Ετικέτες

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙΙ

 Τρία πρώτα ξαδέρφια γεννημένα την ίδια χρονιά.  Τα δύο ζούσαν στο χωριό και το ένα στην κοντινή μεγαλούπολη. Μεγάλη οικογένεια, οπότε, τα παιχνίδια και τα χαϊδέματα από τους θείους πολλά. Κι επειδή η ιστορία αυτή ξεκινά να εκτυλίσσεται από την δεκαετία του ’60, μην φανταστείτε τα παιχνίδια ως αντικείμενα αλλά ως δράσεις.

Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ο θείος τους ο Σάκης, ανύπαντρος ακόμα,  τους έστησε και τους τρεις πάνω στον μαρμάρινο πάγκο της κουζίνας του χωριατόσπιτου των γονιών του και τους είπε θέλοντας να βγάλει γέλιο από τις ντοπιολαλιές:

«Θα σας ρωτάω έναν έναν και θα μου απαντάτε, καλά;»

«Καλά»

«Αλέξη, τι είναι αυτό;» ρώτησε δείχνοντας ένα γαϊδούρι.

«Γουμάρ’!» απάντησε ο Αλέξης που μεγάλωνε στο χωριό.

«Τίμο, τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε δείχνοντας το γαϊδούρι.

«Γαϊδούρι!» απάντησε ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη.

«Τάκη, τι είναι αυτό;» επανέλαβε δείχνοντας ξανά το ζώο.

«Γκάτζος!» απάντησε ο Τάκης που μεγάλωνε κι εκείνος στο χωριό αλλά σε οικογένεια χαμηλότερης μόρφωσης ή κοινωνικότητας, πείτε το όπως θέλετε.

Έως  εκείνη τη στιγμή, τα μικρά παιδιά ένιωθαν την μοναδικότητά τους από την αγάπη που προσλάμβαναν από τον στενό και τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας.

Από εκείνο το αστείο παιχνίδι και μετά όμως, άρχισαν να νιώθουν και κάτι άλλο. Τον διαχωρισμό σε ανώτερο και κατώτερο βάσει της διαφορετικότητας, της καταγωγής, του οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου των γονιών τους.

Από τότε, αν και η αγάπη που είχε εμφυτευθεί μεταξύ τους δεν έσβησε, δημιουργήθηκε ενός είδους αντιπαλότητα, ένας ανταγωνισμός.

Ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη, ένιωθε ξεχωριστός καθώς είχε τα πιο πολλά και καλά παιχνίδια. Την εποχή που στο χωριό ακόμα κυκλοφορούσαν με κάρα, αυτός είχε τηλεόραση πριν αρχίσουν να εκπέμπουν κανονικά οι δύο πρώτοι σταθμοί, είχε παιδικό πικάπ όταν ακόμη και για τους εικοσάρηδες ήταν όνειρο απατηλό και χίλια δυο παιχνίδια όπως πλαστικά αυτοκινητάκια, φαγάνες, τραινάκια, μαϊμουδάκια κυμβαλοκρούστες, διέθετε ακόμη και ένα κάμπριο κόκκινο αυτοκινητάκι με πετάλια και είχε και ποδήλατο!

Όλα αυτά ήταν μαγικά όχι μόνο για τα ξαδέρφια του αλλά και για τους φίλους του στην πόλη. Είχε όμως και τους γονείς του στην Γερμανία που του έστελναν όλα αυτά τα δώρα και μεγάλωνε με την γιαγιά του.

Ήταν ξεχωριστός λόγω των αποκτημάτων του και έπρεπε να διατηρήσει αυτή την μοναδικότητά του. 

Ο Αλέξης, άργησε λίγο αλλά βρήκε κι αυτός με ποιον τρόπο θα ξεχώριζε στην ηλικία των δώδεκα, όταν πήγε στο γυμνάσιο. Το έριξε στο ντύσιμο. Ντυνόταν καλύτερα και με τα ακριβότερα ρούχα σε όλο το χωριό ενώ ξεχώριζε ακόμα  ανάμεσα και  στα παιδιά της μεγαλούπολης.

Ο Τάκης, ήθελε κι αυτός να ξεχωρίζει αλλά δεν μπορούσε. Δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η στιγμή του έφτασε πολλά χρόνια αργότερα. Όταν γύρισε από φαντάρος και αφού δεν το είχε με τα γράμματα, απαρνήθηκε τη γεωργία με την οποία ασχολούνταν ο πατέρας του κι έγινε οδηγός νταλίκας.

Με το επάγγελμα αυτό, ταξίδεψε στο εξωτερικό και είδε από κοντά όλα όσα έβλεπε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Μέσα σ’ ένα χρόνο, γύρισε όλη την Ευρώπη και στα δυο  χρόνια, είχε μάθει όλα τα κατατόπια κυρίως τα πονηρά! Τότε ήταν που προέκυψε ένα δρομολόγιο για Παρίσι, μια πόλη που δεν είχε πάει ως τότε. Γυρνώντας με ένα φορτίο τυριών από την Ολλανδία έπρεπε να περάσει από το Παρίσι να ξεφορτώσει κάποια και να φορτώσει κάποια άλλα για να τα φέρει τέλος όλα στην Ελλάδα. Η όλη διαδικασία θα έπαιρνε περίπου τρεις μέρες. Τι να κάνει λοιπόν τρία μερόνυχτα στο Παρίσι; Κάπως έπρεπε να περάσει τον χρόνο του. Ρωτώντας, ανακάλυψε το Μουλέν Ρουζ. Διότι, δεν θα πήγαινε όπου νά ‘ναι! Μόνο στο καλύτερο! Λεφτά είχε μαζί του, οπότε κανένα πρόβλημα!

Στο Μουλέν Ρουζ ο Τάκης διέπρεψε! Να οι σαμπάνιες, τι μία μία που τις άνοιγαν οι ευρωπαίοι, δυο δυο τις άνοιγε τις σαμπάνιες ο Τάκης! Να και οι χορεύτριες στα γόνατα του Τάκη πράγμα που για να συμβεί πρέπει να ξοδέψεις απίστευτα πολλά! Οι τρεις μέρες πέρασαν αλλά σιγά μην άφηνε ο Τάκης τέτοια μπερεκέτια! Πήρε τηλέφωνο στο αφεντικό ότι καθυστερούν κι άλλο οι φορτοεκφορτώσεις και συνέχισε τα γλέντια. Αυτός το άνοιγε και το έκλεινε το μαγαζί! Του τελείωσαν όμως και τα λεφτά. Δεν το σκέφτηκε πολύ, σχεδόν καθόλου, πούλησε όλο το εμπόρευμα, πούλησε και την νταλίκα! Πολλά λεφτά, θα σκεφτεί κάποιος και με το δίκιο του. Όοοοοχι! Όχι για τον Τάκη στο Μουλέν Ρουζ! Οι σαμπάνιες έρρεαν ποτάμια και τα κορίτσια χόρευαν για πάρτι του. Κάποια στιγμή, του τελείωσαν κι αυτά τα χρήματα. Σε μια βδομάδα τα είχει φάει όλα! Τού ‘δωσε και κατάλαβε! Αφού στον κύκλο των νταλικέρηδων έγινε μύθος! Ακόμα και σήμερα αναφέρουν το περιστατικό στις ιστορίες τους.

Όταν του τελείωσαν τα λεφτά και του έμειναν μόνο για το εισιτήριο της επιστροφής, τηλεφώνησε στον πατέρα του. Τι να κάνει κι εκείνος ο καημένος; Πλήρωσε τα γλέντια του κανακάρη του αντικαθιστώντας το εμπόρευμα και το αυτοκίνητο!

Μην νομίζετε όμως ότι αυτό ήταν το τελευταίο που έκανε…. Μπορεί να ήταν το αποκορύφωμα, αλλά τις τρέλες τις συνέχισε. Τις συνέχισε γιατί έτσι ένιωθε ξεχωριστός!

Κάποια στιγμή, ήρθε ο καιρός να παντρευτεί. Αρραβωνιασμένος γαρ και η μνηστή έγκυος.

Του δίνει ο μπαμπάς του ένα εκατομμύριο δραχμές τότε, σήμερα να πούμε δέκα χιλιάδες ευρώ όχι σε ονομαστική αλλά σε αγοραστική αξία.

Πάει ο Τάκης στην πόλη για να αγοράσει τα γαμπριάτικα. Κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, παπούτσια, κάλτσες, κολώνιες, τα πάντα. Μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα από αυτά που σε κάθε όροφο έχουν διαφορετικά είδη. Χρόνο έχει μπόλικο, χασομεράει χαζεύοντας. Βλέπει κάτι αξεσουάρ του σκι φανταστικά! Του άρεσαν πολύ! Πάει στον άλλο όροφο, βλέπει, προβάρει και τα γαμπριάτικα. Εντάξει, αποφάσισε, θα τα πάρει!

Γυρνάει το βράδυ στο χωριό που τον περιμένουν με αγωνία να δουν τα ψώνια του.

Ανοίγει τις σακούλες και τα κουτιά και τι να δουν. Στολή του σκι, χιονοπέδιλα κι όλα τα αξεσουάρ! 

«Καλά βρε παιδί μου, εμείς κοστούμι σε στείλαμε ν’ αγοράσεις!»

«Ναι, για κοστούμι πήγα και το δοκίμασα κιόλας αλλά αυτά τα ήθελα πόσο καιρό τώρα και δεν μπορούσα να τα πάρω γιατί ήταν πολύ ακριβά!»

Άντε την άλλη μέρα, με άλλο  ένα εκατομμύριο για κοστούμι!

Και, μετά, ο Τάκης παντρεύτηκε! Όλως παραδόξως η γυναίκα του τον έστρωσε. Τού ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι που λένε.

Βέβαια, τις τρέλες τις συνέχισε αλλά άλλου είδους. Όχι τόσο επιζήμιες!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ