Δούλευε σε σιδηρουργείο γι’ αυτό τον φώναζαν Τσίγκο!
Ήταν ένα κλασικό χωριατόπαιδο. Ζορίστηκε πολύ να βγάλει το δημοτικό κι αυτό με βαθμό απολυτηρίου έξι! Αφού δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, τον έστειλε ο πατέρας του να μάθει μια τέχνη. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λένε; Αυτό!
Μεγάλος πια ο Τσίγκος, είκοσι χρονών, άρχισε να ανεξαρτητοποιείται. Όχι πως ήξερε τι σημαίνει αυτό, ή τι κάνει στην κυριολεξία, απλά, ακολούθησε τη φυσική ροή της ζωής.
Η παρέα του, συνομήλικοί του πάνω κάτω που γνωρίζονταν από παιδιά.
Έβγαιναν τα βράδια, πήγαιναν για μπύρες, μιλούσαν για κορίτσια και περνούσαν την ώρα τους με όνειρα όπως να είχαν χρήματα, να ήταν πλούσιοι, να είχαν μοντέρνα αυτοκίνητα και μηχανές, να ταξίδευαν, να πήγαιναν στα νησιά να έβλεπαν από κοντά τουρίστριες και τέτοια. Ανάμεσα σ’ αυτά τα όνειρα μια συζήτηση κυριαρχούσε περισσότερο. Ανασκαφές για λίρες! Άκουγαν ιστορίες απ’ τους μπαμπάδες, τους παππούδες, τους μπαρμπάδες και τις μετέφεραν στις μεταξύ τους κουβέντες. Σιγά σιγά, άρχισαν ν’ ασχολούνται διεξοδικά με την ανεύρεση θησαυρών. Αγόρασαν μηχανήματα και τα σαββατοκύριακα ανέβαιναν στο βουνό. Πήγαιναν στα σημεία που ανέφεραν οι ιστορίες που άκουγαν. Όπως είναι φυσικό, δεν έβρισκαν τίποτα. Για έναν περίπου χρόνο εξερεύνησαν τα δικά τους τα μέρη. Μετά, άρχισαν να ξανοίγονται. Άρχισαν να ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά για να βρουν τον θησαυρό τους. Αυτά τα ταξίδια άνοιξαν μεν τους ορίζοντές τους αλλά δυστυχώς μόνο ως προς τον στόχο τους. Η ανεύρεση θησαυρού τους είχε γίνει αυτοσκοπός.
Ο καιρός περνούσε όμως και θησαυρό δεν έβρισκαν.
Απογοητευμένος ο Τσίγκος, άρχισε να δουλεύει έναν άλλο τρόπο στο μυαλό του για να βγάλει χρήματα γρήγορα κι εύκολα.
Όταν κάποια στιγμή είχαν πάει στην Βεργίνα, είχε δει πως οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν σιδερένια ξίφη. Αγόρασε λοιπόν, σχετικά βιβλία, ξεπατίκωσε τα σχέδια, κι αποφάσισε να φτιάξει ένα πανομοιότυπο ξίφος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το φτιάξει. Σιγά το δύσκολο, σκεφτόταν!
Έτσι, τό ‘βαλε μπρος και το δούλευε. Όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρος ότι τό ‘φτιαξε τέλεια! Ωραία, το ξίφος το έφτιαξε. Τώρα;
Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να το πουλήσει. Πώς όμως και σε ποιον; Δεν ήξερε από τέτοια πράματα ο Τσίγκος. Αποφάσισε να βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες.
«Όποιος ενδιαφέρεται για σημαντικό εύρημα να με πάρει τηλέφωνο» έγραψε.
Σε δυο μέρες χτυπάει το τηλέφωνο, ένας ο ενδιαφερόμενος. Μετά ξαναχτυπάει, κι άλλος ενδιαφερόμενος. Κλείνει ραντεβού ο Τσίγκος και με τους δυο. Πάει στον πρώτο, του λέει τι και πως, παραμύθια που έβγαλε απ’ το κεφάλι του, τα φούσκωσε και λίγο απ’ τον ενθουσιασμό του, θα το σκεφτώ του λέει ο άλλος, φεύγει. Πάει στον δεύτερο, του λέει το ίδιο παραμύθι, τα φουσκώνει και λίγο παραπάνω, βλέπει τον ενδιαφερόμενο ενθουσιασμένο. Γίνεται να το δω; Τον ρωτάει. Βέβαια, του λέει ο Τσίγκος, αύριο την ίδια ώρα εδώ. Εκείνη τη στιγμή, σκάνε μύτη από πίσω του δυο γομάρια, τον αρπάζουν απ’ τον γιακά και τον μπουζουριάζουν στο τμήμα της περιοχής.
Ανάκριση στην ανάκριση και κόντρα ανάκριση, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε, την αλήθεια δηλαδή!
Αυτό κράτησε όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πάνε και μπαγλαρώνουν όλη την παρέα.
Ανάκριση και κόντρα ανάκριση, τους άφησαν ελεύθερους αφού έβγαλαν την άκρη, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους!
Τραβάνε τον Τσίγκο στο αυτόφωρο. Εξιστορείται όλο το σκηνικό και ο δικαστής ακούγοντας τα καθέκαστα κρατιέται να μην γελάσει. Αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειται, του λέει:
-Τι να σου πω, παιδί μου! Απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου