Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

 


                      Πριν αρκετά χρόνια, όταν ακόμα το σχολείο μας ήταν νεόκτιστο, με τοίχους τότε πορτοκαλί και μόνο με το πρώτο του μισό χτισμένο, το προπολεμικό, αυτό δηλαδή που στέγαζε το Γυμνάσιο μας, τις βρύσες του να τρέχουν ελεύθερα και συνεχόμενα νερό σαν άλλες κρήνες που στέκονται μέσα στην πόλη και υποδηλώνουν το ζωντανό σημάδι του παρελθόντος, με πολλά περισσότερα δέντρα, πορτοκαλιές και λεμονιές, κερασιές και πεύκα που γέμιζαν την άνοιξη άρωμα ολόκληρη την γειτονιά. Τότε λοιπόν, υπήρχε ένα αγόρι, αμούστακο ακόμα και από μια οικογένεια που μόνο ο ίδιος ένιωθε περήφανη γι' αυτήν. 

                  Οι συμμαθητές του άρπαξαν γρήγορα την ευκαιρία και άρχισαν τα κοροϊδέματα για τα παλιά ρούχα που φορούσε και για τα παπούτσια του τα σκισμένα. Για το λίγο κολατσιό που φρόντιζε η μητέρα του να παίρνει μαζί του, για την σάκα του που ήταν δεύτερο χέρι, και για τα παλιά και χιλιογραμμένα βιβλία που κουβαλούσε μαζί του γιατί δεν είχε την δυνατότητα να αγοράσει καινούργια.

              Αν και αγαπούσε την οικογένεια του, όλα αυτά τα λόγια των συμμαθητών του, του δημιουργούσαν θυμό που τον ξεσπούσε αδίκως στο σπίτι του. Η μητέρα του, τον παρακαλούσε να μην αφήνει τους συμμαθητές του να μπαίνουν στο μυαλό του και ότι αν και φτωχοί τουλάχιστον είναι μια ενωμένη φαμίλια. Ο πατέρας του, του σκούπιζε τα δάκρυά του και τον ενθάρρυνε να τελειώσει το γυμνάσιο. Άλλωστε, ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του που κατάφερε να φτάσει σε αυτή τη βαθμίδα εκπαίδευσης, κι όσο κι αν έκλαιγε και χτυπιόταν και φώναζε ο μικρός να τον πάρει μαζί ο πατέρας στην οικοδομή, πάντα του το αρνιόταν. 

             Κάθε πρωί γέμιζε θυμό και μαράζωνε από τη ντροπή που του προκαλούσαν. Πολλές φορές γυρνούσε σπίτι με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα ή και χειρότερα, με σκισμένα ρούχα και σημάδια από μπουνιές και κλωτσιές σε όλο του το κορμί. Κάθε απόγευμα γέμιζε με κανακέματα και φροντίδα. Μια ελπίδα που άναβε ίσα ίσα για να σβήσει το επόμενο πρωί. 

                Στο σχολείο, είχε για παρέα άλλα δύο αγόρια, που είχαν την ίδια τύχη να λαμβάνουν κι αυτά παρόμοια συμπεριφορά και όλοι μαζί συνήθιζαν να κάθονται στο πίσω μέρος της αυλής που ήταν περιφραγμένο με ξύλινους πασσάλους φαγωμένους από το σαράκι και συρματόπλεγμα. Το αγόρι αυτό άκουγε στο όνομα Οδυσσέας. 

    


Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

 Για κάθε τέλος υπάρχει και μια νέα αρχή. Το τέλος του καλοκαιριού σημαίνει τα πρώτα βήματα του χειμώνα και για τα παιδιά, την αρχή μιας νέας σχολικής χρονιάς. Η επιστροφή από τις διακοπές είναι μια χρονοβόρα διαδικασία η οποία συνήθως ξεκινάει από το μποτιλιάρισμα στους δρόμους της επιστροφής. Για να διανύσεις με το αυτοκίνητο μια απόσταση τριών χιλιομέτρων μπορεί να χρειαστείς και μισή ώρα και για να διανύσεις περίπου εβδομήντα χιλιόμετρα χρειάζεσαι περίπου, ε, μπορείτε να κάνετε τα μαθηματικά μόνοι σας… Φυσικά αυτές τις βάναυσες ώρες, σταμάτα - ξεκίνα, υπάρχουν παιχνίδια να παίξει κανείς. Παιχνίδια αυτοκινήτου όπως να λες ονόματα από τα αρχικά των πινακίδων των γύρω σου οχημάτων, να κατονομάζεις την προέλευσή τους σύμφωνα με τ' αρχικά τους ή να προσθέτεις τους αριθμούς τους. Να φαντάζεσαι τα πιο τρελά σχήματα στα σύννεφα και να τα υποδεικνύεις στους συνεπιβάτες σου ή απλά να παρατηρείς γεμάτος βαρεμάρα τις τρείς ή τέσσερις λωρίδες γεμάτες με κόκκινα φωτάκια αμαξιών και τις ταμπέλες στο δρόμο μπροστά που σιγά σιγά προσπερνάς. Τρείς ή τέσσερις λωρίδες που καταλήγουν αρτηριακά στην καρδία της πόλης μέχρι να την διαπεράσουν και να ξανά ενωθούν σαν μια κοινή γραμμή που οδηγεί μακριά και ακόμα μακρύτερα. Και ανάμεσα σ’ αυτό το χρονικό κενό  της παρ’ ολίγον  ακινησίας του αυτοκινήτου , το τοπίο τριγύρω αλλάζει. Η λιγοστή  βλάστηση δίνει την θέση της σε φανάρια και διασταυρώσεις, τα λιβάδια που  λίγη ώρα πριν  άστραφταν  κάτω απ’ το άρμα του ήλιου που ταξίδευε δυτικά,  μετατρέπονται σε βιομηχανικές περιοχές που υποδέχονται το σκοτάδι  ενώ την θάλασσα πλέον κρύβουν ψηλές οικοδομές. Τέλος και αρχή. Το τέλος της ανεμελιάς, των μπάνιων και των παγωτών. Η αρχή του γυρισμού στην καθημερινότητα του χειμώνα, της νέας σχολικής χρονιάς  και των νέων αρχών. Μπαίνοντας  στην πόλη, εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, ξεκινά ένας νέος αγώνας. Ένας αγώνας ατελείωτης βόλτας γύρω γύρω και πάνω κάτω στα στενά της γειτονιάς. Ο αγώνας του παρκαρίσματος. Διότι θα πρέπει να σταθεί κάποιος πολύ τυχερός, σχεδόν σπάνια κατάσταση, για να βρει αξιόλογο πάρκινγκ κοντά στο σπίτι που κατοικεί. Και ας  υποθέσουμε πως βρίσκεται σ' αυτή την σπάνια κατάσταση, τα βάσανά του δεν τελειώνουν εκεί. Πρέπει  να μεταφερθούν τα πράγματα, τα μπαγάζια… Τσάντες, βαλίτσες, σακούλες και τα πεσκέσια! Το πρώτο βήμα στην είσοδο του σπιτιού σημαίνει την λύτρωση. Σωματική και ψυχική αφού το σπίτι είναι η έδρα και το καταφύγιο. Το μέρος που νοιώθει κάποιος οικεία και άνετα, τόσο μα τόσο άνετα που μετά από τέτοιο ατελείωτο ταξίδι θα έπαιρνε έναν υπνάκο… Απ΄ τις πρώτες ενέργειες μετά από αυτό τον βαθύ ύπνο είναι η επικοινωνία με φίλους και παλιούς συμμαθητές και η ενημέρωση  για την άφιξη στην πόλη. Συνομιλίες γεμάτες καλοκαιρινές αναμνήσεις και μηνύματα με ευχές για την νέα σχολική χρονιά. Με τις συνομιλίες και τα μηνύματα ξεκινούν και οι πρώτες συναντήσεις στην γειτονιά. Σε κάποιο γειτονικό πάρκο με σιντριβάνι ή κούνιες, ή κάποιο υπαίθριο γήπεδο με κερκίδες για να κάτσεις , στην πλατεία με το άγαλμα ή στον πεζόδρομο που είναι γεμάτος  καθίσματα από καφέ και ταχυφαγεία  ή σε κάποιο πολυσύχναστο -δημοφιλή στους έφηβους- καφέ ή ίντερνετ καφέ με πάντα ελεύθερους υπολογιστές και με μεγάλο και άνετο πεζοδρόμιο εμπρός του. 


Ανάμεσα στις παρέες ακούγονται ιστορίες από καλοκαιρινές μέρες, που ο  ήλιος  έκαιγε τα σώματά τους και ο ιδρώτας αυλάκωνε τα πρόσωπά τους, που έψαχναν για χαμένους θησαυρούς σε πλαγιές βουνών ή βράχια θαλασσών. Καλοκαιρινές αναμνήσεις από πρόσωπα που γνώρισαν, από άτομα που τους επηρέασαν, που  συμπάθησαν είτε αντιπάθησαν. Και σαν ψίθυροι ακούγονται τα όνειρα για την νέα σχολική χρονιά και η ανυπομονησία για το καινούργιο, το άγνωστο. Όνειρα για πρόοδο και αναγνώριση. Όνειρα για μάθηση και δίψα για νέα γνώση, νέες γνωριμίες, νέους δασκάλους. Δίψα για αλληλεπίδραση. Κι όσο ονειρεύεσαι, η τελική ώρα φτάνει πιο γρήγορα. Την παραμονή της πρώτης μέρας στο σχολείο  πρέπει να καθαριστείς και να ξεκουραστείς καλά. Να έχεις ήδη διαλέξει ρούχα και παπούτσια ίσως και αξεσουάρ. Να προετοιμαστείς για τα πάντα και με αυτό εννοείται να παίξεις σαν κασέτα στο κεφάλι σου τη χειρότερη ατυχία που μπορεί να σου συμβεί και τρόπους για να αποφευχθεί.

Ακολουθεί  το πρωινό ξύπνημα, μια συνήθεια που σχεδόν κάθε παιδί και μετέπειτα έφηβος σιχαίνεται και νομίζει πως θα απαλλαχθεί από αυτή μόλις ενηλικιωθεί. Το πρωινό ξύπνημα είναι κάτι που κανείς δεν αποδέχεται, που λίγοι συνηθίζουν γρήγορα και ακόμα λιγότεροι αυτοί που τους αρέσει. Αλλά την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς το πρωινό ξύπνημα αλλάζει, αν έχεις κοιμηθεί καθόλου όλη τη νύχτα. Εκείνη τη μέρα, από το πρώτο φως του ήλιου, πλανάται στον αέρα μια ένταση σχεδόν ηλεκτρικά φορτισμένη και ξεκινά  μια μικρή παρέλαση  όπου τη θέση της μπάντας παίρνουν τα ξυπνητήρια και τα παρακάλια για να σηκωθείς. Μια μικρή τελετουργία για μια μεγάλη ημέρα. Να πλύνεις το πρόσωπο και τα δόντια,  να φορέσεις όμορφα καινούργια ρούχα που ισορροπούν ανάμεσα στο ξεθώριασμα του καλοκαιριού και την γέννηση του χειμώνα. Να κοιτάξεις στον καθρέφτη το είδωλό σου στα μάτια και να πεις με αυτοπεποίθηση "θα τα καταφέρεις κι αυτή την χρονιά". Στην κουζίνα περιμένει ένα πλούσιο πρωινό φτιαγμένο με κύρια συστατικά την αγάπη, την φροντίδα, την συνεχή ανησυχία και μια πρέζα νοσταλγίας για τα κάποτε σχολικά χρόνια. Το ρολόι δείχνει οκτώ παρά τέταρτο, ώρα να ξεκινήσεις. Βγαίνεις στην πρωινή δροσιά και στον άλλοτε ζεστό ήλιο και αντικρίζεις γύρω σου κι άλλους όμοιούς σου. Με τσάντες, ντυμένοι καλά, άλλοι σε συντροφιές κι άλλοι μόνοι τους. Ακούς τις φωνές και τα γέλια τους. Διακρίνεις πώς αντανακλούν οι αχτίδες φωτός αυτού του άρρωστου ήλιου στο πρόσωπο τους. Και κάπως έτσι ,παρατηρώντας  γύρω σου τον υπόλοιπο κόσμο που κινείται μαζί σου έχεις περπατήσει ήδη τα δύο τετράγωνα που φτάνουν στον κεντρικό δρόμο. Απέναντι, έχεις άλλο τόσο δρόμο για να βρεθείς στον προορισμό σου. Στο φανάρι όλο και κάποιον γνωστό θα συναντήσεις, από το προηγούμενο σχολείο ή και από τη γειτονιά, όταν κατέβαινες τα απογεύματα  να παίξεις μετά από το διάβασμα. Ίσως με αυτόν  τον γνωστό ο στόχος  να είναι ο ίδιος και η διαδρομή να γίνει πιο ελαφριά με λίγη παρέα. Και επιτέλους φτάνεις, μπροστά σου βρίσκεται ένα επιβλητικό κτίριο σε σχήμα κεφαλαίου γάμα. Εκεί ακριβώς στην είσοδο της καγκελόπορτας  έχεις δέκα δευτερόλεπτα να εγκλιματιστείς, να προσέξεις το κτίριο, το προαύλιο, τις βρύσες, τα γηπεδάκια, το πώς σχηματίζονται οι παρέες.  Όλη αυτή η επεξεργασία είναι υπερβολικά πολλή για έναν εγκέφαλο που ξύπνησε πριν μισή ώρα και δεν γνωρίζει ακόμα την γεύση του καφέ.  Στα πρώτα δειλά βήματα ο γνωστός θα χαιρετήσει γνωστό και οι πρώτες επαφές  δημιουργούνται με χειραψίες και χαμόγελα. 

 Έπειτα,  χτυπάει το κουδούνι για την προσέλευση των μαθητών στον χώρο μπροστά από την κύρια είσοδο του κτιρίου ώστε να ξεκινήσει και επίσημα η νέα σχολική χρονιά. Συνήθως, στην χώρα όπου κατοικούν οι μαθητές μας και έχει χτιστεί το σχολείο μας, γίνεται ένας αγιασμός την πρώτη μέρα, όπου ένας ιερέας του πρωτοκαθεδρικού θρησκεύματος ευλογεί τους μαθητές για την έναρξη της μαθητείας. Η τελετή είναι πάντα λιτή, ο ιερέας ενώ ταυτόχρονα ψέλνει, βουτάει ένα ματσάκι βασιλικό, που συμβολίζει την γνώση, σε ένα μπολ με αγιασμένο νερό, που συμβολίζει προφανώς την ευλογία, και πιτσιλάει το νερό μέσω του βασιλικού στα κεφάλια των παιδιών. Αυτό το παράξενο έθιμο, ευτυχώς, δεν διαρκεί παραπάνω από ένα δεκάλεπτο. Στην συνέχεια, το μικρόφωνο παίρνει ο διευθυντής ή η διευθύντρια. Στο σχολείο μας, σε αυτή τη θέση βρίσκεται γυναίκα, οπότε, η διευθύντρια. Πολύ σημαντικό στις μέρες μας να υπάρχουν δυναμικές γυναίκες που να μπορούν να φέρουν εις πέρας το δύσκολο έργο της διδασκαλίας και της  γαλούχησης στην πειθαρχία.  Αυτοί οι άνθρωποι από την πρώτη μέρα ακόμα θέλουν να μεταλαμπαδεύσουν γνώση, να πιάσουν το μικρόφωνο και να αρχίσουν ατελείωτα λογίδρια με μπόλικους φαμφαρισμούς για το πόσο καλή δουλειά έχουν κάνει και για το πόσο ευχαριστημένοι είναι από τον εαυτό τους και την απόδοσή τους. Να διδάξουν  πόσο σημαντική είναι η παρουσία σου στο σχολείο και πώς η μάθηση είναι υπεράνω όλων  και πως κυρίως και πιο βασικό από όλα τ' άλλα -ακόμα και της μάθησης- είναι πως αυτοί έχουν το επάνω χέρι και πως αυτή είναι η έδρα τους οπότε θα παίξουν όπως θέλουν. Εν ολίγοις ότι τώρα είσαι σε ξένα χωράφια όπως θα έλεγε και κάποιος πιο παλιός. Και όλο αυτό το κάνουν εντελώς ξεκάθαρο με έναν μακροσκελή και στομφώδη λόγο. Στο τέλος του μονόλογου, η διευθύντρια επιτρέπει στα παιδιά να περάσουν στο κτίριο και να κατευθυνθούν από τους καθηγητές τους στις τάξεις όπου και θα παραλάβουν τα νέα  τους σχολικά βιβλία. Γέλια, τρεχάλες και φωνές γεμίζουν το κτίριο που όσο επιβλητικό είναι από έξω τόσο οικείο είναι μέσα, με μια μεγάλη σκάλα με μαρμάρινα σκαλοπάτια και σιδερένια ανθρακί κάγκελα ακριβώς απέναντι από την είσοδο που οδηγεί στους επάνω ορόφους και δεξιά ένας τρίγωνος άσχημος σκούρος πράσινος όγκος που στεγάζει τα γραφεία καθηγητών και της διευθύντριας  ενώ  πίσω τους εκτείνεται ένας τεράστιος διάδρομος με μωσαϊκό και τέσσερις στενές αίθουσες, δύο από κάθε μεριά. Αυτός ο διάδρομος στο τέλος του οδηγεί σε μια ακόμα σκάλα που όπως και η μεγάλη, οδηγεί επάνω αλλά είναι πιο στενή και με όψη βαριά που μοιάζει να κρύβει πολλά μυστικά του παρελθόντος. Κάτω από αυτή την σκάλα βρίσκεται μια δεύτερη έξοδος του κτιρίου, μια διπλή σιδερένια πόρτα που άνοιγε σπάνια. Η διανομή των βιβλίων γίνεται σχετικά γρήγορα, για τα δεδομένα του σχολείου μας. Το να έχεις τελειώσει σε μιάμιση ώρα είναι επίτευγμα, καθώς  το σχολείο μας φιλοξενεί διακόσα σαράντα άτομα, από οκτώ βασικά βιβλία ο καθένας,  χίλια οκτακόσια σαράντα βιβλία! Βγαίνεις από την "μυστική" σκάλα με δύο τρία παιδιά ακόμα που γνωρίζεις ή μόλις γνώρισες γιατί είστε στην ίδια τάξη, περνάτε τον διάδρομο και βγαίνετε πάλι στο προαύλιο, που το φως του ήλιου τώρα είναι πιο ζεστό και έντονο. Με αυτούς τους ανθρώπους που βγήκες από το κτίριο αρχίζεις να μιλάς περισσότερο και σιγά σιγά να ανοίγεσαι, επιτρέπεις να σε γνωρίσουν και σε άλλους συμμαθητές -πλέον- που γνωρίζουν αυτοί. Αφήνεσαι για κανένα πεντάλεπτο να μυρίζεις και να μυρίζεσαι σαν σκύλος από άλλους συν-σκύλους και με κάποιους βρίσκεις κοινές μυρωδιές. Με όλη την παιδική σου ανεμελιά, δεν χάνεις ευκαιρία, ανταλλάζεις τηλέφωνα.

Ο γυρισμός στο σπίτι είναι πιο συναρπαστικός και ενθουσιώδης σε σχέση με την πρωινή πορεία στο στόχο. Τα δέντρα φαίνονται πιο πράσινα και σαν να λαμπυρίζουν περισσότερο και οι άνθρωποι που προσπερνάς νομίζεις πως κουβαλούν την ίδια χαρά με σένα.  Ένας στόχος που επιτεύχθηκε. Ο γυρισμός είναι πιο ενθουσιώδης γιατί έχεις βιβλία να ανοίξεις, να προγραμματίσεις τα εξτρά ψώνια που χρειάζεσαι και κυρίως να ζητήσεις την άδεια των κηδεμόνων σου για να κάνεις όλα αυτά τα ψώνια και ταυτόχρονα  μια παραπάνω βόλτα με όλους αυτούς τους νέους συμμαθητές που γνώρισες. Κάποιοι συμφωνούν, κάποιοι όχι αλλά σ' ένα τσούρμο δέκα παιδιών, οι περισσότεροι είπαν ναι εκτός από κάποιους που είπαν όχι αλλά μόνο στην βόλτα. Δέκα παιδιά ξεκίνησαν νωρίς το απόγευμα να πάνε για αγορές σχολικών ειδών. Το πρώτο  βιβλιοπωλείο ήταν ήδη γεμάτο από παιδιά όλων των ηλικιών, άντρες και γυναίκες με πορτοφόλι στο ένα χέρι και πολύχρωμες πλαστικές και χάρτινες σακούλες από διαφορετικά μαγαζιά στο άλλο, υπάλληλοι να τρέχουν να γεμίσουν ράφια με μπλε τετράδια  και ταμίες να ζητάνε μανιωδώς ψιλά. Αλλά αν προσπερνούσες αυτόν τον πανικό, ταξίδευες σε ένα κόσμο από χρωματιστά στυλό, πένες καλλιγραφίας, μελάνια μπλε και κόκκινα, μαρκαδόρους  λεπτούς, χοντρούς, για όλα τα γούστα. Σπιράλ  τετράδια με σχέδια από φοίνικες που αναγεννιούνται από την τέφρα τους  ή δράκους που ξερνούν φωτιές, των έξι και εφτά θεμάτων. Ντοσιέ και φάκελους διάφανους αλλά και χάρτινους και άπειρο ρολό "ντυσίματος" βιβλίων. Και είναι κι εκείνη η μυρωδιά φρέσκου χαρτιού. Σε έναν κόσμο που οι αγέλες αρχίζουν και ξεχωρίζουν τους άλφα από τους βήτα και τους γάμα. Και δυστυχώς είναι τόσο ωμό, όσο διαβάζεται, αφού αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Τα μέλη της αγέλης έχουν διαλέξει τα ψώνια τους και κατευθύνονται στον πανικό που προσπεράσανε για να φτάσουν στο ταμείο που πολύ σωστά θα σκεφτούν να αφήσουν ψιλά. Τα ψώνια συνεχίζονται κυρίως για το χάζι σε κάνα δύο μαγαζιά ακόμα, με λιγότερο πανικό  και από τους δέκα "σκύλους" έμειναν, ας πούμε έξι για να συνεχίσουν και στην βόλτα. Ξεκίνησαν  παραδίδοντας στα σκαλιά των σπιτιών τους, τους υπόλοιπους λιγότερο τυχερούς που δεν θα συνέχιζαν  αρχίζοντας μάλιστα από αυτόν που μένει πιο μακριά. Όσο περισσότερο χρόνο περνάει μαζί η αγέλη τόσο περισσότερο δένεται. Παραδίδοντας ένα ένα τα μέλη της αγέλης περπατάς στη γειτονιά σε γνώριμα μέρη, κατεβαίνεις ή ανεβαίνεις τρία στενά ή πας  τέσσερα στενά πιο δεξιά ή πιο αριστερά και περπατάς σε οδούς της γειτονιάς σου που ακόμα δεν είχες  πατήσει το πόδι σου. Η κουβέντα σε ξεγελάει και ο χρόνος με τους νέους γνώριμους κυλάει γρήγορα και ευχάριστα. Με κάποιους ταιριάζεις περισσότερο με κάποιους λιγότερο αλλά όλοι εκπέμπετε στην ίδια συχνότητα.

Οι πρώτες σχολικές μέρες περνάνε σαν νερό, που τρέχει στην κοίτη κάποιου άγριου ποταμού γοργά για να εκβάλλει σε κάποια μεγάλη θάλασσα. Καθηγητές και μαθητές ακόμα συνηθίζουν το γκρι στον ουρανό, τη μυρωδιά των βιβλίων, τον ήχο από το σύρσιμο των παπουτσιών στους διαδρόμους. Βρίσκονται ακόμα στο γλυκό απομεινάρι του λήθαργου του καλοκαιριού πριν ξεψυχήσει και η τελευταία καταχωρημένη  ανάμνηση παγωτού και ηλιοθεραπείας. Όλοι νωθροί και βαριεστημένοι, μια σχολική μονάδα απαρτισμένη από ζόμπι καλοκαιρινής απεξάρτησης. Όσο η κατάσταση είναι έτσι - ενδιάμεση, έτσι είναι και η κατάσταση στην τάξη. Κάτι σε μισό μάθημα και μισό χαβαλέ. Οι συμμαθητές αρχίζουν να γνωρίζονται και σχηματίζουν εσωτερικά αστεία και συνθήματα τμημάτων. 

Πάνω στην πλάκα φαίνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αν θίγεται, αν προσβάλλεται, αν έχει χιούμορ, αν θέλει να εκδικηθεί πάντα στα όρια της πλάκας - ή και όχι… Τα μαθήματα συνήθως αυτές τις πρώτες μέρες κρατάνε  λιγότερο, κάτι που δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να κοινωνικοποιηθούν και εκτός του πλαισίου του σπιτιού και της οικογένειας. Μετά το πέρας των σχολικών ωρών ξεκινάν οι τσάρκες στα μαγαζιά, οι παρακάμψεις από σπίτι σε σπίτι φίλων για την ασφάλεια τους, πάνω απ' όλα. Χωρίς να έχει περάσει μέρα από πάνω σου, έχει περάσει ήδη ένας ολόκληρος σχολικός μήνας. Ήδη, σε αυτόν τον μήνα έχεις ενταχθεί σ' ένα κοινωνικό σύνολο  και σε μια "αγέλη" που από εδώ και πέρα θα είναι παρέα σου, την οποία θα υπερασπίζεσαι και θα προστατεύεις για τα υπόλοιπα γυμνασιακά σου χρόνια όπως ακριβώς περιμένεις να κάνει και αυτή.

Η μετάβαση από παιδί σε έφηβος - όπως είπαμε ήδη - δεν είναι καθόλου ευχάριστη διαδικασία από μόνη της, πόσο μάλλον αν προσθέσουμε και τις δυσκολίες που μπορούν να προέλθουν από τις προστριβές στον κοινωνικό περίγυρο. Για να μην τα λέμε και τόσο επιστημονικά όμως θα φέρουμε την θεωρία στην πράξη. Το κοινωνικό περιβάλλον ενός - οποιουδήποτε, οπουδήποτε - γυμνασίου είναι μια ανθρώπινη προσομοίωση της ζούγκλας. Δηλαδή το μεγάλο ζώο - μυϊκά και όχι πνευματικά απαραίτητα - τρώει το μικρό. Μεγάλο ζώο θεωρείται ο πιο παλιός μαθητής καθώς  έχει εξοικειωθεί με το περιβάλλον, ο μαθητής με την περισσότερη αθλητική δραστηριότητα γιατί η άθληση είναι ζωτικής σημασίας ειδικά όταν μπορείς λόγω νεότητας να σπαταλήσεις αρκετή ενέργεια σε αυτή, ο μαθητής με τους καλούς βαθμούς σε όλα τα μαθήματα αλλά που ταυτόχρονα δεν υστερεί σε κοινωνικές δράσεις και τέλος ο μαθητής που έχει "ξεφύγει", αυτός που οι πράξεις του είναι πιο ενήλικες ή και παράνομες. Προφανώς αυτό ακούγεται αρκετά βάναυσο και μαρτυρικό για τα μικρά ζώα αλλά δυστυχώς τα ανθρώπινα ένστικτα δεν απέχουν πολύ από αυτά του ζωικού βασιλείου, η ανάγκη για επιβίωση και για επιβεβαίωση ποτέ δεν εξαλείφεται και όσο πιο νέος είναι ό άνθρωπος  τόσο πιο διαφανή είναι στον χαρακτήρα του.

Στην ζούγκλα του γυμνασίου λοιπόν, τα μεγάλα ζώα θέτουν τους όρους τους και διαχωρίζουν τα μικρά, τους νέους μαθητές σε δύο κατηγορίες. Στους περιζήτητους, που όπως λέει και η λέξη είναι τα άτομα και οι νέες παρέες που φαίνονται πως μπορούν να διακριθούν και να είναι ευπρόσδεκτοι από άλλα κοινωνικά σύνολα και στους περιθωριακούς, σε αυτούς που πάλι όπως λέει η λέξη, ζούνε και δρουν στο περιθώριο της κοινωνίας, τους απόβλητους, τους ξεπεσμένους. Ο διαχωρισμός γίνεται βάσει του στυλ που έχει επιλέξει να υιοθετήσει το κάθε άτομο-μαθητής και της εξωτερικής του εμφάνισης, των εξωσχολικών του χόμπι, την οικογένεια από την οποία προέρχεται  και τέλος, από  την παρέα που διάλεξε να δημιουργήσει στην αρχή του έτους. Βέβαια, αυτός ο διαχωρισμός είναι άδικος γιατί δεν μπορείς να κρίνεις ένα άτομο επιδερμικά, επιφανειακά. Με λίγα λόγια, δεν μπορείς να κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του. Τα παιδιά όμως, είναι σκληρά επειδή όλα αυτά τους είναι άγνωστα όπως και στα ζώα. Όχι όμως λόγω έλλειψης λογικής αλλά λόγω έλλειψης εμπειρίας. Έτσι ακριβώς το γυμνάσιο είναι μια προσωμοίωση ζούγκλας. Στη ζούγκλα βέβαια, ο θηρευτής δεν ενδιαφέρεται για την ψυχική κατάσταση του θηράματός του ενώ στο γυμνάσιο, ακόμη  χειρότερα, ο θηρευτής παίζει με τον ψυχισμό του θηράματος μέχρι να το αποτελειώσει. Αυτή λοιπόν, η ατελείωτη καζούρα μπορεί να αποβεί μοιραία για κάποια περισσότερο ευαίσθητα άτομα.  Εκτός του ότι μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη και την αυτοπεποίθηση που έχουν στον εαυτό τους,  μπορεί επίσης, να  στιγματιστούν  για μια ολόκληρη ζωή, με αποτέλεσμα, να δημιουργηθούν μέσα τους  τεράστια κενά που με τα χρόνια δεν  θα μπορέσουν να καλύψουν.

Το  σχολικό  έτος 1968-69 ένα τέτοιο παιδί, μικρό ζώο ας το πούμε, μετά από πολλές πλάκες που γινόταν κατά σειρά σε βάρος του,  αφού είχε απομονωθεί εντελώς και μόνη του έννοια ήταν να περάσει όσο πιο ανώδυνα την μέρα και να μην ποδοπατηθεί στο κυλικείο ή να μην βρεθεί κανένας μεγαλύτερος μαθητής με την παρέα του και τον κλειδώσει σε καμιά ντουλάπα ή να τον βάλει  να πιει νερό από την τουαλέτα, πράγματα σχεδόν συνηθισμένα, όπως θυμάται και το γυμνάσιο μας, άλλωστε. Μια μέρα έπειτα από έναν καυγά, είδε πίσω από την αλάνα που ήταν κλεισμένη με φράχτη στο χώρο του σχολείου του, να αχνοφαίνεται κάτι…. Εκεί, ανάμεσα στις δύο μονοκατοικίες ορκιζόταν πως υπήρχε κάτι…. Ή μήπως  ήταν αποκύημα της φαντασίας του για να ξεφύγει από την  σκληρή κι επώδυνη  πραγματικότητα του; Την επόμενη μέρα, πάλι κάτι είδε αλλά δεν μπορούσε να πει τι ήταν  ακριβώς  γιατί μόλις πήγε να το πλησιάσει, αυτό εξαφανίστηκε μέσα σε μια αναλαμπή φωτός που άφησε πίσω του, κάτι σαν αστερόσκονη. Την τρίτη μέρα ήταν εκεί, το έβλεπε καθαρά, ήταν ένα... περίπτερο. Περίεργο περίπτερο, με μια ακόμα πιο περίεργη ριγωτή τρικολόρε τέντα με λευκό κόκκινο και πράσινο, έναν περίεργο κορμό που έγερνε λίγο, αλλά δεν καταλάβαινες προς τα πού, επειδή  φαινόταν  να γυρίζει συνέχεια γύρω από τη βάση του σαν μια αργή σβούρα, περιστοιχισμένο από έναν παράξενο πάγκο, γεμάτο με  ζαχαρωτά, καραμέλες, γλειφιτζούρια και παιχνιδάκια αλλιώτικα. Μα το πιο περίεργο είναι πως δεν διέκρινε πουθενά πόρτα. Το γυμνάσιο γέλασε, επιτέλους το βλέπει πάλι κάποιος!


Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



Ήταν ένα δημόσιο σχολείο, ένα γυμνάσιο σαν όλα τ' άλλα… Ή … περίπου σαν όλα τ 'άλλα.  Λόγω καλοκαιρινών διακοπών  όμως, η αυλή του ήταν άδεια και οι αίθουσες βουβές, χωρίς παιδικές φωνές και φασαρία. Στεκόταν εκεί εναργές, με μια ζωντάνια πρωτοφανή, παρ' όλο που του έλειπαν οι φωνές και τα  γέλια, τα σημειώματα κάτω από τα θρανία, τα μαθήματα ξένων γλωσσών που αγαπούσε τόσο, τα παιχνίδια στην αυλή, τα μυστικά των παιδιών … Αλλά ήταν ακόμα καλοκαίρι. Είχε μπροστά του τουλάχιστον ενάμιση μήνα κάψας και μοναξιάς στην συνοικία της πόλης που  το είχαν χτίσει έως ότου ξαναγεμίσουν οι χώροι του με τους μικρούς του φίλους.  Μιας συνοικίας που έμαθε να αγαπάει ,να παρατηρεί την εξέλιξή της από τα παράθυρά του και να μεγαλώνει κι αυτό μαζί με τις γενιές της.
Ευτυχώς για το σχολείο, που και που, τέτοιο καιρό, κατακαλόκαιρο, ξέμεναν πίσω στην πόλη κάποια παιδιά και έτσι η μοναξιά έσπαγε. Κυρίως το απόγευμα, όταν ο ήλιος βουτούσε σαν φλεγόμενο τόπι στο σκοτάδι της νύχτας και δημιουργούσε ένα ανάμεικτο χρυσό-ροζ χρώμα. Εκείνη την ώρα, τα παιδιά το επισκέπτονταν, λίγο να το δούνε, από συνήθεια περισσότερο και όχι επειδή τους είχε λείψει ιδιαιτέρως, για να κάνουν όνειρα για την επόμενη σχολική χρονιά που τους περίμενε έτσι ώστε να προετοιμαστούν για το άγνωστο και να μετριάσουν την αγωνία τους. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα στην λάβα του καυτού τσιμέντου, το γυμνάσιό μας έκλεβε κανένα γέλιο, πράγμα που το έκανε να δροσίζει όλα του τα τετραγωνικά μέτρα, κτίσματος και αυλής, σαν θεόσταλτη νεροποντή.
Τα παιδιά με τα μυστικά τους, που τα μοιράζονται στα κρυφά και τα ακούνε μόνο οι δικοί του τοίχοι είναι μοναδικό προνόμιο αυτού του σχολείου.  Γιατί στο γυμνάσιό μας και οι τοίχοι έχουν αυτιά… Κυριολεκτικά! Τα παιδιά έρχονται δειλά, ντροπαλά και δίχως να έχουν αποτινάξει από πάνω τους την αθωότητα της παιδικής τους ηλικίας. Έρχονται μαυρισμένα από τις διακοπές τους για να ξασπρίσουν μήνα με το μήνα μέσα στους ξεφλουδισμένους πράσινους τοίχους του, τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τις ευρύχωρες αίθουσές του, ανάμεσα στις κιμωλίες και τους μαυροπίνακες. Η αλήθεια είναι, πως το γυμνάσιό μας δεν είναι αρεστό σε όλα τα παιδιά. Δεν είναι πολλές φορές αρεστό ούτε στους εργαζομένους του. Αυτό το γεγονός δεν το θλίβει τόσο, όσο κάποια φρικτά σκηνικά από παιδιά σε άλλα παιδιά στα οποία γίνεται μάρτυράς τους.  Βλέπετε, υπάρχουν φορές που η μετάβαση από παιδί σε έφηβος είναι σκληρή, βάναυση και οδυνηρή διαδικασία. Τόσο σωματικά αλλά κυρίως ψυχολογικά. Και όλα τα παιδιά δεν αντιδρούν το ίδιο. Το γυμνάσιό μας ήξερε καλά από αυτές τις καταστάσεις, άλλωστε, στεκόταν εκεί για πολλά χρόνια και από τις αίθουσες του είχαν περάσει γονείς, παππούδες και γιαγιάδες και σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις και προπάπποι!
Κάποιοι εργαζόμενοι του γυμνασίου μας είχαν υπάρξει κι αυτοί μαθητές του. Βέβαια, πάει καιρός από τότε… Όπως όλα τα γυμνάσια της περιοχής έτσι και το δικό μας, ήταν πλήρες προσωπικού. Είχε την διευθύντριά του, την κυρία Αικατερίνη Κάκου, μια μεσήλικη, ίσως και στα πρόθυρα της σύνταξης, κοντούλα, σχεδόν αντιπαθητική στην όψη. Κατάλευκη, με γαλανά μάτια και πολύ επιβλητική. Καταλάβαινες κατευθείαν και χωρίς τις απαραίτητες συστάσεις πως αυτή έκανε κουμάντο εκεί μέσα. Ήταν από τις διευθύντριες που σου έδιναν την εντύπωση πως στα νιάτα της χρησιμοποιούσε την  βίτσα και μάλλον αρκετά  καλά. Είχε την υποδιευθύντριά του, την κυρία Αργυρώ Βιολουδάκη, η οποία τελούσε και χρέη βιολόγου, επίσης μέσης ηλικίας, αρκετά μελαχρινή, που είχε μανία με τα ανοιχτόχρωμα ρούχα και έτσι η αντίθεση δέρματος-ενδυμάτων ήταν τεράστια. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η μεγάλη της μύτη και το τικ που είχε να την ανασηκώνει σαν κάποιο αόρατο χέρι να της βάζει από κάτω κοπριά ανά τρία δευτερόλεπτα. Υπήρχαν τρείς φιλόλογοι, που με σειρά ηλικίας καθώς και σεβασμού, η πρώτη που δεν απείχε πολύ από την συνταξιοδότηση, ήταν η κυρία Αγγελική Αναγνώστου. Μια αυταρχική και μετρημένη γυναίκα, καστανή, φυσιολογικού αναστήματος. Η δεύτερη, η κυρία Ευανθία Πλούρα πρέπει να βρισκόταν στην τρίτη με τέταρτη δεκαετία της ζωής της, ευτραφής και με μια προσωπικότητα που γέμιζε τον χώρο περισσότερο απ' το εκτόπισμά της. Ψηλή, καστανή, οικεία και συμπονετική. Ο τρίτος φιλόλογος ήταν άνδρας, ο κύριος Βρασίδας Βαρεμένος, ακριβώς στην κρίση της μέσης ηλικίας. Μετρίου αναστήματος, γκριζαρισμένος, με δύο γαλάζια μάτια που φώναζαν ανία και βαρεμάρα. Στην ομάδα συγκαταλέγονταν και τρείς καθηγητές του θετικού πεδίου. Μία μαθηματικός, η κυρία Μαρία Κούρου, νέα, μάλλον με παιδιά στο σπίτι αφού η όψη της άλλαζε από κουρασμένη όταν ερχόταν το πρωί σε πιο κουρασμένη όταν έφευγε μετά το σχόλασμα. Σαν χαρακτήρας, ήταν ακόμα πιο κουρασμένη, κάτι που τα παιδιά μυριζόταν γρήγορα με αποτέλεσμα να την κουράζουν ακόμα περισσότερο. Καστανή, με καμπυλωτό σώμα και με τόσο μεγάλους μαύρους κύκλους που δεν κρυβόταν ούτε με το έντονο μακιγιάζ της.  Ένας φυσικός, ο κύριος Παναγιώτης Βαρβαρίδης, λίγο άξεστος, μεσήλικας, με πολιτικές ιδεολογίες που δεν φοβόταν να εκφράσει ελεύθερα στα παιδιά. Γκριζαρισμένος, με μακριά μαλλιά που τα έπιανε κοτσίδα και γαλάζια μάτια μέσα στα οποία πολλές φορές έβλεπες την εγκατάλειψη. Και τελευταίος, αλλά ποτέ λιγότερος, του θετικού πεδίου, ήταν ο κύριος Σωκράτης Διονυσίου, ο χημικός, απροσδιορίστου ηλικίας λόγω της μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ. Συνήθως βρισκόταν στον δικό του χημικό κόσμο, με ένα άσπρο κίτρινο μουστάκι και φαλάκρα. Σχεδόν αστείο θέαμα, περισσότερο όμως αξιολύπητο. Υπήρχαν επίσης  τρείς καθηγητές ξένων γλωσσών, ένας για κάθε γλώσσα που διδασκόταν στο γυμνάσιο μας. Η αγγλικού, η κυρία Σαμάνθα Κελτίδου που όντως ήταν από την Αγγλία, κοκκινομάλλα, κοντούλα, με γυαλάκια και σπαστή ελληνική ομιλία, μια αγγλοσαξωνική παραφωνία απόλυτα εναρμονισμένη στο γυμνάσιο μας. Η γαλλικού, η κυρία Ροδάνθη Σιλουέτη - Φλούρη, μια νέα γυναίκα με παλιά μυαλά κι όχι με την καλή έννοια. Η τιμωρία γι’ αυτήν, ήταν ευλογία. Ευτυχώς για τα παιδιά, μπορούσε να ευλογήσει μόνο με απουσίες . Ψηλή, στεγνή έως σκελετωμένη, με τεράστια γυαλιά που κάλυπταν τα μελιά μάτια της και  το μισό της πρόσωπο, και μελί μαλλιά που έπεφταν ανάκατα στους ώμους της. Η τρίτη ήταν η  γερμανικού, η κυρία Στέλλα Σκαλπίδου, που δίδασκε και τα παιδιά της αφού ήταν κι αυτά μαθητές του γυμνασίου μας. Μελαχρινή, με μεγάλα πράσινα εκφραστικά μάτια. Στο διδακτικό προσωπικό υπήρχαν και  δύο πληροφορικάριοι, ένας άντρας, ο κύριος Γιώργος Αφαντάκης, ψηλός, λιγνός, καστανός, σχεδόν διάφανος, και μια γυναίκα, η κυρία Λουκία Βομβάκη, κοντή, στρουμπουλή, μ' ένα μαλλί κατάξανθο με καστανές τούφες. Ένα γίνγκ γιάνγκ σε πακέτο καθηγητών που ήταν υποχρεωμένοι να συνυπάρχουν  διδάσκοντας στο ίδιο σχολείο. Μια καθηγήτρια καλλιτεχνικών που ήταν σαν βγήκε από ταινία τρόμου όπου υποκρινόταν την  κακιά μάγισσα.  Αυτή ήταν  η κυρία Ήρα Παχατουρίδου. Μελαχρινή με μαύρα μάτια και σφιχτά σαν λεπτή γραμμή χείλη που δεν τα έβλεπες ποτέ να χαμογελούν. Λιγομίλητη, ευγενική αλλά αμείλικτη. Και τέλος, ο αγαπημένος όλων των παιδιών του γυμνασίου μας, ο καθηγητής γυμναστικής. Ο κύριος Άδωνης Φλέξος. Πάντα αθλητικός, νέος, ξανθός με πράσινα μάτια. Γοητευτικός και με εμμονή  στην καθαριότητα, την προσωπική υγιεινή και την διατροφή.
Το κτίσμα του γυμνασίου μας ήταν επιβλητικό, μεγάλο και οικείο. Αυτό το τελευταίο, το περηφανευόταν κιόλας. Στην ουσία ήταν ένα Γ, πάντα κεφαλαίο και στητό, αφού είχε δύο ορόφους πλην του ισογείου,  όπου στεγαζόταν ένα δημοτικό, το γυμνάσιό μας  και ένα νηπιαγωγείο. Ουσιαστικά επρόκειτο για δύο κτίσματα, ένα προπολεμικό νεοκλασικό κτίριο με μια δεύτερη πτέρυγα, η οποία προστέθηκε λίγο αργότερα, αμέσως μετά τον β΄π.π. Στην εσωτερική γωνία του γυμνασίου μας, υπήρχε μια τεράστια αυλή, με τα κηπάκια της γεμάτα ρόζ, κίτρινα και μπλέ λουλούδια, τις βρύσες της που το νερό τους  κατέληγε σε μια στιλπνή πέτρινη γούρνα ενώ πίσω τους ορθωνόταν ένας τούβλινος τοίχος όπου τα παιδιά έγραφαν για πολλά χρόνια τώρα τα αρχικά τους, ένα ζωντανό αρχείο, ένας βωμός στην φιλία και το τσιμεντένιο παγκάκι στο βάθος δίπλα στα κάγκελα και την πόρτα με το μάνταλο. Η  ράμπα για τα καροτσάκια, η οποία προστέθηκε πολύ αργότερα, ήταν μπροστά από  το κυλικείο στο ισόγειο της νεότερης πτέρυγας. Ακριβώς στο πλάι, σαν συνέχεια της πτέρυγας, ήταν ένα  τσιμεντένιο  τοιχάκι που έμοιαζε με  παραπέτασμα  και κατέληγε σε τρία σκαλάκια για να βρει μπροστά του τα γήπεδα βόλεϊ  και  μπάσκετ. Από τον χώρο των γηπέδων, το τείχος – παραπέτασμα ανέβαινε για να συναντήσει  πάλι τα κηπάκια. Ένας όμορφος κύκλος, μια δυνατή σπείρα που ακολουθούσε κι αυτή μια φυσική ροή. Το μόνο που ενοχλούσε το γυμνάσιό μας παρόλη την άπλα του, ήταν τα κάγκελα. Κάγκελα που το έκαναν να ασφυκτιά  και να νοιώθει σαν φυλακή αλλά και φυλακισμένο ταυτόχρονα.
Αυτά τα κάγκελα ήθελε να τα  γκρεμίσει και να υψωθεί ψηλά στον ουρανό. Να μεγαλώσει και να θεριέψει. Να χωράει όλα τα παιδιά, όλων των συνοικιών. Αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν γινόταν. Δεν το είχαν χτίσει με αυτόν τον σκοπό. Γύρω του είχε τέσσερις δρόμους, έναν κεντρικό διπλής κατεύθυνσης, δύο μικρότερους, μονής κατεύθυνσης και ένα μικρό στενάκι, μια αλέα  που ίσα ίσα χωρούσε να περάσει ένα μηχανάκι. Παράπλευρα των οδών και του στενού είχαν ανεγερθεί πολυκατοικίες. Πιο ψηλές από το γυμνάσιο μας, αλλά αυτό δεν το πείραζε γιατί ότι έχανε σε ύψος το είχε σε μήκος και έτσι χάρη στην αξιοπρεπέστατη αυλή του μπορούσε  να βλέπει αρκετό απ’ το γαλάζιο  του ουρανού. Απέναντι από τον κεντρικό δρόμο, όπου κάθε πρωί μια σχολική τροχονόμος επέβλεπε την ασφαλή κυκλοφορία των παιδιών, υπήρχε ένα ισόγειο ζαχαροπλαστείο με έναν όροφο από πάνω του, μάλλον του ιδιοκτήτη, δίπλα σε μία οικοδομή που στην μπροστινή της αυλή είχαν φυτέψει κοκοφοίνικες. Πλάι σε αυτή την μικρή εξωτική φωτογραφία ήταν ένα φροντιστήριο κάτω από μια γκρίζα οικοδομή, που σε γυρνούσε στην πραγματικότητα. Παραλίγο να ξεχάσω το πιο σημαντικό κτίριο, που δίχως αυτό, ίσως το γυμνάσιο μας να μην ήταν αυτό που ήταν. Απέναντι από το τέλος της αυλής του γυμνασίου μας, εκεί που βρισκόταν δηλαδή  το τσιμεντένιο παγκάκι και τα κάγκελα , στο μικρό  στενάκι, ανάμεσα σε ένα κενό των πολυκατοικιών σαν σοκάκι, στεκόταν ένα παλιό παραμελημένο και κλειστό περίπτερο. Υπήρχε κάτι περίεργο σε αυτό το περίπτερο, δεν έμοιαζε να πολυ- ταιριάζει στην εικόνα αλλά ταυτόχρονα έδινε την αίσθηση πως δεν ανήκει και πουθενά αλλού παρά μονάχα εκεί. Και κάτι άλλο, δεν το αντιλαμβάνονταν όλα τα παιδιά, δηλαδή δεν μπορούσαν να το δούνε καν τα περισσότερα!! Για φαντάσου…
Πέρα από αυτές τις οικοδομές που ορθώνονταν γύρω του βρισκόταν μια ολόκληρη πόλη. Μια όμορφη πόλη, με τις πλατείες της, τα πάρκα της, τα άλση της. Το λιμάνι της, τον πύργο της, τα αρχαία της. Τα συντριβάνια της, τα αγάλματά της, τις αγορές της. Τα θέατρά της, τα μουσεία της, την έκθεσή της. Τα καφέ της, τα εστιατόρια και τα ταβερνάκια της. Μια πόλη διαφορετική, ιδιαίτερη, μυσταγωγική. Με γοητεία ανατολής και άρωμα Μεσόγειου. Με ανοιχτόκαρδους  και καλοσυνάτους ανθρώπους που το μόνο που έχουν να χωρίσουν μεταξύ τους είναι οι ομάδες και ποιος θα κεράσει το τραπέζι. Μια πόλη που οι ρυθμοί της είναι διαφορετικοί, ιδιαίτεροι. Εκεί που ένας καφές μπορεί να κρατήσει τρείς ώρες, τα ούζα και οι μεζέδες πέντε και ολόκληρο το φαγοπότι ένα οκτάωρο. Εκεί που το στρες και το άγχος είναι ακαταλαβίστικα ενόσω η ζωή,  και  η κίνηση στους δρόμους δεν σταματούσε ποτέ.
Το γυμνάσιό μας ήταν πολύ περήφανο που ανήκε σε αυτή την πόλη και ήταν ακόμα πιο περήφανο για τα παιδιά που φοίτησαν σε αυτό. Ήταν επί το πλείστον καλά παιδιά. 'Ή  τουλάχιστον έτσι εξελισσόταν κατά την φοίτηση τους.  Η διαφορά, φαινόταν στα περισσότερα, από την  γνώση που μάζευαν και  την εξέλιξή τους  σε ανθρώπους  που λειτουργούν σωστά σε μια κοινωνία. Τρία χρόνια κρατούσε η φοίτηση. Τρία μεταβατικά χρόνια που τα  παιδιά  εξελισσόταν  σε σκεπτόμενους έφηβους. Έφηβους με ανησυχίες και ορμές. Δίχως φόβο προς την αναζήτηση του αγνώστου και έτοιμους να αμφισβητήσουν τα πάντα. 

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ XVIIII

 Με άφαντη την αξιοπρέπειά του ο Γκούρας κατάφερνε να επιβιώνει στο χωριό εφαρμόζοντας τα γνωστά σε όλους πια τερτίπια του.

Οι γέροντες γονείς του για να περισώσουν την περιουσία τους, ένα σπιτάκι δηλαδή και μερικά χωραφάκια, τα έγραψαν στα εγγόνια τους. Αν τ’ άφηναν στον Γκούρα θα τα πουλούσε την επόμενη κιόλας μέρα για να τα πιει και να τα παίξει…

Με τα ρουφιανιλίκια και την πονηριά του κατάφερε να διοριστεί στον δήμο με διετή σύμβαση. Αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί στην οικογένεια αν και οι ίδιοι δεν το εκλάμβαναν έτσι, νόμιζαν ότι αυτή η πρόσληψη ήταν για καλό.

Καλή η μόνιμη δημόσια θέση καθώς μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει το μπαγιόκο πέφτει.

Το δυσάρεστο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι πέφτει στον λογαριασμό τραπέζης του εργαζομένου.

Έτσι, κάθε μήνα που πληρωνόταν ο Γκούρας ο μισθός έκανε φτερά πριν καν δει το χρώμα του χρήματος. Πώς γινόταν αυτό; Σίγουρα όχι με ταχυδακτυλουργικά κόλπα.

Ανάθεμα στην μοντέρνα τεχνολογία που εφηύρε αυτά τα κινητά που μπαίνουν στις τράπεζες και αγοράζουν και πληρώνουν και τα κάνουν όλα εκτός από καφέ!

Μόλις έβλεπε ότι πληρώθηκε πήγαινε στο πλέϊ-μαγαζί και άρχιζε τις επενδύσεις.

Μετά περνούσε απ’ το καφενείο για μπυροκατάνυξη και τέλος έπαιζε on line  ότι είχε περισσέψει.

Σε δυο τρεις μέρες το πολύ ήταν πάλι ρέστος και ταπί!

Φώναζε η δόλια η μάνα του, γκρίνιαζε ο πατέρας του, ένα γεροντάκι 85 χρονών, έκανε τουμπεκί η γυναίκα του έχοντας αποδεχτεί προ καιρού το κακό της μοίρας της.

Τις διαφωνίες αυτές βέβαια τις εξέφραζαν όταν ήταν νηφάλιος  γιατί, όταν ήταν πιωμένος έτρεχαν όλοι να κρυφτούν σαν τα ποντίκια. 

Εκείνο το απόγευμα, αρχές του μήνα, ροκανίζοντας τα τελευταία ψίχουλα του λογαριασμού του, τα έπινε στο καφενείο του Γλύκα (παρατσούκλι επειδή παλιά δούλευε σε ζαχαροπλαστείο) και είχε γίνει κουρούμπελο. Στο μεθύσι του απάνω και τις οίδε τι κυκλοφορούσε στο κεφάλι του μέσα, τα έβαλε με τον άντρα της ξαδέρφης του. Ο πατέρας του και η μάνα της, αδέρφια. 

Όχι μεταξύ τους, αυτός από μόνος του, είχε κτηματικές διαφορές με τον «ξάδερφο»,  τον Παρμενίδη. Του είχε μπει στο μυαλό ότι η διαθήκη του παππού του ήταν άκυρη και διεκδικούσε μερίδιο από οικόπεδα και χωράφια. Είχε ξοδέψει πάνω από δέκα χιλιάδες ευρώ σε δικηγόρους και δικαστήρια χωρίς να βγάλει άκρη αλλά δεν το ‘βαζε κάτω.

Οι δικηγόροι βέβαια, είχαν βρει αγελάδα για άρμεγμα. Αναλάμβαναν την υπόθεση γνωρίζοντας εξ αρχής πως ήταν χαμένη. Έπαιρναν τις αμοιβές τους ούτως ή άλλως όμως.

Και, κάθε φορά που έχανε ο Γκούρας πήγαινε σε άλλον δικηγόρο. Έξι ή εφτά δικηγόρους είχε αλλάξει ως τώρα. Δεν απογοητευόταν γιατί το παν στη ζωή είναι να έχεις στόχο και ο επιμένων νικά…

Καθισμένος σε επικλινή θέση κάτω απ’ τη σκιά της κληματαριάς, έπινε κι έλεγε τον πόνο του φωνάζοντας για να ακούγεται όσο πιο μακριά γίνεται. Κάποιοι απ’ τους θαμώνες τον κούρντιζαν κιόλας για να γίνεται τζέρτζελο.

-Γκούρα, τι έγινε με το χωράφι στη ‘μεγάλη πέτρα΄; 

-Σαν τι θες να γίνει; Αυτός ο «Ξυλούρης» περνάει κάθε μέρα από μέσα, δρόμο το έκανε. Αλλά πού θα πάει; Θα του δείξω εγώ. Νομίζει ότι θα μου γλυτώσει; Όλοι ξέρετε ότι καταπάτησε το δημόσιο με την επέκταση που έκανε στον στάβλο του. 

-Ναι, αλλά δεν φοβάσαι; Την άλλη φορά που σε πέτυχε στο χωράφι μαζεύτηκες. Τι φοβήθηκες; Μη σε δείρει ή μη σου τον φορέσει;

-Μη μου τον φορέσει φοβήθηκα, γι’αυτό μαζεύτηκα. Αλλά θα  του δείξω εγώ. Θα δείτε όλοι τι θα πάθει…

-Α, να κι ο Παρμενίδης με το αμάξι. Πού πάει τέτοια ώρα;

-Άσ’ τον κι αυτόν τον μπινέ. Έξι χιλιάδες ξόδεψα  στα δικαστήρια αλλά τώρα τη βρήκα την άκρη. Δεν ξέρει τι τον περιμένει κι αυτός. Πού να δείτε τι του ετοιμάζω…

Αυτόν που τον έχετε όλοι για νοικοκύρη, ξέρετε τι έκανε; Εγώ τον έσωσα. Εγώ έσωσα την οικογένειά του. 

-Σώπα ρε Γκούρα; Τι έγινε; Πώς;

-Αυτός που λέτε, ήταν δεν ήταν τέσσερα πέντε χρόνια παντρεμένος όταν μάθαμε ότι πηδούσε την αδερφή της πεθεράς του (σ.σ. θεία του Γκούρα, αδερφή του μπαμπά του).

Το ανακάλυψε η Τούλα (η γυναίκα του Παρμενίδη) και ήθελε να τον διώξει. Καυγάς μεγάλος, φασαρία, χαμός. Ευτυχώς που μπήκα εγώ στη μέση και τους τα έφτιαξα κι έσωσα το σπίτι τους. Ότι έφτιαξαν σε μένα το χρωστάνε…

-Καλά ρε Γκούρα, τη θεία σου; Πώς μιλάς έτσι για την αδερφή του μπαμπά σου; Άντε, αυτός είναι ξένος, αλλά το αίμα σου;

-Ποια είναι θεία μου;

-Η πεθερά του Παρμενίδη

-Εεεεεε, σαν θεία καλή ήταν δεν λέω, αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Το θέμα είναι αυτός τι έκανε, όχι η Λενιώ!

-Γκούρα το παράκανες, αυτά τα πράγματα δεν λέγονται.

-Τι δεν λέγονται μωρέ; Τι ξέρετε εσείς; Γατάκια! Την αλήθεια λέω…

…συνέχισε να φωνάζει μπερδεύοντας τα λόγια του και στολίζοντας όσους δεν χώνευε με διάφορα άκοσμα επίθετα. 

Ένας ένας οι χωριανοί άρχισαν να φεύγουν μην αντέχοντας άλλο βόθρο. Αυτή η δόση ήταν αρκετή γι’ αυτόν τον μήνα. Η συνέχεια τον άλλο μήνα πάλι, που θα ξαναπληρωθεί…


ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Τι είναι ο πολιτισμένος κόσμος; Οι βόθροι; Τα φαστφουντάδικα; Οι θρησκείες; Τα τσιμέντα στις πόλεις; Πολιτισμός είναι ο πόλεμος; Τα ορφανά; Η πείνα και η εκμετάλευση; Τόσα χρόνια νόμιζα πως ο πολιτισμός δεν έχει να κάνει με τις δομές αλλά με τους ανθρώπους και το πώς αυτοί ενεργούν και αλληλεπιδρούν στην κοινωνία. Πως (ο πολιτισμός) είναι η γνώση, η καλοσύνη, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση. Ένας ας πούμε αγενής άνθρωπος είναι και απολίτιστος. Η έλλειψη παιδείας είναι και αυτή δείγμα έλλειψης πολιτισμού! Ας πάρουμε για παράδειγμα τη χώρα μας, από τα βάθη των αιώνων έχει πολιτισμό ο οποίος φυσικά δεν αντικατροπτίζεται στον σημερινό Έλληνα. Στην «πτώση» του νεοέλληνα δεν έχει συμβάλει όμως μόνο η έλλειψη παιδείας - για να γίνει ξεκάθαρο, άλλο ο αναλφαβητισμός, άλλο η έλλειψη παιδείας - αλλά και η τάση για αδιαφορία όπως και η ιδέα του εύκολου χρήματος. Βέβαια, αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν σε πολλούς λαούς σήμερα! Άλλο παράδειγμα το American dream, όπου προμόταρε την εργασία για όλους, την ελευθερία και τις ίσες ευκαιρίες. Εκτός φυσικά, από τους Ινδιάνους ή τους Αφρικανούς! Ο πολιτισμός εφαρμόζεται ελιτίστικα και βάση χρώματος σε αυτήν την περίπτωση. Ακόμα κι αυτό υποδεικνύει πόσο απολίτιστοι ήμασταν! Και συνεχίζουμε να είμαστε! Οι «πολιτισμένοι» χριστιανοί τσιρίζουν λόγους μίσους κατά των μουσουλμάνων, οι «πολιτισμένοι» μουσουλμάνοι αντεπιτίθενται! Και όλα αυτά σήμερα, όχι μόνο πριν 100 χρόνια. Μήπως τελικά ο «πολιτισμένος» κόσμος είναι μια ουτοπία; Καθώς όσο υπάρχει άνθρωπος, θα υπάρχει πόνος, μίση,  πάθη, συμφέροντα, διαχωρισμοί, λάθη. Ίσως για να πετύχουμε την ουτοπία θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα παλιά μίση και απωθημένα, γιατί στην πραγματικότητα αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. 

Ο ιδεατός πολιτισμός δεν επιτυγχάνεται με την καθυπόταξη των μαζών 

όπως επιχειρείται σήμερα παγκοσμίως.  Η ολοκλήρωση της ανθρώπινης οντότητας ορίζεται από το είναι του κάθε ατόμου ξεχωριστά και αυτό χτίζεται μόνο από κοινωνίες και άτομα που σέβονται τον εαυτό τους.

Όταν λοιπόν, το ψάρι θα πάψει να βρωμάει απ’ το κεφάλι, σύμφωνα με τη λαϊκή ρήση, τότε οι κοινωνίες και τα άτομα θ’ αρχίσουν να ανυψώνονται. 

Ο κοινωνικός ευδαιμονισμός είναι αυτό που οδηγεί στον ιδεατό πολιτισμό και όχι ο ατομικισμός με τα πάθη που τον συνοδεύουν.


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ