Είχε μπάρμπα…
Το σχολείο το τελείωσε με χίλια ζόρια και με μέσον!
Μπόρεσε τουλάχιστον κι έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Πώς τα κατάφερε; Άγνωστον! Μπορεί να έβαλε μέσον κι εκεί, κανείς όμως δεν μπορεί να το πει στα σίγουρα.
Είχε ένα βηματισμό, παράξενο! Αυτό που λέμε, τα ζώα μου τ’ αργά ή, μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι βρωμούσε τ’ άλλο.
Δεν ήταν χοντρός, ήταν ψηλός και εύσωμος.
Αλλά, βαριόταν. Βαριόταν πολύ!
Στο χωριό δεν έκανε τίποτα. Τεμπέλιαζε δεξιά κι αριστερά και ζούσε για το καφενείο. Εκεί, καθόταν με τις ώρες κι έπινε καφέδες.
Είδε κι απόειδε ο μπάρμπας του, ανώτερος δικαστικός στην Αθήνα, κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτόν τον ρεμπεσκέ, σκέφτηκε. Του τηλεφώνησε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να τον βολέψει. Του αγόρασε μισό ταξί και τον έστρωσε στη δουλειά. Αυτή την εντύπωση είχε…
Ο, ας τον πούμε Μπάμπης έπαιρνε το ταξί στην βάρδια του κι έκοβε βόλτες. Σε μια γειτονιά είχε βρει ένα καφενείο που άραζε κι έπινε τους καφέδες του, μια χαρά!
Αν είχε κέφι, έπαιρνε και κανέναν πελάτη. Αλλιώς, προσπερνούσε και δεν τον ένοιαζε καθόλου. Βαριόταν!
Με πελάτη ή χωρίς, έπιανε δεξιά και πήγαινε κυριολεκτικά με πέντε. Πολλοί πελάτες αγανακτούσαν και κατέβαιναν απ’ το ταξί. Σιγά μην κάτσει ν’ ασχοληθεί με τους σάχλες. Πολύ βαρετή ασχολία. Μ’ αυτή την κατάσταση να παίρνει διαστάσεις, ο συνεταίρος στο ταξί διαμαρτυρήθηκε κι έτσι ο μπάρμπας του αναγκάστηκε να του πουλήσει το μερίδιό του. Του βρήκε άλλη δουλειά. Οδηγός σε λεωφορείο αεροπορικής εταιρείας. Έπαιρνε τους επιβάτες απ’ το κέντρο της πόλης και τους πήγαινε στο αεροδρόμιο.
Είναι δυνατόν όμως να βάλει μυαλό ο Μπάμπης;
Είναι δυνατόν ν’ αλλάξει νοοτροπία και συνήθειες;
Πώς το σκέφτηκες αυτό ρε μπάρμπα;
Στηνόταν ο Μπάμπης στην Ομόνοια, ανέβαιναν οι επιβάτες και ξεκινούσε.
Όοοοοοχι πρωινή βάρδια……. Τι φανταστήκατε; Στις δώδεκα έπιανε δουλειά!
Ξεκινούσε λοιπόν ο Μπάμπης, αργά αργά, από δεξιά και προσεκτικά, κούτσα κούτσα, έκαναν τα στραβά μάτια από την αεροπορική εταιρεία στα παράπονα των πελατών λόγω υποχρέωσης στον μπάρμπα του, και η δουλειά έβγαινε δύσκολα.
Ώσπου μια μέρα ο Μπάμπης βαριόταν πολύ! Περισσότερο απ’ τις άλλες μέρες! Πήρε τους επιβάτες και αργά αργά και από δεξιά, ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Στο δρόμο ξαφνικά, ανάβει αλάρμ, σταματάει δεξιά, αφήνει αναμμένη τη μηχανή και κατεβαίνει κάτω. Οι επιβάτες τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται και φωνάζουν: «Ε, πού πας; Γύρνα πίσω. Θα χάσουμε την πτήση! Έλα ‘δω ρε βλαμμένε!»
Τίποτ’ αυτός. Απτόητος, μπήκε μες στο καφενείο λίγο πιο πάνω, έκατσε και παρήγγειλε καφέ! Τι κι αν φώναζαν απ’ το λεωφορείο… τους είχε βάλει στο mute. Αφού ήπιε τον καφέ του, σχετικά γρήγορα, πρέπει να το αναφέρουμε αυτό, ανέβηκε στο λεωφορείο και συνέχισε τον δρόμο του.
Βέβαια, οι επιβάτες έχασαν την πτήση τους και μ’ αυτή την αφορμή, ο Μπάμπης απολύθηκε.
Έτσι, ξαναγύρισε στο χωριό. Τι να κάνει κι ο δόλιος ο μπάρμπας του; Τού ‘κοψε ένα επίδομα, φρόντισε να τον βγάλει και στην σύνταξη και αφού θεώρησε πως έκανε ότι μπορούσε γι’ αυτόν, τον άφησε στην τύχη του.
Με τα έξοδά του καλυμμένα, ο Μπάμπης στο χωριό έκανε ότι γούσταρε, δηλαδή βαριόταν!
Ένα μεσημεράκι μπαίνει στο καφενείο του Μπούκουρα ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν το ταξί του Μπάμπη. Απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του τον έπαιρνε με το αυτοκίνητο, μπροστά στην πόρτα του καφενείου τον άφηνε. Από την πόρτα του καφενείου τον έπαιρνε, μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού του τον άφηνε.
Ούτε βήμα δεν πήγαινε χαμένο!
-Τι γίνεται ρε Μπάμπη; Πώς πάει;
Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο Μπάμπης απάντησε, «ζόρικα!»
-Τι εννοείς; Επιμένει ο Ηλίας
-Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για ν’ ανασάνω; Και, βαριέμαι!
-Τι λες ρε π’ ανάθεμά σε; Βαριέσαι ν’ ανασάνεις; Θα πεθάνεις…
-Βαριέμαι, είπε κι ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου