Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

 Ξημέρωσε Σάββατο και όλοι οι φίλοι ανυπομονούσαν για την επικείμενη συνάντηση και για την εκτέλεση του σχεδίου. Ένοιωθαν όλοι δέος και προσμονή, ήθελαν να πιέσουν τον χρόνο να κυλήσει πιο γρήγορα, ώσπου να έρθει η ώρα του ραντεβού. Αλλά όλοι περνούσαν τον χρόνο τους κάνοντας κάτι άλλο και αδημονώντας. Ο Χρήστος έκανε κάποιες εργασίες Αγγλικών που τις είχε αφήσει γι’ αργότερα. Ο Φοίβος περνούσε το πρωινό του με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Ο Πέτρος βοηθούσε την μητέρα του στις δουλειές του σπιτιού. Η Αθηνά είχε κουρνιάσει στην πολυθρόνα της και προσπαθούσε να διαβάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Η Κοραλία έβαφε τα μαλλιά της για πολλοστή φορά καθώς δεν της πετύχαινε το χρώμα, και η Δήμητρα έκανε τριπλή προπόνηση έπειτα από ειδική εισήγηση στον προπονητή της, ο οποίος μπορεί να μην την κατάλαβε ακριβώς αλλά την άφησε. Ο Ερμής και ο Οδυσσέας είχαν πάει με τον πατέρα τους στο ζωολογικό κήπο και ο Μαρίνος με την Άννα ρομαντική βόλτα στην παραλία.  Το μεσημέρι πέρασε πολύ γρήγορα και έδωσε τη θέση του στο απόγευμα. Στις έξι, όπως είχαν κανονίσει, ήταν όλοι έξω από το σχολείο, ζωσμένοι με τα σακίδια  και  τους φακούς ανά χείρας. Μόλις έστριψαν στο στενό δρομάκι  που χώριζε το σχολείο από το περίπτερο, ένας παππούς που βρισκόταν πίσω τους και κατευθυνόταν με τα κλειδιά στο χέρι προς κάποια πολυκατοικία, άρχισε να τους φωνάζει διάφορα κοσμητικά επίθετα και να τους διώχνει από την περιοχή γιατί  όπως έλεγε  «αρκετά ανέχεται όλη την εβδομάδα». Έξαλλος μάλιστα, μέσα στον μονόλογο του, φώναζε πως θα καλέσει και την αστυνομία. Οι φίλοι μας κοιτάχτηκαν και δίχως άχνα να βγαίνει από το στόμα τους, σαν καθρέφτες οι ψυχές τους αντικατόπτρισαν τις σκέψεις τους αψηφώντας  τον παππού.  "Αύριο στις έξι."

      Το ραντεβού της Κυριακής ήρθε πολύ πιο γρήγορα για όλους, μάλλον γιατί η αδρεναλίνη τους από το προηγούμενο βράδυ ήταν στα ύψη. Στις έξι, ήταν όλοι ήδη στο κάθετο στενό δρομάκι ανάμεσα στο σχολείο τους και το περίπτερο. Ένα  δονούμενο σαν μελίσσι από προσμονή και αδρεναλίνη τσούρμο, τώρα είχε φτάσει ακριβώς απέναντι από το περίπτερο το οποίο από κοντά ήταν εντελώς διαφορετικό. Τόσο διαφορετικό που η παρέα κοιτάχτηκε μεταξύ της και αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο. Οι τέντες του ήταν αποχρωματισμένες και σχισμένες και τα σίδερα που κρατούσαν τα πανιά σκουριασμένα και λυγισμένα, τα παιχνίδια ήταν όλα σκονισμένα και κάποια μισοφαγωμένα από την πολυκαιρία που ήταν εκτεθειμένα. Συνέχιζε όμως να γυρίζει, αργά και σταθερά, ήθελε περίπου εικοσιένα λεπτά για μια πλήρη περιστροφή, ενημέρωσε η Δήμητρα που χρονομέτρησε με το ρολόι ακρίβειας της. 

          Η αγέλη στεκόταν εκεί μπροστά του, με ανοιχτούς τους φακούς και κανείς δε μιλούσε. Το περίπτερο γύρισε μία, δύο και στην τρίτη περιστροφή ο Χρήστος διακρίνει κάτι σαν πόρτα και τη δείχνει και στους υπόλοιπους. Πλησίασαν όλοι μαζί αλλά με κάθε βήμα που έκαναν η πόρτα μίκραινε. Όταν είχαν φτάσει αρκετά κοντά, η πόρτα σταθεροποιήθηκε σε ένα μέγεθος σαν τις πορτούλες που ενσωματώνουν στις εξώπορτες των εξοχικών άνθρωποι με κατοικίδια, για να μπαινοβγαίνουν αυτά στην αυλή. Ο Χρήστος πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε, πίεσε το κομμάτι που φαινόταν σαν πόρτα και άξαφνα χάθηκε από τα μάτια τους, σαν να τον ρούφηξε κάτι από μέσα. Τώρα, ένα αίσθημα ανησυχίας διαπέρασε τους υπόλοιπους, αλλά ήταν αγέλη, δεν θα άφηναν κανέναν πίσω. Δεύτερη μπήκε η Δήμητρα, σειρά πήρε η Κοραλία και μετά τα δίδυμα.

 Έπειτα, ο Φοίβος σχεδόν τρέμοντας και η Άννα με τον Μαρίνο πιασμένοι από το χέρι. Τελευταίοι έμειναν ο Πέτρος και η Αθηνά κυρίως γιατί και οι δύο φοβόντουσαν πως δεν θα χωρέσει να περάσει η περιφέρειά τους από ένα τόσο μικρό πορτάκι. Έπαιξαν τρείς γύρους πέτρα-ψαλίδι-χαρτί και ο ηττημένος Πέτρος με έναν κόμπο στο λαιμό έσκυψε αργά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως και αυτός άνετα περνάει στο εσωτερικό. Η Αθηνά, πιο ενθουσιασμένη από ποτέ, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρούφηξε τα σωθικά της και πέρασε το πορτάκι που πίστευε ότι δεν χωρούσε. 

   Το παράλογο συνεχίστηκε καθώς το εσωτερικό του περιπτέρου ήταν εξωφρενικά τεράστιο. Τόσο τεράστιο, που όλοι στην παρέα είχαν  σκορπίσει δεξιά κι αριστερά  μετά την είσοδο τους και κοιτούσαν με πεσμένες μασέλες γύρω γύρω. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμα γκλίτερ και στράς. Κρεμασμένα φωτιστικά νέον σε διάφορα σχέδια και σχήματα με φωτισμούς που θύμιζαν λούνα πάρκ και άλλαζαν συνέχεια. Στην μία πλευρά μπροστά από τον ένα τοίχο υπήρχε ένα τεράστιο γυάλινο σύνθετο που φιλοξενούσε στα ράφια του επίσης γυάλινα κουτιά με λέξεις επάνω τους χαραγμένες, που άλλαζαν κάθε φορά που άλλαζε ο φωτισμός.  Δίπλα από το σύνθετο, η γωνία που ένωνε τους τοίχους φιλοξενούσε μια μηχανή για μαλλί της γριάς και μια μηχανή για ποπ κόρν. Ακριβώς δίπλα, βρισκόταν δυο παιχνίδια πραγματικά βγαλμένα από λουνα πάρκ. Βαρκούλες και ένας πάγκος γεμάτος με στόχους και αρκουδάκια. Στον τρίτο τοίχο υπήρχαν κούνιες σαν αυτές στα πάρκα και δίπλα ένας τεράστιος σαλίγκαρος υπερυψωμένος και γεμάτος με λαβές σαν μονόζυγα για να σκαρφαλώνετε πιο εύκολα. Ο τέταρτος τοίχος που φιλοξενούσε και την πόρτα ήταν άδειος. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά της παρέας μας το διασκέδασαν με την ψυχή τους, τρέχοντας από παιχνίδι σε παιχνίδι, πειράζοντας ο ένας τον άλλο, φωνάζοντας  και γελώντας. Γέλια που αντηχούσαν καθαρά και ευτυχισμένα. Όσο έπαιζαν όμως άλλαζαν και μορφή, ψήλωναν ή κόνταιναν, φούσκωναν ή μάζευαν, ομόρφαιναν και  έλαμπαν αλλά από την πολύ χαρά, χωρίς να το πολυσκεφτούν, το απέδωσαν στην καλοπέρασή τους.

          Η αίσθηση του χρόνου χάθηκε και ο χρόνος μηδενίστηκε. Πολύ αργότερα, όταν η Αθηνά τυχαία άνοιξε το κινητό της, είδε ότι πρώτον η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν  και απείχαν όλοι μισή ώρα από την τιμωρία. Δεύτερον, διαπίστωσε πως το κινητό της ήταν εκτός δικτύου. Αμέσως ενημέρωσε τους υπόλοιπους και με μια γρήγορη ματιά στα κινητά τους συνειδητοποίησαν πως κανένας δεν είχε σήμα και πως την είχαν σίγουρα βαμμένη. Αποφάσισαν να φύγουν για να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν χάσουν κάθε εμπιστοσύνη των γονιών τους. Κατά την έξοδό τους από το περίπτερο ήταν όλοι διαφορετικοί και δεν ήταν μόνο η ευτυχία που τους άλλαξε! Ο Χρήστος ήταν γυμνασμένος και χωρίς ακμή. Ο Πέτρος είχε αποκτήσει ένα άψογο κορμί και επιπλέον είχε μια πλούσια και λαμπερή κώμη. Ο Φοίβος ακτινοβολούσε κυριολεκτικά. Η Αθηνά είχε αποκτήσει κορμί Ιταλίδας ηθοποιού. Η Κοραλία μυαλό Αυστριακού επιστήμονα το οποίο αγνοούσε ότι το μοιραζόταν  με τον Ερμή. Το γεροδεμένο αθλητικό σώμα της Δήμητρας, παράδοξα γέμισε με καμπύλες. Ο Οδυσσέας όπως και ο Φοίβος, ακτινοβολούσε επίσης. Τέλος, η Άννα και ο Μαρίνος είχαν μεταμορφωθεί σε γνωστό ζευγάρι του Αμερικάνικου κινηματογράφου!   


                Η αλλαγή τους ήταν τόσο αισθητή που κοιταζόντουσαν μεταξύ τους με απορία και άρχισαν να τσιμπιούνται και να τσιμπούν ο ένας τον άλλον προκειμένου να διαπιστώσουν πως όλο αυτό δεν ήταν ένα όνειρο. Η πραγματικότητα απέδειξε πως  δεν ήταν κι απέμειναν εκεί για ένα δεκάλεπτο να γελούν μέχρι δακρύων για την αλλαγή τους. Δεν ήταν γέλια μετά δακρύων περιπαικτικά ή κοροϊδευτικά. Ήταν γέλια χαράς, τόσο μεγάλης, που τους έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένα θαύμα, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Με κάθε τρανταχτό γέλιο η αυτοπεποίθησή τους υψωνόταν κι αυτή ως τον ουρανό. Γύρισαν στα σπίτια τους χωρίς να κοιτάξουν ποτέ πίσω τους το περίπτερο που τους άλλαξε. Ήταν ευδιάθετοι κι ας γνώριζαν πως θα τιμωρηθούν γιατί άργησαν. Κανείς τους όμως δεν τιμωρήθηκε. Μόλις τους αντίκρισαν οι γονείς τους άρχισαν κι αυτοί να τσιμπιούνται  από την έκπληξή τους και απλά τους έστειλαν στα κρεβάτια τους.  Έμειναν κι αυτοί με ανοιχτό το στόμα για κανένα μισάωρο μέχρι να το εκλογικεύσουν, να το ενστερνιστούν και να το αποθηκεύσουν σε ένα κουτάκι στο μυαλό τους για την κατάλληλη στιγμή που θα φανεί χρήσιμο. Εφηβεία, σκέφτηκαν και συνέχισαν να παρακολουθούν το πρόγραμμα της τηλεόρασης. 

      Την Δευτέρα το πρωί, οι δέκα μικροί χαμένοι περνούσαν την αυλόπορτα του σχολείου τους με άλλον αέρα πια. Με μια αυτοπεποίθηση που στο πέρασμά τους γυρνούσαν κεφάλια και δημιουργούνταν ψίθυροι και όχι μόνο. Από το πρώτο σχεδόν λεπτό άρχισαν να πλησιάζουν τα αρπακτικά με φιλοφρονήσεις και κολακευτικά σχόλια.  Η αγέλη μας με την πλειοψηφική ομοφωνία της ζούγκλας είχε πάψει να είναι οι δέκα μικροί χαμένοι και άρχισαν με την σειρά τους, να διεκδικούν όλα όσα ήθελαν ή ακόμα καλύτερα, αυτά που νόμιζαν πως ήθελαν.


Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥΣ

 Το Γυμνάσιο μας είχε μεγάλη ιστορία. Φιλοξένησε στις αίθουσες του και στο προαύλιό του πολλά παιδιά. Άλλα από αυτά περνούσαν καλά, άλλα άσχημα και σε κάποια σκοτεινά χρόνια όλα τα παιδιά είχαν σκληρές στιγμές. Ακόμα και το Γυμνάσιό μας, κάποια χρόνια ήταν κλειστό ή το είχαν επιτάξει για μια άλλη δραστηριότητα κάποιου άλλου κράτους. Αυτό που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του όμως, είναι τα παιδιά που είδαν, που αντίκρισαν τη μαγεία και που αυτή τους η θέαση το έκανε να νοιώθει μικρούς σεισμούς σε όλα του τα τούβλα. 

   Το πρώτο παιδί  που αντίκρισε το μαγικό  περίπτερο, ήταν ο παππούς πλέον, Οδυσσέας, γύρω στο 1942. Ο Οδυσσέας είχε κι αυτός τις δυσκολίες του με τους συμμαθητές του, μα σαν είδε το περίπτερο, όλα άλλαξαν. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με άριστα, είχε τις καλύτερες των επιδόσεων και απέκτησε μια πολύ καλή μόρφωση.  Καθηγητές και συμμαθητές τον παίνευαν και τον κανάκευαν υποθέτοντας πόσο ψηλά θα φτάσει. Η σκιά του πολέμου, όμως, του πήρε περισσότερα από αυτά που νόμιζε πως πραγματικά ήθελε. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, έφυγαν για το μέτωπο, για να μην καταταχθεί ο πατέρας, που σεβόντουσαν και αγαπούσαν ή ο μικρός γιός, που είχε τόσο λαμπρό μέλλον μπροστά του. Θυσία που πληρώθηκε ακριβά καθώς μόνο ο ένας γύρισε κι αυτός με ένα λειψό άκρο. Μετά τον πόλεμο ήρθε η οικονομική  κρίση και η ανέχεια κι όποια καλά χρόνια πέρασε ο Οδυσσέας στο Γυμνάσιο, τον βασάνιζαν στην ενήλικη ζωή του  για το βαρύ τίμημα. 

   Όταν η μαμά της Κοραλίας ήταν μαθήτρια, δηλαδή το έτος 1968, είχε ένα συμμαθητή, που ήταν λίγο περίεργος σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. Αγαπούσε πολύ τη Χημεία και τη Φυσική. Ήταν ένα ψιλόλιγνο κοκκαλιάρικο αγόρι που φορούσε μεγάλα στρόγγυλα γυαλιά  με χοντρούς φακούς. Εύκολο θύμα δηλαδή για τους μεγαλύτερους μαθητές που το χόμπι τους ήταν να εκφοβίζουν για να πάρουν αυτό που θέλουν. Το όνομά του, Σωκράτης Διονυσίου. Ο Σωκράτης, σε ένα σχόλασμα, είχε φάει της χρονιάς του από κάποιους μεγαλύτερους μαθητές επειδή δεν έκανε τις εργασίες τους "σαν καλός φύτουκλας, που είναι" του φώναζαν και τον κλωτσούσαν. Και ενώ αυτός ήταν πεσμένος στη γη, με σπασμένα γυαλιά και σκισμένα χείλη, είδε το περίπτερο και πραγματικά πίστεψε σε αυτό. Την επόμενη όταν πήγε να το πλησιάσει αυτό χάθηκε ξαφνικά σε ένα μαγικό νέφος. Την μεθεπόμενη αυτό ήταν εκεί, στέρεο και απολύτως ορατό. Αμφιταλαντευόταν μέχρι και το τελευταίο λεπτό που πήρε την απόφαση να το επισκεφθεί. Όταν το επισκέφθηκε, το περίπτερο του έδειξε την πόρτα  για τον μαγικό του κόσμο. Ο Σωκράτης στο εσωτερικό του βρήκε ένα τεράστιο Χημείο, με όλο του τον εξοπλισμό. Δοκιμαστικούς σωλήνες, μικροσκόπια, ζυγαριές ακριβείας και θερμόμετρα. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με τιμές, πήρε  και το πτυχίο του από το  πανεπιστήμιο κι έγινε χημικός. Στην πορεία του όμως γνώρισε παρέες που τον έθισαν στον τζόγο και  έγινε άπληστος, με αποτέλεσμα ένα βράδυ που ήθελε να ρεφάρει, να τα χάσει όλα και να βρει παρηγοριά στο αλκοόλ.  Συνήθεια που τον συνόδευσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή 

του.

   

      Το 1986 στο Γυμνάσιο μας, φοιτούσε η Μαρία Πέτρου-Βιολουδάκη. Η Μαρία ήταν ένα κορίτσι που δεν είχε χάσει την παιδικότητά της. Ήταν ακόμα αθώα και αγνή. Πίστευε στις νεράιδες, στους ιππότες με τα άσπρα άλογα και στα παραμύθια με ευτυχισμένο τέλος.  Την Μαρία την κορόιδευαν στο σχολείο γι’ αυτές τις  ιδέες και επειδή φορούσε κάτι τεράστια εξωτερικά σιδεράκια πακέτο με ένα ζευγάρι γυαλιά. Σε ένα διάλειμμα, ένα αγόρι την ξεγέλασε, λέγοντάς της πως γι' αυτόν "δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι" και πως "στα μάτια του ήταν η ομορφότερη όλων". Μόλις την γλύκανε με τις κολακείες του, της ζήτησε να βρεθούν στο σχόλασμα για να μιλήσουν. Η Μαρία ανυπομονούσε να τελειώσει το σχολείο για να βρεθεί με αυτό το αγόρι αλλά όταν ήρθε αυτή η ώρα, βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν όχλο που μπροστάρης ήταν αυτό το ίδιο το αγόρι και όλοι μαζί την κορόιδευαν, την έδειχναν και γελούσαν μαζί της. "Πώς είναι δυνατόν, ένα τέρας σαν εσένα να θέλει και αγόρι;" της φώναζαν και "να κλειστείς στο σπίτι σου να μην σε βλέπουμε". Η Μαρία έκανε να φύγει σχεδόν κλαίγοντας. Τότε, πρόβαλλε  μια κοπέλα μέσα από τον όχλο, της πήρε τα βιβλία από τα χέρια και  τα πέταξε  κάτω, της τράβηξε με δύναμη τα γυαλιά, τα πέταξε και τα ποδοπάτησε, τα έφτυσε και έφυγε γελώντας. Ακολουθώντας την  ο όχλος,  στόλιζε  την Μαρία με χίλια δύο κοσμητικά επίθετα. Με θολή όραση από το κλάμα και την μυωπία, η Μαρία είδε το περίπτερο και σαν κάποιο σχοινί δεμένο από τη μέση της την τράβηξε μέχρι την είσοδό του με βήματα που δεν καταλάβαινε καν πως τα έκανε. Στο εσωτερικό του ένοιωσε ασφάλεια, ζεστασιά και γαλήνη. Ήταν άλλωστε ένα τεράστιο παλάτι, με τουλάχιστον τρείς αίθουσες χορού και τέσσερις κρεβατοκάμαρες. Αυτό που την μάγεψε όμως ήταν η βιβλιοθήκη, στο κέντρο του παλατιού που ήταν ίση με όλο της το σχολείο. Εμφανίστηκε σπίτι της έπειτα από δεκαοκτώ ολόκληρες ημέρες, που γι' αυτήν ήταν ένα διήμερο μέσα στο περίπτερο. Όταν γύρισε σπίτι, μίλησε στους γονείς της για το περίπτερο, που από μέσα ήταν παλάτι και την τεράστια βιβλιοθήκη. Παρόλο που οι λεπτομέρειες που έδινε ήταν τόσο αληθοφανείς, οι γονείς της δεν την πίστεψαν και άρχισαν να επισκέπτονται διάφορους και πολλούς γιατρούς.  Για τα δόντια της, για το σώμα της, για τα μάτια της, για το μυαλό της. Η ιστορία της δεν άλλαξε καθόλου, ούτε στο παραμικρό, έτσι εγκλείστηκε με έγκριση γιατρών και κηδεμόνων σε ψυχιατρική κλινική. Η κυρία Βιολουδάκη έχει μια κόρη, την Μαρία, αλλά προτιμά να μη μιλά γι' αυτήν.

      Ένα με δύο χρόνια πριν  τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, υπήρξε άλλο ένα παιδί που είδε αλλά δεν πίστεψε. Το παιδί αυτό ήταν ο Ιάκωβος Παππάς-Σκαλπίδης. Ο Ιάκωβος ήταν γνωστός στο σχολείο, όχι μόνο για τις πολύ καλές του αποδόσεις στο μπάσκετ αλλά και για την μητέρα του, που ήταν η καθηγήτρια Γερμανικών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο γεγονότων,  δεν τον κατέτασσε στους περιζήτητους αλλά ούτε και στους περιθωριακούς. Μια μέρα λοιπόν, οι συμμαθητές του άρχισαν να του μιλούν γερμανικά ή μάλλον ακαταλαβίστικα ανακατεμένα με λίγα γερμανικά. Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν κι όλοι τους γελούσαν και συνέχιζαν την πλάκα. Αυτή η πλάκα συνεχίστηκε για ολόκληρη την εβδομάδα, ώσπου κάποια στιγμή αγανακτισμένος με την τύχη του, ο Ιάκωβος είδε το περίπτερο. Το αμφισβήτησε κατευθείαν και το αρνήθηκε σαν να μην το είδε ποτέ. Κι έτσι έγινε, το περίπτερο εξαφανίστηκε και ο Ιάκωβος δεν το ξαναείδε ποτέ.       

    Το Γυμνάσιο μας, πίστευε όμως στην μαγεία και στην αγάπη και βαθιά μέσα στα θεμέλιά του ένοιωθε πως η ώρα για την αλλαγή πλησιάζει. Το καταλάβαινε στο τικ τακ των ρολογιών, στον καιρό που άλλαζε, στην υγρασία που απλωνόταν τα πρωινά στην αυλή του. Ήξερε πως σύντομα θα έρθει ένα παιδί που θα τα αλλάξει όλα! Πού να φανταστεί κι αυτό όμως, πως δεν θα ήταν μονός ο μπελάς. 


Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ


                          Ο καιρός άλλαζε και οι φίλοι μας το καταλάβαιναν από τα φύλλα που άρχιζαν να σαπίζουν και να πέφτουν στο χώμα αφήνοντας ένα άρωμα αποσύνθεσης. Από τον ουρανό που τις περισσότερες μέρες είχε ένα χρώμα  σκούρο σταχτί. Από την βροχή που έσταζε παγωμένη από τα σύννεφα έτοιμη να γίνει χιόνι, από τον αέρα που σφύριζε ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά. Από μια ομίχλη πηκτή, περίεργη, που έφερνε ρίγη στην ραχοκοκαλιά. Ο Χρήστος ένοιωθε κάτι παραφυσικό σε αυτήν την ομίχλη, κάτι ενοχλητικό και ανησυχητικό μα παράλληλα κάτι μαγικό και υπνωτικό. Αυτή η ομίχλη κράτησε από την Δευτέρα  έως την Τετάρτη και είχε κάτι πραγματικά ανατριχιαστικό. Δεν έβλεπες  μπροστά σου κυριολεκτικά. Η όραση έφτανε το πολύ τα δύο μέτρα, παρόλο που οι προβολείς του σχολείου ήταν ανοιχτοί. Το βλέμμα του Χρήστου από το καταφύγιο της αγέλης του, από το στέκι των δέκα μικρών χαμένων, έπεφτε συνέχεια εκεί  που πέρα από αυτή την πυκνή ομίχλη, θα έπρεπε να είναι το στενάκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ασυναίσθητα, όλο και περισσότερο κοιτούσε προς τα εκεί. Ακόμα και μέσα από την τάξη, αν βόλευε έτσι το παράθυρο, συχνά χανόταν από το μάθημα και κοιτούσε εκεί, στο στενάκι. Μέρα με την μέρα, του φαινόταν πως κάτι στεκόταν εκεί, σαν ένα μικρό κτίσμα ή σαν πάγκος. Νόμιζε πως ήταν της φαντασίας του, πως του έκανε παιχνίδια η ομίχλη. Το γυμνάσιο μας καθώς διαισθανόταν όλα τα παιδιά του,  ένοιωθε ρίγη ανυπομονησίας στα θεμέλιά του και χαρά να διαπερνά τις κολώνες  και τα δοκάρια του με τις ενοράσεις του Χρήστου. Την Πέμπτη άρχισε να φυσάει ένας βοριάς δυνατός που καθάρισε την ομίχλη. Ο Χρήστος τώρα ήταν σχεδόν σίγουρος. Κάτι υπήρχε εκεί. Αλλά, πράγμα περίεργο, ήταν σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει. Σαν να το έπαιρνε ο αέρας, την μια εμφανιζόταν και  εξαφανιζόταν την άλλη, σαν κορυφή ψηλού έλατου που χορεύει στα ρεύματα του αέρα. Το γυμνάσιο ήταν σίγουρο, είχε έρθει η ώρα…

                          Την Παρασκευή ο αέρας δεν κόπασε αλλά ο Χρήστος ώρα με την ώρα το έβλεπε καθαρότερα ώσπου στο τέλος της σχολικής ημέρας, καθώς έφευγε από το σχολείο  το είδε ξεκάθαρα, ήταν ένα μικρό περίπτερο. Περίεργο περίπτερο, αλλόκοσμο, με μια περίεργη ριγωτή τρικολόρε τέντα  λευκή, κόκκινη και πράσινη, έναν περίεργο κορμό που έγερνε λίγο αλλά δεν καταλάβαινες προς τα πού γιατί φαινόταν σαν να γυρίζει συνέχεια γύρω από τη βάση του σαν μια αργή σβούρα, τριγυρισμένο με έναν εξίσου περίεργο πάγκο γεμάτο παράξενα ζαχαρωτά, καραμέλες, γλειφιτζούρια και παιχνιδάκια. Μα το πιο περίεργο ήταν πως δεν διέκρινε πουθενά πόρτα.      

                           Την Δευτέρα που ο Χρήστος γύρισε στο σχολείο, το περίπτερο ήταν ακόμη εκεί. Νόμιζε πως θα τρελαθεί κι έτσι, σε ένα διάλλειμα, έπιασε συνωμοτικά τον Πέτρο και τον Φοίβο και άρχισε να τους δείχνει και να επιμένει και να χτυπιέται πως εκεί είναι ένα περίεργο περίπτερο και πως δεν είναι τρελός. Οι φίλοι του τον κορόϊδεψαν αλλά για έναν περίεργο λόγο ούτε αυτοί δεν μπορούσαν να σταματήσουν να κοιτούν προς τα εκεί που τους είχε υποδείξει ο Χρήστος, όλη την υπόλοιπη ημέρα. Ο Χρήστος σχεδόν πεπεισμένος για την παράνοιά του και με το ούρλιαγμα του Βάν Γκόνγκ ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του συνεχόμενα, την επόμενη μέρα δέχθηκε μια πολύ περίεργη ερώτηση από τον Φοίβο: "Πώς το κάνεις;", η προφανής απάντηση ήταν "Ποιό;" κι έτσι ο Φοίβος άρχισε να ρωτά αν είναι κάποιο μαγικό τρικ γιατί άρχισε κι αυτός να το βλέπει. Έπειτα,  ήρθε η σειρά του Πέτρου, που γελώντας στο τέλος της ημέρας ρωτούσε αν ήρθε κανένας νέος μάγος στην πόλη, αν είναι δουλειά των περιζήτητων ή αν το βλέπουν και τα κορίτσια. 

  Άλλη μια σχολική μέρα πέρασε ώσπου τα αγόρια να φανερώσουν   το μυστικό στα κορίτσια της παρέας. Δυστυχώς, αυτό έγινε με μηνύματα μέσα σε χαρτάκια την ώρα του  μαθήματος, με αποτέλεσμα ένα ξέφρενο γέλιο  συνοδευόμενο από κάποιους πολύ περιγραφικούς επιθετικούς προσδιορισμούς.  Η κυρία Βιολουδάκη δεν δίστασε καθόλου να πετάξει έξω όλη την κλίκα με απουσίες γιατί δεν επέτρεπε τέτοιες ανοησίες την ώρα που δίδασκε. Κατόπιν,  στο στέκι τους, αφού είχαν πάρει την απουσία τους, καθόταν οι έξι φίλοι ακούγοντας την Κοραλία να τους εξιστορεί  έναν αστικό μύθο,  προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους επειδή η αφηγήτρια ήταν ντυμένη σαν καουμπόισα με τα όλα της. Ο μύθος αφορούσε  ένα γυμνάσιο που ήταν ζωντανό, χτισμένο κάπου στην πόλη, που σαγήνευε τους μαθητές και τους κρατούσε φυλακισμένους αιώνια μαζί του μέσα στους τοίχους του για να έχει παρέα ή για να τα τρώει. Τότε ήταν, που όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια γέλασαν με τις μπούρδες για αστικούς μύθους και το καρναβαλίστικο κοστουμάκι που είχε διαλέξει. Εκείνη ήταν η στιγμή που και η Δήμητρα ανάμεσα σε ένα τρανταχτό γέλιο που της κόπηκε απότομα, το είδε πίσω από τα κίτρινα κάγκελα. Περίεργο, τρομακτικό,  εξωπραγματικό μα και οικείο συνάμα, γνώριμο, αστείο, γοητευτικό.

                 Τις επόμενες μέρες, σταδιακά το είδαν όλοι. Ο Χρήστος πλέον ένοιωθε σίγουρος πως αν τρελάθηκε τουλάχιστον τρέλανε και τους φίλους του μαζί. Ο Πέτρος και ο Φοίβος προσπαθούσαν να το εκλογικεύσουν ψάχνοντας για θεωρίες κβαντικής φυσικής και οπτικές ψευδαισθήσεις. Η Κοραλία έλεγε ότι ένοιωθε την αύρα του και πως ήταν ξεχωριστή αλλά δεν μπορούσε να το δει ξεκάθαρα γιατί στριφογυρνούσε και η Δήμητρα καταλάβαινε ότι γυρνούσε κατά κάποιο τρόπο, αλλά το έβλεπε πιο καθαρά και πιο σταθερά. Ακόμα και η ρεαλίστρια η Αθηνά  το έβλεπε, περισσότερο όμως σαν διαφάνεια. Γρήγορα το μυστικό από την κλίκα έφτασε και στην υπόλοιπη αγέλη. Ο Οδυσσέας κι ο Ερμής το είχαν δει κι αυτοί μέχρι το τέλος της εβδομάδος, όσο για το αγαπητό ζεύγος, την Άννα και τον Μαρίνο, κάτι έβλεπαν κι αυτοί, εκτός του έρωτα τους. 

                  Το γυμνάσιό μας γνώριζε τους αστικούς μύθους αλλά δεν έδωσε ποτέ σημασία. Δεν το ενδιέφερε ούτε η αιώνια συντροφιά ούτε η σίτιση με παιδιά. Του αρκούσε που ήταν ζωντανό και είχε την τύχη να βλέπει τις γενιές που περνούσαν μέσα από τις αίθουσές του. Του άρεσε που μπορούσε να συνεισφέρει στην ιστορία της πόλης του. Ήταν εκεί όταν δημιουργήθηκε το περίπτερο γιατί το περίπτερο του έδωσε ζωή. Είχε ξαναδεί παιδιά να βλέπουν το περίπτερο. Γνώριζε και το βάρος των επιπτώσεων...

                  Όταν δημιουργήθηκε το γυμνάσιο, το 1936, ακόμα ο κόσμος ήταν αγνός και οι πόλεις πιο μικρές, πιο απλές κι όχι τόσο πυκνοκατοικημένες κι έτσι τα μαγικά πλάσματα γυρνούσαν στις γειτονιές πιο συχνά και έπαιζαν με τους ανθρώπους. Τα ξωτικά κρυβόντουσαν στα δέντρα και  τραγουδούσαν ύμνους στη φύση, οι μαγικοί νάνοι σε διακοσμητικά κήπων σου χαμογελούσαν αν ήσουν τυχερός, οι νύμφες σε κρήνες και ρυάκια που  άκουγες τα γέλια τους κρυστάλλινα, ένα με το τρεχούμενο νερό, τα αερικά σε κήπους και λουλούδια  ευωδίαζαν διπλά τον χώρο και οι μοίρες σε σπίτια με παιδιά  μοιράζανε καλούδια. Σε λιγότερο από μια δεκαετία οι άνθρωποι άλλαξαν, φοβόντουσαν, η ψυχή τους γέμισε από το σκοτάδι της καταχνιάς που σκέπαζε τον κόσμο και η καρδιά τους χτυπούσε σαν πολεμικό τύμπανο. Το 1942 τα πράγματα στην πόλη χειροτέρεψαν και τα μαγικά πλάσματα έπρεπε να κρυφτούν για τα καλά. Μόνο οι μοίρες πριν κρυφτούν, από την αγάπη τους για τα παιδιά, έφτιαξαν ένα παιχνίδι γι’ αυτά, ένα στολισμένο μαγικό περίπτερο.     

                 Είχε φτάσει πια Παρασκευή και από την στιγμή που το είχαν δει όλοι, ο Χρήστος πρότεινε να πάνε για εξερεύνηση. Μια ιδέα που εννοείται πως δέχθηκαν όλοι. Όρισαν το Σαββατοκύριακο ως ημέρες διεξαγωγής του παράτολμου εγχειρήματος. Απέκλεισαν το ενδεχόμενο να έπαιρνε παραπάνω από δυο μέρες η εξερεύνηση ενός περιπτέρου. Το σχέδιο ήταν απλό, όλοι θα βρισκόντουσαν έξω από το σχολείο το Σάββατο στις έξι το απόγευμα που θα είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ο απαραίτητος εξοπλισμός ήταν σάκοι, φακοί και καθαρές κάλτσες. Δικαιολογία τετριμμένη αλλά πάντα αποδεκτή ήταν το διάβασμα όλοι μαζί στην βιβλιοθήκη. Λοιπές  λεπτομέρειες: κινητά τηλέφωνα στην δόνηση και αθόρυβοι σαν νίντζα.       


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

 Το μάθημα με την κυρία Βιολουδάκη μπορούσε να περάσει απ' όλα τα πέπλα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Η κυρία Βιολουδάκη δίδασκε βιολογία. Η βιολογία μπορούσε να γίνει ενδιαφέρουσα, βαρετή, δύσκολη και εκπληκτική ταυτόχρονα. Η κυρία Βιολουδάκη συνήθιζε να βάζει κατά την ώρα του μαθήματος διαφάνειες σε έναν μεγάλο παλιό γκρί προβολέα που βρισκόταν στο τέλος της αίθουσας όσο αυτή καθόταν στην έδρα της και σήκωνε υποτιμητικά την μεγάλη της μύτη ψελίζοντας λέξεις σημαντικές για το μάθημά της. Η αίθουσά της ήταν στον δεύτερο όροφο και στα παράθυρά της κρεμόντουσαν βαριές κουρτίνες που το αρχικό τους χρώμα μάλλον ήταν εκρού αλλά από την πολυκαιρία τώρα φαινόντουσαν περισσότερο ποντικί. Μια μέρα, κατά την ώρα της παράδοσης του μαθήματος της βιολογίας, ο Χρήστος καθόταν σε ένα από τα μπροστινά θρανία. Θέλοντας κάποια από τα δημοφιλή παιδιά να τον πειράξουν, άρχισαν να φυσούν και να ξεφυσούν και να λένε "Άχ κυρία, δε βλέπω μπροστά, τα κεφάλι ΚΑΠΟΙΟΥ με ενοχλεί..." ή "τι θα γίνει κυρία, θα δούμε μπροστά τίποτα ή θα γράψουμε στις εξετάσεις για τον κεφάλα με την ΚΕΦΑΛΑ;" κι άλλα τέτοια χαριτωμένα σχόλια και χάχανα για το κεφάλι του, το σώμα του, τα αυτιά του. Παίρνοντας πολύ σοβαρά όλες αυτές τις παρατηρήσεις, η κυρία Βιολουδάκη έδωσε στον Χρήστο μια ωριαία απουσία, αφού πρώτα του έδωσε την ευκαιρία να αλλάξει θέση. Αλλά ο Χρήστος δεν είχε μαζί του τα γυαλιά του και δεν θα έβλεπε από τα πίσω θρανία κι όταν το ανέφερε αυτό στην καθηγήτρια, αυτή απλά του έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα.  

Η κυρία Αναγνώστου δίδασκε αρχαία, σε μια αίθουσα του ισογείου. Συνήθως τράβαγε τις κουρτίνες στην άκρη κι έτσι η τάξη γέμιζε με το φυσικό πρωινό φώς του ήλιου. Ακόμα και μια στενή και μικρή αίθουσα, όπως αυτές στον διάδρομο του ισογείου του Γυμνασίου μας, υπό το φώς του ήλιου φαίνεται όμορφη, ακόμα και με τις σειρές από τα πράσινα θρανία, τις αλουμινένιες ντουλάπες με τα βιβλία στο τέλος της αίθουσας, την υπερυψωμένη έδρα και τον μαυροπίνακα. Τα αρχαία είναι ένα πολύ δύσκολο μάθημα και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν δεν σε ενδιαφέρουν καθόλου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η Δήμητρα. Τις Δευτέρες την πρώτη σχολική ώρα είχαν αρχαία, αλλά η Δήμητρα την προηγούμενη μιας Δευτέρας είχε έναν σκληρό αγώνα και ήταν εξουθενωμένη, έτσι, κατά την ώρα που αγόρευε για τον Πλάτωνα η κυρία Αναγνώστου, η Δήμητρα, έσκυψε το κεφάλι της πάνω στα χέρια της που ήταν ακουμπισμένα στο θρανίο και κοιμήθηκε. Μετά από περίπου πέντε λεπτά η Δήμητρα άρχισε να παραμιλά, στην αρχή σιγανά, αλλά στη συνέχεια η φωνή της ανέβαινε. Έβλεπε μάλλον τον αγώνα στον ύπνο της γιατί ξεκίνησε λέγοντας "κυνήγα την, κυνήγα την", ανέβασε τον τόνο της με ένα "κλώτσα την μπάλα, άμυνα" και τελείωσε σχεδόν φωνάζοντας "σούταρε". Το κορμί της τινάχτηκε και ξύπνησε σε μια αίθουσα γέλιων και δάχτυλων που την έδειχναν. Η κυρία Αναγνώστου, εξοργισμένη που την διακόψανε από την υπέροχη ομιλία που έβγαζε για τους αρχαίους φιλόσοφους, χτύπησε τα χέρια της για να ησυχάσουν όλοι και τους ζήτησε να βγάλουν από μία κόλλα χαρτί. Απροειδοποίητο τεστ για όλους. 

Το μάθημα των κειμένων, δηλαδή το μάθημα που τα παιδιά διδάσκονται κείμενα γραμμένα από παλαιότερους εγχώριους συγγραφείς, το εκτελούσε ο κύριος Βαρεμένος. Το εκτελούσε κυριολεκτικά όμως, και είχε και την ασέβεια να το εκτελεί στην αίθουσα της κυρίας Αναγνώστου. Η ώρα αυτή για τους μαθητές ήταν η  ώρα του παιδιού. Ο κύριος Βαρεμένος τα πρώτα πέντε λεπτά τους έλεγε ποια κείμενα έπρεπε να διαβάσουν και έπειτα τα επόμενα πέντε λεπτά τους έγραφε στον μαυροπίνακα τις ερωτήσεις που θα έβαζε σε πιθανά διαγωνίσματα. Την υπόλοιπη ώρα την περνούσε καθισμένος στην έδρα, αγναντεύοντας το άπειρο και καμιά φορά σημείωνε στο καφέ δερμάτινο  τετράδιο του. Οι φωνές των παιδιών δεν τον ενοχλούσαν καθόλου, ούτε τα γέλια τους, ούτε οι σαϊτες τους. Όταν αγνάντευε, αφοσιωνόταν σε αυτό. Θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο συγγραφέα παρόλο που δεν είχε εκδοθεί ούτε ένα βιβλίο του. Φήμες μάλιστα που υπήρχαν στο σχολείο, τον ήθελαν να έχει γράψει μια τηλενουβέλα και να προσπαθεί να την πουλήσει γυρνώντας μετά το σχολείο σε διάφορα τοπικά κανάλια.

Η κυρία Κούρου ήταν καθηγήτρια μαθηματικών. Το μάθημα, όμως, για την ίδια ήταν ένα πραγματικό βασανιστήριο. Έβλεπες στο πρόσωπο της την κούραση, την αγανάκτηση και την παραίτηση από την ίδια στιγμή που περνούσε το κατώφλι της πόρτας για την στενή αίθουσα των θετικών επιστημών, όπου όλα ήταν λευκά. Ο πίνακας που έγραφες με μαρκαδόρο, τα θρανία, ακόμα και οι καρέκλες ήταν λευκές δερμάτινες και  έμοιαζαν με ψηλά στρογγυλά σκαμπό. Τα παιδιά έκαναν ότι ήθελαν την κυρία Κούρου και αυτή αδυνατούσε να θέσει κάποια όρια και να βάλει μια τάξη, καταλήγοντας έτσι το τελευταίο δεκάλεπτο να παρακαλάει για λίγη ησυχία ώστε να μπορεί να παραδώσει. Σε κάποια από αυτές τις ώρες ο Πέτρος έκλεψε την παράσταση, ξεκινώντας μια σειρά ερωτήσεων προς την καθηγήτρια που είχε τον ατελείωτο. Και άρχισε ο Πέτρος "κυρία, πότε έχετε γενέθλια;" και "ποια χρονολογία;" και σιγά σιγά πέρασε σε γονείς, παιδιά, γατιά, σκυλιά, ζώδια, ωροσκόπους, σπίτια και εξοχικά. Όταν η κυρία Κούρου χαρακτηριστικά άρχισε να λέει "Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ πολύ. Θέλω πέντε λεπτά να σας δείξω αυτή την άσκηση.", την είχε ήδη προλάβει το κουδούνι. Για ένα ολόκληρο διάλειμμα, ο Πέτρος ήταν ήρωας.

Την ίδια λευκή αίθουσα χρησιμοποιούσε και ο κύριος Βαρβαρίδης, καθηγητής φυσικής. Η φυσική που διδασκόταν τα παιδιά βέβαια,  ήταν πολύ λίγη σε σχέση με την ηθική και την πολιτική για τις οποίες τους ρητόρευε την περισσότερη ώρα ο κύριος Βαρβαρίδης. Κατά την διάρκεια κάποιας από αυτές της ρητορείες, η Κοραλία φανερά μπερδεμένη, ρώτησε την Αθηνά, που καθόταν δίπλα της, αν ο "Βαρ-Βαρ", το παρατσούκλι του κυρίου Βαρβαρίδη το οποίο βγήκε εν μέρη από το επίθετο του και εν μέρη από το γεγονός πως όταν παθιαζόταν ακουγόταν σαν σκύλος που γαυγίζει, δίδασκε και ξένες γλώσσες. Η Αθηνά, την ρώτησε τί εννοεί κι έτσι η Κοραλία αποκρίθηκε, με αθώο, παιδικό βλέμμα "ποιά είναι η κολεκτίβα και ποιός ο σωβινισμός; σε ποιά σελίδα είμαστε;". Η Αθηνά ξέσπασε σε γέλια και παρέσυρε και την Κοραλία μαζί της, αλλά ο κύριος Βαρβαρίδης δεν τις τιμώρησε. Αντιθέτως άρχισε να μιλάει για τον σεβασμό και την τιμή του ανθρώπου, για όλη την υπόλοιπη ώρα.

Τον κύριο Διονυσίου τον συναντάμε κι αυτόν στην αίθουσα των θετικών επιστημών. Ο κύριος Διονυσίου, θα μπορούσε κάποιος να πει πως, είχε ένα πολύ περίεργο τικ. Κάθε περίπου εφτά λεπτά, χρονομετρημένα, έβγαζε ένα παγουράκι από την τσάντα του, που την είχε στην έδρα και κατέβαζε μια - δυο γουλιές. Επίσης, μάλλον θεωρούσε τους μαθητές γενικά χαζούς γιατί επαναλάμβανε το μάθημα δύο και τρείς φορές κατά την διάρκεια της ώρας. Οι μαθητές όμως, κι αυτοί με τη σειρά τους θεωρούσαν χαζό τον κύριο Διονυσίου γιατί κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι, φαινόταν να κολλάει για λίγο και μετά απλά να  προσπερνάει την ερώτηση και να συνεχίζει από εκεί που είχε μείνει. Μετά από κάποιες εβδομάδες, που ο Φοίβος παρατήρησε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, άρχισε να ζωγραφίζει καρικατούρες του καθηγητή του, σε διάφορες φάσεις και με διάφορα σχόλια. Και δεν υπήρχε τίποτα να τον σταματήσει μόνο στον κύριο Διονυσίου.      

Τα καλλιτεχνικά είχαν κι αυτά την δική τους αίθουσα. Στον πρώτο όροφο, γωνιακή και ευήλια. Καθηγήτρια του μαθήματος ήταν η κυρία Παχατουρίδου και οι διδακτέες ώρες της ήταν οι πιο ήσυχες σε σύγκριση με όλων των υπόλοιπων καθηγητών. Εκτός από την φωνή της καθηγήτριας, να οδηγεί με ακρίβεια εκατοστών και μοιρών δεν ακουγόταν κιχ. Ήταν όλοι προσηλωμένοι στα μπλοκ τους και δεν τολμούσαν καν να υψώσουν το βλέμμα τους παρά μόνο όταν, η κυρία Παχατουρίδου καθόταν πίσω από τον ώμο τους και επέβλεπε την εργασία τους, τότε και μόνον τότε μπορεί να ξεθάρευαν λίγο και να έριχναν καμιά ματιά  τριγύρω. 

Το αγαπημένο μάθημα του Γυμνασίου μας ήταν αυτό της κυρίας Κελτίδου. Σε μιά αίθουσα, στο ισόγειο, ακριβώς δίπλα από την κεντρική είσοδο. Ήταν αγαπημένο του γιατί η γλώσσα που ακουγόταν ήταν μόνο αγγλικά. Η κυρία Κελτίδου ήταν καθηγήτρια αγγλικών και δεν την πείραζε καθόλου η χαρά των παιδιών, αντιθέτως, άφηνε τους μαθητές της ελεύθερους στην τάξη να κάνουν ό,τι επιθυμούν υπό έναν όρο, να μιλούν αγγλικά και μόνο. Την τρίτη φορά που θα άκουγε από το ίδιο άτομο κάποια άλλη γλώσσα, το έβγαζε έξω από την τάξη με απουσία. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήταν τόσο σκληρή και πολλές φορές έκανε τα στραβά μάτια ή καλύτερα για την περίπτωση, τα κουφά αυτιά.

  Την δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα της σχολικής χρονιάς τα παιδία της πρώτης βαθμίδας πήγαν σχολική εκδρομή σε ένα από τα μουσεία της πόλης, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της. Πήραν ένα αστικό λεωφορείο υπό την επίβλεψη των καθηγητών-συνοδών, οι οποίοι ήταν ο κύριος Αφαντάκης με την κυρία Βομβάκη, η κυρία Σκαλπίδου και η κυρία Σιλουέτη-Φλούρη με τον κύριο Φλέξο. Στο λεωφορείο στεκόντουσαν ο κύριος Αφαντάκης με την κυρία Βομβάκη στην μπροστινή πόρτα, η κυρία Σιλουέτη-Φλούρη με τον κύριο Φλέξο στην τελευταία πόρτα του οχήματος και στη μέση η κυρία Σκαλπίδου. Όλοι με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά τους, σαν ποδοσφαιριστές στην μικρή περιοχή πριν εκτελέσει η αντίπαλη ομάδα πέναλντι. Όταν έφτασαν στην στάση τους, βγήκαν πρώτοι κι έπειτα άρχισαν να μετράνε κεφάλια μαθητών. Μόλις μετρήθηκαν όλοι και βγήκε ο αριθμός σωστός, πέρασε όλος ο όχλος τον δρόμο και μπήκαν στο μουσείο. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης ο κύριος Αφαντάκης στεκόταν δίπλα στα παιδιά και άκουγε με προσοχή. Η κυρία Σκαλπίδου παρότρυνε ήσυχα, τα παιδιά που μιλούσαν μεταξύ τους και τους έδινε κίνητρα για να δώσουν προσοχή ενώ η κυρία Βομβάκη τους ξεφώνιζε κάθε λίγο και λιγάκι να σωπάσουν. Η κυρία Σιλουέτη-Φλούρη είχε αποτραβηχτεί μακριά απ' όλους και έδινε την εντύπωση πως αν την πλησιάσεις  πολύ, μπορεί να βλάψει την σωματική σου ακεραιότητα. Ο κύριος Φλέξος στεκόταν εντελώς πίσω, σχεδόν στην έξοδο του κτιρίου, παρατηρώντας τους μαθητές και διαβάζοντας τις προθέσεις τους. Δεν ήθελε κανένας μαθητής να κάνει κοπάνα υπό την επιτήρησή του. Όταν τελείωσε η ξενάγηση, μαθητές και καθηγητές πήγαν σε ένα διπλανό πάρκο το οποίο, κατά τη διάρκεια της άνοιξης είχε την τιμή να φιλοξενεί ανθοεκθέσεις καθώς εκτός του αναψυκτηρίου που βρισκόταν εντός του, είχε μια τεχνητή λίμνη με ροές που εκπόρευαν βουστροφηδόν την μεγάλη έκτασή του και κατέληγαν πάλι στην λιμνούλα. 

Υπήρχαν γεφυράκια και τούμπες, λουλούδια περιποιημένα, ακόμα και ο φράχτης του ήταν από αναρριχόμενα φυτά. Οι μαθητές ξετρελάθηκαν και άρχισαν να τρέχουν πάνω κάτω για να εξαντλήσουν τα αποθέματα ενέργειας που τους είχαν μείνει. Οι καθηγητές επιτηρούσαν από το αναψυκτήριο παραγγέλνοντας τα αφεψήματα τους. Ανθρώπινα πηγαδάκια από δώ κι από κεί, το πάρκο είχε δεχτεί μια εισβολή από ανθρωπάκια μέλισσες που βούιζαν κι έτρεχαν από λόφο σε λόφο σαν μανιασμένο σμήνος. 

   Το Γυμνάσιό μας μισούσε τις εκδρομές, γιατί έμενε πίσω, μόνο του, χωρίς τα γάργαρα γέλια και τις μελωδικές φωνές των παιδιών. Αγαπούσε τόσο πολύ τη μόρφωση και τη ζωή κι έτσι, όσο κι αν δεν του άρεσαν οι εκδρομές συμβιβαζόταν για το καλό των παιδιών. Κατανοούσε, πως η κοινωνική ζωή ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης και κάπου κάπου ζήλευε τα παιδιά αλλά που και που θύμωνε κιόλας μαζί τους. Μετά θύμωνε με τον εαυτό του γιατί αυτό ήταν μεγάλο και σοφό λόγω ηλικίας ενώ τα παιδιά ήταν μικρά ακόμα και αφελή. Δεν γνώριζαν μα θα μάθαιναν, δεν κατευθύνθηκαν μα θα έβρισκαν τον δρόμο τους. Απ' όλα τα χρόνια που πέρασαν από πάνω του, το Γυμνάσιό μας, αυτή την αλήθεια την είχε καταλάβει πολύ καλά. Όλοι κι όλα βρίσκουν τον δρόμο τους.    


Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

 


                          Η ιστορία μας όμως δεν έχει μόνο ένα γυμνάσιο που νοιώθει και καταλαβαίνει και μιλάει. Δεν έχει μόνο καθηγητές και μαθητές έτσι αόριστα . Όχι όχι όχι. Η ιστορία μας έχει τους δικούς της ήρωες. Μια αγέλη από δέκα νεαρούς έφηβους με ανησυχίες και ανασφάλειες. Με καλές και κακές στιγμές. Με προτερήματα και ελαττώματα. Οι έξι από αυτούς ήταν λίγο πιο δεμένοι. Μια κλίκα μέσα στην αγέλη. Ο Χρήστος, ένα αγόρι χαμηλών τόνων, με φοβερή έφεση στην αναπαραγωγή του λόγου, εύστροφος και υπερβολικά ευγενικός. Υπερβολικά ψηλός για την ηλικία του, μελαχρινός και με ακμή. Με απλό σπορ στυλ και ρόκ μουσικές επιλογές. Ο Πέτρος, αρκετά κοινωνικός, με χιούμορ κι ένα μυαλό που σκαρφιζόταν μόνο πλάκες. Κοντούλης, στρουμπουλός σαν ένα τέλειο κεφτεδάκι με τα καστανά του μαλλιά κουρεμένα καπελάκι, που στεκόταν σαν περουκίνι στο στρογγυλό κεφάλι του και συνεχές αθλητικό στυλ - όσο πιο φαρδιά ρούχα τόση περισσότερη ασφάλεια ένοιωθε ενώ η μουσική που αγαπούσε ήταν η ηλεκτρονική. 

Ο Φοίβος ήταν έξυπνος, γλυκός και αρκετά εσωστρεφής, μα αν έβρισκες τα κουμπιά του αποκαλυπτόταν όλη η ομορφιά του χαρακτήρα του που πολλές φορές παρεξηγιόταν μα, πέρα από αυτό και εξωτερικά ήταν ένας όμορφα εκκολαπτόμενος νέος με ξανθά μαλλιά που θύμιζαν συνέχεια καλοκαίρι αλλά το ντύσιμό του ήταν παλιομοδίτικο με πουλόβερ, γιλέκα και λινά παντελόνια με τσάκιση. Παλιομοδίτικο όπως και η κλασσική μουσική παιδεία που είχε λάβει καθώς έπαιζε από μικρή ηλικία βιολί. 


Η Αθηνά, μια νεαρή με οξύ πνεύμα και μυαλό, με πολύ θετική ενέργεια, αισιόδοξη μα ταυτόχρονα ρεαλίστρια. Μελαχρινή, με λιγότερο ευλογημένη εξωτερική εμφάνιση αφού τις περίσσευαν λίγες καμπύλες κάτι που δε μπορούσε να κρύψει με τα ρούχα της καθώς διάλεγε στενή γραμμή σε παντελόνια και μπλούζες και άκουγε με ευχαρίστηση ελληνικά τραγούδια παλιά και νέα. Η Κοραλία, σχετικά όμορφη, σχετικά έξυπνη, σχετικά απροσάρμοστη και γενικά γι' αυτή την κοπέλα όλα ήταν σχετικά. Όπως το χρώμα των μαλλιών της που άλλαζε σχεδόν κάθε μήνα. Όπως και το στυλ της που άλλαζε επίσης κάθε εβδομάδα. Από χίπισσα σε γκοθ και από γκοθ σε τρέντι, όσο για τη μουσική που άκουγε ήταν κι αυτή σχετική. Από ρόκ μπαλάντες σε ρέγκε και από ρέγκε σε ρεμπέτικα. Η Δήμητρα, ορεξάτη πάντα για παιχνίδι και μάλιστα το αγαπημένο της! Το ποδόσφαιρο! Φοβερά δυνατή με εκτελέσεις απίστευτων σουτ - για κορίτσι, που λένε και τ' αγόρια- κανονική στο ύψος με μυώδες σώμα και πυρόξανθα μαλλιά, με αθλητικό στυλ το οποίο ήταν λίγο άχαρο, σαν κάποιος άλλος να διάλεγε τα ρούχα της και η μουσική που επέλεγε ήταν η ποπ. Ο Οδυσσέας κι ο Ερμής, που ήταν δίδυμοι και απείχαν μίλια ο ένας από τον άλλον αλλά όχι εξωτερικά. Εξωτερικά ήταν ίδιοι, από την κορυφή ως τα νύχια, καστανόξανθοι και ψηλοί. Εσωτερικά όμως, ο Ερμής ήταν κυριολεκτικά μια κοινωνική πεταλουδίτσα, όπου πηγαδάκι και κουτσομπολιό εκεί κι αυτός. Ο Οδυσσέας ήταν βιβλιοφάγος, με απίστευτη έφεση στις χειροτεχνίες, χειροκατασκευές και ευρεσιτεχνίες γενικότερα. Σαν δίδυμα τα στυλ τους έμοιαζαν, ήταν και οι δύο απλοί και σπορ και άκουγαν εντελώς διαφορετική μουσική. Ο Οδυσσέας άκουγε ό,τι έβρισκε μπροστά του ό,τι εποχής κι αν ήταν ενώ ο Ερμής άκουγε μόνο νέα τραγούδια σε ποπ ραδιοφωνικούς σταθμούς. Και τέλος, η Άννα και ο Μαρίνος, το πρώτο ζευγαράκι της παρέας. Η Άννα, κοντούλα και καστανή, με πολύ σεμνό στυλ, μόλις είδε τον Μαρίνο, που ήταν ψηλός και αθλητικός, τον ερωτεύτηκε, όπως και εκείνος άλλωστε, κεραυνοβόλα. Από τότε τα χέρια τους είναι πάντα ενωμένα και οι καρδιές τους χτυπάν σαν μία και ακούνε ερωτικές μπαλάντες και άλλα τέτοια πολλά όμορφα πράγματα.

                     Η αγέλη της ιστορίας μας καταχωρήθηκε στους περιθωριακούς και μάλιστα γρήγορα και  χωρίς καμία ελπίδα ανέλιξης για σχεδόν κανέναν τους. Βαθιά μέσα τους όμως, γνώριζαν πως δεν ανήκαν σε αυτήν την συνομοταξία. Δεν άντεχαν αυτή την αδικία, ένοιωθαν μειωμένοι και  απομονωμένοι σαν να έχουν μια μορφή  λέπρας αόρατη στα μάτια τους. Επιθυμούσαν την αναγνώριση και την αποδοχή από τους γύρω τους, ειδικά στο σχολικό τους περιβάλλον. Ήθελαν να πηγαίνουν στο σχολείο και να τους χαιρετούν με χαμόγελα οι συμμαθητές τους και οι καθηγητές να τους σέβονται και να τους ακούν. Ήθελαν να γίνουν περιζήτητοι.  

                                          Τα πράγματα στην τάξη δεν ήταν και τόσο καλά, τους είχαν ήδη κολλήσει διάφορα παρατσούκλια και αστειευόντουσαν με αυτή  την δύσμορφη παρέα. Ο Χρήστος, ο Πέτρος, ο Φοίβος, η Αθηνά, η Κοραλία και η Δήμητρα τύχαινε να είναι όλοι τους στο ίδιο τμήμα κι έτσι, όσο κι αν ακουγόντουσαν διάφορα περίεργα γι΄ αυτούς, είχαν ο ένας τον άλλον να στηρίζονται. Στο προαύλιο η κατάσταση ήταν χειρότερη, τους φώναζαν "δέκα μικροί χαμένοι", τους έσπρωχναν στην σειρά για το κυλικείο ή τους τραβούσαν πίσω. Βλέμματα κακίας και υποτίμησης που έκαιγαν σαν ηφαίστεια. Ευτυχώς για την αγέλη μας και εκεί , είχαν ο ένας τον άλλον. 

                      Είχαν καταλάβει από νωρίς πως μόνο έτσι θα επιβίωναν και θα γλύτωναν τα χειρότερα. Με την δημιουργία της αγέλης τους, της κλίκας τους, με αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη. Άκουγαν ο ένας τα προβλήματα του άλλου, έβλεπαν τις όμορφες και τις άσχημες πλευρές τους, ονειρευόντουσαν τρόπους να γίνουν κι αυτοί περιζήτητοι. Ο Χρήστος ήθελε να γράψει μια φοβερή έκθεση που θα του έπλεκαν το εγκώμιο μέχρι και οι επόμενες γενιές καθηγητών και μαθητών αλλά δεν ήξερε το θέμα. Ο Πέτρος ήθελε να δημιουργήσει την απόλυτη ευρεσιτεχνία για το απόλυτο σκονάκι. Η Αθηνά, πιο ρεαλίστρια από όλους, προσπαθούσε για την καλύτερη απόδοσή της στο παρόν, χωρίς να σπαταλά χρόνο σε ονειροπολήσεις. Η Κοραλία επιθυμούσε ένα μόνο πράγμα, να τελειώσει όσο γρηγορότερα αυτή η παρωδία του σχολείου και της εφηβείας και ν’ ανοίξει τα φτερά της πετώντας προς τα όνειρά της.  Για τον Φοίβο τα όνειρα ήταν πιο απλά, ήθελε μόνο να βγάλει καθαρή την μέρα, την κάθε μέρα, χωρίς να πεταχτεί από κάποια γωνία κανένα τριτάκι και να του ζητήσει το χαρτζιλίκι του. Χωρίς να τις αρπάζει όταν αρνείται να μείνει νηστικός, γιατί αυτό συνήθως συνέβαινε όταν του έπαιρναν το χαρτζιλίκι και ήταν πολύ περήφανος για να δεχθεί έπειτα ελεημοσύνη και πολύ ηθικός για να πάει να καρφώσει το τριτάκι στην διευθύντρια. Η Δήμητρα ήθελε να δημιουργήσει την πρώτη κοριτσίστικη ομάδα ποδοσφαίρου στο σχολείο, ονειρευόταν κύπελλα και πρωταθλήματα και πλήθος να φωνάζει το όνομά της.

                Αυτά ονειρευόντουσαν και μοιραζόντουσαν οι φίλοι όταν δεν άκουγαν τις προσβολές των περιζήτητων συμμαθητών τους. Αυτά φανταζόντουσαν πως θα ήταν η εκδίκησή τους σε όλες τις τρικλοποδιές και σπρωξιές. Οι ορμόνες τους φώναζαν για δράση κατά των συμμαθητών, κατά των καθηγητών, κατά των πάντων. Η εφηβεία δεν είναι εύκολη, ειδικά όταν όλα πάνω σου και μέσα σου μεταβάλλονται και ο κόσμος προσπαθεί να σου περάσει μια εικόνα κομμένη και ραμμένη σε άλλα μέτρα από τα δικά σου  με σκοπό το κανονικό και το σίγουρο. Η εφηβεία επιτάσσει επανάσταση. Μια επανάσταση που ξεκινά από την ανάγκη για αποδοχή. Αποδοχή των ίδιων των εαυτών τους που είναι περίεργοι και παράξενοι και περιθωριακοί. Που νοιώθουν όμως ταυτόχρονα μοναδικοί και ξεχωριστοί.

                       Το καταφύγιο των περιθωριακών μας φίλων ήταν ο τσιμεντένιος λίθος που θύμιζε κάθισμα στο τέλος της αυλής, δίπλα από τα κίτρινα κάγκελα και απέναντι από τις δύο πολυκατοικίες με το στενό  δρομάκι. Εκεί θα ξεκινούσε η επανάστασή τους, μια επανάσταση περίεργων, απομονωμένων, περιθωριακών. Επανάσταση με χρώματα του ουράνιου τόξου και της ελπίδας, με άρωμα παλιό και βρεγμένο χώμα, σαν αυτό που πότιζε της ρινικές τους κοιλότητες στα πρώτα διαλείμματα των μουντών ημερών. Γελώντας μια μέρα, ο Ερμής κι ο Οδυσσέας  ανέφεραν πως όντως είχαν καταφέρει κάτι στον κόσμο των περιζήτητων. Είχαν εδραιώσει το στέκι τους και οι περιζήτητοι κοροϊδευτικά το αποκαλούσαν το στέκι των δέκα μικρών χαμένων. Γέλασαν όλοι, γάργαρα, νευρικά γέλια που θύμιζαν χορό αρχαίας τραγωδίας που περίμενε την εξιλέωση του ήρωα. Το γυμνάσιό μας ακούγοντάς τα, ένοιωθε να ξυπνούν και κάτι άλλο. Κάτι μυσταγωγικό και ουσιώδες, κρυφό και φανερό, γνωστό αλλά ξεχασμένο, παραμυθένιο και πραγματικό, κρυστάλλινο και ομιχλώδες…


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙ

 


                        Ο μικρός τότε Οδυσσέας, άρχισε να απομακρύνεται σιγά σιγά από την θαλπωρή που του πρόσφερε η οικογένεια του, την αγκαλιά της μητέρας του, τα κανακέματα των αδερφών του και τα στοργικά λόγια του πατέρα του. Άρχισε να απομακρύνεται και από τους δύο μοναδικούς φίλους που είχε. Οι φωνές των μεγαλύτερων συμμαθητών του έπαιζαν συνέχεια σαν κασέτα σε επανάληψη μέσα στο μυαλό του και δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτές. Ακόμα κι αργά το βράδυ, στην ησυχία και στο σκοτάδι της νύχτας, όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι του, περιμένοντας  το επόμενο βασανιστικό πρωινό, άκουγε αυτές τις φωνές να του λένε πως δεν αξίζει, πως δεν μετράει και πως στην ουσία είναι ένας άχρηστος από μια άχρηστη φτωχή οικογένεια που ποτέ μα ποτέ δεν θα καταφέρει τίποτα. 

                Ξυπνούσε πιο κουρασμένος απ' όταν έπεφτε στο κρεβάτι. Το μυαλό του πετούσε και χανόταν στο κενό. Προτιμούσε να μη σκέφτεται και να παρηγορείται σε ονειροπολήσεις. Και το γεγονός αυτό πρόσθεσε κι άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς από τους συμμαθητές του. Οι καθηγητές άρχισαν να του κάνουν παρατηρήσεις να προσέχει στο μάθημα και ο Γυμνασιάρχης έπειτα από τρείς επιπλήξεις κάλεσε τους γονείς του μικρού Οδυσσέα στο σχολείο. Όσο οι γονείς του μιλούσαν με τον Γυμνασιάρχη, ο Οδυσσέας καθόταν στην συνηθισμένη θέση του στην αυλή. Στο πίσω μέρος με τους ξύλινους πασσάλους και το συρματόπλεγμα.

                  Καθώς σκούπιζε τα μάτια του από το κλάμα, πέρα από το συρματόπλεγμα, ανάμεσα σε δύο μονοκατοικίες, του φάνηκε για μια στιγμή πως είδε κάτι. Τα μάτια του όμως ήταν θολά. Τα έτριψε και τα ξανασκούπισε μέχρι να καθαρίσει η όραση του και να δει αυτό που δεν περίμενε ποτέ! Ανάμεσα στις μονοκατοικίες υπήρχε ένα περίπτερο.  Περίεργο περίπτερο, με μια ακόμα πιο περίεργη ριγωτή τρικολόρε τέντα με λευκό κόκκινο και πράσινο, έναν περίεργο κορμό που έγερνε λίγο, αλλά δεν καταλάβαινες προς τα πού, επειδή  φαινόταν  να γυρίζει συνέχεια γύρω από τη βάση του σαν μια αργή σβούρα, περιστοιχισμένο από έναν παράξενο πάγκο, γεμάτο με  ζαχαρωτά, καραμέλες, γλειφιτζούρια και παιχνιδάκια αλλιώτικα. Μα το πιο περίεργο είναι πως δεν διέκρινε πουθενά πόρτα.  Πήρε μια βαθειά ανάσα και γεμάτος περιέργεια ξεκίνησε να πάει να εξετάσει από κοντά αυτό το αξιοπερίεργο κατασκεύασμα. 



Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΙΝΔΙΚΕΣ ΚΑΣΤΕΣ

 


                                          Όταν ο στιγματισμός κατ΄ άτομο ως μονάδα και προσωπικότητα δεν είναι αρκετός, τότε, όπως και σε μια άλλη Ινδία, το σχολείο χωρίζεται σε περιοχές. Διαφορετικά τμήματα του προαύλιου χώρου και της τάξης, όπου κάθεσαι αναλόγως με την κάστα στην οποία σε έχουν καταχωρήσει. Από τον χώρο του παραπετάσματος ή αλλιώς του μικρού εξώστη και από τα πεζούλια του κυλικείου έως τις βρύσες, που κρύβουν πίσω τους ανθοφόρους θάμνους και λουλούδια, είναι η περιοχή των περιζήτητων, άλλωστε μόνο κάτι όμορφο και ευχάριστο θα μπορούσε να τους αντιπροσωπεύει σαν άτομα. Από το πίσω παγκάκι, αυτόν τον τσιμεντένιο όγκο βασικά που θυμίζει κάθισμα, και τα κάγκελα που υψώνονται πίσω του και πλάι του και καταλήγουν στο τέρμα της αυλής όπου τέμνονται με την κοιλότητα του γηπέδου, είναι η περιοχή των περιθωριακών. Κενή, τσιμεντένια και άσχημη.

                                    Μια μεσαίου μεγέθους τάξη, έχει χωρητικότητα είκοσι με εικοσιπέντε άτομα. Οπότε, σε παράλληλες ευθείες από την πόρτα προς τον πίνακα μπορεί να χωρέσει περίπου δώδεκα με δεκατρία θρανία, ένα θρανίο για κάθε δύο μαθητές. Τα μεσαία θρανία έχουν το πλεονέκτημα της κάλυψης από τα άτομα που κάθονται μπροστά, όπως και τα τελευταία μόνο που αυτά τα προσέχουν περισσότερο οι καθηγητές. Τα πρώτα θρανία είναι μεν ακριβώς μπροστά στον καθηγητή αλλά πολλοί καθηγητές δεν κάθονται μόνο στον μπροστινό χώρο της αίθουσας.  Στον χώρο της τάξης υπάρχει επίσης ο διαχωρισμός, που έχει ως εξής: τα μεσαία θρανία και το πολύ ένα τελευταίο θρανίο ανήκουν στους περιζήτητους. Τα υπόλοιπα, δηλαδή τα μπροστινά και τα τελευταία ανήκουν στους περιθωριακούς.

                                       Ο διαχωρισμός αυτός είναι τόσο εμφανής που γίνεται αντιληπτός και από τους καθηγητές. Αν και λογικά πάντα, αυτοί οι τελευταίοι, οι καθηγητές δηλαδή,  θα έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, υπάρχουν στιγμές που ενεργούν βάση αυτού του διαχωρισμού. Έτσι  λοιπόν, όντες σε θέση ισχύος, χρησιμοποιούν κάποιους μαθητές- κυρίως της περιθωριακής κάστας- ως "κακά" παραδείγματα, μιλούν με διαφορετική χροιά στον κάθε μαθητή, αναλόγως της κατάταξής του και σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις τους ειρωνεύονται ανοιχτά και συμπεριφέρονται  ανάρμοστα προς το επάγγελμα τους.

                      Κι οι μαθητές όμως δεν είναι άβουλα όντα. Αγαλματάκια, ακίνητα, αγέλαστα, που όσο και να τα υποτιμάς και να τα μειώνεις να μην σαλεύουν. Να μην αντιδρούν.  Η αντίδραση υπήρχε πάντα  και ειδικά προς το "κατεστημένο" και το "σύστημα", δηλαδή  προς τους καθηγητές και την διεύθυνση, καθώς η περιέργεια και η αντίδραση είναι φυσικά χαρακτηριστικά των περισσότερων παιδιών. Αντίδραση δίχως όμως ιδιαίτερη ασέβεια, αλλά πιο πολύ με αυτόν τον παιδικό, αφελή, αλλά και σαρκαστικό τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά θέτουν τα όριά τους και όταν αυτό δεν πιάνει, γιατί σε μια τάξη ο καθηγητής άρχει, συνηθίζουν να βγάζουν παρατσούκλια τόσο σωστά διαμορφωμένα και με τόση φαντασία, τόσο στοχευμένα που χωρούν σαν γάντι στον κάθε χαρακτηριζόμενο.

                                    Μέσα λοιπόν σε αυτή την μεγάλη ζούγκλα του Γυμνασίου υπάρχουν συγχρόνως  και άλλες ζούγκλες. Η ζούγκλα των καθηγητών, η ζούγκλα των θεσμών, η ζούγκλα των μαθημάτων και των εξετάσεων, η ζούγκλα των περιθωριακών και φυσικά η ζούγκλα των περιζήτητων. Στην ζούγκλα των περιζήτητων, όπως και στις περισσότερες, το μεγάλο ζώο τρώει το μικρό. Και λέω στις περισσότερες γιατί στην ζούγκλα των περιθωριακών όλοι ζουν σχετικά αρμονικά αφού είναι λίγο μίζερο να συναγωνιστείς στο ποιος είναι ο πιο χαμένος, εκτός αν εμπλέκονται σε κάτι τέτοιο οι περιζήτητοι. Κι εφόσον το μεγάλο ζώο τρώει το μικρό είναι φυσικό και επόμενο όλοι να προσπαθούν να γίνουν μεγάλα ζώα. Τι γίνεται όμως αν κολλήσεις στην μέση; Η ισορροπία σε αυτή την ζούγκλα λειτουργεί αλλιώς, όλοι λάμπουν για λίγο, όσοι συνεχίζουν να λάμπουν για πολύ είναι γιατί πατάν επί πτωμάτων, που λέει ο λόγος, έτσι; Τρικλοποδιές και φάρσες είναι μόνο σωματικές βλάβες αλλά δεν σταματάν εκεί, προδίδουν φίλους και χρησιμοποιούν ψυχολογικά τρικ για να ξεγελάσουν τους γύρω τους. Έτσι, όταν είσαι στην μέση πρέπει να ανέχεσαι πολλά και να έχεις γερό στομάχι.

                                 Αν δεν ανέχεσαι άλλο τις παρανοϊκές απαιτήσεις και δεν αντέχεις άλλο αυτόν τον φανταχτερό αλλά μοχθηρό τρόπο ζωής ή αν φτάσεις στα όρια σου και με ένα μπαμ! τινάξεις στον αέρα με τις φωνές σου το μισό σχολείο, αν πεις όχι ή δεν θέλω ή δεν μπορώ, ε αυτό ήταν, τέλος! Έχεις εξοριστεί δια παντός από την ζούγκλα των περιζήτητων, ειδικά αν είσαι εκεί στην μέση. Αν είσαι χαμηλότερα της μέσης,  με την  παραμικρή αντίρρηση έχεις φύγει, έχεις αποταχθεί και μάλιστα με άσχημο τρόπο...

                            Και το αστείο είναι πως δεν ξαναγυρνάς, σε έχουν εξοστρακίσει σαν άλλοι Αθηναίοι πολίτες αλλά ισοβίως. Δεν υπάρχει κανένα κανάλι επικοινωνίας πια. Ούτε καν με εκείνους που συμπαθούσες λίγο παραπάνω. Δεν σου μιλάει κανείς, ακόμα και αν ρωτήσεις κάποιον περιζήτητο, ενώ μόλις έχεις ξεπέσει σε περιθωριακός, "τί ώρα είναι;" δεν θα βλεφαρίσει καν, σαν να είσαι αόρατος. Στους χώρους εντός του σχολείου σε αποφεύγουν διακριτικά, σαν να είσαι πεθαμένος και βρωμάς αλλά δεν θέλουν να στο πουν για να μην σε τρομάξουν. Στους χώρους εκτός σχολείου είσαι όντως φάντασμα ή  αυτό σου δείχνουν με την συμπεριφορά τους. Εισπράττεις πλήρη αδιαφορία ή καλύτερα  πλήρη άρνηση ολόκληρης της ύπαρξής σου. 

                         Η κόντρα των δύο αυτών κόσμων δεν είναι κάτι νέο. Αυτή η κόντρα είναι τόσο παλιά όσο και το σχολείο μας ίσως και παλιότερη, απλά δεν εκφραζόταν πάντα με τα ίδια μέσα. Οι περιζήτητοι διεκδικούσαν την κοινωνική ανωτερότητα και το φαίνεσθαι ενώ οι περιθωριακοί πολεμούσαν για ίση αντιμετώπιση. Πώς μεταφράζεται όμως αυτό στην ψυχή του εφήβου; Πόσο τον εξουθενώνει αυτή η συνεχής πάλη να αποδείξει το είναι του, τον εαυτό του; Και γιατί να χάνει πόντους όταν έχει αδαμάντινο χαρακτήρα αλλά είναι ασχημόπαπο; Αυτά είναι τα αιώνια ερωτήματα των γυμνασιόπαιδων, αιώνια, μεγάλα και αναπάντητα έως ότου να φτάσεις σε ηλικία που να μπορείς να καταλάβεις το πραγματικό νόημα. Ή κάτι ... μοιραίο να συμβεί και να καταλάβεις νωρίτερα.    


Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 2

 Απογευματάκι στην νύφη του Θερμαϊκού. Δύο ζευγάρια από Αθήνα κάνουν την βόλτα τους στην παραλία και χάνουν το μυαλό τους καθώς βλέπουν ένα μοναδικό και πανέμορφο θέαμα. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός έχει βαφεί από μια παλέτα με πορφύρα, μοβ, κίτρινο, γαλάζιο, φούξια και μπλε ενώ ένας κοραλλένιος ήλιος βουτάει στο πέλαγο.

Μαγεία, μια μυσταγωγική λειτουργία που εκτελείται σε απόλυτη σιωπή με πλήρη αρμονία.

Επηρεασμένοι απ’ το φανταστικό σαν αλλόκοσμο θέαμα ανηφορίζουν την Αριστοτέλους και μπλέκονται στα στενάκια της Άθωνος ψάχνοντας κάπου να κάτσουν για ν’ απολαύσουν τα περιβόητα σαλονικιώτικα μεζεδάκια.

Ήρθαν καλά διαβασμένοι. Ξέρουν το μπουγιουρντί και γνωρίζουν ότι αν παραγγείλουν καλαμάκια θα μείνουν νηστικοί.

Κάθονται σ’ ένα ωραίο τραπέζι δίπλα σε κάτι κατεβασμένα πράσινα κιοπέγκια* φθαρμένα απ’ τον χρόνο, παλιοκαιρισμένα, φορτωμένα μ’ ένα κάρο ιστορίες. Αν είχαν στόμα να μιλήσουν πόσα θα είχαν να μας πουν. 

Δίπλα τους κάθεται μια παρέα Θεσσαλονικείς. Το κατάλαβαν από τα –σε και –με: ρε, πλάκα με κάνεις; Μη με το λες; Θα με μάθεις κι εμένα να την κάνω πλάκα τη μάνα μου;

Η γενική πτώση καταργήθηκε;  Μόνο αιτιατική χρησιμοποιούν εδώ πάνω;

Ένα χαμογελαστό παλικαράκι πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία τους αφού προηγούνται.

Μία μύδια παντρεμένα.* Μία σαρδέλες γούνα* στον άνθρακα.* Βάλε και μια γαρίδες στην σουπιέρα* για μάκα μάκα.* Κι από αλοιφές* τι έχεις;  Παιδιά, τι θα πιούμε; Φέρε μία φούστα μπλούζα Αρειανίδικη.* Τι φούστα μπλούζα, ρε;  Φούιτ* έπαθες; Φέρε ένα καραφάκι γκράπα.* Α, βάλε και λίγα σαρμαδάκια ορφανά.* Και δύο μπουγιουρντί, με τυρί* και μπούκοβο το ένα και το άλλο γλυκό με τυρί, κασέρι, πιπεριά.*

Έως εδώ κρυφάκουσαν γιατί είπαν κι άλλα μα, ήταν τέτοια η απορία τους καθώς κοιταζόντουσαν μεταξύ τους που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα υπόλοιπα.

Τι λεξικό ν’ ανοίξεις και ποιον να πιάσεις να ρωτήσεις τι παρήγγειλαν οι από δίπλα;

Ο σερβιτόρος επιστρέφει αμέσως για να πάρει την δική τους παραγγελία.

Σαστισμένοι οι άνθρωποι τον ρωτούν αν ισχύει ο κατάλογος. 

-Βεβαίως ισχύει, γιατί;

-Να, επειδή ακούσαμε τα παιδιά προηγουμένως και δεν καταλάβαμε τίποτα.

-Α, δεν είστε από ‘δω, ε; Μισό να σας συστήσω. Παιδιά, η παρέα εδώ είναι, από πού είστε* είπαμε; Από την Αθήνα. Και δεν κατάλαβαν τι παραγγείλατε. Θα τους εξηγήσετε εσείς γιατί έπεσε κόσμος και τρέχω;

-Ναι, αμέ! Ναι, γεια! Δέχτηκαν με έντονα γέλια χρησιμοποιώντας τα βεβαιωτικά και των δύο πόλεων.

Στράφηκαν προς το μέρος τους, μισογύρισαν τις καρέκλες τους και συστήθηκαν.

-Αρχικά, μην ακουμπάτε στα κιοπέγκια επειδή δεν ξέρεις από πού θα σε βρει η αραχνούλα και θα γίνεις σπάιντερμαν. 

-Κιοπέγκια;

-Τα ρολά, τα στόρια ντε!

-Αααα, αναφώνισαν και τραβήχτηκαν προς τα έξω.

-Λοιπόν, τι παραγγείλαμε; Να σκεφτώ… Μύδια παντρεμένα. Είναι τα τηγανητά που πανάρονται δυο δυο, ζευγαράκι, γι΄αυτό τα λέμε παντρεμένα.

Σαρδέλες γούνα είναι οι καθαρισμένες κι ανοιγμένες στη μέση όπως ανοίγουν την γούνα όταν την τεντώνουν για να ξεραθεί.

-Κι ο άνθρακας πού κολλάει; 

-Τα κάρβουνα ρε καρντάσι!

Εν τω μεταξύ ήρθαν και τα ποτά και άρχισαν τα «στην υγειά μας» και «βίβα».

-Γαρίδες στη σουπιέρα είναι οι γαρίδες σαγανάκι και μάκα μάκα οι βούτες που κάνουμε με το ψωμί.

-Αλοιφές είναι οι σαλάτες που είναι σε κρέμα όπως η χτυπητή, το τζατζίκι, η ρώσικη.

-Ε, όχι. Καλά ως εδώ αλλά αλοιφές βρε παιδιά λέμε τα φάρμακα…

-Και η κρέμα φάρμακο είναι αλλά την τρως κιόλας!

-Με αποστώμοσες!

-Φούστα μπλούζα αρειανίδικη είναι η ρετσίνα και η κόλα γιατί πάνε μαζί, ασορτί.

-Φούιτ λέμε όταν παθαίνεις λάστιχο. Προέρχεται από το γαλλικό fuite που σημαίνει διαρροή. Πιο σωστό από το «έπαθα λάστιχο» που λέτε εσείς, σαν να λέτε «έπαθα Μενεγάκη».

-Και η γκράπα που παραγγείλατε; Η ιταλική;

-Όχι ρε φίλε, γκράπα είναι εδώ, ντόπια μακεδονίτικη, ελλαδάρα. Είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Το καλύτερο πράμα. Δοκίμασε να δεις και να με πεις…

-Σαρμαδάκια ορφανά, είναι τα χωρίς κιμά, τα γιαλαντζί, αλλά γιατί να το λέμε τούρκικα;

-Μπουγιουρντί με τυρί, δηλαδή με φέτα.  Άκου με τι θα σε πω: τυρί λέμε την φέτα και από κίτρινα τυριά πιο πολύ τρώμε το κασέρι. Όλα τα άλλα τα λέμε με το όνομά τους. Επειδή σεβόμαστε τους κανόνες της φιλοξενίας και φημιζόμαστε γι’αυτό, έχουμε και  τον Ξένιο Δία δυο βήματα από ‘δω, στο Δίον, στην Κατερίνη, γι’ αυτό θα σε πω την αλήθεια. Σ’ αυτό έχετε δίκιο εσείς, εμείς το λέμε λάθος. Αλλά τι να κάνουμε; Φτωχομάνα βλέπεις και ο πολύς ο κόσμος από παλιά αυτά τα δυο είδη που παρήγαγε η περιοχή αυτά έτρωγε, γι’ αυτό κι έμεινε να τα λέμε έτσι.

-Άντε, γεια μας! Γεια μας και να πεθάνει ο χάρος!

-Δεν ενώνουμε και τα τραπέζια να είμαστε πιο άνετα;

-Ναι, για να μας πείτε κι άλλα. Ωραία τα λέτε.

-Ξέρετε ότι εμείς τις λεύκες, τα δέντρα ντε, εμείς τα λέμε καβάκια;

Κι έτσι η γνωριμία έγινε παρέα, η διασκέδαση γλέντι και δημιουργήθηκαν φιλίες που κρατούν χρόνια!


*Είστε αντί του είσαστε, τραγουδούσαμε και όχι τραγουδάγαμε, κ.ο.κ. τι να κάνουμε; Λόγω ψύχους κόβουμε ότι μπορούμε.

Είστε – είσαστε πλέον είναι και τα δυο σωστά ενώ παλιότερα ίσχυε μόνο το πρώτο.

Τα τραγουδάγαμε, μιλάγαμε, γλεντάγαμε κλπ είναι τοπικοί ιδιωματισμοί, γραμματικά λάθος.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 1

 Αθηναίοι, στο φαγητό δεν μας πιάνετε, μην το πολεμάτε άλλο, είναι μάταιος κόπος.

Μάθημα πρώτο

Χαιρετισμούς από την πατρίδα της ρώσικης σαλάτας. Για όσους δεν το γνωρίζετε, η ρώσικη σαλάτα ανακαλύφθηκε στην Θεσσαλονίκη από τον Ρογκότη, τα γνωστά σουτζουκάκια… ξέρετε, κι όσοι δεν ξέρετε ας προσέχατε!

Ήταν που λέτε, το 1917 όταν ο γνωστός Θεσσαλονικιός εστιάτορας εμπνεύστηκε μια σαλάτα με διάφορα θαλασσινά και πίκλες από πολλά και διάφορα λαχανικά τα οποία ένωσε με μαγιονέζα. Ε, δεν θα σας δώσουμε και τη συνταγή τώρα, λυπηθείτε μας!

Στο θέμα της ονοματοδοσίας αντιμετώπισε ένα προβληματάκι, το έλυσε όμως γρήγορα καθώς προέκυψε η ρώσικη επανάσταση. Εκείνη η χαώδης κατάσταση του θύμισε την σαλάτα του οπότε το όνομα κατοχυρώθηκε. Αργότερα βέβαια, ο εκλεπτυσμένος ουρανίσκος των Θεσσαλονικέων αντικατέστησε τα θαλασσινά με αλλαντικά κι έτσι προέκυψε η γνωστή πια σε όλους μας, ρώσικη σαλάτα!

Μάθημα δεύτερο

Ο Κόμης του Sandwich, John Montagu ήταν μεγάλος τζογαδόρος κι εθισμένος χαρτοπαίκτης. Επειδή δεν ήθελε να σηκώνεται από την τσόχα ούτε για να γευματίσει συνήθιζε να παραγγέλνει απ’ την ορντινάτσα του να του φτιάχνει ένα πρωτότυπο για την εποχή του γεύμα. Ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί έβαζε φέτες γαλοπούλας ή άλλο κρεατικό, τα συνοδευτικά του πιάτου και τη σαλάτα. Έτσι, αυτή η νέα εφεύρεση πρόχειρου φαγητού πήρε το όνομά του. Αντίστοιχα, το ελληνικό αμφίψωμο κατά τη γνωστή συνήθεια της ελληνικής κοινωνίας να υιοθετεί οτιδήποτε ξενόφερτο ονομάστηκε σάντουιτς.

Γι’ αυτό και πολύ σωστά, εμείς στη Θεσσαλονίκη, ότι είδος ψωμιού – ζυμωτής πίτας, ζεστού ή κρύου, περιέχει τα καθιερωμένα υλικά, το λέμε σάντουιτς.

Μάθημα τρίτο (όπου σουβλάκι βλ. αθηναϊκό καλαμάκι)

Πολύ παλιά, δεν υπήρχαν σουβλατζίδικα, σαντουιτσάδικα. Υπήρχαν πλανόδιοι με συρόμενους πάγκους – φουφούδες, που έψηναν τα σουβλάκια και τα πουλούσαν χύμα ενώ πάνω από κάθε ένα έβαζαν και μια φέτα ψωμί. Κάποιοι ίσως να το έχετε προσέξει σε παλιές ελληνικές ταινίες. Έτσι λοιπόν, η παραγγελία ήταν ένα, δύο ή περισσότερα σουβλάκια. Το ψωμί ήταν ευνόητο επειδή τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Από την εποχή εκείνη καθιερώθηκε το σουβλάκι στην Αθήνα ως κρέας με ψωμί. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν το φραστικό ανορθόδοξο στις παραγγελίες όταν άνοιξαν τα πρώτα μαγαζάκια πρόχειρου φαγητού. Ένα σουβλάκι με γύρο ή μπιφτέκι ή ντονέρ, εννοώντας βέβαια, το ανάλογο κρεατικό συνοδεία ψωμιού ή πίτας.

Διότι αγαπητοί μου, το σουβλάκι είναι υποκοριστικό της σούβλας. Η σούβλα – η μεγάλη που σουβλίζουμε το αρνί και σουβλάκι -το μικρό που περνούμε κομμάτια κρέατος. Εξ ού και το κοντοσούβλι. Δεν είναι καλαμάκι από την καλαμιά και σαφώς δεν λέμε κοντοχοιρινοκάλαμο!

Μάθημα τέταρτο

Αντιθέτως, καλαμάκι είναι αυτό που πίνουμε, αυτό π’ροφάν που λένε και οι Λαρισαίοι.

Αιτιολογείται εύκολα γιατί όπως τα καλάμια είναι κούφια ανάμεσα στους κόμπους του βλαστού  έτσι και τα καλαμάκια που χρησιμοποιούμε για τα ποτά και τα αναψυκτικά μας. 

Μάθημα πέμπτο

Η μπουγάτσα δεν είναι πίτα αλλιώς θα την λέγαμε κρεμόπιτα. Το φύλλο της μπουγάτσας παρασκευάζεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο καθώς ανοίγεται πάρα πολύ λεπτό όπως αυτό του μπακλαβά.  Γι’ αυτό υπήρχε πάντα η μπουγάτσα με κρέμα, τυρί  και κιμά ενώ αργότερα προστέθηκαν και άλλα είδη γέμισης. 

Αν δεν το γνωρίζατε εσείς στην Αθήνα και είχατε ακουστά μόνο την μπουγάτσα με κρέμα, δεν φταίμε εμείς. Ίσα ίσα, εμείς σας μαθαίνουμε να τρώτε καλό φαγητό γι’ αυτό και σας διδάσκουμε.



Μάθημα έκτο

Ό,τι πατιέται στην τοστιέρα είναι τοστ. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε αυτό;

Είτε έχει μέσα τυριά, αλλαντικά είτε της παναγιάς τα μάτια, από τη στιγμή που το ψήνεις στην τοστιέρα είναι τοστ. Τόσο απλό!

Μάθημα έβδομο

Πίνετε ούζο και στο τσακίρ κέφι σφίγγετε κανένα τσίπουρο. Γνωρίζετε και την τσικουδιά.

Την γκράπα όμως; Η γκράπα είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, διπλοβρασμένο, από 19 έως 22 γράδα. Την φτιάχνουμε κυρίως για το σπίτι μας, χωρίς τσάμπουρα επομένως χωρίς ξυλόλη γι’ αυτό και την άλλη μέρα ξυπνάμε χωρίς πονοκέφαλο και πάμε στις δουλειές μας σαν να μην τρέχει κάστανο. 

Σας μάθαμε να τρώτε, θα σας μάθουμε να πίνετε κιόλας!

Μάθημα όγδοο

Είναι χτυπητή και όχι κοπανιστή. Επειδή την χτυπάμε για να την παρασκευάσουμε και δεν την κοπανάμε σαν χταπόδι! Χτυπάμε ελαφρά το τυρί ώστε να ενσωματωθεί με την καυτερή πιπεριά. Δεν το κοπανάμε με τον κόπανο που πλένανε παλιά τα ρούχα στο ποτάμι!

Γι’ αυτό λοιπόν είναι χτυπητή ή έστω τυροκαυτερή και ουχί κοπανιστή.

Μάθημα ένατο

Τα αχλάδια εμείς τα λέμε και απίδια. Όπου απίδι, από το αρχαίο ελληνικό άπιον – αχλάδι και άπιος η αχλαδιά. Ενώ το αχλάδι προέρχεται από το μεσαιωνικό ελληνικό αχλάδιον και αχλάδα. Α, και αν σας προσφωνήσει κάποιος «γκόρτσο» μην παρεξηγηθείτε, κι αυτό αχλάδι σημαίνει…

Μάθημα δέκατο

Η σγουρή σαλάτα δεν είναι μαρούλι ούτε το μαρούλι έχει καμιά σχέση με τη σγουρή σαλάτα. Είναι δύο διαφορετικά σαλατικά. Εντάξει; Το ξεκαθαρίσαμε κι αυτό;

Μάθημα ενδέκατο

Σαρμαδάκια! Όπως λέμε ντολμαδάκια. Συνώνυμα είναι. Σαρμάδες όπως ντολμάδες. Λαχανοσαρμάδες, τζιγιεροσαρμάδες, ό,τι τυλίγεται σε φύλλο ή μπόλια και μετά μαγειρεύεται.

Μάθημα δωδέκατο

Αφήσαμε το επιδόρπιο για το τέλος. Τρίγωνα πανοράματος όπως τα ξέρετε στην Αθήνα, απλά τρίγωνα για μας.  Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση το θέμα γιατί τα γνωρίζετε καλά όπως και ότι σαν τα τρίγωνα και την Χαλκιδική δεν έχει!


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ