Ετικέτες

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΙΙ

 Ο παππούς ο Γιώργος,  ήταν περίπου 75 χρονών κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Βοσκός στο επάγγελμα και «βαθύ» λαρύγγι αλλά με ψυχή αρνιού. 

Νεότερος όταν ήταν, κάθε βράδυ μετά το άρμεγμα κι αφού τελείωνε τις δουλειές στο μαντρί, πήγαινε στο καφενείο και γινόταν λιάρδα. Αφού κάποια στιγμή η γυναίκα του αγανάκτησε και είπε στους καφετζήδες, τότε το χωριό είχε 9 καφενεία, να του σερβίρουν μόνο ένα ποτήρι, όχι παραπάνω. Και, τι έκανε ο μπαγάσας;  Έπαιρνε σβάρνα όλα τα καφενεία κι έπινε από ένα ποτήρι! Είδε κι απόειδε η καημένη η μπάμπω, είδε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα κι άφησε την τύχη να ορίσει το μέλλον.

Ένα βράδυ λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, τα παλιότερα, ο μπαρμπα Γιώργος, συνάντησε στο καφενείο τον κολλητό του φίλο, τον Αναστάση. Έτυχε εκείνο το βράδυ να έχουν αρκετά χρήματα πάνω τους και οι δύο. Άρχισαν να πίνουν, να λένε ιστορίες, να γελάνε, να γλεντάνε, μετά άρχισαν να κερνάνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ήρθε ο καφετζής και τους είπε πως η ώρα πέρασε και πρέπει να κλείσει το μαγαζί.

-Άντε, μπαρμπΑναστάση, να φύγουμε είπε ο μπαρμπαΓιώργης.

-Και δεν φεύγουμε; Αλλά θα σε πάω μέχρι το σπίτι γιατί εσύ ήπιες παραπάνω και είσαι πιο χάλια από μένα.

-Άντε, πάμε. 

Πιασμένοι απ’ τους ώμους σαν να χόρευαν χασάπικο, περπάτησαν μέχρι το σπίτι του μπαρμπαΓιώργη που ήταν κοντά στο καφενείο. Αφού έφτασαν, λέει ο μπαρμπαΓιώργης: 

-Καλά μ’ έφερες βρε Αναστάση, αλλά το δικό σου το σπίτι είναι πιο μακριά, κάτσε να σε πάω μέχρι εκεί μην πέσεις στο δρόμο.

Σιγά σιγά με τραγούδια και με γέλια, έφτασαν στο σπίτι του μπαρμπΑναστάση.

«Άντε, φτάσαμε…  Ναι, αλλά δεν σου είπα την ιστορία με το αεροπλάνο και τον γάιδαρο στον πόλεμο. Κάτσε να σε πάω μέχρι το σπίτι και να σου την πω στον δρόμο»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη, η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμα καθώς το αλκοόλ διόγκωνε τις λεπτομέρειες.

«Να σε πάω μέχρι το σπίτι για να μου τελειώσεις και την ιστορία;»

«Άντε, πάμε»

Μόλις έφτασαν,  θυμήθηκε ο μπαρμπαΓιώργης μια άλλη ιστορία και αποφάσισαν να ξαναπάνε μαζί μέχρι το σπίτι του.

«Τι κάνουμε ρε Γιώργη;»

«Σε πάω σπίτι γιατί είσαι χάλια»

«Α, καλά, μετά θα σε πάω εγώ γιατί κι εσένα δεν σε βλέπω καλά»

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το πρωί  που ξημέρωσε η μέρα κι ανέτειλε ο ήλιος.

«Ουφ! Πολύ ήπιαμε πάλι σήμερα» είπε ο μπαρμπΑναστάσης, αφού να φανταστείς, βλέπω τον ήλιο.

«Εγώ Αναστάση, δεν βλέπω την τύφλα μου γι’ αυτό σ’ αφήνω εδώ και πάω να κοιμηθώ. Έχω να πάω και στα ζώα το πρωί»

«Το καθήκον πάνω απ’ όλα!»

«Άντε, πάω»

«Κάτσε πού πας έτσι χάλια; Περίμενε να σε πάω εγώ»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη είδαν την γυναίκα του στην βεράντα αναστατωμένη αφού είχε ανακαλύψει πως ο άντρας της έλειπε όλο το βράδυ.

«Βρε χαμένα κορμιά, πού τριγυρνάτε όλο το βράδυ;»

«Αχ, Κατίνα, να, μ’ έφερε ο Αναστάσης στο σπίτι επειδή ήμουν χάλια και μετά τον πήγα εγώ επειδή το δικό του ήταν μακριά… Και… μετά…» τον πήρε ο ύπνος στα σκαλοπάτια τον μπαρμπαΓιώργη  κι επιτέλους πήγε στο σπίτι του ο μπαρμπΑναστάσης μόνος του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ