Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάτυρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σάτυρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 2

 Απογευματάκι στην νύφη του Θερμαϊκού. Δύο ζευγάρια από Αθήνα κάνουν την βόλτα τους στην παραλία και χάνουν το μυαλό τους καθώς βλέπουν ένα μοναδικό και πανέμορφο θέαμα. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός έχει βαφεί από μια παλέτα με πορφύρα, μοβ, κίτρινο, γαλάζιο, φούξια και μπλε ενώ ένας κοραλλένιος ήλιος βουτάει στο πέλαγο.

Μαγεία, μια μυσταγωγική λειτουργία που εκτελείται σε απόλυτη σιωπή με πλήρη αρμονία.

Επηρεασμένοι απ’ το φανταστικό σαν αλλόκοσμο θέαμα ανηφορίζουν την Αριστοτέλους και μπλέκονται στα στενάκια της Άθωνος ψάχνοντας κάπου να κάτσουν για ν’ απολαύσουν τα περιβόητα σαλονικιώτικα μεζεδάκια.

Ήρθαν καλά διαβασμένοι. Ξέρουν το μπουγιουρντί και γνωρίζουν ότι αν παραγγείλουν καλαμάκια θα μείνουν νηστικοί.

Κάθονται σ’ ένα ωραίο τραπέζι δίπλα σε κάτι κατεβασμένα πράσινα κιοπέγκια* φθαρμένα απ’ τον χρόνο, παλιοκαιρισμένα, φορτωμένα μ’ ένα κάρο ιστορίες. Αν είχαν στόμα να μιλήσουν πόσα θα είχαν να μας πουν. 

Δίπλα τους κάθεται μια παρέα Θεσσαλονικείς. Το κατάλαβαν από τα –σε και –με: ρε, πλάκα με κάνεις; Μη με το λες; Θα με μάθεις κι εμένα να την κάνω πλάκα τη μάνα μου;

Η γενική πτώση καταργήθηκε;  Μόνο αιτιατική χρησιμοποιούν εδώ πάνω;

Ένα χαμογελαστό παλικαράκι πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία τους αφού προηγούνται.

Μία μύδια παντρεμένα.* Μία σαρδέλες γούνα* στον άνθρακα.* Βάλε και μια γαρίδες στην σουπιέρα* για μάκα μάκα.* Κι από αλοιφές* τι έχεις;  Παιδιά, τι θα πιούμε; Φέρε μία φούστα μπλούζα Αρειανίδικη.* Τι φούστα μπλούζα, ρε;  Φούιτ* έπαθες; Φέρε ένα καραφάκι γκράπα.* Α, βάλε και λίγα σαρμαδάκια ορφανά.* Και δύο μπουγιουρντί, με τυρί* και μπούκοβο το ένα και το άλλο γλυκό με τυρί, κασέρι, πιπεριά.*

Έως εδώ κρυφάκουσαν γιατί είπαν κι άλλα μα, ήταν τέτοια η απορία τους καθώς κοιταζόντουσαν μεταξύ τους που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα υπόλοιπα.

Τι λεξικό ν’ ανοίξεις και ποιον να πιάσεις να ρωτήσεις τι παρήγγειλαν οι από δίπλα;

Ο σερβιτόρος επιστρέφει αμέσως για να πάρει την δική τους παραγγελία.

Σαστισμένοι οι άνθρωποι τον ρωτούν αν ισχύει ο κατάλογος. 

-Βεβαίως ισχύει, γιατί;

-Να, επειδή ακούσαμε τα παιδιά προηγουμένως και δεν καταλάβαμε τίποτα.

-Α, δεν είστε από ‘δω, ε; Μισό να σας συστήσω. Παιδιά, η παρέα εδώ είναι, από πού είστε* είπαμε; Από την Αθήνα. Και δεν κατάλαβαν τι παραγγείλατε. Θα τους εξηγήσετε εσείς γιατί έπεσε κόσμος και τρέχω;

-Ναι, αμέ! Ναι, γεια! Δέχτηκαν με έντονα γέλια χρησιμοποιώντας τα βεβαιωτικά και των δύο πόλεων.

Στράφηκαν προς το μέρος τους, μισογύρισαν τις καρέκλες τους και συστήθηκαν.

-Αρχικά, μην ακουμπάτε στα κιοπέγκια επειδή δεν ξέρεις από πού θα σε βρει η αραχνούλα και θα γίνεις σπάιντερμαν. 

-Κιοπέγκια;

-Τα ρολά, τα στόρια ντε!

-Αααα, αναφώνισαν και τραβήχτηκαν προς τα έξω.

-Λοιπόν, τι παραγγείλαμε; Να σκεφτώ… Μύδια παντρεμένα. Είναι τα τηγανητά που πανάρονται δυο δυο, ζευγαράκι, γι΄αυτό τα λέμε παντρεμένα.

Σαρδέλες γούνα είναι οι καθαρισμένες κι ανοιγμένες στη μέση όπως ανοίγουν την γούνα όταν την τεντώνουν για να ξεραθεί.

-Κι ο άνθρακας πού κολλάει; 

-Τα κάρβουνα ρε καρντάσι!

Εν τω μεταξύ ήρθαν και τα ποτά και άρχισαν τα «στην υγειά μας» και «βίβα».

-Γαρίδες στη σουπιέρα είναι οι γαρίδες σαγανάκι και μάκα μάκα οι βούτες που κάνουμε με το ψωμί.

-Αλοιφές είναι οι σαλάτες που είναι σε κρέμα όπως η χτυπητή, το τζατζίκι, η ρώσικη.

-Ε, όχι. Καλά ως εδώ αλλά αλοιφές βρε παιδιά λέμε τα φάρμακα…

-Και η κρέμα φάρμακο είναι αλλά την τρως κιόλας!

-Με αποστώμοσες!

-Φούστα μπλούζα αρειανίδικη είναι η ρετσίνα και η κόλα γιατί πάνε μαζί, ασορτί.

-Φούιτ λέμε όταν παθαίνεις λάστιχο. Προέρχεται από το γαλλικό fuite που σημαίνει διαρροή. Πιο σωστό από το «έπαθα λάστιχο» που λέτε εσείς, σαν να λέτε «έπαθα Μενεγάκη».

-Και η γκράπα που παραγγείλατε; Η ιταλική;

-Όχι ρε φίλε, γκράπα είναι εδώ, ντόπια μακεδονίτικη, ελλαδάρα. Είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Το καλύτερο πράμα. Δοκίμασε να δεις και να με πεις…

-Σαρμαδάκια ορφανά, είναι τα χωρίς κιμά, τα γιαλαντζί, αλλά γιατί να το λέμε τούρκικα;

-Μπουγιουρντί με τυρί, δηλαδή με φέτα.  Άκου με τι θα σε πω: τυρί λέμε την φέτα και από κίτρινα τυριά πιο πολύ τρώμε το κασέρι. Όλα τα άλλα τα λέμε με το όνομά τους. Επειδή σεβόμαστε τους κανόνες της φιλοξενίας και φημιζόμαστε γι’αυτό, έχουμε και  τον Ξένιο Δία δυο βήματα από ‘δω, στο Δίον, στην Κατερίνη, γι’ αυτό θα σε πω την αλήθεια. Σ’ αυτό έχετε δίκιο εσείς, εμείς το λέμε λάθος. Αλλά τι να κάνουμε; Φτωχομάνα βλέπεις και ο πολύς ο κόσμος από παλιά αυτά τα δυο είδη που παρήγαγε η περιοχή αυτά έτρωγε, γι’ αυτό κι έμεινε να τα λέμε έτσι.

-Άντε, γεια μας! Γεια μας και να πεθάνει ο χάρος!

-Δεν ενώνουμε και τα τραπέζια να είμαστε πιο άνετα;

-Ναι, για να μας πείτε κι άλλα. Ωραία τα λέτε.

-Ξέρετε ότι εμείς τις λεύκες, τα δέντρα ντε, εμείς τα λέμε καβάκια;

Κι έτσι η γνωριμία έγινε παρέα, η διασκέδαση γλέντι και δημιουργήθηκαν φιλίες που κρατούν χρόνια!


*Είστε αντί του είσαστε, τραγουδούσαμε και όχι τραγουδάγαμε, κ.ο.κ. τι να κάνουμε; Λόγω ψύχους κόβουμε ότι μπορούμε.

Είστε – είσαστε πλέον είναι και τα δυο σωστά ενώ παλιότερα ίσχυε μόνο το πρώτο.

Τα τραγουδάγαμε, μιλάγαμε, γλεντάγαμε κλπ είναι τοπικοί ιδιωματισμοί, γραμματικά λάθος.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 1

 Αθηναίοι, στο φαγητό δεν μας πιάνετε, μην το πολεμάτε άλλο, είναι μάταιος κόπος.

Μάθημα πρώτο

Χαιρετισμούς από την πατρίδα της ρώσικης σαλάτας. Για όσους δεν το γνωρίζετε, η ρώσικη σαλάτα ανακαλύφθηκε στην Θεσσαλονίκη από τον Ρογκότη, τα γνωστά σουτζουκάκια… ξέρετε, κι όσοι δεν ξέρετε ας προσέχατε!

Ήταν που λέτε, το 1917 όταν ο γνωστός Θεσσαλονικιός εστιάτορας εμπνεύστηκε μια σαλάτα με διάφορα θαλασσινά και πίκλες από πολλά και διάφορα λαχανικά τα οποία ένωσε με μαγιονέζα. Ε, δεν θα σας δώσουμε και τη συνταγή τώρα, λυπηθείτε μας!

Στο θέμα της ονοματοδοσίας αντιμετώπισε ένα προβληματάκι, το έλυσε όμως γρήγορα καθώς προέκυψε η ρώσικη επανάσταση. Εκείνη η χαώδης κατάσταση του θύμισε την σαλάτα του οπότε το όνομα κατοχυρώθηκε. Αργότερα βέβαια, ο εκλεπτυσμένος ουρανίσκος των Θεσσαλονικέων αντικατέστησε τα θαλασσινά με αλλαντικά κι έτσι προέκυψε η γνωστή πια σε όλους μας, ρώσικη σαλάτα!

Μάθημα δεύτερο

Ο Κόμης του Sandwich, John Montagu ήταν μεγάλος τζογαδόρος κι εθισμένος χαρτοπαίκτης. Επειδή δεν ήθελε να σηκώνεται από την τσόχα ούτε για να γευματίσει συνήθιζε να παραγγέλνει απ’ την ορντινάτσα του να του φτιάχνει ένα πρωτότυπο για την εποχή του γεύμα. Ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί έβαζε φέτες γαλοπούλας ή άλλο κρεατικό, τα συνοδευτικά του πιάτου και τη σαλάτα. Έτσι, αυτή η νέα εφεύρεση πρόχειρου φαγητού πήρε το όνομά του. Αντίστοιχα, το ελληνικό αμφίψωμο κατά τη γνωστή συνήθεια της ελληνικής κοινωνίας να υιοθετεί οτιδήποτε ξενόφερτο ονομάστηκε σάντουιτς.

Γι’ αυτό και πολύ σωστά, εμείς στη Θεσσαλονίκη, ότι είδος ψωμιού – ζυμωτής πίτας, ζεστού ή κρύου, περιέχει τα καθιερωμένα υλικά, το λέμε σάντουιτς.

Μάθημα τρίτο (όπου σουβλάκι βλ. αθηναϊκό καλαμάκι)

Πολύ παλιά, δεν υπήρχαν σουβλατζίδικα, σαντουιτσάδικα. Υπήρχαν πλανόδιοι με συρόμενους πάγκους – φουφούδες, που έψηναν τα σουβλάκια και τα πουλούσαν χύμα ενώ πάνω από κάθε ένα έβαζαν και μια φέτα ψωμί. Κάποιοι ίσως να το έχετε προσέξει σε παλιές ελληνικές ταινίες. Έτσι λοιπόν, η παραγγελία ήταν ένα, δύο ή περισσότερα σουβλάκια. Το ψωμί ήταν ευνόητο επειδή τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Από την εποχή εκείνη καθιερώθηκε το σουβλάκι στην Αθήνα ως κρέας με ψωμί. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν το φραστικό ανορθόδοξο στις παραγγελίες όταν άνοιξαν τα πρώτα μαγαζάκια πρόχειρου φαγητού. Ένα σουβλάκι με γύρο ή μπιφτέκι ή ντονέρ, εννοώντας βέβαια, το ανάλογο κρεατικό συνοδεία ψωμιού ή πίτας.

Διότι αγαπητοί μου, το σουβλάκι είναι υποκοριστικό της σούβλας. Η σούβλα – η μεγάλη που σουβλίζουμε το αρνί και σουβλάκι -το μικρό που περνούμε κομμάτια κρέατος. Εξ ού και το κοντοσούβλι. Δεν είναι καλαμάκι από την καλαμιά και σαφώς δεν λέμε κοντοχοιρινοκάλαμο!

Μάθημα τέταρτο

Αντιθέτως, καλαμάκι είναι αυτό που πίνουμε, αυτό π’ροφάν που λένε και οι Λαρισαίοι.

Αιτιολογείται εύκολα γιατί όπως τα καλάμια είναι κούφια ανάμεσα στους κόμπους του βλαστού  έτσι και τα καλαμάκια που χρησιμοποιούμε για τα ποτά και τα αναψυκτικά μας. 

Μάθημα πέμπτο

Η μπουγάτσα δεν είναι πίτα αλλιώς θα την λέγαμε κρεμόπιτα. Το φύλλο της μπουγάτσας παρασκευάζεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο καθώς ανοίγεται πάρα πολύ λεπτό όπως αυτό του μπακλαβά.  Γι’ αυτό υπήρχε πάντα η μπουγάτσα με κρέμα, τυρί  και κιμά ενώ αργότερα προστέθηκαν και άλλα είδη γέμισης. 

Αν δεν το γνωρίζατε εσείς στην Αθήνα και είχατε ακουστά μόνο την μπουγάτσα με κρέμα, δεν φταίμε εμείς. Ίσα ίσα, εμείς σας μαθαίνουμε να τρώτε καλό φαγητό γι’ αυτό και σας διδάσκουμε.



Μάθημα έκτο

Ό,τι πατιέται στην τοστιέρα είναι τοστ. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε αυτό;

Είτε έχει μέσα τυριά, αλλαντικά είτε της παναγιάς τα μάτια, από τη στιγμή που το ψήνεις στην τοστιέρα είναι τοστ. Τόσο απλό!

Μάθημα έβδομο

Πίνετε ούζο και στο τσακίρ κέφι σφίγγετε κανένα τσίπουρο. Γνωρίζετε και την τσικουδιά.

Την γκράπα όμως; Η γκράπα είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, διπλοβρασμένο, από 19 έως 22 γράδα. Την φτιάχνουμε κυρίως για το σπίτι μας, χωρίς τσάμπουρα επομένως χωρίς ξυλόλη γι’ αυτό και την άλλη μέρα ξυπνάμε χωρίς πονοκέφαλο και πάμε στις δουλειές μας σαν να μην τρέχει κάστανο. 

Σας μάθαμε να τρώτε, θα σας μάθουμε να πίνετε κιόλας!

Μάθημα όγδοο

Είναι χτυπητή και όχι κοπανιστή. Επειδή την χτυπάμε για να την παρασκευάσουμε και δεν την κοπανάμε σαν χταπόδι! Χτυπάμε ελαφρά το τυρί ώστε να ενσωματωθεί με την καυτερή πιπεριά. Δεν το κοπανάμε με τον κόπανο που πλένανε παλιά τα ρούχα στο ποτάμι!

Γι’ αυτό λοιπόν είναι χτυπητή ή έστω τυροκαυτερή και ουχί κοπανιστή.

Μάθημα ένατο

Τα αχλάδια εμείς τα λέμε και απίδια. Όπου απίδι, από το αρχαίο ελληνικό άπιον – αχλάδι και άπιος η αχλαδιά. Ενώ το αχλάδι προέρχεται από το μεσαιωνικό ελληνικό αχλάδιον και αχλάδα. Α, και αν σας προσφωνήσει κάποιος «γκόρτσο» μην παρεξηγηθείτε, κι αυτό αχλάδι σημαίνει…

Μάθημα δέκατο

Η σγουρή σαλάτα δεν είναι μαρούλι ούτε το μαρούλι έχει καμιά σχέση με τη σγουρή σαλάτα. Είναι δύο διαφορετικά σαλατικά. Εντάξει; Το ξεκαθαρίσαμε κι αυτό;

Μάθημα ενδέκατο

Σαρμαδάκια! Όπως λέμε ντολμαδάκια. Συνώνυμα είναι. Σαρμάδες όπως ντολμάδες. Λαχανοσαρμάδες, τζιγιεροσαρμάδες, ό,τι τυλίγεται σε φύλλο ή μπόλια και μετά μαγειρεύεται.

Μάθημα δωδέκατο

Αφήσαμε το επιδόρπιο για το τέλος. Τρίγωνα πανοράματος όπως τα ξέρετε στην Αθήνα, απλά τρίγωνα για μας.  Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση το θέμα γιατί τα γνωρίζετε καλά όπως και ότι σαν τα τρίγωνα και την Χαλκιδική δεν έχει!


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΛΑΒΗΣ

 Καλοκαίρι 2020, ο κορωνοϊός έχει εξαπλωθεί αλλά αυτό δεν σταμάτησε τον  Έλληνα από το να κάνει τις διακοπές του! Έτσι και εγώ, περήφανο σπλάχνο της χώρας μου, μάζεψα τα μπογαλάκια μου, έβαλα μάσκα και γάντια, πήρα τα αντισηπτικά μου και τράβηξα για Πειραιά. Σάββατο πρωί και ο κόσμος για το πλοίο προς Αίγινα ήταν αρκετός. Σάββατο έφυγα από Αθήνα και την επόμενη, Κυριακή γυρνούσα. Στο πλοίο του γυρισμού έμελλε να γίνει το τραγικό συμβάν που με έκανε να θέλω να ρίξω εγώ η ίδια μια πυρηνική και να κάνω τη χώρα ένα μεγάλο πέλαγος. Κυριακή μεσημέρι, λοιπόν, η ζέστη αφόρητη και το καραβάκι αποπνικτικά γεμάτο. Στην κουπαστή μπροστά από την  ράμπα επιβίβασης/αποβίβασης βρισκόταν ένα ζευγάρι, γύρω στα 50, λευκοί. Η γυναίκα καλοστεκούμενη έκανε συντροφιά στον σύζυγο της ο οποίος ήταν καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μαζί ατένιζαν τη θάλασσα και κρατούσαν ο ένας τρυφερά το χέρι του άλλου. Τόσο όμορφη και γεμάτη αγάπη εικόνα. Το πλοίο άρχισε να φτάνει Πειραιά και ολοένα ο κόσμος μαζευόταν προς την ράμπα. Κάποιοι κοιτούσαν περιφρονητικά, άλλοι με λύπηση το ζευγάρι και ιδιαιτέρως τον κύριο. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από τα καταστρώματα και να στριμώχνεται. Κύμα το κύμα, ο κόσμος, σα ποντίκια που τρέχουν προς την στεριά, μαζευόταν προς την κουπαστή. Άντρες του πλοίου προσπαθούσαν να κάνουν την δουλειά τους και να κουμαντάρουν ταυτόχρονα το πλήθος. Μέσα στη μάζα ο κύριος στο καροτσάκι δεν διακρινόταν και η γυναίκα του, όσο μπορούσα να τη δω είχε αλλάξει. Το πρόσωπό της είχε γίνει άγριο. Περίμενα στη θέση μου, ήθελα πολύ να δω αν θα βρεθεί κάποιος να παραχωρήσει τη σειρά του στο ζευγάρι για να βγει πρώτο από το καράβι. Όχι γιατί έχει προτεραιότητα, όχι γιατί το λέει κάποιος νόμος αλλά γιατί είναι το αυτονόητο. Δεκάδες συνομήλικοί μου, μεγαλύτεροι και μικρότεροι και κανείς δεν προσφέρθηκε. "Αυτή είναι η γενιά μου", σκέφτηκα, " ένα τσούρμο ανάγωγοι πίθηκοι". Πιάσαμε Πειραιά, τώρα όλοι ήταν μπροστά και πίεζαν να κατέβουν, η κυρία που την είχαν ποδοπατήσει και έσπρωχναν το καροτσάκι του άντρα της φώναζε και εκλιπαρούσε για λίγο χώρο ή έστω για κάποιο έλεος. Ποια μέτρα και ποιος ιός, ο όχλος πίεζε, οι υπάλληλοι του πλοίου προσπαθούσαν ώσπου σαν από μηχανής Θεός ο κυβερνήτης βγήκε στην κουπαστή και έγινε ξεκάθαρο το κόμπλεξ κατωτερότητας του λαού μου. Μπροστά στην εξουσία ο όχλος κότεψε. Το πλήθος άνοιξε την έξοδο με μία μόνο κίνηση του χεριού του καπιτάν. Το μόνο που είπε ήταν "Μα είμαστε σοβαροί; Έχουμε άτομο με ειδικές ανάγκες, δεν το βλέπετε;". Σιγή στον όχλο, όλοι κοιτούσαν τα παπούτσια τους. Από ντροπή; Από ενοχές; Η γυναίκα έπιασε το καρότσι και έσπρωξε τον άντρα της έξω από το καράβι, ο καπετάνιος αποσύρθηκε στα έγκατα του πλοίου του και εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι που χάθηκε η παιδεία, η κατανόηση και η ανθρωπιά μας.  Άσε που έχω την αμυδρή υποψία ότι οι περισσότεροι από αυτούς που ήταν επάνω στο πλοίο, θεωρητικά και στα λόγια είναι ελληναράδες νοικοκυραίοι που εξυμνούν τα αρχαιοελληνικά ιδανικά και χτυπιούνται για τη σημαία… 

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VS ΑΘΗΝΑ

 Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη αλλά τα τελευταία χρόνια κατοικώ στην Αθήνα. Σαν κλασσική Θεσσαλονικιά, θα πιστεύετε πως θα υπερασπιστώ την πόλη στην οποία μεγάλωσα αλλά, όχι, το συγκεκριμένο άρθρο θα καλύψει τις διαφορές των δύο πόλεων όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Για αρχή λοιπόν ας πούμε για τα αξιόλογα μνημεία των πόλεων. Η Θεσσαλονίκη έχει αρχαία ωστόσο η Αθήνα έχει αρχαιότερα. Δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και δεν μπορούν να συγκριθούν. Η Θεσσαλονίκη έχει μπουγάτσα με κιμά ενώ η Αθήνα έχει μακαρόνια με κιμά και τον Ρουβά. Η Θεσσαλονίκη έχει το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, η Αθήνα έχει όλα τα υπόλοιπα υπουργεία αλλά αξίζει να σημειωθεί πως και οι δύο πόλεις έχουν κοινό στοιχείο τους ανίκανους πολιτικούς. Η κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη κάνει βόλτα με το καραβάκι από το Πεξινάρι στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι και μέσα από τον Θερμαϊκό ατενίζει το Τσαούς Μοναστήρ και  τα κάστρα του Γεντί Κουλέ ακούγοντας μπαγλαμαδάκι. Φυσικά οι οσμές του κόλπου δεν την ενοχλούν και ο κόσμος απορεί πως μπήκε με την αμπιγέ τουαλέτα και το δωδεκάποντο μέσα στην βάρκα. Κλασσική Σαλονικιά. Η Αθήνα έχει την Δημητρούλα μου γειά σου που πήρε την λατέρνα και πήγε στην Ραφήνα να κεράσει τα καβουράκια που κλαίνε. Άτιμη Αθηνέζα καβούραινα που τα άφησες τα καβουράκια για να πας πού; Με τον σπάρο στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη έχει μόνο πάνω - κάτω, δεξιά - αριστερά σαν πάκμαν. Η Αθήνα έχει κυκλικούς, γέφυρες, αδιέξοδα και ζίγκ ζάγκ σαν σούπερ μάριο κάρτ. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλά φαγάδικα η δε Αθήνα έχει πολλά μπαράκια. Η Θεσσαλονίκη έχει τούμπες (εκτός της περιοχής), η Αθήνα έχει λόφους. Η Θεσσαλονίκη έχει τον Δενδροπόταμο (βλ. light - ξέρεις ποιός είμαι). Η Αθήνα έχει το Μενίδι (βλ. billy sio - narcos). Για Θεσσαλονίκη Αθήνα όλοι οι δρόμοι γράφουνε γύρνα αλλά οι περισσότεροι την βγάζουν κάπου χαμένοι στα στενά της Φιλοπάππου στην Αθήνα τους. Η Θεσσαλονίκη έχει κίνηση ενώ η Αθήνα έχει μετρό. Η Θεσσαλονίκη έχει ποντίκια, η Αθήνα κατσαρίδες. Η Θεσσαλονίκη έχει τέσσερις ομάδες όλες εντός πόλεως οι οποίες είναι: Ηρακλής, Απόλλων Καλαμαριάς, Άρης, Π.Α.Ο.Κ.. Η Αθήνα έχει έξι, Παναθηναικό, Α.Ε.Κ., Ατρόμητο, Απόλλων Σμύρνης, Πανιώνιο και Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός βέβαια είναι αμφιλεγόμενος για τον αν είναι Αθηναϊκή ομάδα καθώς ο Πειραιάς παρόλο που είναι το φυσικό λιμάνι της Αθήνας είναι άλλη πόλη. Σαν Θεσσαλονικιά δε το κατάλαβα ποτέ κ η εσωτερική μου φωνή ουρλιάζει κάθε φορά που το ακούει "είναι το λιμάνι σας, αφού". Τα γλωσσικά ιδιώματα είναι πάρα πολλά για να τα παραθέσω και πολύ γνωστά επειδή έχουν καλυφθεί περισσότερο απ όλους τους υπόλοιπους που είπαν να γράψουν τις διαφορές των πόλεων αυτών. Οπότε ας συμβιβαστούμε με το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα έχουν διαφορετικές διαλέκτους και στα εστιατόρια αν δεν ξέρουμε πως να παραγγείλουμε κάτι κοιτάμε τον κατάλογο. Η Θεσσαλονίκη έχει την Χαλκιδική, η Αθήνα έχει τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, το Πόρτο Ράφτη και το Σούνιο. Βέβαια η Χαλκιδική τα χωράει όλα αυτά τα παραθαλάσσια μέρη της Αθήνας και χωρίς να έχει τον Άθω. Την πραγματική διαφορά όμως σε αυτές τις πόλεις την κάνουν οι άνθρωποί τους, ίσως γι αυτό να είναι και οι δύο το ίδιο όμορφες όταν είναι άδειες.    

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΠΩΣ ΝΑ ΒΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΥΤΩΝΕΙΣ

  Υπάρχουν βωμολοχίες και ... βωμολοχίες που δεν είναι ακριβώς χυδαίες οπότε δεν μπορεί κανείς να σε μηνύσει. Και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα πολλών εξ αυτών. Ειπωμένα από κουρασμένους οδηγούς στο δρόμο, οπαδούς που έχουν ξεμείνει από συνθήματα και λένε ότι τους κατέβει στο κεφάλι, από υπαλλήλους που δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους κι άλλους πολλούς αγανακτισμένους με πολύχρωμη φαντασία. Εξ αυτών των "αισχρολογιών", κάποια παραδείγματα εκτίθενται παρακάτω. 

     Οι γυναικείοι επιθετικοί προσδιορισμοί ποικίλουν με προσωπικά αγαπημένα τα "καρακαχπέ" και "καρακαηδόνα" τα οποία είναι ντοπιολαλιές. Το "καρακαχπέ" είναι αυτοβούλως προσδιοριζόμενο, δηλαδή ο Μπαμπινιώτης δεν το έχει καθορίσει και η κάθε μία το μεταφράζει όπως νοητικά επιθυμεί. Αν έχεις τη μύγα... Το "καρακαηδόνα" ίσως να σημαίνει  μαύρη πουλάδα ή  μαύρη τραγουδιάρα αλλά και πάλι δεν έχει προσδιοριστεί από κάποιο ελληνικό λεξικό οπότε κι αυτό μεταφράζεται επίσης αυτοβούλως. Και τα δύο δεν μπορούν να μυνηθούν. Επθετικοί προσδιορισμοί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης ελεύθερα είναι οι: "άρρωστη" καθώς προσδιορίζει την υγεία και κάποιος μπορεί να εξαπατηθεί από την εξωτερική όψη, "γελαδάρισσα", προσδιορίζει επάγγελμα και "γερακίνα" το οποίο αποτελεί  περήφανη αναφορά στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι.    Άλλα γυναικεία προσωνύμια είναι τα "Γκόλφω", "Παρθενόπη", "Αστέρω" και πολλά άλλα τα οποία μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν. Όπως: "μου θυμίζεις την θεία μου την Αστέρω" ή "το Γκόλφω είναι ένα υπέροχο όνομα, δε καταλαβαίνω την έκρηξή σου". Πάλι γλυτώνεις χωρίς μήνυση.  

Το αντρικό φύλλο φυσικά δε θα γλύτωνε από το παρόν πόνημα αλλά σίγουρα μπορεί κι αυτό να γλιτώσει χωρίς μήνυση μία, ας την πούμε, αψιμαχία. Επιθετικοί προσδιορισμοί : "γκαζμάς" ή "τρόμπα" δεν είναι παρά παρομοιώσεις με χρηστικά εργαλεία,  "τσομπάνης" ή "γιδοβοσκός" ή "τυροκόμος", επαγγελματικοί προσδιορισμοί, "ψάρακας" και ¨γιωτάς", αναφορές στον ελληνικό στρατό, "τραχανάς" και "χαλβάς", αναφορές σε παραδοσιακά φαγητά. Υπάρχουν επίσης προσωνύμια όπως, "Κίτσος", "Μήτσος", "Παβαρότι" και το πολύ γνωστό "Καραμήτρος" που μπορούν να εξηγηθούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και τα γυναικεία προσωνύμια. 

Τέλος, οι ευχές. Ευχές που μπορούν να παρερμηνευθούν αλλά δεν παύουν να εκφράζονται ευχετήρια. Παραδείγματος χάριν "Όταν βλέπεις μάτς/αγαπημένη σειρά/κλπ. να σου πέφτει το ρεύμα", "Να γυρίσεις σπίτι σου και να βρεις τις παντόφλες σου ζεστές", "να παίρνεις τηλέφωνο την γυναίκα σου και να το σηκώνει ο κουμπάρος" και τελευταίο "να μην ξαναφάς πιτόγυρο". 

Ο νόμος, όμως, έχει πολλά παραθυράκια κι ακόμα και τα αθώα "αισχρόλογα" μπορούν υπό τις σωστές συνθήκες να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου. Καλό είναι να βουτάμε τη γλώσσα στο κεφάλι ή να μετράμε από μέσα μας ως το δέκα σε μια δύσκολη στιγμή και 'κεί που κανείς δεν το περιμένει να δώσουμε ένα άπερκατ και να πάμε σίγουρα ένα βράδυ αυτόφωρο. Το χιούμορ ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, κάντε πλάκα.   

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

TO CAMPING

 Μεσοκαλοκαίρο. Καύσωνας. Τα τζιτζίκια έσκουζαν εκκωφαντικά  και πολύ σπάνια μια ελαφριά μπουκαδούρα ερχόταν από τη θάλασσα. Είχε παρκάρει το τροχόσπιτό της κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου, πρώτη θέση με θέα τη θάλασσα. Απολάμβανε την ησυχία της, που τόσο είχε ανάγκη κι ευλογούσε τον θεό για την ηρεμία και τη γαλήνη των διακοπών της.

Ώσπου, ένα πρωί με πολλή ζέστη όπως κάθε μέρα, τελείωσαν όλα!

Ήρθαν γείτονες! Κάμπινγκ είναι, θα κλείσουν οι θέσεις, λογικό είναι…

Άρχισαν να στήνουν, να στρώνουν, να εγκαθίστανται τέλος πάντων και τότε ξεκίνησε το μαρτύριο. Η μουσική! Και όχι ότι νά ‘ναι… είχε πρόγραμμα ο γείτονας! Ξεκινούσε με ροκιές του διεθνούς τοπ τεν. Συνέχιζε με ελληνικό ροκ του ’80 και κατέληγε εκεί κατά τη μία το μεσημέρι σε ώπα γιάλα λαϊκά! Δύο με πεντέμιση έκανε παύση, λόγω κανονισμού του κάμπινγκ όχι επειδή το ήθελε, και συνέχιζε με ελληνικό σύγχρονο ότι κάτσει ή μάλλον όποιος σταθμός ακουγόταν πιο καθαρά.

Ε, μουσική  είναι, όσο και να μη σ’ αρέσει, να σ’ έχει κουράσει, θα την ανεχτείς.

Το πιο δύσκολο ήταν οι φωνές.

Μαριάαααααααααααα, Μαριάααααααααααααααααα, ρε Μαρία, δεν ακούς;

Η Μαρία είχε μια τσιριχτή φωνή με γκρινιάρικη χροιά που τσίτωνες ακούγοντας το πρώτο φωνήεν.

Τι θες ρε Τάσο και φωνάζεις πάλι; Αμάν! Έχω δουλειά….

Έλα να με βοηθήσεις να στήσω την ομπρέλα.

Έτρεχε η Μαρία.

Μετά από λίγο: Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααααααα, Μαρρρρρρίαααααα!

Τι θέλεις; Άσε με, μαγειρεύω….

Έλα να μου βάλεις αντηλιακό!

Σκούπισες εδώ; Δεν σκούπισες! Αμάν βρε Μαρία, όλα εγώ πρέπει να τα κάνω;

Παίρνει η Μαρία τη σκούπα και σκουπίζει.

«Εντάξει τώρα; Θέλεις τίποτ’ άλλο; Να πάω να συνεχίσω το μαγείρεμα».

«Τι φαί κάνεις;»

«Κρέας με μπάμιες»

«Άλλο;»

«Θα κάνω και μια γαριδομακαρονάδα»

«Α, ωραία. Να βάλεις και σκόρδο»

Έφευγε η Μαρία, επιτέλους κι εκεί που έλεγε θα ησυχάσει η γειτόνισσα, ακούει:

Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, πού είσαι ρε ψυχή; Πόσο καιρό έχω να σε δω;

Κάνεις διακοπές εδώ; Έλα να παίξουμε ένα ταβλάκι!

Εκτός απ’ το ντράγκα ντρουγκ του λαϊκού άσματος, είχε τώρα και τα τράκα τρούκα που έκαναν τα πούλια πάνω στο ξύλο. Λες και το έκαναν επίτηδες, τα χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη  κι ακόμα παραπάνω.

Άσε τα επιφωνήματα και τις ανταγωνιστικές εξυπνάδες. Μόλις πήγαινε έντεκα εντεκάμιση το πολύ, έφτανε η ώρα του τσίπουρου.

«Α, δεν σηκώνω όχι, θα κάτσεις να πιούμε ένα τσίπουρο, τό ‘φερα απ’ το χωριό!»

Άντε πάλι….

Μαριάαααααααα, Μαριάααααααα, φέρε τσίπουρο και μεζέ!

Κι άρχιζε η Μαρία να φέρνει. Να οι τσίροι, να και τα σκουμπριά, να και λίγο σαγανάκι που περίσσεψε από χθες, να και ψωμί ψημένο και λίγη πατατοσαλάτα που είχαμε στο ψυγείο.

Η περιγραφή ήταν λάιβ ώστε να ακούει το μισό κάμπινγκ.

Μα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ηχεία είχαν καταπιεί; Και το σόου συνεχιζόταν.

Έως ότου τελειώσουν με τα τσίπουρα έφτανε η ώρα του φαγητού.

Η μουσική χαμήλωνε, οι φωνές όμως διατηρούσαν σταθερή ένταση.

Μαριάααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρίααααα;

Έεεεεεεεεεελααα, τί ‘ναι;

Δεν φέρνεις εκείνη τη γαριδομακαρονάδα να την τσακίσουμε;

Ε, πού ‘σαι; Φέρε και καμιά σαλάτα. Και ψωμί.

Μπορεί μέχρι εκείνη την ώρα να είχαν μαζευτεί παρέα τέσσερα πέντε άτομα.

Έφερνε η Μαρία και μετρούσε κεφάλια για να φέρει και πιάτα.

Μόλις χανόταν από το οπτικό του πεδίο, φώναζε:

Μαριάαααααα, Μαριάαααα, φέρε και ποτήρια! Και πηρούνια!

Έφερνε η Μαρία.

Μετά ξανά.

Μαριάαααααα, Μαριάααααααααα, φέρε και παγάκια από πίσω. 

Έφερνε η Μαρία.

Δεν είχε φρένο όμως και συνέχιζε:

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααααα, Μαρρρρρρρρρρία!

Έλα βρε Τάσο, τι θέλεις πάλι;

Φέρε το αλάτι. Και ξύδι. Και το μπούκοβο.

Τα έφερνε η Μαρία.

Ακολουθούσε η γνωστή επανάληψη:

Μαριάααααααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρρρία!

Φέρε ψωμί.

Μετά τη γαριδομακαρονάδα αραίωνε λίγο η παρέα κι έμεναν δυο τρία άτομα μόνο για το κυρίως πιάτο.

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααα, ρε Μαρρρρρρρία!

Φέρε τις μπύρες, κοίτα αυτές που είναι παγωμένες όχι τις ζεστές που έβαλες το πρωί.

Να ξεπλύνουμε το τσίπουρο!

Κατά τις 7 το απόγευμα, συνήθως, τελείωνε το τσιμπούσι κι επιτέλους ο Τασούλης σηκωνόταν από την καρέκλα.

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα! 

Και πήγαινε για ύπνο. Για κανένα δίωρο, γιατί από τις εννιά ως τις έντεκα, πάλι το ωράριο του κάμπινγκ έσωνε την κατάσταση, είχε βραδινό πρόγραμμα.

Αυτό γινόταν καθημερινά. Μετρούσε η γειτόνισσα, πρώτη μέρα, δεύτερη, τρίτη….

Μα, δεν θα μιλήσει επιτέλους αυτή η Μαρία; Πώς τον ανέχεται; Και άλλα τέτοια φεμινιστικά!

Τέταρτη μέρα, πέμπτη, μια βδομάδα, τίποτα… αλλαγή καμία!

Την όγδοη μέρα, έχοντας μάθει απ’ έξω το πρόγραμμα των φασαριόζων γειτόνων της, παραφύλαξε.

Εκεί γύρω στις εφτά, ο Τασούλης σηκώθηκε απ’ την καρέκλα επαναλαμβάνοντας:

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα!

Κι όπως έβαζε τα χέρια για να σηκώσει το σορτσάκι του μέχρι το σημείο που επέτρεπε η μπυροκοιλιά, αισθάνεται υγρά πράγματα να κυλούν επάνω του από την αραιωμένη καραφλοκοτσίδα μέχρι κάτω. Ήταν υγρά και μύριζαν άσχημα. Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν! 

Βοήθεια, βοήθειαααααα, Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααα, βοήθειαααα, τυφλώθηκα!

Έχασα το φως μου!

Βγαίνει η Μαρία ανάστατη και τι να δει; Τον άντρα της στεφανωμένο με τον κουβά των σκουπιδιών μέχρι τους ώμους.

-Άντε, πήγαινε να κάνεις το μπάνιο που δεν έκανες μια βδομάδα τώρα! Με τις υγείες σου!

Του ευχήθηκε η γειτόνισσα.


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ

         Αν ο Χριστός ερχόταν στον κόσμο σήμερα, η ζωή του ίσως να ήταν λίγο διαφορετική. Βασικά πολύ. Ειδικά στην Ελλάδα! Αρχικά κανείς δεν θα πίστευε την μητέρα του! Και για να μην την κλείσουν σε φρενοκομείο θα έλεγε πιθανότατα πως έπεσε θύμα κάποιου επιτήδειου ή θα το απέκρυπτε από την οικογένεια της, αφού ήταν έφηβη και θα γεννούσε σαν γάτα στη μπανιέρα του σπιτιού της. Έπειτα δεν θα υπήρχαν οι τρείς μάγοι με τα δώρα, ίσως μόνο κάποιο τσίρκο στην πόλη και αν υπήρχε κάποιο αστρικό φαινόμενο, οι ουφολόγοι θα έλεγαν ότι ήρθαν οι ελ, οι άλλοι ουφολόγοι θα έλεγαν ότι ήρθαν οι νεφελίμ και θα πλακώνονταν στο ξύλο. Οι αψιμαχίες θα έπαιρναν μορφή σύρραξης στην πλατεία συντάγματος και να τα δακρυγόνα και να οι μολότοφ και στο τέλος κανείς δεν θα έφταιγε. Όχι όπως ο Ηρώδης που σκότωνε τα καημένα τα μωράκια. Τουλάχιστον ως πολιτισμός προοδεύσαμε… τρόπον τινά!  Η ΝΑΣΑ θα  είχε εξηγήσει το φαινόμενο  ένα μήνα πριν και έτσι κανείς δεν θα έδινε την δέουσα προσοχή. Δύσκολα να λεγόταν και Ιησούς, Γιάννης ή Γιώργος θα ονομαζόταν. Ο Γιάννης/Γιώργος λοιπόν μάλλον θα πήγαινε σε κάποιο δημόσιο σχολείο τις τάξεις του δημοτικού όπου και θα έδειχνε την ροπή του προς τη γλώσσα και τα καλλιτεχνικά.  Στο γυμνάσιο μπορεί να έμενε σε καμιά τάξη γιατί έκανε κακές παρέες. Από αγαθοσύνη όμως και γιατί θα ήθελε να τους φέρει στον ίσιο δρόμο παίζοντας μπάλα στην αυλή μαζί τους ενώ μέσα γινόταν μάθημα. Θα παρακολουθούσε  ορθοφωνία και θέατρο επειδή θα ήξερε ότι θα του χρειαστούν στο μέλλον.  Λύκειο θα πήγαινε σε τεχνικό, μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα στο συνεργείο που θα εργαζόταν θα καταλάβαινε πόσο μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο και ΜΠΑΜ! Θα γινόταν ινφλουένσερ! Θα μάζευε και τα πρώτα 10-12 τσακάλια που θα τον ακολουθούσαν και θα έκαναν όλοι μαζί στόριζ. Κάθε μήνα θα έκανε και γκιβ αγουέι ψάρια, κρασιά και αρτοποιήματα. Θα είχε γίνει σούπερ σταρ ώσπου ένα τραγικό ξημέρωμα σε μια συμπλοκή τύπου ΤουΠάκ θα έφευγε ηρωικά από τη ζωή. Τα τσακάλια του σχεδόν όλα πιστά μέχρι το τέλος, ενώ η αστυνομία είχε μυριστεί ότι  ήταν δουλειά από μέσα, θα έφτιαχναν τουίτερ και θα κελαηδούσαν στον κόσμο τα μίμς, τα ίνσαιντ τζόκς και τα αποφθεύγματα του τύπου "Φίλε αυτό το κλάμπ σκέτη αμαρτία, δεν πάω!".  Και βροχή τα λάικς και οι φόλοουερς. Θα ήταν άλλος ένας που πέρασε αφού πλέον κανείς δεν ασχολείται με την ουσία, άλλος ένας στους χιλιάδες κι όχι ο μοναδικός γιατί όσο και να υποστηρίζουμε ότι ο καθένας είναι μοναδικός κατά κάποιο τρόπο έχουμε όλοι αφομοιωθεί, έχουμε γίνει ίδιοι με κοινά θέλω και κοινές, δίχως βάθος επιθυμίες που υποσυνείδητα μας επιβάλλονται. Επειδή όμως θα έφευγε στο άνθος της καριέρας του, όπως ο Τζιμ Μόρισον να πούμε, θα γινόταν ίνδαλμα καθώς οι τράπερς θα έκαναν το στόρι του τραγούδι κι έτσι θα γινόταν ακόμα πιο διάσημος και θα έμενε για πάντα στην ιστορία και θα συνέχιζε να επηρεάζει  τον κόσμο.

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ