε επαναλήψεις στις πωλήσεις του.

 Μια μέρα ήρθαν στο μαγαζάκι του κάτι ρωσίδες. Πώς να συνεννοηθεί τώρα; Ε, καλά, με τα αγγλικά τα κατάφερνε, αλλά ρώσικα; Δεν τό ‘βαλε κάτω. Αυτό του το αναγνωρίζουμε.

Μαζί με τα σαπούνια είχε βάλει και κάτι άλλα παρεμφερή πραγματάκια μπας και δουλέψει.

Έπρεπε εκείνη τη στιγμή, να πει στις ρωσίδες ότι αυτό που κοιτούσαν ήταν εντομοαπωθητική λοσιόν. Τη λοσιόν την ήξερε… την εντομοαπωθητική όμως;

Κάνοντας παντομίμα με τα χέρια του, είπε: «τσιμ, τσιμ, ξουτ, ξουτ!!!»



Μετά, βρήκε κάποιον παραγωγό υδρομελιού και δίνοντάς του μέλι έβαλε τη φίρμα του πάνω στα μπουκάλια. Το προωθούσε λέγοντας «αυτό είναι το αρχαίο ποτό των Ελλήνων!»

Βέβαια, πάτωσε και αυτό.

«Δεν έχει λεφτά ο κόσμος!» Συνήθιζε να λέει για να δικαιολογήσει τις αποτυχίες του.

«Δεν βλέπετε τι γίνεται  στον κόσμο; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς τρέχετε στις εκκλησίες. Τι να σου κάνει ο θεός; Τα μεγάλα κεφάλια αποφασίζουν για μας. Εεεεεεεεεεεεεεεεε, βάλτε μυαλό, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε……»

Κι αφού τελείωνε την διάλεξή του με ότι είχε ακούσει ή νόμιζε ότι άκουσε στις βραδινές ειδήσεις, κλεινόταν στο μαγαζάκι του και μιλούσε ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο.

Μια χρονιά, πήγε διακοπές με την οικογένειά του σε ένα νησί. Η γυναίκα του με τα παιδιά έμειναν κοντά στη θάλασσα κι αυτός πήρε τα βουνά επειδή του είπαν κάποιοι επιτήδειοι που τον πήραν χαμπάρι ότι εκεί έχει κυνήγι. Δυο βδομάδες κυνηγούσε χωρίς να χτυπήσει τίποτα! Πλήρωσε τους οδηγούς που τον συνόδευαν και γύρισε πληγωμένος. Έχασε και τις διακοπές του.

Είναι ευτυχισμένος…. ή έτσι νομίζει!

Όλα πάνε καλά… αυτή την εντύπωση έχει!

Είναι πανέξυπνος… το πιστεύει ακράδαντα!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IX

 Πάμφτωχοι αγρότες οι γονείς του. Το μόνο που ήξεραν ήταν η σκληρή δουλειά.

Ονειρευόντουσαν για τον κανακάρη τους όμως, τα καλύτερα.

Με το ζόρι και πολύ σκούντημα για να βγάλει το σχολείο. Μέχρι και δώρο αποφοίτησης για το Λύκειο του είχαν πάρει, ένα αυτοκίνητο! Αυτοκίνητο την εποχή που οι φίλοι του δούλευαν τρία χρόνια με σκληρές οικονομίες για να πάρουν ένα μηχανάκι!

Από μικρός το είχε το κουσούρι… Ρουφιάνευε, εξαπατούσε, κορόιδευε, χρησιμοποιούσε πλάγια μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Προσπαθούσε να χειραγωγήσει αλλά γι’ αυτό είναι απαραίτητη και μια άλφα οξυδέρκεια που δεν την διέθετε. Διέθετε όμως πονηριά.  Και τεμπελιά, πολλή τεμπελιά. Δεν τού ‘φταναν όλα τα κακά της μοίρας του, ήταν και φοβητσιάρης. Όταν λέμε φοβόταν και τον ίσκιο του, κυριολεκτούμε! Από μικρός, βράδυ κυκλοφορούσε μόνο με παρέα ακόμη και μέσα στο χωριό.

Μια μέρα, ή μια νύχτα καλύτερα ο Αργύρης γυρνούσε με τα πόδια απ’ την καφετέρια.

Από ένα άνοιγμα ανάμεσα στους μπαξέδες τον είδε που έβγαινε απ’ το σπίτι, στολισμένος για έξω. Μόνος του! Πολύ σπάνια περίπτωση. Αμέσως στρόφαρε να του κάνει χουνέρι.

Έτρεξε και κρύφτηκε μέσα σε κάτι πολύ πυκνούς θάμνους που υπήρχαν λίγο πριν την στροφή του κεντρικότερου δρόμου που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού.

Το σπίτι πίσω από τους θάμνους ήταν άδειο από καιρό καθώς οι ιδιοκτήτες του είχαν πεθάνει. Όταν πλησίασε στα δύο βήματα, βλέπει τους θάμνους να κουνιούνται.

Σταματάει! Η καρδιά του ανεβάζει παλμούς, κοντεύει να σπάσει! Κοιτάει δεξιά αριστερά, κανείς! Ψυχή ζώσα! Τώρα; Τι να κάνει; Ούτε για μπροστά είναι, ούτε για πίσω…

Προσπαθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά ζυγίζοντας τις αποστάσεις. Σε τρία μέτρα στρίβω και βγαίνω στον κεντρικό, σκέφτεται. Μ’ ένα γερό κατοστάρι γλίτωσα! 

Μα, νά ‘το! Πάλι κουνιούνται οι θάμνοι και τα χόρτα. Σαν κάποιος να είναι εκεί.

Θεούλη μου, θα τα κάνω πάνω μου! Τι να κάνω; 

Τώρα οι θάμνοι κουνιούνται δυνατά. Μμμμμμμμμμμμμμμμμμ, ακούγεται μια βαθιά φωνή, απόκοσμη, γεμάτη κακία και μένος!

Αυτό ήταν… Ποιο ροντράνερ; Καπνός έγινε, εξαφανίστηκε!

Έφτασε στην καφετέρια και αλαφιασμένος, κάτασπρος σαν τον μπερντέ του καραγκιόζη, εξιστόρησε τα συμβάντα στους φίλους του.

Το δούλεμα έπεσε βροχή. Δεν σταμάτησε να επιμένει μέχρι που τους πήρε και τους πήγε στο σημείο. Τίποτα!

«Ε, μια που ήρθατε ως εδώ δεν με πάτε και στο σπίτι; Δυο βήματα είναι…»

Ο Αργύρης έπεσε για ύπνο και την άλλη μέρα έμαθε τα καθέκαστα.

Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε πως τον φώναζαν Γκούρα στο χωριό, στα χωριά όλοι έχουν παρατσούκλια, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε και παιδιά.

Δυστυχώς όμως, γι’ αυτόν και την οικογένειά του, όσο μεγάλωνε χειροτέρευε σαν άνθρωπος αντί να εξελίσσεται. Μάλλον εξελίχθηκε με την όπισθεν.

Στις δουλειές που έκανε, έκλεβε το ταμείο και έριχνε τις ευθύνες σε άλλους. Έπινε πολύ, μεθούσε και δεν ήξερε τι έλεγε ούτε τι έκανε. Τό ‘ριξε και στον τζόγο.

Ήθελε να έχει πάντα αρκετά χρήματα για να πίνει, να κερνάει, του άρεσε πολύ να κερνάει, έτσι έπαιρνε μια δόση ανωτερότητας, να παίζει στα φρουτάκια και να βάζει στοιχήματα μεγάλα. Οι επιτήδειοι που τον ήξεραν, του τα μασούσαν κανονικότατα!

Μια φορά ο αθεόφοβος, αφού είχε παίξει όλες τις εισπράξεις της ημέρας του ποτοποιείου όπου δούλευε, ήθελε ν’ αφήσει αμανάτι την βέρα του στον καφετζή που είχε τα φρουτάκια.

Ευτυχώς ήταν εκεί κάποιος πραγματικός φίλος και ανάγκασε τον καφετζή να μην δεχτεί το αλισβερίσι.

Όποτε ήθελε λεφτά, πήγαινε στο σπίτι του κι έκανε φασαρία. Απειλούσε θεούς και δαίμονες για να πάρει ό,τι ζητούσε. Καβγάδες ομηρικοί, ακουγόταν σ’ όλο το χωριό.

Έσπαγε τραπέζια, πετούσε καρέκλες, σήκωνε την καραμπίνα και απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς του αν δεν του έδιναν όσα ήθελε. Έτρεχαν τα γερόντια αλαφιασμένα στην αυλή για να γλιτώσουν απ’ τα χέρια του. Έπαιρνε με το έτσι θέλω τους μισθούς και τα μεροκάματα όλης της οικογένειας. Άφηνε τα παππούδια να πληρώσουν λογαριασμούς και υποχρεώσεις και τα υπόλοιπα τα έκανε μούχτι. Απαιτούσε τους μισθούς της γυναίκας και των παιδιών του κι όποτε τύχαινε να κάνει κι αυτός κανένα μεροκάματο στα χωράφια, πήγαινε στο καφενείο και παινευόταν: «έξι μεροκάματα πέφτουν σήμερα!»

Αν τυχόν και αρνούνταν κάποιος να του δώσει χρήματα, έπινε και όποιον πάρει ο χάρος.

Μια φορά, κυνηγούσε την γυναίκα του στον δρόμο με μαχαίρι. Αυτή, τυλιγμένη με την κουρτίνα του μπάνιου, έτρεχε ξεψυχισμένη στη γειτονιά για να σωθεί απ’ τα χέρια του.

Μετά από αυτό το επεισόδιο, αποφάσισε να τον αφήσει και να πάει στους γονείς της.

Ποιος έχασε το μυαλό όμως για να το βρει η γυναίκα του Γκούρα; Μετά τρεις  μήνες ξαναγύρισε σπίτι αφού της υποσχέθηκε πως θα στρώσει και θ’ αλλάξει!

Τι λέει το ρητό; Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς!

Ένα ωραίο πρωινό, η κόρη του ανακοίνωσε πως θα έρθει ένα καλό παιδί απ’ το χωριό να τη ζητήσει.

Αμέσως το μυαλό του δούλεψε όπως πάντα. Πώς θα μπορούσε να κερδίσει ο ίδιος από αυτό το ενδεχόμενο; Όπως ήξερε, ήταν η απάντηση.

Άρχισαν οι ετοιμασίες για τον αρραβώνα, έβαψαν, συμμάζεψαν, του  έδωσε η γυναίκα του λεφτά να πάει να πληρώσει τα καινούργια ηλεκτρικά που είχαν παραγγείλει.

Μα, χριστιανή μου δεν ξέρεις τι φίδι έχεις στον κόρφο σου;

Πήρε τα λεφτά και φυσικά πήγε και τα έπαιξε. Ότι τα έχασε είναι αυτονόητο!

Να, καβγάδες και φασαρίες να τους ακούει όλο το χωριό.

Οι γιαγιάδες απέναντι είχαν στήσει και τα σκαμνάκια τους, με πασατέμπο στο χέρι κι άλλες με το πλέξιμο για ξεκάρφωμα, παρακολουθούσαν θέατρο σε ανεξέλεγκτο αυτοσχεδιασμό!

Αφού είχαν βγάλει και πρόγραμμα. Πότε πληρώνονται οι συντάξεις; Μην ξεχάσετε, το βράδυ στου Γκούρα για την παράσταση, έκλειναν ραντεβού οι γιαγιάδες.

Με τα πολλά, ο αρραβώνας έγινε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ο Γκούρας κι όλη του η οικογένεια για το τυχερό της κόρης του. Μόνο που αυτός είχε κι άλλους λόγους να χαίρεται.

Υπολόγιζε στο άρμεγμα του συμπέθερου που είχε το κατιτίς του.

Πράγματι, να κάτι μεροκάματα απ’ το πουθενά χωρίς να κάνει τίποτα, έπαιζε και τον επιστάτη, έκανε μόστρα με μοντέρνα μηχανήματα, να και εμπορεύματα τζάμπα, να και πιστώσεις πιστόλι, τα βόλεψε μια χαρά, καλύτερα απ’ ότι είχε σχεδιάσει.

Ώσπου, ήρθε η καταστροφή! Η κόρη του κεράτωσε τον αρραβωνιαστικό κι αυτός τη χώρισε!

Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί! Δεν το σήκωνε ο οργανισμός του!

Τέτοια προσβολή! Να χωρίσουν την κόρη του!

«Έχασα την αξιοπρέπειά μου!» διαλαλούσε όπου καθόταν και βρισκόταν.

Κι όλοι αναρωτιόντουσαν. Ποια αξιοπρέπεια; Πού την έχασε; Πότε την είχε για να την χάσει;

Για έναν χρόνο περίπου έψαχνε ο Γκούρας την χαμένη του αξιοπρέπεια.  Δυστυχώς, δεν την βρήκε και είναι αμφίβολο αν θα τη βρει ποτέ….


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VIII

 Τουριστικό θέρετρο στο βουνό με πολλά δέντρα  και νερά, κυριολεκτικά μέσα στη φύση!

Έρχεται ο κύριος με τη σύζυγο και το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό τους. Μόλις το αγόρασαν. Το πρώτο τους ταξίδι! Αφού τα καθίσματα ήταν ακόμη με τις ζελατίνες.

Ο χώρος, λόγω ημέρας και ώρας είναι άδειος. Δεν κυκλοφορεί ούτε πατίνι μέσα στα 16 στρέμματα του θερέτρου.

Επιτέλους, έφτασαν! Πρέπει να παρκάρει. Πού να το βάλει όμως;

Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω που λέει κι ο λαός.

Πάει και το παρκάρει απέναντι από το μουσείο. Βγαίνει έξω, κοιτάει, δεν του αρέσει. Το χτυπάει ο ήλιος. 

Πάει από την άλλη μεριά κάτω από ένα πλατάνι. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι δεν του αρέσει. 

Κι αν πέσει κανένα κλαδί;

«Ασ’ το χριστιανέ μου, μια χαρά είναι εδώ» του φωνάζει η γυναίκα του.

«Όοοοοχι, δεν είναι καθόλου καλά»

Πάει λίγο πιο πάνω και παρκάρει δίπλα σε μια βρύση. Βγαίνει έξω, κοιτάει, στραβομουτσουνιάζει, δεν του αρέσει. Έχει βράχια από πάνω. Κι αν ξεκολλήσει κανένας βράχος και πέσει πάνω στο αυτοκίνητό του;

«Πάλι; Ασ’ το βρε άνθρωπε, τι θα πάθει;» η γυναίκα άρχισε να παλαβώνει.

Πάει λίγο παραπάνω σ’ ένα πλάτωμα και παρκάρει. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι κλαδιά, δεν του αρέσει, φεύγει κι από ‘κει.

Η γυναίκα του έχει ανεβάζει πίεση και βγάζει αφρούς.

Πάει παραδίπλα, παρκάρει, βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι βράχια, δεν του αρέσει, βάζει μπρος και φεύγει.

Η γυναίκα του παραμιλάει.

Ανεβαίνει στην επάνω πλευρά του υψώματος, σ’ ένα μικρό πάρκινγκ. Είναι το μοναδικό αυτοκίνητο στο χώρο.

«Άμα έρθουν κι άλλα αυτοκίνητα και μου το χτυπήσουν πάρκαρε και ξαπάρκαρε σ’ αυτό το μικρό χώρο;» σκέφτεται.

Ξανά μέσα και στην κατηφόρα για πίσω στην αρχική του επιλογή.

Η κατηφόρα έχει μεγάλη κλίση, το δρομάκι στενό, μπερδεύεται κι αντί για φρένο πατάει γκάζι. Πάει και καρφώνεται στον βράχο απέναντι. Σμπαράλια το αυτοκίνητο!

Βγαίνει έξω κι αρχίζει να βρίζει το βράχο!

Ένας υπάλληλος που παρακολούθησε τη σκηνή απ’ την αρχή, του φωνάζει:

«Πες τα, αυτός ο πούστης φταίει που φύτρωσε μέχρι να πας επάνω»


Δυο τρία χρόνια μετά, εμφανίζεται μπροστά στον υπάλληλο ένας κυριούλης.

Τον κοιτάει επίμονα. Τα παίρνει ο υπάλληλος και του λέει:

«τι έγινε ρε φίλε, μήπως θέλεις να τη βρούμε;»

«Δεν με θυμάσαι;»

«πού να σε θυμάμαι με τόσο κόσμο που περνάει από ‘δω πέρα»

«είμαι αυτός με το αυτοκίνητο»

«ποιο αυτοκίνητο;»

«που έπεσε στον βράχο;»

«Α, ο μαλάκας!»

«Ναι, ο μαλάκας είμαι!»

«Και; Τι έγινε; Τι θέλεις;»

«Ήρθα να επιβεβαιώσω πόσο μαλάκας είμαι γιατί η γυναίκα μου κάθε μέρα μου το λέει κι είχα αμφιβολίες»


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VII

 Η γιαγιά μου ήταν προχωρημένη για την εποχή της. Της άρεσαν πολύ οι χολιγουντιανές ταινίες και κυρίως οι ταινίες δράσης, κατασκοπίας, λάτρευε τον Τζέημς Μποντ, κι έβλεπε και γουέστερν. Αυτά την δεκαετία του 70 ήταν εξωπραγματικά γούστα για μια γιαγιά εβδομηνταφεύγα….

Είχε όμως ένα ελάττωμα. Μιλούσε. Μιλούσε με την τηλεόραση! Καλησπέρα έλεγε ο παρουσιαστής, καλησπέρα και σε σένα ανταπαντούσε η γιαγιά!

Αν δεν της άρεσε κάτι που έλεγαν στις ειδήσεις, πρόβαλε με ύφος τις διαφωνίες της.

«Τι λες καλέ, που θα κάνω εγώ ότι θέλετε εσείς; Εσείς είστε έξυπνοι και τα ξέρετε όλα κι εγώ τι είμαι; Βλάκας;»

Τσαούσα η γιαγιά!

Το πρόβλημα ξεκινούσε το βράδυ, όταν έβλεπε τις ταινίες που της άρεσαν.

«Κρύψου βρε, σε περιμένει στη γωνία ο καραφλός»

«Μην πας εκεί, είναι παγίδα»

«Ναι, του λες ότι τον αγαπάς και με τον ψηλέα βόσκεις κατσαρίδες»

«Ψέματα σου λέει, μην την πιστεύεις. Με τον αδερφό σου φιλιότανε, ου να χαθείς, ξετσίπωτη»

Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Έπρεπε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστή, να τον ειδοποιήσει για τον επικείμενο κίνδυνο.

Αυτή η συνήθειά της, έγινε εντονότερη με τις σαπουνόπερες.

Ξεκίνησε με την «Δυναστεία» όπου η Κρουστάλλω – Κρίσταλ στο σήριαλ – ήταν συνεχώς αδικημένη και η γιαγιά μου διαρκώς την νουθετούσε. Από την άλλη, οι κατάρες που έφαγε η Αλέξις – γυναίκα με αντρικό όνομα, τι να περιμένεις; - ήταν αμέτρητες. 

Έτσι, σιγά σιγά άρχισε να βαφτίζει τους πρωταγωνιστές, να τους δίνει παρατσούκλια και βεβαίως πάντα να τους συμβουλεύει, να τους προειδοποιεί και να τους νουθετεί.

Με την Λάμψη του Φώσκολου, έγραψε ιστορία η γιαγιά.

Αν την είχε πάρει χαμπάρι ο συχωρεμένος θα πήγαινε άλλα δέκα χρόνια το σήριαλ και χωρίς επαναλήψεις στους διαλόγους.

«Κοίτα τώρα, αποκάλυψε τον δολοφόνο. Όχι έναν, τρεις θα έβαζα εγώ και τρέχα να τους βρεις άτυχε τηλεθεατή» Είχε γίνει πια εξπέρ.

Εκείνο που δεν άντεχε, ήταν τα ενδοοικογενειακά ζευγαρώματα στις σαπουνόπερες.

«Φτου! Να χαθείς, δεν ντρέπεσαι! Με τον γιο του άντρα σου;»

«Πώς θα πας να ξομολογηθείς; Τι θα πεις στον παπά; Στραβοπάτησα;»

Ως επί το πλείστον, τα έβαζε με τις γυναίκες ενώ συμπαραστεκόταν στους άντρες.

Ίσως να έφταιγε ότι έμεινε χήρα στα εικοσιένα της κι έμεινε πιστή στον άντρα της κι ερωτευμένη μαζί του έως τον θάνατό της!

Γιαγιά, σ’ αγαπώ!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VI

 Ο μπαρμπαΓιώργης είχε κι ένα γιο, ένα στερνοπούλι. Παραχαϊδεμένος και κανακεμένος όσο κανένα από τα πέντε του παιδιά.

Και τεμπέλαρος! Στα είκοσί  του χρόνια δεν είχε πατήσει ούτε μια φορά στο μαντρί.

Μετά από πολλή πίεση και πολλά ζόρια, ένα πρωινό, εμφανίστηκε αργοπορημένος στο μαντρί να βοηθήσει και καλά τον πατέρα του στο άρμεγμα.

Εκεί βρισκόταν ο μπαρμπαΓιώργης με τον εγγονό του από την μεγάλη του την κόρη ο οποίος όταν δεν είχε ζαβολιές να κάνει ακολουθούσε τον παππού του. 

Το δεκάχρονο παιδί, παρακολουθώντας τον παππού του είχε μάθει πολλά πράγματα για τα ζώα. Ό,τι έβλεπε, ό,τι άκουγε, το ρουφούσε σαν σφουγγάρι.

Έβλεπε κάθε φορά τον παππού του μετά το άρμεγμα, να σηκώνει την τελευταία καρδάρα με το γάλα και να το πίνει. Έτσι, ζεστό από το ζώο, χωρίς παστερίωση και βράσιμο.

Έμαθε, πως τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, έχουν τα χούγια τους, τις παραξενιές τους και τις ιδιοτροπίες τους. Κατάλαβε, πως και τα ζώα έχουν την δική τους προσωπικότητα.

«Πατέρα, ήρθα» φώναξε ο ακαμάτης γιος.

«Καλώς τον! Τι ήρθες να κάνεις;» ρώτησε ο μπαρμπαΓιώργης.

«Να σε βοηθήσω στο άρμεγμα» απάντησε εκείνος.

«Ε, να πάρε αυτή την καρδάρα κι άρμεξε τούτο ‘δω» του είπε δείχνοντας ένα τραγί.

Το βλέπει ο μικρός, τραβάει απ’ το μανίκι τον παππού του και τον κοιτάει απορημένος.

Βάζει τον δείκτη κάθετα στο στόμα ο παππούς και του κλείνει το μάτι…

Παίρνει ο γιος την καρδάρα κι ένα σκαμνί και κάθεται ν’ αρμέξει το τραγί.

Κυριολεκτικά δεν ήξερε την τύφλα του. Αντί για μαστάρια όπως ήταν φυσικό έπιασε τους όρχεις του τράγου και τους τράβηξε δυνατά.

Αντανακλαστικά ο τράγος σηκώνει και τα δυο πισινά του πόδια, του τραβάει δυο κλωτσιές και τον πετάει απέναντι! Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα σοβαρό…

Μόλις συνήλθε, τον έστειλε σπίτι να τον περιποιηθεί η μητέρα του.

Μετά, πήγε μπροστά στον τράγο, τον έπιασε από τα κέρατα και τον κοίταξε στα μάτια.

Ήταν ένα παγωμένο λεπτό. Ξαφνικά, ο μπαρμπαΓιώργης σκύβει και δίνει μια κουτουλιά στον τράγο. Το ζώο, παραπάτησε κι έπεσε νεκρό πάνω στ’ άχυρα.

Έτσι ήταν η ζωή του μπαρμπαΓιώργη. Έτσι την είχε ζήσει κι έτσι είχε μάθει να φέρεται. Έτσι ήξερε να νουθετεί. Πικρή ζωή, πικρές πράξεις με μικρές διακοπές γέλιου!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ V

 Ο μπαρμπαΓιώργης είχε πολεμήσει στον πόλεμο της Αλβανίας. Την κόλαση που είχε ζήσει δεν την είχε εκφράσει ποτέ με λόγια. Ούτε και σ’ αυτή τη γυναίκα του που την υπεραγαπούσε παρά τα όσα του έσερνε για το πολύ ποτό. Σ’ αυτό είχε βρει παρηγοριά, το ποτό τον βοηθούσε να ξορκίζει κάθε βράδυ τους εφιάλτες του. 

Είχε κι έναν θείο που μετά τον πόλεμο είχε περάσει στην αντίσταση. Ακολούθησαν εξορίες ώσπου γύρισε επιτέλους στο χωριό και παντρεύτηκε. Λόγω των βασανιστηρίων όμως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι, ζήτησε απ’ τον μπαρμπαΓιώργη να του δώσει μια από τις τρεις του κόρες να τη μεγαλώσει και να τους κοιτάξει στα γεράματα, δίνοντας την υπόσχεση να τον βοηθάει όποτε μπορεί και χρειάζεται καθώς είχε αρκετά μεγάλη περιουσία.


Μια μέρα, καθόταν στο καφενείο του Μπούκουρα με τον μπαρμπΑναστάση. Εκείνα τα χρόνια, στην διπλανή κωμόπολη γινόταν εμποροπανήγυρη κάθε Πέμπτη μαζί με το παζάρι, όπου πωλούνταν ζώα. Στον δρόμο από την πόλη προς το χωριό του ένας μπάρμπας, σταμάτησε στο καφενείο του Μπούκουρα να ξεκουραστεί κι  έδεσε μια αγελάδα που του είχε απομείνει απούλητη στον στύλο. Μια σκηνή από γουέστερν ένα πράμα. Κάθισε ο άνθρωπος να πιει τον καφέ του κι έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες. Εκείνη την εποχή τι συγχωριανοί, τι κοντοχωριανοί, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους.

Σε λίγο, σηκώνεται ο μπαρμπαΓιώργης και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, λύνει την αγελάδα και τραβάει προς το σπίτι του.

Τον βλέπει ο μπαρμπΑναστάσης, ο κολλητός του, και του φωνάζει: 

«Ε, Γιώργη, πού την βρήκες την αγελάδα; Σου την έδωσαν απ’ το σχέδιο Μάρσαλ;» αυτό ήταν η αστεία ατάκα της εποχής για τα αναπάντεχα δώρα.

Ετοιμόλογος ο μπαρμπαΓιώργης, ρίχνει ατάκα στην ατάκα:

«Ναι, αλλά θα την πληρώσει η Ούνρα» 

Πήγε την αγελάδα στο σπίτι, την βόλεψε στον στάβλο και γύρισε στο καφενείο. Κάθισε στο τραπέζι  του θείου του και μετά από λίγο, σηκώθηκε ο άνθρωπος και πήγε στον ιδιοκτήτη της αγελάδας. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τον πλήρωσε.

Μια άλλη μέρα, έβοσκε τα πρόβατά του παρέα με τον μπαρμπαΓιάννο. Εκείνος κι αν ζούσε πίσω απ’ τον κόσμο. Μαντρί σπίτι, σπίτι μαντρί. Ούτε στο παζάρι δεν πήγαινε, φαντάσου!

Ήταν μια μέρα όμορφη, ανοιξιάτικη κι ηλιόλουστη. Ο ουρανός πεντακάθαρος. Τα πουλάκια κελαηδούσαν, οι μελισσούλες πετούσαν στα δροσερά λουλουδάκια, ο κάμπος ήταν στολισμένος, πολύχρωμος σαν ζωγραφιά. Το πράσινο κυριαρχούσε παντού και στις ρεματιές κυλούσε γάργαρο και πεντακάθαρο νερό. Έτσι ήταν τότε, όμορφα κι απλά!

Εκεί που έβοσκαν τα προβατάκια όμορφα κι ωραία, είχαν πιάσει κι οι μπαρμπάδες το κουβεντολόι, ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος ενός αεροπλάνου.

Κοιτάζει ο μπαρμπαΓιάννος δεξιά αριστερά αλαφιασμένος. Ο μπαρμπαΓιώργης σκιάζει με την παλάμη τα μάτια του και σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Πράγματι, ένα αεροπλάνο ερχόταν από νότια προς το μέρος τους. 

Αρχίζει ο μπαρμπαΓιάννος να χτυπάει τα στήθη του, να φωνάζει, να τρέχει δεξιά αριστερά παλαβωμένος. Πάει κάτω από ένα δέντρο και φωνάζει:

«Ε, Γιώργη, έλα να κρυφτούμε, μας βομβαρδίζουν οι Γερμανοί!»

«Ποιοι Γερμανοί, βρε καημένε, τα χωράφια μετράνε και τη γης. Μας παίρνουνε τα μέτρα για να ξέρουν πόση γης έχει η Ελλάδα.»

Πού να καταλάβει ο μπαρμπαΓιάννος. 

«Έλα, κρύψου σου λέω, να το, πλησιάζει. Όι, όι μανούλα μου, μας είδανε…. Με χάνεις!»

«Σήκω Γιάννο, πάει πέταξε το πουλί. Κοίτα, έφυγε»

Είδε κι έπαθε ο μπαρμπαΓιώργης μέχρι να τον συνεφέρει και να του δώσει να καταλάβει γιατί πετούσε στα μέρη τους το αεροπλάνο.


Πέρασαν τα χρόνια κι ο μπαρμπαΓιώργης γέρασε. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να βόσκει τα προβατάκια του και να πίνει. Μια μέρα, ένας εγγονός του από τους πολλούς σκέφτηκε να του πάρει μια συνέντευξη σε βίντεο, να καταγράψει τη ζωή του κι αυτά που είχε ζήσει ο παππούς του. 

Ξεκίνησε η συνέντευξη, ρωτούσε ο εγγονός, απαντούσε ο παππούς και στο πρώτο πεντάλεπτο συνειδητοποιεί ο εγγονός ότι ο παππούς τον δουλεύει κανονικά.

«Παππού, έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»

«Εγώ; Ποτές!!!»

Έκλεισε την κάμερα και κοίταξε χαμογελώντας τον παππού του.

«Σοβαρά τώρα, δεν έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»

«Αν έχω πιει; Ίσα με όλη τη Μακεδονία»

«Τότε προηγουμένως γιατί είπες ποτέ;»

«Τι, χαζός είμαι να πω την αλήθεια; Δεν έβλεπα το κόκκινο λαμπάκι; »


*Ούνρα = βοήθεια του ΟΗΕ στην Ελλάδα που προηγήθηκε του σχεδίου Μάρσαλ 


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IV

 Ο μπαρμπαΓιώργης, κάθε Πέμπτη πήγαινε στο παζάρι που γινόταν στην κοντινή κωμόπολη. Έβρισκε τους φίλους του, έπινε –αυτό ήταν de facto κατάσταση, ψώνιζε για το σπίτι και γυρνούσε σπίτι ευτυχισμένος.

Στο παζάρι της Πέμπτης, ανακάλυψε το τρανζιστοράκι. Σ’ έναν πάγκο, ήταν ένα παιδί που δεν ήξερε ποιανού παιδί ήταν, και πουλούσε κάτι μικρά ραδιόφωνα που έπαιζαν τραγούδια όλη μέρα συνέχεια. Του έκανε εντύπωση, το είδε σαν εργαλείο για τη δουλειά του. Συντροφιά στη βοσκή των ζώων. Αγόρασε ένα κι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.

Την άλλη Πέμπτη, νά ‘σου τον πάλι στο παζάρι, ακολουθεί την ίδια ιεροτελεστία τηρώντας τα ήθη και τα έθιμα. Βρήκε τους φίλους του, τα ήπιε  και πήγε να κάνει τα ψώνια του. Σημειωτέον, τότε ακόμη, το συνηθέστερο ήταν να πηγαίνουν οι άντρες στο παζάρι μόνοι τους και σπανιότερα με τις γυναίκες τους. Σπανιότατα δε, πήγαιναν γυναίκες μόνες στο παζάρι. Χαζεύοντας τους πάγκους με τις πραμάτειες, βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνο το καλό παιδί με τα τρανζιστοράκια. 

-Τι κάνεις παππού;

-Καλά γιε μου! Θα μου δώσεις ένα τέτοιο, δεν μπορώ να το πω, πως το λένε, μπερδεύω τη γλώσσα μου;

-Να σου δώσω.

Πόσο κάνει; Τόσο, το πλήρωσε, έφυγε.

Την άλλη Πέμπτη ξανά τα ίδια. Και ξανά, και ξανά, αυτό συνεχίστηκε για τρεις μήνες περίπου. Κάθε Πέμπτη ο μπαρμπαΓιώργης αγόραζε κι από ένα τρανζιστοράκι. Του πωλητή βέβαια, του είχε κάνει εντύπωση, αλλά κι απ’ την άλλη τι τον ένοιαζε; Είχε κάνει σταθερό πελάτη. Μετά τους τρεις μήνες όμως, δεν άντεξε και τον ρώτησε:

-Βρε παππού τι τα κάνεις τα τρανζιστοράκια που αγοράζεις κάθε Πέμπτη;

-Να, παιδί μου, τα παίρνω, πάω στο μαντρί και τα βάζω να παίζουν. Ε, παίζει, παίζει κι εκεί που παίζει, σταματάει. Και μετά, έρχομαι και παίρνω άλλο.

-Καλά βρε παππού, δεν αλλάζεις τις μπαταρίες;

-Μπαταρίες; Τι είναι αυτό πάλι;


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΙΙ

 Ο παππούς ο Γιώργος,  ήταν περίπου 75 χρονών κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Βοσκός στο επάγγελμα και «βαθύ» λαρύγγι αλλά με ψυχή αρνιού. 

Νεότερος όταν ήταν, κάθε βράδυ μετά το άρμεγμα κι αφού τελείωνε τις δουλειές στο μαντρί, πήγαινε στο καφενείο και γινόταν λιάρδα. Αφού κάποια στιγμή η γυναίκα του αγανάκτησε και είπε στους καφετζήδες, τότε το χωριό είχε 9 καφενεία, να του σερβίρουν μόνο ένα ποτήρι, όχι παραπάνω. Και, τι έκανε ο μπαγάσας;  Έπαιρνε σβάρνα όλα τα καφενεία κι έπινε από ένα ποτήρι! Είδε κι απόειδε η καημένη η μπάμπω, είδε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα κι άφησε την τύχη να ορίσει το μέλλον.

Ένα βράδυ λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, τα παλιότερα, ο μπαρμπα Γιώργος, συνάντησε στο καφενείο τον κολλητό του φίλο, τον Αναστάση. Έτυχε εκείνο το βράδυ να έχουν αρκετά χρήματα πάνω τους και οι δύο. Άρχισαν να πίνουν, να λένε ιστορίες, να γελάνε, να γλεντάνε, μετά άρχισαν να κερνάνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ήρθε ο καφετζής και τους είπε πως η ώρα πέρασε και πρέπει να κλείσει το μαγαζί.

-Άντε, μπαρμπΑναστάση, να φύγουμε είπε ο μπαρμπαΓιώργης.

-Και δεν φεύγουμε; Αλλά θα σε πάω μέχρι το σπίτι γιατί εσύ ήπιες παραπάνω και είσαι πιο χάλια από μένα.

-Άντε, πάμε. 

Πιασμένοι απ’ τους ώμους σαν να χόρευαν χασάπικο, περπάτησαν μέχρι το σπίτι του μπαρμπαΓιώργη που ήταν κοντά στο καφενείο. Αφού έφτασαν, λέει ο μπαρμπαΓιώργης: 

-Καλά μ’ έφερες βρε Αναστάση, αλλά το δικό σου το σπίτι είναι πιο μακριά, κάτσε να σε πάω μέχρι εκεί μην πέσεις στο δρόμο.

Σιγά σιγά με τραγούδια και με γέλια, έφτασαν στο σπίτι του μπαρμπΑναστάση.

«Άντε, φτάσαμε…  Ναι, αλλά δεν σου είπα την ιστορία με το αεροπλάνο και τον γάιδαρο στον πόλεμο. Κάτσε να σε πάω μέχρι το σπίτι και να σου την πω στον δρόμο»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη, η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμα καθώς το αλκοόλ διόγκωνε τις λεπτομέρειες.

«Να σε πάω μέχρι το σπίτι για να μου τελειώσεις και την ιστορία;»

«Άντε, πάμε»

Μόλις έφτασαν,  θυμήθηκε ο μπαρμπαΓιώργης μια άλλη ιστορία και αποφάσισαν να ξαναπάνε μαζί μέχρι το σπίτι του.

«Τι κάνουμε ρε Γιώργη;»

«Σε πάω σπίτι γιατί είσαι χάλια»

«Α, καλά, μετά θα σε πάω εγώ γιατί κι εσένα δεν σε βλέπω καλά»

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το πρωί  που ξημέρωσε η μέρα κι ανέτειλε ο ήλιος.

«Ουφ! Πολύ ήπιαμε πάλι σήμερα» είπε ο μπαρμπΑναστάσης, αφού να φανταστείς, βλέπω τον ήλιο.

«Εγώ Αναστάση, δεν βλέπω την τύφλα μου γι’ αυτό σ’ αφήνω εδώ και πάω να κοιμηθώ. Έχω να πάω και στα ζώα το πρωί»

«Το καθήκον πάνω απ’ όλα!»

«Άντε, πάω»

«Κάτσε πού πας έτσι χάλια; Περίμενε να σε πάω εγώ»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη είδαν την γυναίκα του στην βεράντα αναστατωμένη αφού είχε ανακαλύψει πως ο άντρας της έλειπε όλο το βράδυ.

«Βρε χαμένα κορμιά, πού τριγυρνάτε όλο το βράδυ;»

«Αχ, Κατίνα, να, μ’ έφερε ο Αναστάσης στο σπίτι επειδή ήμουν χάλια και μετά τον πήγα εγώ επειδή το δικό του ήταν μακριά… Και… μετά…» τον πήρε ο ύπνος στα σκαλοπάτια τον μπαρμπαΓιώργη  κι επιτέλους πήγε στο σπίτι του ο μπαρμπΑναστάσης μόνος του.


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΙ

 -«Εγώ ειμί ο αρχηγός της οικογένειας! Τώρα που πέθανε κι αυτός ο θείος, ο μεγαλύτερος απ’ τα πρώτα ξαδέρφια είμαι εγώ, άρα είμαι ο αρχηγός!»

-Ναι, αλλά μουστάκι δεν έχεις…

-Τι να το κάνεις το μουστάκι, αυτά είναι ψιλά γράμματα, η ηλικία μετράει…

-Και τι ακριβώς θα κάνεις ως αρχηγός της οικογένειας;

-Θα γίνεται ό,τι λέω εγώ!

-Δηλαδή; Φέρε ένα παράδειγμα…

-Θα λέω: σήμερα θα βρεθούμε όλοι στου Μπούκουρα για τσίπουρα. Και θα έρχεστε όλοι. Ή την Κυριακή θα πάμε για κυνήγι, και θα πηγαίνουμε.

-Α, έτσι το εννοείς. Ε, τότε εντάξει. Πάρε το χρυσό κλειδί της πόλης, πάρε το οικόσημο της οικογένειας, πάρε και μια κάλτσα της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Αυτό ήταν! Τώρα χρίστηκες αρχηγός της οικογένειας. Για πες μας, τι θα κάνουμε την Κυριακή; Θα βρεθούμε όλοι μαζί στου Μπούκουρα ή θα πάμε για κυνήγι;

-Δεν ξέρω, να ρωτήσω την γυναίκα μου πρώτα. Εσύ Ντιουκ, μπορείς την Κυριακή; 

-Α, δεν ξέρω να πω τώρα, να δω, κανονίστε εσείς και κάτι θα γίνει…

-Εσύ Μπέιμπιρούθ, τι λες; 

-Έλα μωρέ, όλοι κάπου εδώ θα είμαστε, θα βρεθούμε…

-Εσύ Μοντέλο;

-Δεν ξέρω για σας, εγώ θα φύγω στις 5 πρωί για κυνήγι. Πρέπει να τρέξω λίγο τα σκυλιά να τα ξεμουδιάσω. Μετά, το βράδυ αν δεν είμαι πολύ κουρασμένος θα σας βρω αν είστε στου Μπούκουρα. Στο κάτω κάτω  όλοι εδώ γύρω θα είμαστε.

-Κι εγώ θα δω το πρόγραμμα της Παρθένας – η γυναίκα του – κι αν είναι θα πάω με το Μοντέλο και σας βρίσκουμε το βράδυ στου Μπούκουρα. Τι στο καλό, μια πλατεία έχει το χωριό όλη κι όλη!!! Είπε ο νεοχρισθείς αρχηγός.

-Εσύ Κέηβμαν; Θ’ ακολουθήσεις; 

-Εγώ την Κυριακή έχω μαγαζί (σιγά μην ξεπατωθώ μαζί σας τρέχοντας στα κορφοβούνια, θ’αφήσω  την Μαρίνα στο μαγαζί κι εγώ θα πάω καμιά βόλτα). Θα σας βρω το βράδυ.

-Μπίλης μεγάλος;

-Το βράδυ (ποιος την ακούει την Σουζάνα αν λείπω όλη μέρα)

-Μπίλης μικρός;

-Μάλλον το βράδυ κι εγώ… (αν την αφήσω όλη την Κυριακή με τα μικρά θα με σκοτώσει)

-Κάποιος να ειδοποιήσει τον Δικαστή για την Κυριακή το βράδυ να είναι εδώ, δήλωσε με στόμφο ο αρχηγός. Και συνέχισε: λείπει και κάποιος ακόμα, ποιος δεν είναι εδώ;

-Ο Τζιμ-μπόι είναι για κλάδεμα.

-Να τον ειδοποιήσετε κι αυτόν!

………………………..

Στο διπλανό τραπέζι στο καφενείο του Μπούκουρα, στην μοναδική πλατεία του χωριού, καθόντουσαν δυο παππούδες.

-Αυτά τα παιδιά, ντιπ χαζά είναι…

-Εμένα μου λες; Αφού κάθε βράδυ εδώ είναι! 


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ Ι

 Σούρουπο μεσοκαλόκαιρου. Οι νότες αντήχησαν σ’ όλο το χωριό. Ο γάμος άρχισε. Το γλέντι πριν τον γάμο δηλαδή. Το γλέντι της νύφης. Τα τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα και κολονάτα ποτήρια. Χωρίς πετσέτες. Σε χωριό είμαστε, μη μας παρεξηγήσουν κιόλας! Άσε που είναι σίγουρο ότι τις περισσότερες θα τις πάρουν φεύγοντας…  Ο ήλιος έδυσε, ο κόσμος μαζεύτηκε, τα τραπέζια γέμισαν, το γλέντι άρχισε.

«Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός….» άρχισαν οι χοροί. Χόρεψε η νύφη με την ασημί μακριά τουαλέτα της, μετά χόρεψε η μοντέρνα μαμά της φορώντας ένα πυζάμα λουκ παντελόνι με φανελάκι λευκά,  μετά η θεία, η γιαγιά και πάει χορεύοντας. Στο τέλος, έβαλαν και μια ζεμπεκιά για να χορέψει κι ο δόλιος ο πατέρας… Πριν αποσώσει το τραγούδι και σε μια γυροβολιά απάνω, με το ένα πόδι στον αέρα, του τό ‘κοψαν το μεράκι του καημένου καθώς σταμάτησαν για να ξεκινήσουν τα παραδοσιακά για να χορέψουν και οι καλεσμένοι. Έπαιξαν δυο τρία παραδοσιακά από τον τόπο καταγωγής του πατέρα και μετά άλλα πέντ’ έξι από τον τόπο καταγωγής της μαμάς. Ακολούθησε ολιγόλεπτο διάλλειμα.

Μετά από λίγο, το μικρόφωνο έπιασε κακήφωνος αοιδός θηλυκού γένους, η οποία ελάλησε δυο τραγουδάκια του γάμου και παρέδωσε το μικρόφωνο στην …μαμά!

Εκείνη, με το άσπρο πυζαμέ σύνολο, τον σινιόν κότσο με τις μπούκλες και την καινούργια  μασέλα από τα Σκόπια, πήρε το μικρόφωνο μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και κατόπιν συνοφρυώθηκε για να μπει στο μουντ του άσματος. Το ψώνιο το είχε από παλιά… όπου γάμος και χαρά και … μικρόφωνο, δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει τις νότες ν’ αναστενάξουν. Η αλήθεια είναι πως είχε αρκετά καλή φωνή, αδούλευτη όμως και απαίδευτη. Απ’ την άλλη μεριά, ήταν κι όλοι οι υπόλοιποι που της έλεγαν «τι ωραία φωνή που έχεις» και «τραγούδα κι  άλλο» ή «αχ, βρε πουλάκι μου, χαραμίστηκες εσύ» και τέτοια κολακευτικά τα οποία λίγο ελαφρύς να είσαι, τα παίρνεις σοβαρά, καβαλάς το καλάμι κι απογειώνεσαι. Απογειωμένη λοιπόν, αποφάσισε στο γάμο της μονάκριβης κόρης της να πει το τραγούδι που έλεγε καλύτερα απ’ όλα! Δίχως να σκεφτεί από πριν τι λέει το τραγούδι ή αν ταιριάζει. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν ότι αυτό ήταν το καλύτερό της. Με πολύ σοβαρό έως θλιβερό ύφος σήκωσε το κεφάλι ψηλά με το μικρόφωνο στα χείλη και κοιτώντας τον Θεό, τραγούδησε: «γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι» έπειτα, άνοιξε τα μάτια, έφερε το κεφάλι στην ευθεία και κοιτώντας μπροστά – ίσως να έψαχνε και τον άντρα της, κανείς δεν ξέρει – συνέχισε: «την ώρα που σε γνώρισα βαριά την καταριέμαι». Μετά το κουπλέ, έριξε δυο γυροβολιές και με μαγκιά πολύ μερακλαντάν έριξε κάθισμα βαθύ, κοινώς έσκυψε σε γωνία ενενήντα μοιρών για να τραγουδήσει το ρεφρέν: «με πλήγωσες και δεν ξεχνώ» εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε δίπλα της ο γαμπρός και της χτυπούσε παλαμάκια καθώς να χορεύεις και να τραγουδάς δεν είναι κι εύκολο πράμα… Με το κεφάλι κάτω και κουνώντας το δεξιά αριστερά ώστε να εκδηλώσει τον δυνατό πόνο που εξέπεμπε το άσμα συνέχισε: «το πόσο έχω κλάψει». Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά στον ουρανό σε στάση «φευ» αρχαίας τραγωδίας και με την περιφερειακή όραση είδε τα πόδια του γαμπρού της. Γύρισε προς το μέρος του και απέδωσε το μάξιμουμ της δραματοποίησης καθισμένη στα γόνατα, κουνώντας το χέρι της πάνω κάτω και κοιτάζοντάς τον στα μάτια τελείωσε το ρεφρέν: «να γίνει η κατάρα μου φωτιά και να σε κάψει»!!!

Χειροκροτήματα, χαμός, πανικός, μπράβο και άλλα τέτοια! Εξαίρεση, μια γυναικεία φωνή απ’ το βάθος, η οποία  ακούστηκε μόνο στο τραπέζι που καθόταν, διαφοροποιήθηκε: «ωραίο τραγούδι για γάμο» είπε και αποσύρθηκε…



ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ