Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVII

 «Σήμερα το βράδυ, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ο κομήτης του Χάλεϋ θα περάσει απ’ τη γειτονιά μας!  Συγκεκριμένα, θα είναι ορατός στην Ελλάδα από τις δύο και πέντε έως τις δύο και τέταρτο. Ένα μοναδικό φαινόμενο που συμβαίνει κάθε εβδομήντα πέντε με εβδομήντα έξι χρόνια….»

Αυτά άκουσαν στο δελτίο ειδήσεων τα μέλη της γνωστής παρέας του χωριού.

Πήραν μπύρες, πατατάκια, φυστίκια και στραγάλια και την έστησαν στο γήπεδο για να δουν τον κομήτη που θα περνούσε πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Δύο και πέντε, δύο και δέκα, δύο και τέταρτο, τίποτα! Δυόμιση, τίποτα!

Πουθενά ο κομήτης, άφαντος!

Τότε αντιλήφθηκαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο! Τους την έφεραν! Πώς την πάτησαν έτσι;

Αποφάσισαν να πάρουν το αίμα τους πίσω.

Αφού είχαν πιει και δυο κάσες μπύρες, ήταν εύκολη απόφαση.

Μια και δυο, το κόβουν για το καφενείο του Μπούκουρα. 

-Ρεμάλια, όσο θα μιλάω στο τηλέφωνο, εσείς θα χτυπάτε τις καρέκλες και θα βρίζετε.

-Ναι, αστυνομία εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πλακώνονται και πέφτει ξύλο!

Σε δέκα λεπτά, ίου ίου ίου το περιπολικό, πάει στο δίπλα το χωριό. Τίποτα!

-Κάντε ησυχία τώρα, θα πάρω την πυροσβεστική.

-Ε, ρε, το παρατραβάς!

-Σκασμός, ρεμάλια!

-Πυροσβεστική εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πήρε φωτιά η αποθήκη του τάδε και έχει μέσα μπάλες άχυρο και εύφλεκτες ύλες.

Σε πολύ λίγο, ίου ίου ίου και η πυροσβεστική, πάει στο δίπλα το χωριό στην αποθήκη του τάδε, τίποτα!

-Άααααχ! Το ‘φχαριστήθηκα! 

-Μπούκουρα, φέρε μπύρες.

-Δεν γίνεται, κλείνω.

-Καλά, φέρε τις μπύρες και κλείσε. Εμείς θα κάτσουμε έξω και θα τις πιούμε!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVI

 Την επόμενη ξημέρωνε πρωταπριλιά. Μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εικοσάρηδες στο καφενείο του Μπούκουρα κι έστυψαν το μυαλό τους για μια καλή φάρσα.

Μετά από δυο κάσες μπύρες, το βρήκαν! Κατά τις δύο το πρωί διαλύθηκαν αλλά δεν πήγαν για ύπνο. Ο καθένας πήρε απ’ το σπίτι του τα απαιτούμενα, ξαναβρέθηκαν στο σχολείο και ξεκίνησαν για το διπλανό χωριό.

Ότι τα δύο χωριά ήταν στα μαχαίρια δεν χρειάζεται διευκρίνιση… Αφού ούτε γάμους δεν επέτρεπαν να γίνονται μεταξύ τους. Αν στράβωνε η τύχη και προβαλλόταν τέτοια επιθυμία, αν δηλαδή ένας νέος ήθελε μια κοπέλα απ’ το άλλο χωριό, έπεφταν πάνω στο ζευγάρι θεοί και δαίμονες και τους χώριζαν! Αν καμιά φορά ξέμενε κάποιος από ψωμί και πήγαινε στον φούρνο του άλλου χωριού, δεν του πουλούσαν.  Για κακή τους τύχη, μοιραζόντουσαν το ίδιο σχολείο και την ίδια εκκλησία. Δύο κτίρια που πολεοδομικά χώριζαν ή ένωναν τα δύο χωριά, όπως το πάρει κανείς!  Στο σχολείο τα παιδιά καθόντουσαν στα θρανία μόνο με παιδιά απ’ το χωριό τους. Στην εκκλησία είχαν χωρίσει στασίδια και καρέκλες ώστε να μην έχουν στενές επαφές. Τσακωνόντουσαν με τον παπά για το ποιο χωριό θα κοινωνήσει πρώτο. Μια φορά, αφού κοινώνησε το ένα χωριό,  έβαλαν τον παπά με το ζόρι να μεταλάβει ο ίδιος για να κοινωνήσει μετά και το άλλο χωριό! 

Εκεί, κατά τις δυόμιση το πρωί, όταν πλέον είχαν κλείσει τα καφενεία και δεν κυκλοφορούσε ψυχή, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Σ’ ένα σημείο με αιωνόβια πλατάνια, στρώθηκαν στο σκάψιμο.  Αφού έσκαψαν έναν αρκετά μεγάλο λάκκο, έριξαν μέσα καμιά δεκαριά σκουριασμένους τενεκέδες που είχαν κουβαλήσει απ’ τα σπίτια τους.

Έπειτα, έριξαν και αρκετά κουρέλια, τα πιο παλιά λερωμένα πανιά που βρήκαν και τέλος, σκόρπισαν λιωμένα κεριά. Αφού περιποιήθηκαν το δημιούργημά τους, τα μάζεψαν κι έφυγαν. 

Την άλλη μέρα το πρωί, πρωταπριλιά, άρχισαν να μαζεύονται στα καφενεία της πλατείας οι κλασικοί θαμώνες. Δεν άργησαν να προσέξουν τα σκορπισμένα χώματα κάτω από τα πλατάνια. Πήγαν πρώτα δυο τρεις περίεργοι και οι φωνές τους κάλεσαν και τους υπόλοιπους. Σε πολύ λίγο, είχε μαζευτεί το μισό χωριό. 

Λίρες, λίρες! Τόσο καιρό κάτω απ’ την μύτη μας, πού να το ξέραμε! Μα, είστε σίγουροι; Ρωτούσαν οι πιο δύσπιστοι. Δεν βλέπεις; Να οι τενεκέδες, κοίτα σκουριά! Τόσα χρόνια θαμμένα στο χώμα! Να και τα κουρέλια που ήταν τυλιγμένα τα μασούρια, να και τα κεριά που τα είχαν κερωμένα. Α, ρε την ατυχία μας μέσα! Άρχισαν να χτυπιούνται και να αναθεματίζουν την κακή τους τύχη! 

Στο προαύλιο της εκκλησίας, η παρέα δεν κρατιόταν απ’ τα γέλια… Τους έβλεπαν από μακριά να χτυπιούνται και να αναλύουν τα αποδεικτικά στοιχεία, έβλεπαν την πικρία και την απογοήτευσή τους κι αυτό ήταν το αλατοπίπερο της φάρσας.

Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό τους ότι ήταν πρωταπριλιά!

Αντίθετα, για πολύ καιρό συνέχιζαν να αναρωτιούνται ποιος μπορεί να είχε κρύψει τον θησαυρό και, το σημαντικότερο, ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που τον ξέθαψε και τους τον πήρε μέσα απ’ τα χέρια!

Οι παππούδες θυμόντουσαν καπεταναίους απ’ τον εμφύλιο, άλλοι έλεγαν ότι ήταν τούρκικες, άκρη δεν έβγαινε. Αλίμονο σ’ αυτόν που πήρε τόσο μεγάλο θησαυρό, αν τον έβρισκαν θα τον έσκιζαν!

Μερικές μέρες μετά και αφού ακόμα σιγόβραζαν από θυμό και αγανάκτηση, ένα άλλο γεγονός ήρθε να τους ταράξει περισσότερο.

Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά στα πλατάνια, με τους τενεκέδες και τον λάκκο που ήταν ακόμα ανοιχτός, ακούστηκαν φωνές. Παππού, παππού φώναζε το ένα, μπαμπά το άλλο, δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός. Έτρεξαν εκεί δυο τρεις μεγάλοι. Βρήκαμε το χάρτη, βρήκαμε το χάρτη! Έλεγαν τραγουδιστά τα πιτσιρίκια. Ποιο χάρτη βρε σκασμένα; Φέρτε μου ‘δω να δω… Πράγματι, ήταν ένα κομμάτι πανί, μουτζουρωμένο και κουρελιασμένο και πάνω του ήταν χαραγμένα δρόμοι, σπίτια, σημάδια. Αμάν! Την κάναμε, μας έκατσε κι εμάς!

Οι τρεις πρώτοι που είδαν τον χάρτη, προσπάθησαν να τον κρύψουν, αλλά εις μάτην.

Στο τέλος, μοιράστηκαν το χάρτη καμιά δεκαριά νοματαίοι. 

Έκατσαν, με περίσσεια σπουδή και τον μελέτησαν. Μελέτησαν, μελέτησαν και μετά άρχισαν να ψάχνουν για τα σημάδια. Ένας μεγάλος βράχος στην άκρη του χωριού, το ποτάμι, κάποια παλιά τούρκικα σπίτια που υπήρχαν ακόμη, άλλα κατοικήσιμα και άλλα μισογκρεμισμένα…. Ευτυχώς το Χ ήταν σε σπίτι που είχε αναπαλαιωθεί και ήταν κατοικήσιμο. Εδώ όμως άρχιζαν τα δύσκολα!  Ήταν το σπίτι του προέδρου!

Θα περίμεναν. Κάθε χρόνο, ο πρόεδρος με την προεδρίνα και τα προεδράκια, Ιούλιο με Αύγουστο, πήγαινε διακοπές για μια δυο βδομάδες. Καλύτερα, έτσι. Είχαν και χρόνο να οργανωθούν. Πέρασε ο καιρός, έφυγε για διακοπές ο πρόεδρος, ο θόρυβος για τον κλεμμένο θησαυρό είχε κοπάσει εδώ και αρκετές βδομάδες, και οι δέκα νοικοκυραίοι έφυγαν για ξύλα στο βουνό, υποτίθεται….

Απ’ το πρώτο βράδυ, μπήκαν στο σπίτι κανονικά από την πόρτα χωρίς να την παραβιάσουν κι έβαλαν μπρος τα μηχανήματα. Έλα μου όμως που τα αναθεματισμένα που χτυπούσαν συνέχεια; Όπου και να τα γύριζαν, σφύριζαν. Εμ, βέβαια, παλιό το σπίτι, παντού καρφιά…

Τώρα; Συνεδρίασαν. Θα ξεκινούσαν από το κατώι και μετά βλέπουμε, είπαν. Άρχισαν να γκρεμίζουν εκεί που τα μηχανήματα χτυπούσαν πιο δυνατά. Τίποτα! Καρφιά… Να και παραδίπλα, να και παραπέρα, να και σ’ αυτόν τον τοίχο, να και στην άλλη μεριά, τρύπες παντού. Λαμπόγυαλο το σπίτι! Δεν αποθαρρύνθηκαν όμως. Ανέβηκαν και στο ανώι. Ήταν σίγουροι πως εκεί θα έβρισκαν το θησαυρό. Μπαμ και μπουμ, γκαπ και γκουπ, δύσκολη δουλειά καθώς δούλευαν μόνο τις ώρες που οι γείτονες ήταν στα χωράφια για να μην τους ακούσουν. Ύστερα, δέκα άντρες κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα μέσα στο κατακαλόκαιρο, δεν είναι εύκολο πράγμα!

Με τα πολλά, το έκαναν θερινό και το πάνω πάτωμα και πάλι δεν βρήκαν τίποτα. Δεν έμενε άλλο από τη σκεπή… Άρχισαν να ξηλώνουν και τα ταβάνια. Τζίφος! Είχαν περάσει κι οι μέρες, έπρεπε να φύγουν. 

Γύρισε ο πρόεδρος, τι να βρει; Το σπίτι ρημαδιό, γιαπί!

Αστυνομίες, έρευνες, δεν άργησαν να βρουν τους υπαίτιους και τον περιβόητο χάρτη.

Η παρέα εν τω μεταξύ, έγραφε ιστορία απ’ το πολύ το γέλιο.

Ο πρόεδρος απ’ την άλλη, επειδή ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο και όχι μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι ανώτερος από όλους στο χωριό, βγήκε και είπε:

Στο πηγάδι ήταν ο θησαυρός, τον είχαν βρει άλλοι πριν απ’ αυτούς και τον είχαν πάρει!

Από τότε, τέτοια πρωταπριλιά που να κράτησε πέντε μήνες δεν ξαναματάγινε κι ακόμα συζητιέται… Στο ένα χωριό για την πλάκα που σπάσανε και στο άλλο για το άδικο που τους βρήκε! Κι ακόμα δεν έχουν καταλάβει, είναι σίγουροι ότι υπήρξε θησαυρός και ότι τους τον άρπαξαν μέσ’ από τα χέρια!


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ