Ξημέρωσε Σάββατο και όλοι οι φίλοι ανυπομονούσαν για την επικείμενη συνάντηση και για την εκτέλεση του σχεδίου. Ένοιωθαν όλοι δέος και προσμονή, ήθελαν να πιέσουν τον χρόνο να κυλήσει πιο γρήγορα, ώσπου να έρθει η ώρα του ραντεβού. Αλλά όλοι περνούσαν τον χρόνο τους κάνοντας κάτι άλλο και αδημονώντας. Ο Χρήστος έκανε κάποιες εργασίες Αγγλικών που τις είχε αφήσει γι’ αργότερα. Ο Φοίβος περνούσε το πρωινό του με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Ο Πέτρος βοηθούσε την μητέρα του στις δουλειές του σπιτιού. Η Αθηνά είχε κουρνιάσει στην πολυθρόνα της και προσπαθούσε να διαβάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Η Κοραλία έβαφε τα μαλλιά της για πολλοστή φορά καθώς δεν της πετύχαινε το χρώμα, και η Δήμητρα έκανε τριπλή προπόνηση έπειτα από ειδική εισήγηση στον προπονητή της, ο οποίος μπορεί να μην την κατάλαβε ακριβώς αλλά την άφησε. Ο Ερμής και ο Οδυσσέας είχαν πάει με τον πατέρα τους στο ζωολογικό κήπο και ο Μαρίνος με την Άννα ρομαντική βόλτα στην παραλία. Το μεσημέρι πέρασε πολύ γρήγορα και έδωσε τη θέση του στο απόγευμα. Στις έξι, όπως είχαν κανονίσει, ήταν όλοι έξω από το σχολείο, ζωσμένοι με τα σακίδια και τους φακούς ανά χείρας. Μόλις έστριψαν στο στενό δρομάκι που χώριζε το σχολείο από το περίπτερο, ένας παππούς που βρισκόταν πίσω τους και κατευθυνόταν με τα κλειδιά στο χέρι προς κάποια πολυκατοικία, άρχισε να τους φωνάζει διάφορα κοσμητικά επίθετα και να τους διώχνει από την περιοχή γιατί όπως έλεγε «αρκετά ανέχεται όλη την εβδομάδα». Έξαλλος μάλιστα, μέσα στον μονόλογο του, φώναζε πως θα καλέσει και την αστυνομία. Οι φίλοι μας κοιτάχτηκαν και δίχως άχνα να βγαίνει από το στόμα τους, σαν καθρέφτες οι ψυχές τους αντικατόπτρισαν τις σκέψεις τους αψηφώντας τον παππού. "Αύριο στις έξι."
Το ραντεβού της Κυριακής ήρθε πολύ πιο γρήγορα για όλους, μάλλον γιατί η αδρεναλίνη τους από το προηγούμενο βράδυ ήταν στα ύψη. Στις έξι, ήταν όλοι ήδη στο κάθετο στενό δρομάκι ανάμεσα στο σχολείο τους και το περίπτερο. Ένα δονούμενο σαν μελίσσι από προσμονή και αδρεναλίνη τσούρμο, τώρα είχε φτάσει ακριβώς απέναντι από το περίπτερο το οποίο από κοντά ήταν εντελώς διαφορετικό. Τόσο διαφορετικό που η παρέα κοιτάχτηκε μεταξύ της και αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο. Οι τέντες του ήταν αποχρωματισμένες και σχισμένες και τα σίδερα που κρατούσαν τα πανιά σκουριασμένα και λυγισμένα, τα παιχνίδια ήταν όλα σκονισμένα και κάποια μισοφαγωμένα από την πολυκαιρία που ήταν εκτεθειμένα. Συνέχιζε όμως να γυρίζει, αργά και σταθερά, ήθελε περίπου εικοσιένα λεπτά για μια πλήρη περιστροφή, ενημέρωσε η Δήμητρα που χρονομέτρησε με το ρολόι ακρίβειας της.
Η αγέλη στεκόταν εκεί μπροστά του, με ανοιχτούς τους φακούς και κανείς δε μιλούσε. Το περίπτερο γύρισε μία, δύο και στην τρίτη περιστροφή ο Χρήστος διακρίνει κάτι σαν πόρτα και τη δείχνει και στους υπόλοιπους. Πλησίασαν όλοι μαζί αλλά με κάθε βήμα που έκαναν η πόρτα μίκραινε. Όταν είχαν φτάσει αρκετά κοντά, η πόρτα σταθεροποιήθηκε σε ένα μέγεθος σαν τις πορτούλες που ενσωματώνουν στις εξώπορτες των εξοχικών άνθρωποι με κατοικίδια, για να μπαινοβγαίνουν αυτά στην αυλή. Ο Χρήστος πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε, πίεσε το κομμάτι που φαινόταν σαν πόρτα και άξαφνα χάθηκε από τα μάτια τους, σαν να τον ρούφηξε κάτι από μέσα. Τώρα, ένα αίσθημα ανησυχίας διαπέρασε τους υπόλοιπους, αλλά ήταν αγέλη, δεν θα άφηναν κανέναν πίσω. Δεύτερη μπήκε η Δήμητρα, σειρά πήρε η Κοραλία και μετά τα δίδυμα.
Έπειτα, ο Φοίβος σχεδόν τρέμοντας και η Άννα με τον Μαρίνο πιασμένοι από το χέρι. Τελευταίοι έμειναν ο Πέτρος και η Αθηνά κυρίως γιατί και οι δύο φοβόντουσαν πως δεν θα χωρέσει να περάσει η περιφέρειά τους από ένα τόσο μικρό πορτάκι. Έπαιξαν τρείς γύρους πέτρα-ψαλίδι-χαρτί και ο ηττημένος Πέτρος με έναν κόμπο στο λαιμό έσκυψε αργά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως και αυτός άνετα περνάει στο εσωτερικό. Η Αθηνά, πιο ενθουσιασμένη από ποτέ, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρούφηξε τα σωθικά της και πέρασε το πορτάκι που πίστευε ότι δεν χωρούσε.
Το παράλογο συνεχίστηκε καθώς το εσωτερικό του περιπτέρου ήταν εξωφρενικά τεράστιο. Τόσο τεράστιο, που όλοι στην παρέα είχαν σκορπίσει δεξιά κι αριστερά μετά την είσοδο τους και κοιτούσαν με πεσμένες μασέλες γύρω γύρω. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμα γκλίτερ και στράς. Κρεμασμένα φωτιστικά νέον σε διάφορα σχέδια και σχήματα με φωτισμούς που θύμιζαν λούνα πάρκ και άλλαζαν συνέχεια. Στην μία πλευρά μπροστά από τον ένα τοίχο υπήρχε ένα τεράστιο γυάλινο σύνθετο που φιλοξενούσε στα ράφια του επίσης γυάλινα κουτιά με λέξεις επάνω τους χαραγμένες, που άλλαζαν κάθε φορά που άλλαζε ο φωτισμός. Δίπλα από το σύνθετο, η γωνία που ένωνε τους τοίχους φιλοξενούσε μια μηχανή για μαλλί της γριάς και μια μηχανή για ποπ κόρν. Ακριβώς δίπλα, βρισκόταν δυο παιχνίδια πραγματικά βγαλμένα από λουνα πάρκ. Βαρκούλες και ένας πάγκος γεμάτος με στόχους και αρκουδάκια. Στον τρίτο τοίχο υπήρχαν κούνιες σαν αυτές στα πάρκα και δίπλα ένας τεράστιος σαλίγκαρος υπερυψωμένος και γεμάτος με λαβές σαν μονόζυγα για να σκαρφαλώνετε πιο εύκολα. Ο τέταρτος τοίχος που φιλοξενούσε και την πόρτα ήταν άδειος. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά της παρέας μας το διασκέδασαν με την ψυχή τους, τρέχοντας από παιχνίδι σε παιχνίδι, πειράζοντας ο ένας τον άλλο, φωνάζοντας και γελώντας. Γέλια που αντηχούσαν καθαρά και ευτυχισμένα. Όσο έπαιζαν όμως άλλαζαν και μορφή, ψήλωναν ή κόνταιναν, φούσκωναν ή μάζευαν, ομόρφαιναν και έλαμπαν αλλά από την πολύ χαρά, χωρίς να το πολυσκεφτούν, το απέδωσαν στην καλοπέρασή τους.
Η αίσθηση του χρόνου χάθηκε και ο χρόνος μηδενίστηκε. Πολύ αργότερα, όταν η Αθηνά τυχαία άνοιξε το κινητό της, είδε ότι πρώτον η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν και απείχαν όλοι μισή ώρα από την τιμωρία. Δεύτερον, διαπίστωσε πως το κινητό της ήταν εκτός δικτύου. Αμέσως ενημέρωσε τους υπόλοιπους και με μια γρήγορη ματιά στα κινητά τους συνειδητοποίησαν πως κανένας δεν είχε σήμα και πως την είχαν σίγουρα βαμμένη. Αποφάσισαν να φύγουν για να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν χάσουν κάθε εμπιστοσύνη των γονιών τους. Κατά την έξοδό τους από το περίπτερο ήταν όλοι διαφορετικοί και δεν ήταν μόνο η ευτυχία που τους άλλαξε! Ο Χρήστος ήταν γυμνασμένος και χωρίς ακμή. Ο Πέτρος είχε αποκτήσει ένα άψογο κορμί και επιπλέον είχε μια πλούσια και λαμπερή κώμη. Ο Φοίβος ακτινοβολούσε κυριολεκτικά. Η Αθηνά είχε αποκτήσει κορμί Ιταλίδας ηθοποιού. Η Κοραλία μυαλό Αυστριακού επιστήμονα το οποίο αγνοούσε ότι το μοιραζόταν με τον Ερμή. Το γεροδεμένο αθλητικό σώμα της Δήμητρας, παράδοξα γέμισε με καμπύλες. Ο Οδυσσέας όπως και ο Φοίβος, ακτινοβολούσε επίσης. Τέλος, η Άννα και ο Μαρίνος είχαν μεταμορφωθεί σε γνωστό ζευγάρι του Αμερικάνικου κινηματογράφου!
Η αλλαγή τους ήταν τόσο αισθητή που κοιταζόντουσαν μεταξύ τους με απορία και άρχισαν να τσιμπιούνται και να τσιμπούν ο ένας τον άλλον προκειμένου να διαπιστώσουν πως όλο αυτό δεν ήταν ένα όνειρο. Η πραγματικότητα απέδειξε πως δεν ήταν κι απέμειναν εκεί για ένα δεκάλεπτο να γελούν μέχρι δακρύων για την αλλαγή τους. Δεν ήταν γέλια μετά δακρύων περιπαικτικά ή κοροϊδευτικά. Ήταν γέλια χαράς, τόσο μεγάλης, που τους έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένα θαύμα, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Με κάθε τρανταχτό γέλιο η αυτοπεποίθησή τους υψωνόταν κι αυτή ως τον ουρανό. Γύρισαν στα σπίτια τους χωρίς να κοιτάξουν ποτέ πίσω τους το περίπτερο που τους άλλαξε. Ήταν ευδιάθετοι κι ας γνώριζαν πως θα τιμωρηθούν γιατί άργησαν. Κανείς τους όμως δεν τιμωρήθηκε. Μόλις τους αντίκρισαν οι γονείς τους άρχισαν κι αυτοί να τσιμπιούνται από την έκπληξή τους και απλά τους έστειλαν στα κρεβάτια τους. Έμειναν κι αυτοί με ανοιχτό το στόμα για κανένα μισάωρο μέχρι να το εκλογικεύσουν, να το ενστερνιστούν και να το αποθηκεύσουν σε ένα κουτάκι στο μυαλό τους για την κατάλληλη στιγμή που θα φανεί χρήσιμο. Εφηβεία, σκέφτηκαν και συνέχισαν να παρακολουθούν το πρόγραμμα της τηλεόρασης.
Την Δευτέρα το πρωί, οι δέκα μικροί χαμένοι περνούσαν την αυλόπορτα του σχολείου τους με άλλον αέρα πια. Με μια αυτοπεποίθηση που στο πέρασμά τους γυρνούσαν κεφάλια και δημιουργούνταν ψίθυροι και όχι μόνο. Από το πρώτο σχεδόν λεπτό άρχισαν να πλησιάζουν τα αρπακτικά με φιλοφρονήσεις και κολακευτικά σχόλια. Η αγέλη μας με την πλειοψηφική ομοφωνία της ζούγκλας είχε πάψει να είναι οι δέκα μικροί χαμένοι και άρχισαν με την σειρά τους, να διεκδικούν όλα όσα ήθελαν ή ακόμα καλύτερα, αυτά που νόμιζαν πως ήθελαν.