Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Μήπως ζούμε σε μια ασπρόμαυρη κοινωνία; Μήπως πέφτουμε καθημερινά θύματα του ασπρόμαυρου; Γιατί να υπάρχει μόνο καλό ή μόνο κακό; Μόνο ηθικό ή ανήθικο; Και ποιος είναι αυτός που ορίζει στις μικρές λεπτομέρειες τί είναι καλό και κακό, ποιο είναι το ηθικό και ποιο όχι; Ποιος ορίζει για μένα; 

Φυσικά υπάρχουν ασπρόμαυροι κανόνες που ακολουθεί ο περισσότερος κόσμος βάση λογικής, για παράδειγμα, ο φόνος είναι ανήθικη πράξη. Και όσο σκέφτεσαι αυτό, δηλαδή τη λογική πίσω από το ότι ο φόνος είναι κακό, ξεπηδά το γκρι. Και αν δεν είναι κακός; Αν είναι δικαιολογημένος; Δεν είναι προμελετημένος και τον διέπραξε ένα θύμα προς το θύτη του; Πόσο αυτός ο φόνος είναι κακός; 

Νομικά είναι φόνος όσα ελαφρυντικά και να υπάρχουν αλλά είναι ανήθικος; Δεν θα κατέβει ποτέ κάποιος Θεός να μας απαντήσει. Άλλωστε αυτές τις απαντήσεις δεν τις βρίσκεις στο Θεό αλλά μέσα σου.  Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του αντιλήψεις για το σωστό και το λάθος. Δεν υπάρχει ένα βιβλίο να μοιράζεται στα σχολεία και να έχουν όλοι ίδιες απόψεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα.

Κάποιοι είναι δεξιά, κάποιοι αριστερά. Κάποιοι πάνω και άλλοι κάτω.  Κάποιοι είναι φανατικοί και τα βλέπουν άσπρα, άλλοι είναι αδιάφοροι και τα βλέπουν μαύρα. Με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό, σε όλα τα επίπεδα. Διαίρει και βασίλευε σε ασπρόμαυρο κόσμο. Έναν κόσμο που αποτάσσομαι γιατί εγώ ζώ στο γκρι. Στα θολά σημεία του κόσμου, στο ενδιάμεσο και στο συνολικό.   

Η ΜΌΔΑ, ΤΟ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΔΕΙΝΆ...

 Εμπρός στα κάλλη, τί είναι ο πόνος, λέγεται συχνά. Αλλά η μόδα δεν είναι απαραίτητα μόνο πόνος. Από την μόδα ο καθένας διαλέγει ένα στύλ που τον εκφράζει και τον αντιπροσωπεύει, άλλωστε κι αυτό ένα είδος μόδας είναι. Από το πάνκ και το γκράντζ μέχρι το κυριλέ και το έξτραβαγκάντζα μέχρι ακόμα και την παντρειά τους όλα είναι στύλ που υιοθετήθηκαν από μια μόδα.

 Αν έλεγες στην Κοκό Σανέλ στην αρχή της καριέρας της πως το 2021 οι γυναίκες θα φορούσαν φορέματα του οίκου της με σνίκερ παπουτσάκι, θα τράβαγε τα μαλλιά της και πιθανόν να μην έραβε ξανά ποτέ! Αλλά για τη σημερινή καθημερινή γυναίκα αυτό είναι ένα στύλ που την εξυπηρετεί. Ο άνθρωπος σήμερα είναι πολυάσχολος, οι γυναίκες με ταγέρ και χαμηλό τακουνάκι όπως και οι άντρες με κουστούμι και γραβάτα τείνουν να γίνουν είδη υπό εξαφάνιση.

 Σήμερα, ο άνθρωπος κάνει την μόδα. Ναι, το φόρεμα με τις παγιέτες μπορείς να το βάλεις με απλό αθλητικό παπούτσι και να πας για απογευματινό καφέ. Ναι, μπορείς να φορέσεις τζίν στη δουλεία και να κουβαλάς τσάντα πλάτης αντί για χαρτοφύλακα. Ναι, μπορείς να σπάσεις τους κανόνες και να δημιουργήσεις ένα σύνολο ανάλογα με την ψυχοσύνθεση σου  και το δικό σου στύλ. Ναι, επιτέλους φτάσαμε στη στιγμή όπου η μόδα ακολουθεί τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι το αντίθετο. 

Όπου τα σώματα που βλέπουμε σιγά σιγά αρχίζουν να μοιάζουν με τα δικά μας, με ατέλειες και ψεγάδια. Γιατί σε αυτό τον κόσμο. μπορεί να αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει το τέλειο και το ιδεατό. Υπάρχει όμως το τέλειο κατά προσέγγιση, αυτό που είναι τέλειο κατά κάποιο τρόπο για τον καθένα μας και αυτό που με το στύλ μας προσπαθούμε να φτάσουμε και να εκφράσουμε, όποιο κι αν είναι αυτό. 

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧV

 Είχε μπάρμπα…

Το σχολείο το τελείωσε με χίλια ζόρια και με μέσον!

Μπόρεσε τουλάχιστον κι έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Πώς τα κατάφερε; Άγνωστον!  Μπορεί να έβαλε μέσον κι εκεί, κανείς όμως δεν μπορεί να το πει στα σίγουρα.

Είχε ένα βηματισμό, παράξενο! Αυτό που λέμε, τα ζώα μου τ’ αργά ή, μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι βρωμούσε τ’ άλλο.

Δεν ήταν χοντρός, ήταν ψηλός και εύσωμος.

Αλλά, βαριόταν. Βαριόταν πολύ!

Στο χωριό δεν έκανε τίποτα. Τεμπέλιαζε δεξιά κι αριστερά και ζούσε για το καφενείο. Εκεί, καθόταν με τις ώρες κι έπινε καφέδες.

Είδε κι απόειδε ο μπάρμπας του, ανώτερος δικαστικός στην Αθήνα, κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτόν τον ρεμπεσκέ, σκέφτηκε. Του τηλεφώνησε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να τον βολέψει. Του αγόρασε μισό ταξί και τον έστρωσε στη δουλειά. Αυτή την εντύπωση είχε…

Ο, ας τον πούμε Μπάμπης έπαιρνε το ταξί στην βάρδια του κι έκοβε βόλτες. Σε μια γειτονιά είχε βρει ένα καφενείο που άραζε κι έπινε τους καφέδες του, μια χαρά!

Αν είχε κέφι, έπαιρνε και κανέναν πελάτη. Αλλιώς, προσπερνούσε και δεν τον ένοιαζε καθόλου. Βαριόταν!

Με πελάτη ή χωρίς, έπιανε δεξιά και πήγαινε κυριολεκτικά με πέντε. Πολλοί πελάτες αγανακτούσαν και κατέβαιναν απ’ το ταξί. Σιγά μην κάτσει ν’ ασχοληθεί με τους σάχλες. Πολύ βαρετή ασχολία. Μ’ αυτή την κατάσταση να παίρνει διαστάσεις, ο συνεταίρος στο ταξί διαμαρτυρήθηκε κι έτσι ο μπάρμπας του αναγκάστηκε να του πουλήσει το μερίδιό του. Του βρήκε άλλη δουλειά. Οδηγός σε λεωφορείο αεροπορικής εταιρείας. Έπαιρνε τους επιβάτες απ’ το κέντρο της πόλης και τους πήγαινε στο αεροδρόμιο.

Είναι δυνατόν όμως να βάλει μυαλό ο Μπάμπης;

Είναι δυνατόν ν’ αλλάξει νοοτροπία και συνήθειες;

Πώς το σκέφτηκες αυτό ρε μπάρμπα;

Στηνόταν ο Μπάμπης στην Ομόνοια, ανέβαιναν οι επιβάτες και ξεκινούσε.

Όοοοοοχι πρωινή βάρδια……. Τι φανταστήκατε; Στις δώδεκα έπιανε δουλειά!

Ξεκινούσε λοιπόν ο Μπάμπης, αργά αργά, από δεξιά και προσεκτικά, κούτσα κούτσα, έκαναν τα στραβά μάτια από την αεροπορική εταιρεία στα παράπονα των πελατών λόγω υποχρέωσης στον μπάρμπα του, και η δουλειά έβγαινε δύσκολα.

Ώσπου μια μέρα ο Μπάμπης βαριόταν πολύ! Περισσότερο απ’ τις άλλες μέρες! Πήρε τους επιβάτες και αργά αργά και από δεξιά, ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.

Στο δρόμο ξαφνικά, ανάβει αλάρμ, σταματάει δεξιά, αφήνει αναμμένη τη μηχανή και κατεβαίνει κάτω. Οι επιβάτες τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται και φωνάζουν:  «Ε, πού πας; Γύρνα πίσω. Θα χάσουμε την πτήση! Έλα ‘δω ρε βλαμμένε!»

Τίποτ’ αυτός. Απτόητος, μπήκε μες στο καφενείο λίγο πιο πάνω, έκατσε και παρήγγειλε καφέ! Τι κι αν φώναζαν απ’ το λεωφορείο… τους είχε βάλει στο mute. Αφού ήπιε τον καφέ του, σχετικά γρήγορα, πρέπει να το αναφέρουμε αυτό, ανέβηκε στο λεωφορείο και συνέχισε τον δρόμο του.

Βέβαια, οι επιβάτες έχασαν την πτήση τους και μ’ αυτή την αφορμή, ο Μπάμπης απολύθηκε.

Έτσι, ξαναγύρισε στο χωριό. Τι να κάνει κι ο δόλιος ο μπάρμπας του; Τού ‘κοψε ένα επίδομα, φρόντισε να τον βγάλει και στην σύνταξη και αφού θεώρησε πως έκανε ότι μπορούσε γι’ αυτόν, τον άφησε στην τύχη του.

Με τα έξοδά του καλυμμένα, ο Μπάμπης στο χωριό έκανε ότι γούσταρε, δηλαδή βαριόταν!

Ένα μεσημεράκι μπαίνει στο καφενείο του Μπούκουρα ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν το ταξί του Μπάμπη. Απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του τον έπαιρνε με το αυτοκίνητο, μπροστά στην πόρτα του καφενείου τον άφηνε. Από την πόρτα του καφενείου τον έπαιρνε, μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού του τον άφηνε.

Ούτε βήμα δεν πήγαινε χαμένο!

-Τι γίνεται ρε Μπάμπη; Πώς πάει;

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο Μπάμπης απάντησε, «ζόρικα!»

-Τι εννοείς; Επιμένει ο Ηλίας

-Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για ν’ ανασάνω; Και, βαριέμαι!

-Τι λες ρε π’ ανάθεμά σε; Βαριέσαι ν’ ανασάνεις; Θα πεθάνεις…

-Βαριέμαι, είπε κι ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙV

 Δούλευε σε σιδηρουργείο γι’ αυτό τον φώναζαν Τσίγκο!

Ήταν ένα κλασικό χωριατόπαιδο. Ζορίστηκε πολύ να βγάλει το δημοτικό κι αυτό με βαθμό απολυτηρίου έξι! Αφού δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, τον έστειλε ο πατέρας του να μάθει μια τέχνη. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λένε; Αυτό!

Μεγάλος πια ο Τσίγκος, είκοσι χρονών, άρχισε να ανεξαρτητοποιείται. Όχι πως ήξερε τι σημαίνει αυτό, ή τι κάνει στην κυριολεξία, απλά, ακολούθησε τη φυσική ροή της ζωής.

Η παρέα του, συνομήλικοί του πάνω κάτω που γνωρίζονταν από παιδιά.

Έβγαιναν τα βράδια, πήγαιναν για μπύρες, μιλούσαν για κορίτσια και περνούσαν την ώρα τους με όνειρα όπως να είχαν χρήματα, να ήταν πλούσιοι, να είχαν μοντέρνα αυτοκίνητα και μηχανές, να ταξίδευαν, να πήγαιναν στα νησιά να έβλεπαν από κοντά τουρίστριες και τέτοια. Ανάμεσα σ’ αυτά τα όνειρα μια συζήτηση κυριαρχούσε περισσότερο. Ανασκαφές για λίρες! Άκουγαν ιστορίες απ’ τους μπαμπάδες, τους παππούδες, τους μπαρμπάδες και τις μετέφεραν στις μεταξύ τους κουβέντες. Σιγά σιγά, άρχισαν ν’ ασχολούνται διεξοδικά με την ανεύρεση θησαυρών. Αγόρασαν μηχανήματα και τα σαββατοκύριακα ανέβαιναν στο βουνό. Πήγαιναν στα σημεία που ανέφεραν οι ιστορίες που άκουγαν. Όπως είναι φυσικό, δεν έβρισκαν τίποτα. Για έναν περίπου χρόνο εξερεύνησαν τα δικά τους τα μέρη.  Μετά, άρχισαν να ξανοίγονται. Άρχισαν να ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά για να βρουν τον θησαυρό τους. Αυτά τα ταξίδια άνοιξαν μεν τους ορίζοντές τους αλλά δυστυχώς μόνο ως προς τον στόχο τους. Η ανεύρεση θησαυρού τους είχε γίνει αυτοσκοπός.

Ο καιρός περνούσε όμως και θησαυρό δεν έβρισκαν. 

Απογοητευμένος ο Τσίγκος,  άρχισε να δουλεύει έναν άλλο τρόπο στο μυαλό του για να βγάλει χρήματα γρήγορα κι εύκολα.

Όταν κάποια στιγμή είχαν πάει στην Βεργίνα, είχε δει πως οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν σιδερένια ξίφη. Αγόρασε λοιπόν, σχετικά βιβλία, ξεπατίκωσε τα σχέδια, κι αποφάσισε να φτιάξει ένα πανομοιότυπο ξίφος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το φτιάξει. Σιγά το δύσκολο, σκεφτόταν!

Έτσι, τό ‘βαλε μπρος και το δούλευε. Όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρος ότι τό ‘φτιαξε τέλεια! Ωραία, το ξίφος το έφτιαξε. Τώρα;

Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να το πουλήσει. Πώς όμως και σε ποιον; Δεν ήξερε από τέτοια πράματα ο Τσίγκος. Αποφάσισε να βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες.

«Όποιος ενδιαφέρεται για σημαντικό εύρημα να με πάρει τηλέφωνο» έγραψε.

Σε δυο μέρες χτυπάει το τηλέφωνο, ένας ο ενδιαφερόμενος. Μετά ξαναχτυπάει, κι άλλος ενδιαφερόμενος. Κλείνει ραντεβού ο Τσίγκος και με τους δυο. Πάει στον πρώτο, του λέει τι  και πως, παραμύθια που έβγαλε απ’ το κεφάλι του, τα φούσκωσε και λίγο απ’ τον ενθουσιασμό του, θα το σκεφτώ του λέει ο άλλος, φεύγει. Πάει στον δεύτερο, του λέει το ίδιο παραμύθι, τα φουσκώνει και λίγο παραπάνω, βλέπει τον ενδιαφερόμενο ενθουσιασμένο. Γίνεται να το δω; Τον ρωτάει. Βέβαια, του λέει ο Τσίγκος, αύριο την ίδια ώρα εδώ. Εκείνη τη στιγμή, σκάνε μύτη από πίσω του δυο γομάρια, τον αρπάζουν απ’ τον γιακά και τον μπουζουριάζουν στο τμήμα της περιοχής.

Ανάκριση στην ανάκριση και κόντρα ανάκριση, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε, την αλήθεια δηλαδή!

Αυτό κράτησε όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πάνε και μπαγλαρώνουν όλη την παρέα.

Ανάκριση και κόντρα ανάκριση, τους άφησαν ελεύθερους αφού έβγαλαν την άκρη, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους!

Τραβάνε τον Τσίγκο στο αυτόφωρο. Εξιστορείται όλο το σκηνικό και ο δικαστής ακούγοντας τα καθέκαστα κρατιέται να μην γελάσει. Αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειται, του λέει:

-Τι να σου πω, παιδί μου! Απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας!


Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΓΕΝΙΕΣ ΒΙΑΣ

 Κάθε στρεσογόνος παράγοντας συντελεί στην ανάπτυξη και εκδήλωση βίας.

Θέλετε να έχετε υγιή παιδιά;  Φροντίστε να τους μάθετε τρόπους ώστε να μην επηρεάζονται από τα άγχη που σίγουρα θα εκδηλωθούν στις ζωές τους.

Αυτή είναι η δευτερεύουσα δικλείδα ασφαλείας με την οποία θα θωρακίσετε τα παιδιά σας ώστε να μην εκδηλώσουν βίαιες συμπεριφορές.

Η πρωτεύουσα δικλείδα είναι τα πρότυπα που δημιουργούμε στα παιδιά μας μέσω του παραδειγματισμού που πηγάζει από τις δικές μας συμπεριφορές και κοινωνικές εκδηλώσεις ή ακόμη και από τις λεκτικές παραινέσεις, συμβουλές και νουθεσίες.

1970

Ακούγεται το κλειδί στην πόρτα και η μητέρα κάνει νόημα με το χέρι στον μοναχογιό της να κάτσει ήσυχος. Έξι χρονών παιδάκι, ζωηρό και διψασμένο για να εξερευνήσει και να μάθει.

Είχε συνηθίσει να βλέπει τη μητέρα του με μαυρισμένα μάτια, πότε απ’ τις σφαλιάρες και πότε απ’ το κλάμα. Δεν του φαινόταν παράξενο. 

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο πατέρας με μια κυρία. Γυναίκα, τι φαί έκανες; Βάλε μας να φάμε…

Σερβίρει η σύζυγος προσπαθώντας με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυά της και αποσύρεται με το αγοράκι της στο υπνοδωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Το ζευγάρι έφαγε και έφυγε με ένα: Γυναίκα, εμείς φεύγουμε!

Είχε ανεχθεί πολλά…. Αλλά να της φέρνει την ερωμένη του στο σπίτι και να την αναγκάζει να τους σερβίρει, ήταν απολύτως εξευτελιστικό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεχίστηκε η ζωή τους. Το παιδί μεγάλωνε σ’ αυτό το περιβάλλον της αναίτιας ανεκτικότητας, της λεκτικής και της σωματικής βίας.

Μετά από πολλά χρόνια, γέρος πια, ο πατέρας παινευόταν: Ξέρετε πόσα λεφτά έχω φάει εγώ στα μπουζούκια; Ξέρετε πόσα ξόδεψα σε μια βραδιά για τα μπούτια της Σαπουντζάκη;

Κι ερχόταν η απάντηση της συζύγου, γερασμένης πια επίσης: ναι, κι άφηνες το παιδί σου νηστικό!

2000

Το αγοράκι μεγάλωσε, έγινε άντρας, παντρεύτηκε κι έκανε κι αυτός παιδιά.

Στις πρώτες δυσκολίες που αντιμετώπισε, όπως όλοι οι άνθρωποι στους γάμους τους, ακολούθησε την πεπατημένη. Αυτά που είχε διδαχθεί δηλαδή, από τους γονείς του.

Ξεκίνησε σηκώνοντας χέρι πρώτα στα παιδιά. Τον ενοχλούσαν οι φωνές τους, τα παιχνίδια τους, οι απαιτήσεις τους, τα ρούχα τους, η μουσική τους, γενικά, τα πάντα…

Μετά, ακολούθησε η λεκτική βία προς τη σύζυγο. Όσο αυτή ανεχόταν τις προσβολές του τόσο πιο έντονες γινόταν.

Στις πρώτες δυσκολίες του γάμου του, δεν άργησε να βρει παρηγοριά σε άλλες αγκαλιές.

Δεν άργησε βέβαια η λεκτική βία να μετατραπεί σε σωματική απέναντι στη σύζυγό του.

Επειδή τα χρόνια είχαν αλλάξει και η σύζυγός του είχε μια σχετική μόρφωση, δεν ανέχθηκε περισσότερα. Χώρισαν.

2005

Η μητέρα νουθετεί τα παιδιά της εστιάζοντας στην βία που έχουν υποστεί. Αποθαρρύνει παρόμοιες συμπεριφορές, νουθετεί με λογική και γνώση τα παιδιά της που την ακούν προσεκτικά. Σε καθημερινή βάση σχεδόν, επισημαίνει και καταδικάζει τις βίαιες συμπεριφορές που εκδηλώνονται γύρω τους. 

Ο πατέρας από την άλλη έχει διακόψει κάθε επαφή με τα παιδιά και αλλάζει συντρόφους προσπαθώντας να βρει κάποια που να μοιάζει στη μητέρα του, με καθολική ανεκτικότητα.

Κάθε φορά που εκδηλώνει τον βίαιο εαυτό του, χωρίζει.

2010

Ο γιος του ζευγαριού μετά από τον πρώτο σοβαρό δεσμό, χωρίζει άσχημα.

Πέφτει στα ναρκωτικά. Ο πατέρας καλείται να βοηθήσει. Άδικος κόπος. Μάλλον κάνει τα πράγματα χειρότερα εξακολουθώντας να νουθετεί με βία και εκδικητικότητα.

2020

Ο γιος και εγγονός, κάνει χρήση περιστασιακά πλέον. Κατά τη διάρκεια της μέθης του μια μέρα, ξεσπά βίαια στη σύντροφό του και αυτή αποβάλλει.

Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έκανε, μετανιώνει οικτρά και προσπαθεί να επανέλθει στα πρότυπα που είχε διδαχθεί και όχι σε αυτά που είχε βιώσει.


Ποιος φταίει για τα παιδιά μας που σκοτώνουν τα παιδιά άλλων γονιών, άλλων μανάδων;

Εμείς! Εμείς φταίμε.

Εμείς οι μανάδες που δεν χωρίζουμε, που δεν σταματάμε τη βία στη γέννησή της, που δεν διδάσκουμε, δεν μαθαίνουμε, δεν μεγαλώνουμε σωστά τα παιδιά μας.

Ας μην βλέπουμε μόνο τα χειρότερα αλλά ας ρίχνουμε μια ματιά και στα καλύτερα. Τι κάνουν οι άλλες μανάδες πιο σωστά από εμάς και μεγαλώνουν, παραδίδουν στην κοινωνία σωστά και υγιή παιδιά; 

Ας μιμηθούμε αυτές τις μανάδες κι αυτούς τους πατεράδες.

Δεν είναι ώρα για εγωισμούς, ας δούμε τα λάθη μας και ας διορθώσουμε όσα μπορούμε.

Καμιά φορά, μια κουβέντα μόνο φτάνει. 

Ας ενθαρρύνουμε τα ωραία, τα όμορφα, τα υγιή χαρακτηριστικά των παιδικών ψυχών που έχουμε στα χέρια μας. Είναι εύπλαστα, σαν πλαστελίνη. Μπορούμε να τα πλάσουμε όπως θέλουμε. Ας το κάνουμε σωστά. Τόσο για τα παιδιά μας όσο και για μας. Γιατί μεγαλώνοντάς τα, υποφέρουμε κι εμείς με τις λανθάνουσες συμπεριφορές τους.

Αγκαλιάστε τα παιδιά σας, πείτε τους ότι τα αγαπάτε. Δείξτε την αγάπη σας θέτοντας όρια. Δείξτε τους το δρόμο και να είστε σίγουροι ότι θα είστε κι εσείς ευτυχισμένοι δίπλα τους.

Στο μεγάλωμα των  παιδιών δεν χωράνε νεύρα, όχι στα απωθημένα που κουβαλά ο καθένας στην ψυχή του.

Αν δεν μπορείτε να κάνετε αυτά τα απλά πράγματα, τότε μην κάνετε παιδιά!

Στο κάτω κάτω δεν είναι όλοι γεννημένοι ώστε να γίνουν άξιοι γονείς.

Άσχετα αν κάποιοι γίνονται άθελά τους. 

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πρέπει να γίνονται γονείς. 

Αναρωτηθείτε λοιπόν, μήπως εσείς ή το παιδί σας είστε ένας από αυτούς;

Και, πάρτε τα μέτρα σας.

 Ας μην κλάψουν άλλες μανούλες. Φτάνει πια!

Όχι άλλος φόνος! Όχι άλλη βία! Τέλος, εδώ!


ΠΩΣ ΝΑ ΒΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΥΤΩΝΕΙΣ

  Υπάρχουν βωμολοχίες και ... βωμολοχίες που δεν είναι ακριβώς χυδαίες οπότε δεν μπορεί κανείς να σε μηνύσει. Και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα πολλών εξ αυτών. Ειπωμένα από κουρασμένους οδηγούς στο δρόμο, οπαδούς που έχουν ξεμείνει από συνθήματα και λένε ότι τους κατέβει στο κεφάλι, από υπαλλήλους που δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους κι άλλους πολλούς αγανακτισμένους με πολύχρωμη φαντασία. Εξ αυτών των "αισχρολογιών", κάποια παραδείγματα εκτίθενται παρακάτω. 

     Οι γυναικείοι επιθετικοί προσδιορισμοί ποικίλουν με προσωπικά αγαπημένα τα "καρακαχπέ" και "καρακαηδόνα" τα οποία είναι ντοπιολαλιές. Το "καρακαχπέ" είναι αυτοβούλως προσδιοριζόμενο, δηλαδή ο Μπαμπινιώτης δεν το έχει καθορίσει και η κάθε μία το μεταφράζει όπως νοητικά επιθυμεί. Αν έχεις τη μύγα... Το "καρακαηδόνα" ίσως να σημαίνει  μαύρη πουλάδα ή  μαύρη τραγουδιάρα αλλά και πάλι δεν έχει προσδιοριστεί από κάποιο ελληνικό λεξικό οπότε κι αυτό μεταφράζεται επίσης αυτοβούλως. Και τα δύο δεν μπορούν να μυνηθούν. Επθετικοί προσδιορισμοί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης ελεύθερα είναι οι: "άρρωστη" καθώς προσδιορίζει την υγεία και κάποιος μπορεί να εξαπατηθεί από την εξωτερική όψη, "γελαδάρισσα", προσδιορίζει επάγγελμα και "γερακίνα" το οποίο αποτελεί  περήφανη αναφορά στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι.    Άλλα γυναικεία προσωνύμια είναι τα "Γκόλφω", "Παρθενόπη", "Αστέρω" και πολλά άλλα τα οποία μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν. Όπως: "μου θυμίζεις την θεία μου την Αστέρω" ή "το Γκόλφω είναι ένα υπέροχο όνομα, δε καταλαβαίνω την έκρηξή σου". Πάλι γλυτώνεις χωρίς μήνυση.  

Το αντρικό φύλλο φυσικά δε θα γλύτωνε από το παρόν πόνημα αλλά σίγουρα μπορεί κι αυτό να γλιτώσει χωρίς μήνυση μία, ας την πούμε, αψιμαχία. Επιθετικοί προσδιορισμοί : "γκαζμάς" ή "τρόμπα" δεν είναι παρά παρομοιώσεις με χρηστικά εργαλεία,  "τσομπάνης" ή "γιδοβοσκός" ή "τυροκόμος", επαγγελματικοί προσδιορισμοί, "ψάρακας" και ¨γιωτάς", αναφορές στον ελληνικό στρατό, "τραχανάς" και "χαλβάς", αναφορές σε παραδοσιακά φαγητά. Υπάρχουν επίσης προσωνύμια όπως, "Κίτσος", "Μήτσος", "Παβαρότι" και το πολύ γνωστό "Καραμήτρος" που μπορούν να εξηγηθούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και τα γυναικεία προσωνύμια. 

Τέλος, οι ευχές. Ευχές που μπορούν να παρερμηνευθούν αλλά δεν παύουν να εκφράζονται ευχετήρια. Παραδείγματος χάριν "Όταν βλέπεις μάτς/αγαπημένη σειρά/κλπ. να σου πέφτει το ρεύμα", "Να γυρίσεις σπίτι σου και να βρεις τις παντόφλες σου ζεστές", "να παίρνεις τηλέφωνο την γυναίκα σου και να το σηκώνει ο κουμπάρος" και τελευταίο "να μην ξαναφάς πιτόγυρο". 

Ο νόμος, όμως, έχει πολλά παραθυράκια κι ακόμα και τα αθώα "αισχρόλογα" μπορούν υπό τις σωστές συνθήκες να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου. Καλό είναι να βουτάμε τη γλώσσα στο κεφάλι ή να μετράμε από μέσα μας ως το δέκα σε μια δύσκολη στιγμή και 'κεί που κανείς δεν το περιμένει να δώσουμε ένα άπερκατ και να πάμε σίγουρα ένα βράδυ αυτόφωρο. Το χιούμορ ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, κάντε πλάκα.   

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ, Η ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ / ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ


                Τι είναι η αυτογνωσία και γιατί είναι τόσο σημαντική διαδικασία στο να βελτιώσουμε τον εαυτό μας; Στους Δελφούς ήταν χαραγμένο ένα γνωμικό, αγνώστου λόγιου και ίσως το πιο ευρύ διαδεδομένο, το: "γνῶθι σαὐτόν", που σημαίνει να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Να γνωρίζεις τα προτερήματα σου αλλά να μπορείς να αναγνωρίσεις και τα ελαττώματα σου. Να έχεις πλήρη αίσθηση των συναισθημάτων σου και των πηγών τους. Να καταλαβαίνεις την αιτία πίσω από τον θυμό και να μην διαπληκτίζεσαι για την αφορμή. Να γνωρίζεις τα όρια σου τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Έτσι λοιπόν με μια απλή αλλά γεμάτη νόημα φράση, μπόρεσε να εκφραστεί ολόκληρη αυτή η διαδικασία της αυτογνωσίας. Σημαντική είναι αυτή η διαδικασία για τον εξής απλό λόγο, ο καθένας ζει με τον εαυτό του και με αυτόν θα ζει εως το τέλος. Οπότε οι πράξεις του ακόμα και αυτές της νεότητας, θα πρέπει να αναλυθούν και να εξυγιανθούν αν χρειαστεί προτού η ψυχή γεμίσει με κενά και συμπλέγματα ανυπόφορα ακόμα και για τον ίδιο. Πως όμως επιτυγχάνεται η ανάλυση και η εξυγίανση αυτών των ψεγαδιών; Με διαλογισμό.

                         Τι είναι ο διαλογισμός; Ο διαλογισμός είναι η βουτιά που κάνει ο οποιοσδήποτε στην εσωτερική του θάλασσα και ο χρόνος που περνάει σε αυτήν. Ο χρόνος που αφιερώνει στον εαυτό του ο καθένας για την ανάπτυξη τόσο την σωματική όσο και την πνευματική. Όσο περισσότερο χρόνο κολυμπάμε σε αυτήν την θάλασσα των συναισθημάτων και αναμνήσεων, τόσα περισσότερα έρχονται στην επιφάνεια της. Τώρα σε αυτό το σημείο επέρχεται η ανάλυση. Για παράδειγμα ποιο ερέθισμα έφερε στην επιφάνεια τί και γιατί. Από που πηγάζει ο θυμός ή η οργή. Ασφαλώς δεν πρέπει να εξετάζουμε επιδερμικά τέτοια ζητήματα καθώς οι ρίζες τους μπορεί να είναι πολύ βαθύτερες. Δεν θα πρέπει όμως να είμαστε και μαλακοί με τους εαυτούς μας, θα πρέπει να είμαστε οι σκληρότεροι κριτές και να μην χαϊδεύουμε τ' αυτιά μας σχετικά με τα λάθη μας ή τα ελαττώματα μας. 

                             Ο διαλογισμός δεν είναι καθόλου πολύπλοκος. Για την ακρίβεια μπορεί πολλοί άνθρωποι να τον πραγματοποιούν χωρίς να το συνειδητοποιούν. Αρχικά το πιο βασικό κομμάτι του, είναι να αδειάσει ο διαλογιζόμενος το μυαλό του από όλες τις σκέψεις και ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσεις σιγά σιγά να εμβαθύνεις είναι να αναλύεις αργά τα γεγονότα της ημέρας δίνοντας βάρος σε αυτά που σε ενόχλησαν και αναζητώντας την αιτία.  Το πιο κοινό μέσο για την επιτυχία του διαλογισμού είναι η ησυχία, να μείνεις δηλαδή σε ένα δωμάτιο με σχετικά άτονο φωτισμό και σιγή. Ένα πολύ καλό αλλά υποτιμημένο μέσο είναι η γυμναστική αφού με τον σωστό χειρισμό λειτουργεί δυαδικά. Άλλα μέσα για την επίτευξη του είναι η ζωγραφική, η ανάγνωση και γενικά όποιο μέσο μπορεί να διεγείρει τον πνευματικό κόσμο ακόμα και το πιο ίσως ασήμαντο γεγονός, όπως μια εικόνα από τους επιβάτες του μετρό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ερέθισμα και να ξυπνήσει κάτι στην θάλασσα του καθενός. 

                            Τα οφέλη που κερδίζει κάποιος γνωρίζοντας τον εαυτό του είναι πολλά. Αρχικά το άτομο   προικίζετε με  χρήσιμα εργαλεία σχεδόν για όλες τις πτυχές της ζωής και χτίζει την αυτοπεποίθηση του σύμφωνα με τα εφόδια που κατέχει. Εφόσον έχει εμβαθύνει τα πρώτα του γνωρίσματα  είναι οι ικανότητες του και τις ανικανότητες του. Κάτι το οποίο δεν είναι κακό αφού όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, έτσι και οι ικανότητες και οι ανικανότητες διαφέρουν από προσωπικότητα σε προσωπικότητα. Το να είσαι ελλιπής ικανοτήτων στην πώληση για παράδειγμα δεν σε κάνει αυτόματα άχρηστο σε όλα τα επίπεδα, μπορεί κάποιος να μην είναι ικανός στις πωλήσεις αλλά να είναι άριστο στις  μεταφράσεις. Επίσης το άτομο κατανοώντας τον εαυτό του μπορεί να θέσει τα σωστά όρια για την προσωπική του προφύλαξη και από εσωτερικούς αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες, μαθαίνει δηλαδή να λέει ναι, όχι και θέλω δίχως απερισκεψία ή εκβιαστικά. Τέλος, ίσως έπειτα από αρκετό διαλογισμό να μπορεί να επουλώσει ακόμα και παλιές πληγές, αναλύοντας τις καταστάσεις, την χρονική περίοδο, όσα είχαν ειπωθεί πριν και μετά το συμβάν και τους εξωτερικούς ερεθισμούς, αφορμές που οδήγησαν στο συμβάν και τις πραγματικές αιτίες του. 

                              Το πόσο συχνά θα υποβάλλουμε στον εαυτό μας αυτή τη διαδικασία εξαρτάται από τους ίδιους. Δεν είναι απαγορευτικό να διαλογίζεσαι καθημερινά παρ' όλα αυτά, να μην ξεχνάμε πως και ο διαλογισμός είναι στην ουσία μια νοητική άσκηση και ακόμα και το πνεύμα όπως και το σώμα όταν γυμνάζεται, χρειάζεται μια ανάπαυλα.  


Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

TO CAMPING

 Μεσοκαλοκαίρο. Καύσωνας. Τα τζιτζίκια έσκουζαν εκκωφαντικά  και πολύ σπάνια μια ελαφριά μπουκαδούρα ερχόταν από τη θάλασσα. Είχε παρκάρει το τροχόσπιτό της κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου, πρώτη θέση με θέα τη θάλασσα. Απολάμβανε την ησυχία της, που τόσο είχε ανάγκη κι ευλογούσε τον θεό για την ηρεμία και τη γαλήνη των διακοπών της.

Ώσπου, ένα πρωί με πολλή ζέστη όπως κάθε μέρα, τελείωσαν όλα!

Ήρθαν γείτονες! Κάμπινγκ είναι, θα κλείσουν οι θέσεις, λογικό είναι…

Άρχισαν να στήνουν, να στρώνουν, να εγκαθίστανται τέλος πάντων και τότε ξεκίνησε το μαρτύριο. Η μουσική! Και όχι ότι νά ‘ναι… είχε πρόγραμμα ο γείτονας! Ξεκινούσε με ροκιές του διεθνούς τοπ τεν. Συνέχιζε με ελληνικό ροκ του ’80 και κατέληγε εκεί κατά τη μία το μεσημέρι σε ώπα γιάλα λαϊκά! Δύο με πεντέμιση έκανε παύση, λόγω κανονισμού του κάμπινγκ όχι επειδή το ήθελε, και συνέχιζε με ελληνικό σύγχρονο ότι κάτσει ή μάλλον όποιος σταθμός ακουγόταν πιο καθαρά.

Ε, μουσική  είναι, όσο και να μη σ’ αρέσει, να σ’ έχει κουράσει, θα την ανεχτείς.

Το πιο δύσκολο ήταν οι φωνές.

Μαριάαααααααααααα, Μαριάααααααααααααααααα, ρε Μαρία, δεν ακούς;

Η Μαρία είχε μια τσιριχτή φωνή με γκρινιάρικη χροιά που τσίτωνες ακούγοντας το πρώτο φωνήεν.

Τι θες ρε Τάσο και φωνάζεις πάλι; Αμάν! Έχω δουλειά….

Έλα να με βοηθήσεις να στήσω την ομπρέλα.

Έτρεχε η Μαρία.

Μετά από λίγο: Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααααααα, Μαρρρρρρίαααααα!

Τι θέλεις; Άσε με, μαγειρεύω….

Έλα να μου βάλεις αντηλιακό!

Σκούπισες εδώ; Δεν σκούπισες! Αμάν βρε Μαρία, όλα εγώ πρέπει να τα κάνω;

Παίρνει η Μαρία τη σκούπα και σκουπίζει.

«Εντάξει τώρα; Θέλεις τίποτ’ άλλο; Να πάω να συνεχίσω το μαγείρεμα».

«Τι φαί κάνεις;»

«Κρέας με μπάμιες»

«Άλλο;»

«Θα κάνω και μια γαριδομακαρονάδα»

«Α, ωραία. Να βάλεις και σκόρδο»

Έφευγε η Μαρία, επιτέλους κι εκεί που έλεγε θα ησυχάσει η γειτόνισσα, ακούει:

Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, πού είσαι ρε ψυχή; Πόσο καιρό έχω να σε δω;

Κάνεις διακοπές εδώ; Έλα να παίξουμε ένα ταβλάκι!

Εκτός απ’ το ντράγκα ντρουγκ του λαϊκού άσματος, είχε τώρα και τα τράκα τρούκα που έκαναν τα πούλια πάνω στο ξύλο. Λες και το έκαναν επίτηδες, τα χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη  κι ακόμα παραπάνω.

Άσε τα επιφωνήματα και τις ανταγωνιστικές εξυπνάδες. Μόλις πήγαινε έντεκα εντεκάμιση το πολύ, έφτανε η ώρα του τσίπουρου.

«Α, δεν σηκώνω όχι, θα κάτσεις να πιούμε ένα τσίπουρο, τό ‘φερα απ’ το χωριό!»

Άντε πάλι….

Μαριάαααααααα, Μαριάααααααα, φέρε τσίπουρο και μεζέ!

Κι άρχιζε η Μαρία να φέρνει. Να οι τσίροι, να και τα σκουμπριά, να και λίγο σαγανάκι που περίσσεψε από χθες, να και ψωμί ψημένο και λίγη πατατοσαλάτα που είχαμε στο ψυγείο.

Η περιγραφή ήταν λάιβ ώστε να ακούει το μισό κάμπινγκ.

Μα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ηχεία είχαν καταπιεί; Και το σόου συνεχιζόταν.

Έως ότου τελειώσουν με τα τσίπουρα έφτανε η ώρα του φαγητού.

Η μουσική χαμήλωνε, οι φωνές όμως διατηρούσαν σταθερή ένταση.

Μαριάααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρίααααα;

Έεεεεεεεεεελααα, τί ‘ναι;

Δεν φέρνεις εκείνη τη γαριδομακαρονάδα να την τσακίσουμε;

Ε, πού ‘σαι; Φέρε και καμιά σαλάτα. Και ψωμί.

Μπορεί μέχρι εκείνη την ώρα να είχαν μαζευτεί παρέα τέσσερα πέντε άτομα.

Έφερνε η Μαρία και μετρούσε κεφάλια για να φέρει και πιάτα.

Μόλις χανόταν από το οπτικό του πεδίο, φώναζε:

Μαριάαααααα, Μαριάαααα, φέρε και ποτήρια! Και πηρούνια!

Έφερνε η Μαρία.

Μετά ξανά.

Μαριάαααααα, Μαριάααααααααα, φέρε και παγάκια από πίσω. 

Έφερνε η Μαρία.

Δεν είχε φρένο όμως και συνέχιζε:

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααααα, Μαρρρρρρρρρρία!

Έλα βρε Τάσο, τι θέλεις πάλι;

Φέρε το αλάτι. Και ξύδι. Και το μπούκοβο.

Τα έφερνε η Μαρία.

Ακολουθούσε η γνωστή επανάληψη:

Μαριάααααααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρρρία!

Φέρε ψωμί.

Μετά τη γαριδομακαρονάδα αραίωνε λίγο η παρέα κι έμεναν δυο τρία άτομα μόνο για το κυρίως πιάτο.

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααα, ρε Μαρρρρρρρία!

Φέρε τις μπύρες, κοίτα αυτές που είναι παγωμένες όχι τις ζεστές που έβαλες το πρωί.

Να ξεπλύνουμε το τσίπουρο!

Κατά τις 7 το απόγευμα, συνήθως, τελείωνε το τσιμπούσι κι επιτέλους ο Τασούλης σηκωνόταν από την καρέκλα.

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα! 

Και πήγαινε για ύπνο. Για κανένα δίωρο, γιατί από τις εννιά ως τις έντεκα, πάλι το ωράριο του κάμπινγκ έσωνε την κατάσταση, είχε βραδινό πρόγραμμα.

Αυτό γινόταν καθημερινά. Μετρούσε η γειτόνισσα, πρώτη μέρα, δεύτερη, τρίτη….

Μα, δεν θα μιλήσει επιτέλους αυτή η Μαρία; Πώς τον ανέχεται; Και άλλα τέτοια φεμινιστικά!

Τέταρτη μέρα, πέμπτη, μια βδομάδα, τίποτα… αλλαγή καμία!

Την όγδοη μέρα, έχοντας μάθει απ’ έξω το πρόγραμμα των φασαριόζων γειτόνων της, παραφύλαξε.

Εκεί γύρω στις εφτά, ο Τασούλης σηκώθηκε απ’ την καρέκλα επαναλαμβάνοντας:

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα!

Κι όπως έβαζε τα χέρια για να σηκώσει το σορτσάκι του μέχρι το σημείο που επέτρεπε η μπυροκοιλιά, αισθάνεται υγρά πράγματα να κυλούν επάνω του από την αραιωμένη καραφλοκοτσίδα μέχρι κάτω. Ήταν υγρά και μύριζαν άσχημα. Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν! 

Βοήθεια, βοήθειαααααα, Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααα, βοήθειαααα, τυφλώθηκα!

Έχασα το φως μου!

Βγαίνει η Μαρία ανάστατη και τι να δει; Τον άντρα της στεφανωμένο με τον κουβά των σκουπιδιών μέχρι τους ώμους.

-Άντε, πήγαινε να κάνεις το μπάνιο που δεν έκανες μια βδομάδα τώρα! Με τις υγείες σου!

Του ευχήθηκε η γειτόνισσα.


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙΙ

 Τρία πρώτα ξαδέρφια γεννημένα την ίδια χρονιά.  Τα δύο ζούσαν στο χωριό και το ένα στην κοντινή μεγαλούπολη. Μεγάλη οικογένεια, οπότε, τα παιχνίδια και τα χαϊδέματα από τους θείους πολλά. Κι επειδή η ιστορία αυτή ξεκινά να εκτυλίσσεται από την δεκαετία του ’60, μην φανταστείτε τα παιχνίδια ως αντικείμενα αλλά ως δράσεις.

Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ο θείος τους ο Σάκης, ανύπαντρος ακόμα,  τους έστησε και τους τρεις πάνω στον μαρμάρινο πάγκο της κουζίνας του χωριατόσπιτου των γονιών του και τους είπε θέλοντας να βγάλει γέλιο από τις ντοπιολαλιές:

«Θα σας ρωτάω έναν έναν και θα μου απαντάτε, καλά;»

«Καλά»

«Αλέξη, τι είναι αυτό;» ρώτησε δείχνοντας ένα γαϊδούρι.

«Γουμάρ’!» απάντησε ο Αλέξης που μεγάλωνε στο χωριό.

«Τίμο, τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε δείχνοντας το γαϊδούρι.

«Γαϊδούρι!» απάντησε ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη.

«Τάκη, τι είναι αυτό;» επανέλαβε δείχνοντας ξανά το ζώο.

«Γκάτζος!» απάντησε ο Τάκης που μεγάλωνε κι εκείνος στο χωριό αλλά σε οικογένεια χαμηλότερης μόρφωσης ή κοινωνικότητας, πείτε το όπως θέλετε.

Έως  εκείνη τη στιγμή, τα μικρά παιδιά ένιωθαν την μοναδικότητά τους από την αγάπη που προσλάμβαναν από τον στενό και τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας.

Από εκείνο το αστείο παιχνίδι και μετά όμως, άρχισαν να νιώθουν και κάτι άλλο. Τον διαχωρισμό σε ανώτερο και κατώτερο βάσει της διαφορετικότητας, της καταγωγής, του οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου των γονιών τους.

Από τότε, αν και η αγάπη που είχε εμφυτευθεί μεταξύ τους δεν έσβησε, δημιουργήθηκε ενός είδους αντιπαλότητα, ένας ανταγωνισμός.

Ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη, ένιωθε ξεχωριστός καθώς είχε τα πιο πολλά και καλά παιχνίδια. Την εποχή που στο χωριό ακόμα κυκλοφορούσαν με κάρα, αυτός είχε τηλεόραση πριν αρχίσουν να εκπέμπουν κανονικά οι δύο πρώτοι σταθμοί, είχε παιδικό πικάπ όταν ακόμη και για τους εικοσάρηδες ήταν όνειρο απατηλό και χίλια δυο παιχνίδια όπως πλαστικά αυτοκινητάκια, φαγάνες, τραινάκια, μαϊμουδάκια κυμβαλοκρούστες, διέθετε ακόμη και ένα κάμπριο κόκκινο αυτοκινητάκι με πετάλια και είχε και ποδήλατο!

Όλα αυτά ήταν μαγικά όχι μόνο για τα ξαδέρφια του αλλά και για τους φίλους του στην πόλη. Είχε όμως και τους γονείς του στην Γερμανία που του έστελναν όλα αυτά τα δώρα και μεγάλωνε με την γιαγιά του.

Ήταν ξεχωριστός λόγω των αποκτημάτων του και έπρεπε να διατηρήσει αυτή την μοναδικότητά του. 

Ο Αλέξης, άργησε λίγο αλλά βρήκε κι αυτός με ποιον τρόπο θα ξεχώριζε στην ηλικία των δώδεκα, όταν πήγε στο γυμνάσιο. Το έριξε στο ντύσιμο. Ντυνόταν καλύτερα και με τα ακριβότερα ρούχα σε όλο το χωριό ενώ ξεχώριζε ακόμα  ανάμεσα και  στα παιδιά της μεγαλούπολης.

Ο Τάκης, ήθελε κι αυτός να ξεχωρίζει αλλά δεν μπορούσε. Δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η στιγμή του έφτασε πολλά χρόνια αργότερα. Όταν γύρισε από φαντάρος και αφού δεν το είχε με τα γράμματα, απαρνήθηκε τη γεωργία με την οποία ασχολούνταν ο πατέρας του κι έγινε οδηγός νταλίκας.

Με το επάγγελμα αυτό, ταξίδεψε στο εξωτερικό και είδε από κοντά όλα όσα έβλεπε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Μέσα σ’ ένα χρόνο, γύρισε όλη την Ευρώπη και στα δυο  χρόνια, είχε μάθει όλα τα κατατόπια κυρίως τα πονηρά! Τότε ήταν που προέκυψε ένα δρομολόγιο για Παρίσι, μια πόλη που δεν είχε πάει ως τότε. Γυρνώντας με ένα φορτίο τυριών από την Ολλανδία έπρεπε να περάσει από το Παρίσι να ξεφορτώσει κάποια και να φορτώσει κάποια άλλα για να τα φέρει τέλος όλα στην Ελλάδα. Η όλη διαδικασία θα έπαιρνε περίπου τρεις μέρες. Τι να κάνει λοιπόν τρία μερόνυχτα στο Παρίσι; Κάπως έπρεπε να περάσει τον χρόνο του. Ρωτώντας, ανακάλυψε το Μουλέν Ρουζ. Διότι, δεν θα πήγαινε όπου νά ‘ναι! Μόνο στο καλύτερο! Λεφτά είχε μαζί του, οπότε κανένα πρόβλημα!

Στο Μουλέν Ρουζ ο Τάκης διέπρεψε! Να οι σαμπάνιες, τι μία μία που τις άνοιγαν οι ευρωπαίοι, δυο δυο τις άνοιγε τις σαμπάνιες ο Τάκης! Να και οι χορεύτριες στα γόνατα του Τάκη πράγμα που για να συμβεί πρέπει να ξοδέψεις απίστευτα πολλά! Οι τρεις μέρες πέρασαν αλλά σιγά μην άφηνε ο Τάκης τέτοια μπερεκέτια! Πήρε τηλέφωνο στο αφεντικό ότι καθυστερούν κι άλλο οι φορτοεκφορτώσεις και συνέχισε τα γλέντια. Αυτός το άνοιγε και το έκλεινε το μαγαζί! Του τελείωσαν όμως και τα λεφτά. Δεν το σκέφτηκε πολύ, σχεδόν καθόλου, πούλησε όλο το εμπόρευμα, πούλησε και την νταλίκα! Πολλά λεφτά, θα σκεφτεί κάποιος και με το δίκιο του. Όοοοοχι! Όχι για τον Τάκη στο Μουλέν Ρουζ! Οι σαμπάνιες έρρεαν ποτάμια και τα κορίτσια χόρευαν για πάρτι του. Κάποια στιγμή, του τελείωσαν κι αυτά τα χρήματα. Σε μια βδομάδα τα είχει φάει όλα! Τού ‘δωσε και κατάλαβε! Αφού στον κύκλο των νταλικέρηδων έγινε μύθος! Ακόμα και σήμερα αναφέρουν το περιστατικό στις ιστορίες τους.

Όταν του τελείωσαν τα λεφτά και του έμειναν μόνο για το εισιτήριο της επιστροφής, τηλεφώνησε στον πατέρα του. Τι να κάνει κι εκείνος ο καημένος; Πλήρωσε τα γλέντια του κανακάρη του αντικαθιστώντας το εμπόρευμα και το αυτοκίνητο!

Μην νομίζετε όμως ότι αυτό ήταν το τελευταίο που έκανε…. Μπορεί να ήταν το αποκορύφωμα, αλλά τις τρέλες τις συνέχισε. Τις συνέχισε γιατί έτσι ένιωθε ξεχωριστός!

Κάποια στιγμή, ήρθε ο καιρός να παντρευτεί. Αρραβωνιασμένος γαρ και η μνηστή έγκυος.

Του δίνει ο μπαμπάς του ένα εκατομμύριο δραχμές τότε, σήμερα να πούμε δέκα χιλιάδες ευρώ όχι σε ονομαστική αλλά σε αγοραστική αξία.

Πάει ο Τάκης στην πόλη για να αγοράσει τα γαμπριάτικα. Κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, παπούτσια, κάλτσες, κολώνιες, τα πάντα. Μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα από αυτά που σε κάθε όροφο έχουν διαφορετικά είδη. Χρόνο έχει μπόλικο, χασομεράει χαζεύοντας. Βλέπει κάτι αξεσουάρ του σκι φανταστικά! Του άρεσαν πολύ! Πάει στον άλλο όροφο, βλέπει, προβάρει και τα γαμπριάτικα. Εντάξει, αποφάσισε, θα τα πάρει!

Γυρνάει το βράδυ στο χωριό που τον περιμένουν με αγωνία να δουν τα ψώνια του.

Ανοίγει τις σακούλες και τα κουτιά και τι να δουν. Στολή του σκι, χιονοπέδιλα κι όλα τα αξεσουάρ! 

«Καλά βρε παιδί μου, εμείς κοστούμι σε στείλαμε ν’ αγοράσεις!»

«Ναι, για κοστούμι πήγα και το δοκίμασα κιόλας αλλά αυτά τα ήθελα πόσο καιρό τώρα και δεν μπορούσα να τα πάρω γιατί ήταν πολύ ακριβά!»

Άντε την άλλη μέρα, με άλλο  ένα εκατομμύριο για κοστούμι!

Και, μετά, ο Τάκης παντρεύτηκε! Όλως παραδόξως η γυναίκα του τον έστρωσε. Τού ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι που λένε.

Βέβαια, τις τρέλες τις συνέχισε αλλά άλλου είδους. Όχι τόσο επιζήμιες!


Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΖΗΤΑΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗ

 Ίσως η πιο γνωστή συμβουλή από ειδικούς και ψυχολόγους, όταν προσπαθούμε να βελτιώσουμε τον τρόπο ζωής μας είναι να σταματήσουμε να απολογούμαστε και να λογοδοτούμε. Αλλά ποιες απολογίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τοξικές για να απαλλαχθούμε από αυτές; Όλα είναι θέμα ορίων. Τα όρια που θέτουμε στον εαυτό μας και τα όρια που θέτουμε στους γύρω μας. Όταν δεν υπάρχουν αυτά τα όρια η απολογητική στάση μπορεί να γίνει στάση ζωής και γρήγορα να οδηγηθεί στην ανάπτυξη μιας ενοχικής υποβόσκουσας συνείδησης που κατατρώει σαν έκφυλη ασθένεια το μυαλό, την ψυχή και το σώμα. 

Η οριοθέτηση για το κάθε άτομο είναι διαφορετική, κάποιοι μπορεί να δέχονται εύκολα τον σαρκασμό για παράδειγμα ενώ κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται άνετα με αυτήν την μορφή έκφρασης. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν, η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων θα πρέπει να βάλουν τα "στοπ" τους, απαγορεύοντας πάντα με ευγένεια, ώστε να μην καταπατηθούν και τα όρια του συνομιλητή, τον σαρκασμό προς το πρόσωπο τους ή φεύγοντας από την συζήτηση. Σε καμία των περιπτώσεων όμως δεν οφείλουν να απολογηθούν για τα αισθήματα τους καθώς πρέπει αυτά να γίνονται αποδεκτά από το ίδιο άτομο και να αναγνωρίζονται ως αξιόλογο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του. Το ίδιο σεβαστά και αποδεκτά θα πρέπει να είναι και τα όρια που θέτουμε στους άλλους για να μην πληγωθεί αυτή η ντελικάτη πτυχή των εαυτών μας.  

Οπότε οι "τοξικές" απολογίες είναι αυτές που εκφράζονται κατά κάποιο τρόπο εξαναγκαστικά ή χειριστικά. Η συγγνώμη η οποία προέρχεται από χειριστική συμπεριφορά πιέζει ακόμα περισσότερο τον ψυχικό μας κόσμο καθώς ο δέκτης αξιολογεί τα αισθήματα του χειριστή του σαν πρωτεύοντα και τα δικά του ως δευτερεύοντα με αποτέλεσμα το μυαλό σε ένα επίπεδο να μην δέχεται την ύπαρξη του ως αυτόβουλη μονάδα αλλά ως ακολουθητική υποστηρικτηκή του χειριστή της, τα μόνα ενοχικά αισθήματα που δημιουργεί είναι προς τον εαυτό του που δεν λειτουργεί αυτοβούλως με αυτοκαταστροφικά συνήθως αποτελέσματα.  Η πραγματική έννοια της συγχώρεσης είναι η μετάνοια και όχι η ενοχή, οπότε οποιαδήποτε ενοχική έκφραση δεν θα έπρεπε να προφέρεται γρήγορα και απερίσκεπτα με ένα συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να γίνει ενδοσκόπηση και να βρεθεί η πραγματική αιτία της ενοχής και να μετατραπεί σιγά σιγά σε μετάνοια με προσωπική προσπάθεια και εσωτερική εργασία.  

Και για να φέρουμε τα πράγματα ακόμα περισσότερο προς την γη, όπως έγραψε και ο Αριστοτέλης περί ηθικής,(ελευθ. μεταφ.) "Ηθική είναι η πράξη που σε κάνει να νοιώθεις καλά, ανήθικη πράξη είναι αυτή που σε κάνει να νοιώθεις άσχημα." Όταν ζητάς λοιπόν, συγγνώμη θα πρέπει να νοιώθεις καλά γιατί τότε θα έχεις βρει την πραγματική αιτία και όχι την αφορμή, όταν ζητάς συγγνώμη και δεν νοιώθεις καλά γι' αυτό, τότε είναι απλά λόγια που πρέπει να ειπωθούν χωρίς καμία εσωτερική βελτίωση. 

ΜΉΠΩΣ ΕΊΜΑΙ ΘΎΜΑ ΧΕΙΡΑΓΏΓΗΣΗΣ; /10 ΣΗΜ'ΑΔΙΑ ΑΝΘΡ'ΩΠΩΝ ΜΕ ΧΕΙΡΙΣΤΙΚΉ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΆ.

 Η χειραγώγηση είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ο χειριστής συνειδητά προσπαθεί να επηρεάσει ή να διαχειριστεί, με έξυπνο ή ύπουλο αλλά επιδέξιο τρόπο τον συνάνθρωπό του. Η χειραγώγηση σαν έννοια, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων και εξελίχθηκε στους τομείς της χειραγώγησης των μαζών, πολιτική χειραγώγηση, νομική χειραγώγηση, συναισθηματική χειραγώγηση. Τα άτομα τα οποία χρησιμοποιούν αυτήν την τακτική επιρροής εμφανίζουν και κάποια σημάδια κοινής συμπεριφοράς όπως:

1. Διαθέτουν την στάση του διπλωμάτη, δηλαδή ποτέ δεν είναι ακριβώς ειλικρινείς, μιλούν με διαλλακτικότητα και πάντα έχουν μια τάση να απλοποιούν τις καταστάσεις τόσο ώστε να ευνοούν αυτούς χωρίς να υπολογίζουν το κόστος των συνεπειών προς τους συνανθρώπους του.

2.Χρησιμοποιούν λεξιλόγιο και εκφράσεις λόγου που σε κάνουν να νοιώθεις αμήχανα, για παράδειγμα οι λέξεις "πάντα" και "ποτέ" μπορούν να ειπωθούν χειριστικά ως "Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα αυτό , ενώ εσύ...." ή "Γιατί το κάνεις πάντα αυτό", επίσης η έκφραση "να σου ζητήσω μια χάρη" έπειτα από δύο συνεχόμενες φορές σταματά να είναι χάρη.

3.Συχνή επίκληση του ενοχικού συναισθήματος, δηλαδή σε κάνουν να νοιώθεις ένοχος για την κατάσταση τους "Δεν νοιώθω καλά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό".

4. Αποποιούνται των ευθυνών τους. Ίσως το πιο κοινό "σύμπτωμα" στα άτομα με χειριστικό χαρακτήρα. Ο κόσμος των συνεπειών και των ευθυνών είναι ένα μακρινό σύμπαν γι' αυτούς και προτιμούν να το κρατούν σε απόσταση. 

5. Δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τους γύρω τους. Τα μόνα προβλήματα ,οι μόνες δυσκολίες και οι μόνες ανάγκες που αναγνωρίζουν είναι οι δικές τους. Δεν μπορούν να ενδιαφερθούν πραγματικά για κάποιον άλλον βαθύτερα του σκοπού τους, που δεν είναι άλλος από την κάλυψη των δικών τους εγώ. 

6. "Τρώνε" την ενέργεια σου. Η χειραγώγηση είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία καθώς κλονίζει την προσωπικότητα του χειριζόμενου, εκμεταλλευόμενοι οι χειριστές αυτή την "τρύπα" στον ψυχικό κόσμο, καταναλώνουν αδηφάγα ότι καλό και θετικό μπορούν να βρούνε μεταβάλλοντας το σε κάτι κακό και σκοτεινό. 

7. Βίαια ξεσπάσματα ή αποσιώπηση και απομόνωση στην αποκάλυψη αληθινών γεγονότων. Όταν προσπαθείς να τους προβάλλεις ένα μειονέκτημά τους ή μια έλλειψη τους, η συμπεριφορά τους γίνεται ακραία, κάποιοι ξεσπούν βίαια και με θυμό, τόσο σε τρίτους λεκτικά όσο και σε αντικείμενα. Ένας χειριστικός χαρακτήρας δεν θα προβεί σε αυτοκαταστροφή παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και όταν θα είναι σίγουροι πως δεν ρισκάρουν τη ζωή τους και το αποτέλεσμα θα αποβεί υπέρ των σκοπών τους. Επίσης μια άλλη τακτική απέναντι στην προβολή των μειονεκτημάτων και των ελλείψεων είναι η αποσιώπηση και η απομόνωση δίνοντας την εντύπωση πως το άτομο σε αυτή την περίοδο θα κάνει μια ενδοσκόπηση για αυτά που του έχουν επισημανθεί. Ακόμα και εάν γίνει η ενδοσκόπηση, βρίσκουν ελαφρυντικά για τον εαυτό τους καθώς δεν μπορούν να αναλάβουν ευθύνες και έτσι δεν υπάρχει κάποια βελτίωση.

8. Αγαπούν να δημιουργούν και να εμπλέκονται σε προβληματικές καταστάσεις. Οι προβληματικές καταστάσεις δημιουργούν σύγχυση, ίντριγκες και δράμα, θέματα που τους διασκεδάζουν και τους γεμίζουν ειδικά όταν αφορούν τρίτους. Συνήθως δημιουργούν τέτοιες καταστάσεις μιλώντας πίσω από την πλάτη κάποιου ή βάζοντας λόγια στο στόμα του. 

9. Δεν αναγνωρίζουν τα όρια. Των άλλων. Όπως και οι ευθύνες και οι συνέπειες έτσι και τα όρια, που θέτει κάποιος τρίτος για την προστασία της προσωπικής του ψυχικής υγείας, βρίσκονται σε ένα άλλο μακρινό σύμπαν, που και αυτό προτιμούν να μείνει επίσης  μακριά τους. 

10. Παρόλο που δεν ενδιαφέρονται για τον συναισθηματικό κόσμο του άλλου ή και γενικά για τον άλλον, τους αρέσει να ελέγχουν συνέχεια. Που βγαίνεις, με ποιους κάνεις παρέα, πόσα ξοδεύεις και άλλα πολλά που μπορούν να τους δώσουν κάποιον έλεγχο πάνω στη ζωή του συνανθρώπου. 

Η πρώτη προσέγγιση ενός χειριστικού χαρακτήρα μπορεί να μπερδέψει και να περαστεί ως ένας συμπαθής/συμπονετικός χαρακτήρας, τα σημάδια όμως είναι πάντα εκεί. Ένας συμπαθής/συμπονετικός χαρακτήρας θα ακούσει προσεκτικά το πρόβλημα, την δυσκολία και θα προσπαθήσει να προσφέρει βοήθεια και όχι να εκμεταλλευτεί τα δεδομένα προς όφελος του, δεν θα αποποιηθεί τις ευθύνες του και εφόσον συμπαθής συλλογίζεται συχνά τα συναισθήματα του περίγυρου του και ίσως η πιο βασική διαφορά αναγνωρίζει τα όρια και δεν πιέζει καταστάσεις.       




ΥΠΑΚΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ

 


                  Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και αστικής έλξης και συχνά ξεχνάμε από που ξεκίνησε το ανθρώπινο γένος. Η πρώτη ουσιαστική επαφή του ανθρώπου ήταν αυτή με την φύση. Τα πρώτα του βήματα συγχρονίστηκαν και εναρμονίστηκαν με τους φυσικούς κύκλους οπότε στην σημερινή εποχή που όλα σχεδόν καλύπτονται από τσιμέντο υπάρχουν πολλές φορές που ξεχνάμε τους φυσικούς νόμους και αποκλίνουμε από αυτούς. Οι φυσικοί νόμοι είναι απλοί. Όλα έχουν αρχή και τέλος, γεννιούνται, ανθίζουν, ψηλώνουν, καρποφορούν και ωριμάζουν, σαπίζουν, πεθαίνουν. Το πιο όμορφο όμως στη φύση είναι πως αυτή η διαδικασία δεν γίνεται μόνο μια φορά αλλά επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, μέσα από τις εποχές. Κάθε χρόνο η γη έχει την ευκαιρία να καρποφορήσει και να θρέψει. 

              Πρέπει να καταλάβουμε πως όπως ο κύκλος της φύσης υπάρχει έξω, στα βουνά στις θάλασσες, στα ποτάμια και στις πεδιάδες, αλλά υπάρχει και μέσα μας. Στο ένστικτο της επιβίωσης και της θρέψης, στην ανάγκη για αναπαραγωγή, στο τέλος. Οπότε κάθε φορά που απομακρυνόμαστε από αυτά που μας λέει η φύση μέσα μας, πληγώνουμε τόσο τον εαυτό μας αλλά και αλλάζουμε και την φυσική ροή των πραγμάτων. Υπάρχουν λόγοι που η φύση μας έχει προικίσει με μικρά βιολογικά ρολογάκια κι αυτός είναι για να μην ξεφεύγουμε σωματικά, συναισθηματικά και πολλές φορές και χρονικά. 

           Υπάρχουν κάποια μέσα που μπορούν να μας βοηθήσουν να ξανά βρούμε την χαμένη επαφή με την φύση κι αυτά είναι τα εξής: η παρατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, η ουσιώδης επικοινωνία και η εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον. Η παρατήρηση του περιβάλλοντος γύρω μας, μας βοηθάει στην κατανόηση των φυσικών νόμων και στη συμπεριφορά της φύσης. Η ουσιώδης επικοινωνία βοηθάει στην συναισθηματική και ψυχική ανάπτυξη. Τέλος, με την εναρμόνιση στο περιβάλλον είναι σαν να συμμετέχουμε και οι ίδιοι στο κοσμικό σχέδιο. 

           Τα υπέρ όταν έρχεσαι κοντά με το φυσικό περιβάλλον είναι προφανώς πάρα πολλά για να τα απαριθμήσουμε όλα, αλλά τα πιο σημαντικά είναι η ηρεμία που σε κατακλύζει και η ευαισθησία που σου δημιουργείται για τα βαθύτερα νοήματα της ζωής, η αντίληψη των αρχικών μας ενστίκτων και η αποδοχή τους, η μηδαμινή σημασία των υλικών αγαθών μπροστά στην αιωνιότητα και η υπενθύμιση της ακαταλληλότητας της πόλης για κοινωνικό περιβάλλον.

        Στους καιρούς που ζούμε όμως η πόλη είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας για πολλούς και διάφορους λόγους και η φύση που υπάρχει μέσα της είναι μόνο ένα δείγμα. Υπάρχει λύση όμως, να φέρουμε τη φύση σπίτι μας. Ας μην ξεχνάμε πως με τον όρο φύση δεν εννοούνται μόνο τα φυτά αλλά ότι υπάρχει σε αυτήν. Δηλαδή αν κάποιος δεν μπορεί να συντηρήσει φυτά μπορεί να πάρει ένα ενυδρείο ή κάποιο άλλο κατοικίδιο, αρκεί αυτό το μικρό τρίκ για να βρισκόμαστε πάντα κοντά στη φύση.   

         Η φύση άλλωστε είναι παντού. Στον ουρανό, στον καιρό που αλλάζει, στα ζώα, μέσα μας. Η φύση είναι παντού γιατί κι εμείς είμαστε κομμάτι αυτής και την κουβαλάμε σαν αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας, όποιος κι αν είναι ο προορισμός, όσες φορές κι αν αλλάξει. 


Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙ

 Β’ ερασιτεχνική, ντέρμπι μεταξύ αιωνίων και μη χειρότερα!

Το παιχνίδι και για τις δύο ομάδες είναι πολύ κρίσιμο.

Και στις δύο έδρες, πάντα υπήρχε μεγάλη ένταση μεταξύ των ομάδων, των οπαδών και των χωριών γενικότερα. Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες είναι πολύ ελαφριά εκδοχή σε σύγκριση με αυτή την αντιπαλότητα!

Άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι, γέροι, ακόμα κι οι παπάδες ζούσαν γι’ αυτό το παιχνίδι!

Ήταν τόσο παθιασμένοι, που οι ιερείς ήταν αυτοί που οργάνωναν τις κερκίδες ώστε να έχουν περισσότερο κόσμο και καταμερισμένο ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

Η χορωδίες της εκκλησίας ξεκινούσαν με προσευχές και άσματα κι ανάλογα με την έκβαση του αγώνα, το γύριζαν στο αντάρτικο και στα μελοποιημένα συνθήματα.

Οι παπάδες σαν διευθυντές ορχήστρας έδιναν τον τόνο και οι φωνές ξεχύνονταν στον αέρα και τις βουνοπλαγιές.

Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, κατά το εικοστό λεπτό προηγούνται οι γηπεδούχοι με 1 – 0! Ξέφρενοι πανηγυρισμοί στις κερκίδες, αλληλούια απ’ την χορωδία, χαλασμός απ’ τον κόσμο κι ο αντίπαλος παπάς να φωνάζει χειρονομώντας: «τι χαίρεστε ρε, νωρίς είν’ ακόμα, θα σας ξεσκίσουμε, στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό, ….»

Το ημίχρονο έληξε με 1-0 υπέρ των γηπεδούχων.

Το Β’ ημίχρονο ξεκίνησε ομαλά αλλά όσο περνούσε η ώρα το παιχνίδι σκλήραινε με πολλές κλωτσιές και ξύλο μεταξύ των παιχτών. Δύο λεπτά πριν τη λήξη ισοφάρισαν οι φιλοξενούμενοι. Ο αγώνας έληξε ισόπαλος. Και το ξύλο που ακολούθησε ισόπαλο ήταν τόσο μεταξύ των παικτών όσο και των οπαδών.

Γυναίκες μαλλιοτραβιούνταν, ο ένας βαρούσε τον άλλο με ότι έβρισκε μπροστά του, τα παιδιά τό ‘ριξαν στο κυνηγητό με πέτρες, οι γιαγιάδες τραβούσαν τα τσεμπέρια και τ’ ανέμιζαν στον άερα, οι παππούδες σήκωναν τις μαγκούρες κι όποιον πάρει ο χάρος!

Οι δυο παπάδες, στη μέση του γηπέδου, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον, με ανοιχτά τα πόδια, τους αγκώνες στα πλευρά και με τις γροθιές σφιγμένες και τον κορμό προτεταμένο – στη γνωστή σκωτσέζικη στάση, φώναζαν ο ένας στον άλλον.

«Σας ξεσκίσαμε» πάρ’ την έλεγε η γλώσσα του σώματος με ελαφρύ πηδηματάκι.

«Σας γαμήσαμε» πάρ’ την εσύ επαναλάμβανε ο άλλος με τη γνωστή χειρονομία.

«Σας πήραμε τα σώβρακα» να πάλι το ελαφρύ πηδηματάκι.

«Και τα κομπινεζόν» πάρε πίσω το υπονοούμενο.

«Πετάξτε τα σουτιέν σας» να σε σένα

«Σας κλέψαμε τα στρινγκ» και σε σένα ήρθε η ανταπόδωση με το πηδηματάκι.

Πηδηματάκι στο πηδηματάκι, έφτασαν μούρη με μούρη. 

«Τι κάνουμε αδερφέ; Ο Θεός να μας συγχωρέσει!»

«Αμήν!»

Άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Όσοι τους είδαν άρχισαν να σταυροκοπιούνται κι αυτοί ώσπου οι παπάδες έδωσαν το σύνθημα:

Θα τα πούμε στον επόμενο αγώνα. Φτάνει για σήμερα, διαλυθείτε ησύχως!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙ

 Όποιος δεν έχει παρακολουθήσει ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο δεν είναι σωστός φίλαθλος!

Ποδοσφαιρικός αγώνας Β’ ερασιτεχνικής κατηγορίας.

Για τους φιλοξενούμενους ήταν άνευ βαθμολογικής αξίας. Για τους γηπεδούχους όμως ήταν υποβιβασμός κατηγορίας σε περίπτωση ήττας τους.

Λόγω κακής προϊστορίας μεταξύ των δύο αντιπάλων, πάντα στα παιχνίδια μεταξύ τους, υπήρχε ένταση. Ένα ντέρμπι αιωνίων σε σμίκρυνση.

Απειλές εκτοξεύονταν εκατέρωθεν. Θα σας ξεσκίσουμε, θα σας κάνουμε, θα σας δείξουμε, θα σας πάρουμε τα σώβρακα, θα σας μαλακώσουμε τα κόκαλα, και άλλα τέτοια αντρικά εργαλεία διασκέδασης.

Ενδεικτικό αυτής της αντιπαλότητας ήταν ότι οι φιλοξενούμενοι, προερχόμενοι από ένα χωριό 700 κατοίκων συνολικά, είχαν νοικιάσει 3 λεωφορεία τα οποία συνόδευαν και 70 περίπου αυτοκίνητα.  Όπως ήταν φυσικό, οι φιλοξενούμενοι φίλαθλοι ήταν υπεράριθμοι των γηπεδούχων.

Στο Α’ ημίχρονο, οι φιλοξενούμενοι κατάφεραν να προηγούνται με 0 – 1!

Στη μέση του Β’ ημιχρόνου και σε μία διεκδίκηση της μπάλας, ο αμυντικός των φιλοξενουμένων, ένα θηρίο ύψους 1,90 και με σοβαρό εκτόπισμα, κέρδισε την μπάλα δίνοντας μια σκουντιά με τον ώμο του στον αντίπαλο που του έκανε στενό μαρκάρισμα.

Εκείνος, κατηγορία φτερού, απογειώθηκε πάνω από τα σύρματα και προσγειώθηκε σε κάτι θάμνους με αγκάθια. Με δυσκολία σηκώθηκε ματωμένος και κουρελιασμένος, βγάζοντας τριβόλια από πάνω του.

«Ε, όχι κι έτσι, ρε φίλε!»

«Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Δεν έπαθες και τίποτα…» Απάντησε ο αμυντικός που ήταν τύπος Οβελίξ, χωρίς αίσθηση της δύναμής του.

Μετά από αυτό το άτυχο συμβάν, ο Κυριλές, οπαδός των φιλοξενουμένων, άρχισε να προκαλεί ανερυθρίαστα.

«Ελάτε ρε κότες να σας δείξουμε πού μπαίνει η μπάλα, η μπάλα είναι στρογγυλή κι όχι γυναίκα στρουμπουλή, κάτω κάτω και πιο κάτω φάτε μια να πάτε παρακάτω,» και άλλα τέτοια γραφικά, εκτός των κλασικών περιγραφών οι οποίες περιελάμβαναν αναλυτικά ό,τι επρόκειτο να τους κάνουν,  και που ήταν εμβόλιμες των συνθημάτων.

Οι γηπεδούχοι δεν άργησαν να ανταποδώσουν τις ευχές με αποτέλεσμα να ακολουθήσει γενική σύρραξη.

Οι φίλαθλοι άρχισαν να πλακώνονται μεταξύ τους ενώ οι παίκτες μετέτρεψαν το γήπεδο σε ρινγκ.

Στην εστία των γηπεδούχων, ο τερματοφύλακας για να γλυτώσει τις φάπες, σκαρφάλωσε πάνω στο τέρμα σαν τον κόκορα. Ένας οπαδός των φιλοξενουμένων εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και πήγε κάτω από την ξύλινη εστία.

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Έλα να με κατεβάσεις αν μπορείς»

Ο φίλαθλος, που λέει ο λόγος, ένα γομάρι εκατό κιλών, ταρακουνάει το δοκάρι, μια, δυο, τρεις, πάρε την εστία κάτω μαζί με τον τερματοφύλακα! 

Τώρα, γιατί έφαγε ο ταλαίπωρος το ξύλο της αρκούδας, είναι ανεξήγητο!

Ακολούθησε ένα τουρλουμπούκι. Φίλαθλοι και παίχτες έγιναν ένα κουβάρι.

Ποιος διαιτητής και ποιοι παράγοντες; Έγιναν καπνός μην αρπάξουν κι αυτοί καμιά ξανάστροφη. Ο αγώνας διεκόπη εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η νίκη κατακυρώθηκε στους γηπεδούχους.

Α, ρε Κυριλές, εσύ για όλα φταις!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ Χ

 Ήταν ωραίος! 

Έτσι νόμιζε….

Ήταν έξυπνος!

Αυτή την εντύπωση είχε…

Ήταν περιζήτητος!

Έτσι ήθελε να πιστεύει…

Έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι στην μικρή επαρχία όπου ζούσε, ο πολιτισμός είχε καθυστερήσει να τους επισκεφθεί μισό αιώνα και βάλε. Οι υποψήφιες νύφες έβαζαν στο μάτι τους υποψήφιους γαμπρούς απ’ τα 14. 

Αυτή η κολακεία ήταν που τον έκανε να καβαλήσει το καλάμι και να πιστέψει ότι ήταν ο καλύτερος!

Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο, από δουλειά τεμπέλαρος, αφού ήταν ωραίος ντε…

Με τα πολλά, παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά κι άνοιξε ένα βενζινάδικο. 

Σύντομα  όμως το έκλεισε ή μάλλον του το έκλεισαν καθώς τον έπιασαν να κλέβει στην αντλία εφοδιασμού.

Το γεγονός αυτό ήταν που τον ώθησε να βρει την κλίση του.

Έγινε μελισσοκόμος. Του αγόρασαν τις κυψέλες κι αυτός έπρεπε να ασχολείται με την μελισσοκομία.

Έλα μου όμως που η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη;

Τα βρήκε σκούρα με τη δουλειά και τι έκανε ο μπαγάσας; Πήγαινε σε κοντινό εργοστάσιο συλλογής μελιού, αγόραζε από ‘κει και το πουλούσε για δικό του.

Μετά, συνάντησε άλλο εμπόδιο. Τον ανταγωνισμό. Έτσι, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει.

Τι έπρεπε να κάνει; Να παραμυθιάζει τον κόσμο, να λέει ψέματα, να ωραιοποιεί την αλήθεια, να κρύβει ότι δεν έπρεπε να μάθει ο πελάτης. Ευκολάκι, σκέφτηκε, θα τα καταφέρω, στο παραμύθι είμαι άσος!

Κατ’ αρχήν, βρήκε την ατάκα για να προσεγγίζει τον κόσμο: «από πούστε;» Προσέξτε, όχι «από πού ‘στε;»  Και σαφώς όχι «από πού είστε;» 

«Τι είναι αυτό;»

«Πευκόμελο. Από πούστε;» κι έτσι έπιανε κουβέντα.

Εν τη ρύμη του λόγου πετούσε και κάτι μαργαριτάρια που όποιος τά ‘πιανε άνοιγε χρυσοχοείο με τη μία.

«Από πού είναι αυτό το μέλι;»

«Αυτό το παίρνω από μακριά. Κατεβάζω τα μελίσσια νότια για το χειμώνα. Περνάω τη διώρυγα της Πελοποννήσου και φτάνω μέχρι την Καλαμάτα της Αρκαδίας»

Πλείστα τα γεωγραφικά σφάλματα. Λογικό θα μου πείτε, καθότι  πολυταξιδεμένος ο άνθρωπος να μπερδεύεται…

Φεύγει αυτός ο πελάτης και στο καπάκι έρχεται ο επόμενος.

«Αυτό το ανοιχτόχρωμο μέλι από πού είναι;»

«Α, αυτό το παίρνω από την Άρτα. Εκεί κατεβάζω τα μελίσσια για να ξεχειμωνιάσουν.»

«Πού είναι η Άρτα;»

«Ε, στην Πελοπόννησο είναι, ναι, εκεί κάτω.»

Τα άλλαζε, δεν έλεγε τα ίδια σε όλους. Δεν ήθελε να επαναλαμβάνεται…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκανε σπουδαίες ανακαλύψεις!

Εφηύρε το χιονόμελο! Το μέλι το καπνιστό! Το μέλι με επίγευση καραμέλας, αυτό το έμαθε απ’ το μάστερσεφ. Το μέλι με γεύση καζάν ντι πι.

Όλα κι όλα! Ο άνθρωπος ήταν επιστήμονας! Γνώριζε τα πάντα. Είχε άποψη επί παντός επιστητού έως και παραφυσικού φαινομένου.

Άκουγε ειδήσεις ή τον καιρό και τις άγνωστες λέξεις τις αντικαθιστούσε με δικές του που θεωρούσε ότι ταίριαζαν.

«ο πρωθυπουργός μετέβη στις Βρυξέλλες για τη σύνοδο κορυφής. Λόγω του έντονου υετού η πρες κόνφερανς δόθηκε υπό την σκέπη αλεξηλίων. Ο πρωθυπουργός έδωσε το λάκτισμα για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τρίτων χωρών. Γαία πυρί μιχθήτω, είπε αυτολεξί.»

-Άκουσες ειδήσεις χθες; Άκουσες τι έγινε; Ο πρωθυπουργός μετά είπε για την σύνοδο κορυφής που έγινε. Και δεν ήταν καλά λέει, έκανε εμετό κι έτσι για την συνέντευξη τον σκέπασαν με ειδικές κουβέρτες. Είπε για τον πόλεμο στην Αφρική, να τους δώσουμε λέει από μία Λάκτα! Εγώ λέει δεν είμαι ο Αλέξης να βάλω στο μίξερ γη για να βγει σπυρί! Χα χα χα, ό,τι να ‘ναι… Κι εμείς τους ψηφίζουμε!

-Καλά, είπε τέτοια πράγματα;

-Ε, τι, δεν άκουσες; Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, να καταλαβαίνετε τι ακούτε. Μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Χαμένοι από χέρι είμαστε, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!

Μια μέρα, μπήκαν στο μαγαζί του κάτι τουρίστες απ’ το Ισραήλ. Αυτός για να τους εντυπωσιάσει, αποφάσισε να τους πουλήσει ένα δυσεύρετο μέλι. Με τα λιγοστά αγγλικά του, προσπάθησε να τους πει ότι είναι μέλι ερείκης. «Δις…………….., φρομ έρικα! Έρικα!» Εξαφανίστηκαν οι εβραίοι σε χρόνο ντε τε. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Όποτε έβλεπε εβραίους προσπαθούσε να τους πουλήσει μέλι ‘Ερικα κι αυτοί γίνονταν καπνός!

Το δούλεψε στο μυαλό του ξανά και ξανά, δεν έβγαζε νόημα. Δεν μπορούσε και να ρωτήσει όμως γιατί πληγωνόταν ο εγωισμός του. Τι, να έδινε δικαίωμα στους άλλους ότι υπήρχε κάτι που δεν ήξερε ή δεν καταλάβαινε; Ποτέ!

Κάποτε, αφού είδε κι απόειδε ότι μόνο με το μέλι μεροκάματο δεν βγαίνει άρχισε να πουλάει και σαπούνια ελαιολάδου με μέλι φτιαγμένα «με συνταγή της γιαγιάς» τα οποία και καλά έφτιαχνε η γυναίκα του η οποία είχε και 7 πτυχία! Την πάτησε κι από κει καθώς τα σαπούνια μόλις έρχονταν σε επαφή με το νερό γινόντουσαν σούπα. Άρχισε να λέει στους πελάτες ότι μετά τη χρήση έπρεπε να τα στεγνώνουν και να τα αφήνουν σε μέρος χωρίς υγρασία! Πάει κι αυτό. Δεν είχε επαναλήψεις στις πωλήσεις του.

 Μια μέρα ήρθαν στο μαγαζάκι του κάτι ρωσίδες. Πώς να συνεννοηθεί τώρα; Ε, καλά, με τα αγγλικά τα κατάφερνε, αλλά ρώσικα; Δεν τό ‘βαλε κάτω. Αυτό του το αναγνωρίζουμε.

Μαζί με τα σαπούνια είχε βάλει και κάτι άλλα παρεμφερή πραγματάκια μπας και δουλέψει.

Έπρεπε εκείνη τη στιγμή, να πει στις ρωσίδες ότι αυτό που κοιτούσαν ήταν εντομοαπωθητική λοσιόν. Τη λοσιόν την ήξερε… την εντομοαπωθητική όμως;

Κάνοντας παντομίμα με τα χέρια του, είπε: «τσιμ, τσιμ, ξουτ, ξουτ!!!»



Μετά, βρήκε κάποιον παραγωγό υδρομελιού και δίνοντάς του μέλι έβαλε τη φίρμα του πάνω στα μπουκάλια. Το προωθούσε λέγοντας «αυτό είναι το αρχαίο ποτό των Ελλήνων!»

Βέβαια, πάτωσε και αυτό.

«Δεν έχει λεφτά ο κόσμος!» Συνήθιζε να λέει για να δικαιολογήσει τις αποτυχίες του.

«Δεν βλέπετε τι γίνεται  στον κόσμο; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς τρέχετε στις εκκλησίες. Τι να σου κάνει ο θεός; Τα μεγάλα κεφάλια αποφασίζουν για μας. Εεεεεεεεεεεεεεεεε, βάλτε μυαλό, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε……»

Κι αφού τελείωνε την διάλεξή του με ότι είχε ακούσει ή νόμιζε ότι άκουσε στις βραδινές ειδήσεις, κλεινόταν στο μαγαζάκι του και μιλούσε ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο.

Μια χρονιά, πήγε διακοπές με την οικογένειά του σε ένα νησί. Η γυναίκα του με τα παιδιά έμειναν κοντά στη θάλασσα κι αυτός πήρε τα βουνά επειδή του είπαν κάποιοι επιτήδειοι που τον πήραν χαμπάρι ότι εκεί έχει κυνήγι. Δυο βδομάδες κυνηγούσε χωρίς να χτυπήσει τίποτα! Πλήρωσε τους οδηγούς που τον συνόδευαν και γύρισε πληγωμένος. Έχασε και τις διακοπές του.

Είναι ευτυχισμένος…. ή έτσι νομίζει!

Όλα πάνε καλά… αυτή την εντύπωση έχει!

Είναι πανέξυπνος… το πιστεύει ακράδαντα!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IX

 Πάμφτωχοι αγρότες οι γονείς του. Το μόνο που ήξεραν ήταν η σκληρή δουλειά.

Ονειρευόντουσαν για τον κανακάρη τους όμως, τα καλύτερα.

Με το ζόρι και πολύ σκούντημα για να βγάλει το σχολείο. Μέχρι και δώρο αποφοίτησης για το Λύκειο του είχαν πάρει, ένα αυτοκίνητο! Αυτοκίνητο την εποχή που οι φίλοι του δούλευαν τρία χρόνια με σκληρές οικονομίες για να πάρουν ένα μηχανάκι!

Από μικρός το είχε το κουσούρι… Ρουφιάνευε, εξαπατούσε, κορόιδευε, χρησιμοποιούσε πλάγια μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Προσπαθούσε να χειραγωγήσει αλλά γι’ αυτό είναι απαραίτητη και μια άλφα οξυδέρκεια που δεν την διέθετε. Διέθετε όμως πονηριά.  Και τεμπελιά, πολλή τεμπελιά. Δεν τού ‘φταναν όλα τα κακά της μοίρας του, ήταν και φοβητσιάρης. Όταν λέμε φοβόταν και τον ίσκιο του, κυριολεκτούμε! Από μικρός, βράδυ κυκλοφορούσε μόνο με παρέα ακόμη και μέσα στο χωριό.

Μια μέρα, ή μια νύχτα καλύτερα ο Αργύρης γυρνούσε με τα πόδια απ’ την καφετέρια.

Από ένα άνοιγμα ανάμεσα στους μπαξέδες τον είδε που έβγαινε απ’ το σπίτι, στολισμένος για έξω. Μόνος του! Πολύ σπάνια περίπτωση. Αμέσως στρόφαρε να του κάνει χουνέρι.

Έτρεξε και κρύφτηκε μέσα σε κάτι πολύ πυκνούς θάμνους που υπήρχαν λίγο πριν την στροφή του κεντρικότερου δρόμου που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού.

Το σπίτι πίσω από τους θάμνους ήταν άδειο από καιρό καθώς οι ιδιοκτήτες του είχαν πεθάνει. Όταν πλησίασε στα δύο βήματα, βλέπει τους θάμνους να κουνιούνται.

Σταματάει! Η καρδιά του ανεβάζει παλμούς, κοντεύει να σπάσει! Κοιτάει δεξιά αριστερά, κανείς! Ψυχή ζώσα! Τώρα; Τι να κάνει; Ούτε για μπροστά είναι, ούτε για πίσω…

Προσπαθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά ζυγίζοντας τις αποστάσεις. Σε τρία μέτρα στρίβω και βγαίνω στον κεντρικό, σκέφτεται. Μ’ ένα γερό κατοστάρι γλίτωσα! 

Μα, νά ‘το! Πάλι κουνιούνται οι θάμνοι και τα χόρτα. Σαν κάποιος να είναι εκεί.

Θεούλη μου, θα τα κάνω πάνω μου! Τι να κάνω; 

Τώρα οι θάμνοι κουνιούνται δυνατά. Μμμμμμμμμμμμμμμμμμ, ακούγεται μια βαθιά φωνή, απόκοσμη, γεμάτη κακία και μένος!

Αυτό ήταν… Ποιο ροντράνερ; Καπνός έγινε, εξαφανίστηκε!

Έφτασε στην καφετέρια και αλαφιασμένος, κάτασπρος σαν τον μπερντέ του καραγκιόζη, εξιστόρησε τα συμβάντα στους φίλους του.

Το δούλεμα έπεσε βροχή. Δεν σταμάτησε να επιμένει μέχρι που τους πήρε και τους πήγε στο σημείο. Τίποτα!

«Ε, μια που ήρθατε ως εδώ δεν με πάτε και στο σπίτι; Δυο βήματα είναι…»

Ο Αργύρης έπεσε για ύπνο και την άλλη μέρα έμαθε τα καθέκαστα.

Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε πως τον φώναζαν Γκούρα στο χωριό, στα χωριά όλοι έχουν παρατσούκλια, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε και παιδιά.

Δυστυχώς όμως, γι’ αυτόν και την οικογένειά του, όσο μεγάλωνε χειροτέρευε σαν άνθρωπος αντί να εξελίσσεται. Μάλλον εξελίχθηκε με την όπισθεν.

Στις δουλειές που έκανε, έκλεβε το ταμείο και έριχνε τις ευθύνες σε άλλους. Έπινε πολύ, μεθούσε και δεν ήξερε τι έλεγε ούτε τι έκανε. Τό ‘ριξε και στον τζόγο.

Ήθελε να έχει πάντα αρκετά χρήματα για να πίνει, να κερνάει, του άρεσε πολύ να κερνάει, έτσι έπαιρνε μια δόση ανωτερότητας, να παίζει στα φρουτάκια και να βάζει στοιχήματα μεγάλα. Οι επιτήδειοι που τον ήξεραν, του τα μασούσαν κανονικότατα!

Μια φορά ο αθεόφοβος, αφού είχε παίξει όλες τις εισπράξεις της ημέρας του ποτοποιείου όπου δούλευε, ήθελε ν’ αφήσει αμανάτι την βέρα του στον καφετζή που είχε τα φρουτάκια.

Ευτυχώς ήταν εκεί κάποιος πραγματικός φίλος και ανάγκασε τον καφετζή να μην δεχτεί το αλισβερίσι.

Όποτε ήθελε λεφτά, πήγαινε στο σπίτι του κι έκανε φασαρία. Απειλούσε θεούς και δαίμονες για να πάρει ό,τι ζητούσε. Καβγάδες ομηρικοί, ακουγόταν σ’ όλο το χωριό.

Έσπαγε τραπέζια, πετούσε καρέκλες, σήκωνε την καραμπίνα και απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς του αν δεν του έδιναν όσα ήθελε. Έτρεχαν τα γερόντια αλαφιασμένα στην αυλή για να γλιτώσουν απ’ τα χέρια του. Έπαιρνε με το έτσι θέλω τους μισθούς και τα μεροκάματα όλης της οικογένειας. Άφηνε τα παππούδια να πληρώσουν λογαριασμούς και υποχρεώσεις και τα υπόλοιπα τα έκανε μούχτι. Απαιτούσε τους μισθούς της γυναίκας και των παιδιών του κι όποτε τύχαινε να κάνει κι αυτός κανένα μεροκάματο στα χωράφια, πήγαινε στο καφενείο και παινευόταν: «έξι μεροκάματα πέφτουν σήμερα!»

Αν τυχόν και αρνούνταν κάποιος να του δώσει χρήματα, έπινε και όποιον πάρει ο χάρος.

Μια φορά, κυνηγούσε την γυναίκα του στον δρόμο με μαχαίρι. Αυτή, τυλιγμένη με την κουρτίνα του μπάνιου, έτρεχε ξεψυχισμένη στη γειτονιά για να σωθεί απ’ τα χέρια του.

Μετά από αυτό το επεισόδιο, αποφάσισε να τον αφήσει και να πάει στους γονείς της.

Ποιος έχασε το μυαλό όμως για να το βρει η γυναίκα του Γκούρα; Μετά τρεις  μήνες ξαναγύρισε σπίτι αφού της υποσχέθηκε πως θα στρώσει και θ’ αλλάξει!

Τι λέει το ρητό; Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς!

Ένα ωραίο πρωινό, η κόρη του ανακοίνωσε πως θα έρθει ένα καλό παιδί απ’ το χωριό να τη ζητήσει.

Αμέσως το μυαλό του δούλεψε όπως πάντα. Πώς θα μπορούσε να κερδίσει ο ίδιος από αυτό το ενδεχόμενο; Όπως ήξερε, ήταν η απάντηση.

Άρχισαν οι ετοιμασίες για τον αρραβώνα, έβαψαν, συμμάζεψαν, του  έδωσε η γυναίκα του λεφτά να πάει να πληρώσει τα καινούργια ηλεκτρικά που είχαν παραγγείλει.

Μα, χριστιανή μου δεν ξέρεις τι φίδι έχεις στον κόρφο σου;

Πήρε τα λεφτά και φυσικά πήγε και τα έπαιξε. Ότι τα έχασε είναι αυτονόητο!

Να, καβγάδες και φασαρίες να τους ακούει όλο το χωριό.

Οι γιαγιάδες απέναντι είχαν στήσει και τα σκαμνάκια τους, με πασατέμπο στο χέρι κι άλλες με το πλέξιμο για ξεκάρφωμα, παρακολουθούσαν θέατρο σε ανεξέλεγκτο αυτοσχεδιασμό!

Αφού είχαν βγάλει και πρόγραμμα. Πότε πληρώνονται οι συντάξεις; Μην ξεχάσετε, το βράδυ στου Γκούρα για την παράσταση, έκλειναν ραντεβού οι γιαγιάδες.

Με τα πολλά, ο αρραβώνας έγινε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ο Γκούρας κι όλη του η οικογένεια για το τυχερό της κόρης του. Μόνο που αυτός είχε κι άλλους λόγους να χαίρεται.

Υπολόγιζε στο άρμεγμα του συμπέθερου που είχε το κατιτίς του.

Πράγματι, να κάτι μεροκάματα απ’ το πουθενά χωρίς να κάνει τίποτα, έπαιζε και τον επιστάτη, έκανε μόστρα με μοντέρνα μηχανήματα, να και εμπορεύματα τζάμπα, να και πιστώσεις πιστόλι, τα βόλεψε μια χαρά, καλύτερα απ’ ότι είχε σχεδιάσει.

Ώσπου, ήρθε η καταστροφή! Η κόρη του κεράτωσε τον αρραβωνιαστικό κι αυτός τη χώρισε!

Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί! Δεν το σήκωνε ο οργανισμός του!

Τέτοια προσβολή! Να χωρίσουν την κόρη του!

«Έχασα την αξιοπρέπειά μου!» διαλαλούσε όπου καθόταν και βρισκόταν.

Κι όλοι αναρωτιόντουσαν. Ποια αξιοπρέπεια; Πού την έχασε; Πότε την είχε για να την χάσει;

Για έναν χρόνο περίπου έψαχνε ο Γκούρας την χαμένη του αξιοπρέπεια.  Δυστυχώς, δεν την βρήκε και είναι αμφίβολο αν θα τη βρει ποτέ….


Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΕΝΑ ΜΑΤΙ/ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

 Η σημερινή βάση της κοινωνίας έχει έναν καθαρό εγωκεντρικό χαρακτήρα που πολλές φορές οι άνθρωποι τον απορροφούν και τον ενστερνίζονται ασυνείδητα και έτσι καταλήγουν να περπατάν αμέριμνοι στον δρόμο σκεπτόμενοι μόνο τον εαυτό τους. Πολλές φορές δρουν κι έτσι, βολικά ξεχνούν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους και τις παραμερίζουν σαν ψιχουλάκια από το τραπεζομάντηλο τους. Εκεί έξω όμως δεν υπάρχουν μόνο αρτιμελή άτομα και ο πληθυσμός των ατόμων που θέλει να αλλάξει τον κόσμο είναι λειψός και λόγω της προπαγάνδας που έχει μασήσει, χωρίς πραγματικά κίνητρα για να το πραγματοποιήσει. Οπότε τι πρέπει να κάνει ένα άτομο με αναπηρία για να επιβιώσει σε μια κοινωνία που τους θέλει όλους τέλειους και τι πραγματικά βιώνει καθημερινά στον εσωτερικό του κόσμο;

Το πιο συχνό πρόβλημα για τα άτομα με αναπηρίες και ειδικά γι' αυτά που μένουν σε μεγαλουπόλεις είναι η κίνηση στους δρόμους. Η κακή οδηγική συμπεριφορά και η καταπάτηση του Κ.Ο.Κ. συχνά εμποδίζει στην σωστή κυκλοφορία ατόμων με αναπηρικά αμαξίδια, τυφλούς και άτομα με βοηθητικά μέσα βαδίσματος. Ωστόσο και το κράτος δεν έχει προνοήσει όπως θα έπρεπε για αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Δυστυχώς δεν έχουν όλα τα δημόσια κτίρια ράμπες, σχεδόν κανένα φανάρι δεν έχει ακουστική σήμανση και το μόνο που προσφέρει είναι μια ελάχιστη μοριοδότηση για εργασία και ένα πενιχρό ποσό για οικονομική βοήθεια το οποίο το παίρνεις εφόσον περάσεις δημόσια ιατρική επιτροπή και εάν σε "βαθμολογήσουν" με άνω των 67% αναπηρία. Το εντόνως ειρωνικό είναι πως η επιτροπή είναι ετήσια και το κάθε άτομο πρέπει να πηγαίνει κάθε χρόνο να επανεξετάζεται και να επαναξιολογείται, γιατί στην Ελλάδα του 2021 ένας νεφροπαθής με ανεπάρκεια άνω της τάξεως του  50% μπορεί το επόμενο έτος να γιατρευτεί.

Δεν γίνονται θαύματα όμως και όλα αυτά τα άτομα που υποφέρουν, έχουν σταματήσει να πιστεύουν σε αυτά. Στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Συνήθως τα άτομα με αναπηρίες που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα αποκρύπτουν το πρόβλημά τους. Εντελώς αντιδεοντολογικό και αντιεπαγγελματικό. Τόσο, όσο και το να σε απολύσουν λόγω της αναπηρίας.  Οι νεφροπαθείς, οι καρκινοπαθείς μπορεί να είναι αρτιμελείς αλλά όχι απολύτως υγιείς. Ναι είναι και αυτά άτομα με αναπηρίες που παλεύουν σε έναν κόσμο από τέλειους ανθρώπους. Που δεν μπορούν να εργαστούν ή να αθληθούν ή να κινηθούν όπως οι υπόλοιποι. Που τους κοιτάνε υποτιμητικά και περιφρονητικά ή με οίκτο.

Πρόβλημα νούμερο ένα λοιπόν η μετακίνηση, πρόβλημα νούμερο δύο η εργασία. Ήδη δηλαδή τα άτομα αυτά ξεκινάνε την ζωή τους με δύο προβλήματα βασικά ως προς την επιβίωση. Όταν τα δεδομένα σου είναι προβληματικά λοιπόν πώς μπορείς να μένεις ανεξάρτητος και ανεπηρέαστος της "κακής" τύχης και αισιόδοξος; Πώς παραμένεις λογικός και δεν ξεφεύγεις; Πολύ απλά διότι αυτά ήταν τα δεδομένα που υπήρχαν πάντα. Ένας εκ γενετής τυφλός δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα της έλλειψης όρασής του γιατί πολύ απλά ποτέ δεν την είχε. Ξεκινώντας με "εσφαλμένα" δεδομένα χτίζουν έναν κόσμο καλύτερο για την προστασία τους αφού ήδη γνωρίζουν το πόσο σκληρός και κακός μπορεί να γίνει. Εξασφαλίζουν την μοναξιά τους ή μικρές παρέες με ίδια προβλήματα για να μην πληγωθούν. 

Δεν σταματούν όμως να ρισκάρουν, να νοιώθουν και να ζουν. Δεν σταματούν να ελπίζουν όχι για τους εαυτούς τους αλλά για τον κόσμο που ζούνε. Γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί επαναστάτες, άνθρωποι με προβλήματα περίσσια που παραμένουν λογικοί και κυρίαρχοι του εαυτού τους. Που προσπαθούν για το καλύτερο μόνοι τους σε έναν κόσμο τέλειων, γιατί στο κάτω κάτω ίσως να είναι και οι μοναδικοί που πραγματικά βλέπουν τις ατέλειες μας. 


ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΔΕΙΑ/ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ

 Ο Ευριπίδης το 214 με 266 π.Χ. παρουσίασε στο ελληνικό κοινό ένα έργο το οποίο από την μυθολογία το πλήθος ήδη γνώριζε. Την γνώρισε αρχικά, μυθολογικά μέσω της Αργοναυτικής εκστρατείας που βοήθησε τον Ιάσωνα, τον άντρα που ερωτεύτηκε, να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας, την είδε έπειτα να ταξιδεύει μαζί του για την Ελλάδα. Η Μήδεια όμως και ο γνωστός μύθος της έχει μείνει εως σήμερα στις μνήμες μας όχι γιατί βοήθησε τον Έλληνα ήρωα αλλά από την αποτρόπαιη πράξη της παιδοκτονίας. Αλλά ποια ήταν η Μήδεια; 

       Η Μήδεια ήταν πριγκίπισσα της Κολχίδας, κόρη του βασιλιά Αιήτη και της θεάς Εκάτης. Θεία της και δασκάλα της η μάγισσα Κίρκη. Δυναμική, ανεξάρτητη, πλήρης ευθυνών του εαυτού της και προικισμένη με φυσικά και παραφυσικά χαρίσματα. Μια γυναίκα που ήταν ίσως μπροστά από την εποχή της καθώς σ' ένα πατριαρχικό σύστημα αυτή τολμούσε να λάβει αποφάσεις και να πράξει αυτοβούλως. 

                  Στον αρχαίο κόσμο ήταν ελάχιστα τα μέρη τα οποία ήταν μητριαρχικά. Δηλαδή στον οίκο, η μητέρα ήταν η κεφαλή. Η μητριαρχική οικογένεια δεν μπορεί να είναι σκληρή και άσπλαχνη. Μαθαίνει στα παιδιά την φροντίδα, την αγάπη και να μην εγκαταλείπουν αυτά στα οποία έχουν δοθεί. Η πατριαρχική οικογένεια αποπνέει μια σκληρότητα που καμία σχέση δεν έχει με το μητρικό χάδι. Ένας πατέρας εκείνης της εποχής απαιτούσε τα αρσενικά τέκνα να μορφωθούν και να πολεμήσουν και τα θηλυκά να διδαχθούν την τέχνη της οικοκυρίας, να καλό- νυμφευθούν ή να "αγοράσουν" τον άντρα τους με προίκα και να αποκτήσουν υγιείς απογόνους.

             Η Μήδεια μεγάλωσε στην Κολχίδα, στον πατριαρχικό τύπο οικογένειας χωρίς όμως να στερείται κάτι, καθώς ανήκε σε ευγενή τάξη. Όταν ερωτεύθηκε τον Ιάσωνα, που χάρη στον Ευριπίδη επιτυχώς τον απομυθοποίησε, για χάρη του δολοφόνησε και κομμάτιασε τον αδερφό της Άψυρτο και τον σκόρπισε στην θάλασσα, για να ξεφύγουν με τα λάφυρα, το Χρυσόμαλλο δέρας και την ίδια, από την Κολχίδα και να μην τους κυνηγήσει ο πατέρας της. Στην Ιωλκό, έβαλε της κόρες του Πελία να τον σφάξουν, να τον τεμαχίσουν και να τον βράσουν ξεγελώντας αυτές πως έτσι θα μείνει για πάντα νέος, επειδή της το ζήτησε ο Ιάσωνας. Της ζήτησε να εκδικηθεί τον Πελία για τους φόνους του πατέρα και του αδελφού του και αυτή πιστή και αφοσιωμένη εκτέλεσε το έργο. Καταδιώχθηκαν στην Κόρινθο με τους δύο τους γιούς όπου και ο Ιάσωνας την εγκαταλείπει για την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη. Τρελαμένη από το πάθος της για τον άντρα της, στέλνει γαμήλια δώρα που σκοτώνουν την Γλαύκη και τον Κρέοντα. 

               Μα ούτε αυτό έφερε τον Ιάσωνα πίσω. Έτσι, τον εκδικήθηκε με τον μόνο τρόπο που σαν γυναίκα είχε. Εγκαταλελειμμένη, μόνη, προδομένη, δολοφόνος και χωρίς πατρίδα. Σκότωσε τα τέκνα του. Τον Φέρητα και τον Μέρμερο.  Ήθελε να τον κάνει να νιώσει τον πόνο της, τον πόνο της απώλειας και την απελπισία της. Μα ούτε αυτό τον έφερε πίσω, έτσι έφυγε αυτή, αιώνια καταδιωγμένη να φέρει ένα όνομα που προκαλεί φόβο και τρόμο στο άκουσμά του.

             Το σύνδρομο της Μήδειας δεν έχει καταγραφεί ποτέ σαν ψυχιατρική διαταραχή  στην διεθνή ταξινόμηση ψυχιατρικών διαταραχών. Οπότε τι κάνει αυτές τις γυναίκες να σκοτώνουν τα παιδιά τους; Η έλλειψη παιδείας; Η έλλειψη του μητρικού ενστίκτου και φίλτρου; Η απόγνωση; Η μοναξιά; Η προδοσία;  Ή ότι κοινωνικά είναι στιγματισμένη μ' ένα διαζύγιο κι ένα παιδί; Ότι η ζωή της δεν θα είναι ποτέ πια ίδια και δεν έχει κανέναν σύντροφο να της σταθεί; Ότι έχει μάθει από τους γονείς της πως είναι ντροπή να χωρίζεις; Ότι πιθανόν ούτε αυτοί θα της σταθούν; Μήπως η ζήλια, που ο άλλος συνεχίζει την "ζωούλα" του χωρίς ευθύνες και αρνητικές ταμπέλες στο κοινωνικό σύστημα; Ίσως όλα τα παραπάνω. Ίσως τίποτα από αυτά. Αλλά το πραγματικό ερώτημα που γεννάται είναι, πόσα παιδιά πρέπει ακόμα να πεθάνουν για να αρχίσουμε να επιστρατεύουμε τις δυνάμεις για έναν πιο ανθρώπινο και καλύτερο κόσμο;  



ΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

 Σύμφωνα με τους φυσικούς κανόνες, κάθε δράση φέρνει και την αντίστοιχη αντίδραση οπότε η κάθε πράξη έχει ένα αντίκτυπο στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο τόσο τον δικό μας αλλά και όσων ατόμων επηρεάζουμε γύρω μας. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν η συμπεριφορά κάποιου γίνεται υπέρμετρα δεκτική σε βαθμό που καλομαθαίνει τους γύρω του; Δημιουργεί τέρατα που δεν γνωρίζουν την μαγεία της δοτικότητας αλλά έχουν μάθει μόνο να παίρνουν και να "τρώνε" ανεξάντλητα καθώς κανείς δεν τους σταματά. Γίνεται κατανοητό πως μια τέτοια συμπεριφορά είναι ψυχοφθόρα για το άτομο που δίνει, όσο για το άτομο που μόνο παίρνει βρίσκεται σε μια συνεχόμενη έξαρση εγωπάθειας και εγωκεντρισμού. 

                   Η δοτικότητα από μόνη της δεν είναι καθόλου κακή, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Η υπέρμετρη δοτικότητα όμως μπορεί να μας οδηγήσει σε εθελοτυφλία στα ελαττώματα των ανθρώπων που αγαπάμε και σε τυφλή εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα ακόμα και αν έχουμε όλες τις καλές προθέσεις να βοηθήσουμε να μην μπορούμε να δούμε την πραγματική έκταση του προβλήματος. Ενός προβλήματος που μπορεί και εν μέρει να έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι. Αυτό, από ένα δοτικό άτομο που δεν μπορεί να βοηθήσει στην άμεση λύση του προβλήματος γιατί δεν αντιλαμβάνεται ολόκληρη την έκταση και γιατί εμπλέκεται και το ίδιο, μπορεί να μεταφραστεί στην ψυχοσύνθεση του ως αποτυχία και απογοήτευση προς τρίτους. Τα πρώτα βήματα λοιπόν, είναι τα όρια που έχουμε θέσει ή θέτουμε και οι αποστάσεις. Για να δεις ένα πρόβλημα σφαιρικά πρέπει να απομακρυνθείς από αυτό και να το κοιτάξεις από πιο αντικειμενική σκοπιά.

               Βασικό επίσης είναι να μάθουμε να λέμε όχι, έτσι διαφυλάσσουμε την ψυχική μας υγεία, τα όρια τα οποία έχουμε θέσει και κυρίως συμμορφώνουμε τους ανθρώπους γύρω μας να μην απλοποιούν τα δικά μας θέλω και τις δικές μας ανάγκες και να μην βάζουμε αυτά τα τόσο σημαντικά στοιχεία για την προσωπικότητα μας σε δευτερεύουσα μοίρα για  χάρη των υπολοίπων. Αυτή η μοναδική και τόσο μικρή λέξη, λόγω της τεράστιας δύναμης της, αρκεί για να θεμελιώσει τα όρια που θέτουμε στους τρίτους και να διατηρηθούν αμοιβαία.  

      Η απόσταση βοηθά πολύ παραπάνω απ' το να αντικρύσουμε το μέγεθος του προβλήματος. Με την απόσταση μπορούμε να καταλάβουμε, και καλό θα ήταν και να τα επισημαίνουμε στους υπολοίπους, τα ελαττώματα και τις δυσαρμονίες που υπάρχουν σε μια ανθρώπινη σχέση. Δεν φτάνει όμως να αναγνωρίζουμε τα λάθη των άλλων, θα πρέπει να αναγνωρίζουμε και τα δικά μας και να μην τα παραβλέπουμε ελαφρά την καρδία, γιατί όπως απαιτούμε από τον άλλον να γίνει καλύτερος πρέπει το ίδιο να απαιτούμε και από τους εαυτούς μας. Πρέπει, λοιπόν, έπειτα από την απόσταση και τα όρια να αναλάβουμε το βάρος των πράξεων μας. Να παραδεχθούμε τα λάθη μας και να προσπαθήσουμε να τα διορθώσουμε. Έτσι δεν θα γίνουμε μόνο καλύτεροι ως προς τον εαυτό μας αλλά και προς του γύρω μας και με την μεγαλύτερη κατανόηση που θα έχουμε αποκτήσει για τον κόσμο, θα γίνει πιο εύκολη η βοήθεια που θα παρέχουμε και κυρίως πιο υγιής.

                Κάτι το οποίο πρέπει να αποδεχθούμε είναι πως υπάρχουν τοξικές σχέσεις και τοξικοί άνθρωποι αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και αυτά δεν μπορούν να αλλάξουν. Εάν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος, όπως λέει και ο σοφός λαός. Εάν όμως δεν υπάρχει καν η θέληση έστω και από την μία πλευρά δεν θα υπάρχει και τρόπος. Δυστυχώς αν δεν υπάρχει καμία αλλαγή έπειτα από όλες τις μεθόδους προσέγγισης, αυτές οι σχέσεις και αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να απομακρύνονται. Μπορεί να είναι αρκετά σκληρό και επίπονο αλλά είναι το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον ψυχισμό του. 

                 Τέλος, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσει ο καθένας είναι πως ο χρόνος στην ζωή είναι λίγος και πολύτιμος και δεν αξίζει να σπαταλάς ενέργεια και χρόνο για κάποιον που μπορεί να μην το εκτιμήσει και ποτέ. Οτιδήποτε έχει χαθεί μπορεί να ξανά βρεθεί, εκτός από τον χαμένο χρόνο. 

    

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VIII

 Τουριστικό θέρετρο στο βουνό με πολλά δέντρα  και νερά, κυριολεκτικά μέσα στη φύση!

Έρχεται ο κύριος με τη σύζυγο και το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό τους. Μόλις το αγόρασαν. Το πρώτο τους ταξίδι! Αφού τα καθίσματα ήταν ακόμη με τις ζελατίνες.

Ο χώρος, λόγω ημέρας και ώρας είναι άδειος. Δεν κυκλοφορεί ούτε πατίνι μέσα στα 16 στρέμματα του θερέτρου.

Επιτέλους, έφτασαν! Πρέπει να παρκάρει. Πού να το βάλει όμως;

Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω που λέει κι ο λαός.

Πάει και το παρκάρει απέναντι από το μουσείο. Βγαίνει έξω, κοιτάει, δεν του αρέσει. Το χτυπάει ο ήλιος. 

Πάει από την άλλη μεριά κάτω από ένα πλατάνι. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι δεν του αρέσει. 

Κι αν πέσει κανένα κλαδί;

«Ασ’ το χριστιανέ μου, μια χαρά είναι εδώ» του φωνάζει η γυναίκα του.

«Όοοοοχι, δεν είναι καθόλου καλά»

Πάει λίγο πιο πάνω και παρκάρει δίπλα σε μια βρύση. Βγαίνει έξω, κοιτάει, στραβομουτσουνιάζει, δεν του αρέσει. Έχει βράχια από πάνω. Κι αν ξεκολλήσει κανένας βράχος και πέσει πάνω στο αυτοκίνητό του;

«Πάλι; Ασ’ το βρε άνθρωπε, τι θα πάθει;» η γυναίκα άρχισε να παλαβώνει.

Πάει λίγο παραπάνω σ’ ένα πλάτωμα και παρκάρει. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι κλαδιά, δεν του αρέσει, φεύγει κι από ‘κει.

Η γυναίκα του έχει ανεβάζει πίεση και βγάζει αφρούς.

Πάει παραδίπλα, παρκάρει, βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι βράχια, δεν του αρέσει, βάζει μπρος και φεύγει.

Η γυναίκα του παραμιλάει.

Ανεβαίνει στην επάνω πλευρά του υψώματος, σ’ ένα μικρό πάρκινγκ. Είναι το μοναδικό αυτοκίνητο στο χώρο.

«Άμα έρθουν κι άλλα αυτοκίνητα και μου το χτυπήσουν πάρκαρε και ξαπάρκαρε σ’ αυτό το μικρό χώρο;» σκέφτεται.

Ξανά μέσα και στην κατηφόρα για πίσω στην αρχική του επιλογή.

Η κατηφόρα έχει μεγάλη κλίση, το δρομάκι στενό, μπερδεύεται κι αντί για φρένο πατάει γκάζι. Πάει και καρφώνεται στον βράχο απέναντι. Σμπαράλια το αυτοκίνητο!

Βγαίνει έξω κι αρχίζει να βρίζει το βράχο!

Ένας υπάλληλος που παρακολούθησε τη σκηνή απ’ την αρχή, του φωνάζει:

«Πες τα, αυτός ο πούστης φταίει που φύτρωσε μέχρι να πας επάνω»


Δυο τρία χρόνια μετά, εμφανίζεται μπροστά στον υπάλληλο ένας κυριούλης.

Τον κοιτάει επίμονα. Τα παίρνει ο υπάλληλος και του λέει:

«τι έγινε ρε φίλε, μήπως θέλεις να τη βρούμε;»

«Δεν με θυμάσαι;»

«πού να σε θυμάμαι με τόσο κόσμο που περνάει από ‘δω πέρα»

«είμαι αυτός με το αυτοκίνητο»

«ποιο αυτοκίνητο;»

«που έπεσε στον βράχο;»

«Α, ο μαλάκας!»

«Ναι, ο μαλάκας είμαι!»

«Και; Τι έγινε; Τι θέλεις;»

«Ήρθα να επιβεβαιώσω πόσο μαλάκας είμαι γιατί η γυναίκα μου κάθε μέρα μου το λέει κι είχα αμφιβολίες»


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VII

 Η γιαγιά μου ήταν προχωρημένη για την εποχή της. Της άρεσαν πολύ οι χολιγουντιανές ταινίες και κυρίως οι ταινίες δράσης, κατασκοπίας, λάτρευε τον Τζέημς Μποντ, κι έβλεπε και γουέστερν. Αυτά την δεκαετία του 70 ήταν εξωπραγματικά γούστα για μια γιαγιά εβδομηνταφεύγα….

Είχε όμως ένα ελάττωμα. Μιλούσε. Μιλούσε με την τηλεόραση! Καλησπέρα έλεγε ο παρουσιαστής, καλησπέρα και σε σένα ανταπαντούσε η γιαγιά!

Αν δεν της άρεσε κάτι που έλεγαν στις ειδήσεις, πρόβαλε με ύφος τις διαφωνίες της.

«Τι λες καλέ, που θα κάνω εγώ ότι θέλετε εσείς; Εσείς είστε έξυπνοι και τα ξέρετε όλα κι εγώ τι είμαι; Βλάκας;»

Τσαούσα η γιαγιά!

Το πρόβλημα ξεκινούσε το βράδυ, όταν έβλεπε τις ταινίες που της άρεσαν.

«Κρύψου βρε, σε περιμένει στη γωνία ο καραφλός»

«Μην πας εκεί, είναι παγίδα»

«Ναι, του λες ότι τον αγαπάς και με τον ψηλέα βόσκεις κατσαρίδες»

«Ψέματα σου λέει, μην την πιστεύεις. Με τον αδερφό σου φιλιότανε, ου να χαθείς, ξετσίπωτη»

Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Έπρεπε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστή, να τον ειδοποιήσει για τον επικείμενο κίνδυνο.

Αυτή η συνήθειά της, έγινε εντονότερη με τις σαπουνόπερες.

Ξεκίνησε με την «Δυναστεία» όπου η Κρουστάλλω – Κρίσταλ στο σήριαλ – ήταν συνεχώς αδικημένη και η γιαγιά μου διαρκώς την νουθετούσε. Από την άλλη, οι κατάρες που έφαγε η Αλέξις – γυναίκα με αντρικό όνομα, τι να περιμένεις; - ήταν αμέτρητες. 

Έτσι, σιγά σιγά άρχισε να βαφτίζει τους πρωταγωνιστές, να τους δίνει παρατσούκλια και βεβαίως πάντα να τους συμβουλεύει, να τους προειδοποιεί και να τους νουθετεί.

Με την Λάμψη του Φώσκολου, έγραψε ιστορία η γιαγιά.

Αν την είχε πάρει χαμπάρι ο συχωρεμένος θα πήγαινε άλλα δέκα χρόνια το σήριαλ και χωρίς επαναλήψεις στους διαλόγους.

«Κοίτα τώρα, αποκάλυψε τον δολοφόνο. Όχι έναν, τρεις θα έβαζα εγώ και τρέχα να τους βρεις άτυχε τηλεθεατή» Είχε γίνει πια εξπέρ.

Εκείνο που δεν άντεχε, ήταν τα ενδοοικογενειακά ζευγαρώματα στις σαπουνόπερες.

«Φτου! Να χαθείς, δεν ντρέπεσαι! Με τον γιο του άντρα σου;»

«Πώς θα πας να ξομολογηθείς; Τι θα πεις στον παπά; Στραβοπάτησα;»

Ως επί το πλείστον, τα έβαζε με τις γυναίκες ενώ συμπαραστεκόταν στους άντρες.

Ίσως να έφταιγε ότι έμεινε χήρα στα εικοσιένα της κι έμεινε πιστή στον άντρα της κι ερωτευμένη μαζί του έως τον θάνατό της!

Γιαγιά, σ’ αγαπώ!


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ