Ετικέτες

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IX

 Πάμφτωχοι αγρότες οι γονείς του. Το μόνο που ήξεραν ήταν η σκληρή δουλειά.

Ονειρευόντουσαν για τον κανακάρη τους όμως, τα καλύτερα.

Με το ζόρι και πολύ σκούντημα για να βγάλει το σχολείο. Μέχρι και δώρο αποφοίτησης για το Λύκειο του είχαν πάρει, ένα αυτοκίνητο! Αυτοκίνητο την εποχή που οι φίλοι του δούλευαν τρία χρόνια με σκληρές οικονομίες για να πάρουν ένα μηχανάκι!

Από μικρός το είχε το κουσούρι… Ρουφιάνευε, εξαπατούσε, κορόιδευε, χρησιμοποιούσε πλάγια μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Προσπαθούσε να χειραγωγήσει αλλά γι’ αυτό είναι απαραίτητη και μια άλφα οξυδέρκεια που δεν την διέθετε. Διέθετε όμως πονηριά.  Και τεμπελιά, πολλή τεμπελιά. Δεν τού ‘φταναν όλα τα κακά της μοίρας του, ήταν και φοβητσιάρης. Όταν λέμε φοβόταν και τον ίσκιο του, κυριολεκτούμε! Από μικρός, βράδυ κυκλοφορούσε μόνο με παρέα ακόμη και μέσα στο χωριό.

Μια μέρα, ή μια νύχτα καλύτερα ο Αργύρης γυρνούσε με τα πόδια απ’ την καφετέρια.

Από ένα άνοιγμα ανάμεσα στους μπαξέδες τον είδε που έβγαινε απ’ το σπίτι, στολισμένος για έξω. Μόνος του! Πολύ σπάνια περίπτωση. Αμέσως στρόφαρε να του κάνει χουνέρι.

Έτρεξε και κρύφτηκε μέσα σε κάτι πολύ πυκνούς θάμνους που υπήρχαν λίγο πριν την στροφή του κεντρικότερου δρόμου που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού.

Το σπίτι πίσω από τους θάμνους ήταν άδειο από καιρό καθώς οι ιδιοκτήτες του είχαν πεθάνει. Όταν πλησίασε στα δύο βήματα, βλέπει τους θάμνους να κουνιούνται.

Σταματάει! Η καρδιά του ανεβάζει παλμούς, κοντεύει να σπάσει! Κοιτάει δεξιά αριστερά, κανείς! Ψυχή ζώσα! Τώρα; Τι να κάνει; Ούτε για μπροστά είναι, ούτε για πίσω…

Προσπαθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά ζυγίζοντας τις αποστάσεις. Σε τρία μέτρα στρίβω και βγαίνω στον κεντρικό, σκέφτεται. Μ’ ένα γερό κατοστάρι γλίτωσα! 

Μα, νά ‘το! Πάλι κουνιούνται οι θάμνοι και τα χόρτα. Σαν κάποιος να είναι εκεί.

Θεούλη μου, θα τα κάνω πάνω μου! Τι να κάνω; 

Τώρα οι θάμνοι κουνιούνται δυνατά. Μμμμμμμμμμμμμμμμμμ, ακούγεται μια βαθιά φωνή, απόκοσμη, γεμάτη κακία και μένος!

Αυτό ήταν… Ποιο ροντράνερ; Καπνός έγινε, εξαφανίστηκε!

Έφτασε στην καφετέρια και αλαφιασμένος, κάτασπρος σαν τον μπερντέ του καραγκιόζη, εξιστόρησε τα συμβάντα στους φίλους του.

Το δούλεμα έπεσε βροχή. Δεν σταμάτησε να επιμένει μέχρι που τους πήρε και τους πήγε στο σημείο. Τίποτα!

«Ε, μια που ήρθατε ως εδώ δεν με πάτε και στο σπίτι; Δυο βήματα είναι…»

Ο Αργύρης έπεσε για ύπνο και την άλλη μέρα έμαθε τα καθέκαστα.

Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε πως τον φώναζαν Γκούρα στο χωριό, στα χωριά όλοι έχουν παρατσούκλια, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε και παιδιά.

Δυστυχώς όμως, γι’ αυτόν και την οικογένειά του, όσο μεγάλωνε χειροτέρευε σαν άνθρωπος αντί να εξελίσσεται. Μάλλον εξελίχθηκε με την όπισθεν.

Στις δουλειές που έκανε, έκλεβε το ταμείο και έριχνε τις ευθύνες σε άλλους. Έπινε πολύ, μεθούσε και δεν ήξερε τι έλεγε ούτε τι έκανε. Τό ‘ριξε και στον τζόγο.

Ήθελε να έχει πάντα αρκετά χρήματα για να πίνει, να κερνάει, του άρεσε πολύ να κερνάει, έτσι έπαιρνε μια δόση ανωτερότητας, να παίζει στα φρουτάκια και να βάζει στοιχήματα μεγάλα. Οι επιτήδειοι που τον ήξεραν, του τα μασούσαν κανονικότατα!

Μια φορά ο αθεόφοβος, αφού είχε παίξει όλες τις εισπράξεις της ημέρας του ποτοποιείου όπου δούλευε, ήθελε ν’ αφήσει αμανάτι την βέρα του στον καφετζή που είχε τα φρουτάκια.

Ευτυχώς ήταν εκεί κάποιος πραγματικός φίλος και ανάγκασε τον καφετζή να μην δεχτεί το αλισβερίσι.

Όποτε ήθελε λεφτά, πήγαινε στο σπίτι του κι έκανε φασαρία. Απειλούσε θεούς και δαίμονες για να πάρει ό,τι ζητούσε. Καβγάδες ομηρικοί, ακουγόταν σ’ όλο το χωριό.

Έσπαγε τραπέζια, πετούσε καρέκλες, σήκωνε την καραμπίνα και απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς του αν δεν του έδιναν όσα ήθελε. Έτρεχαν τα γερόντια αλαφιασμένα στην αυλή για να γλιτώσουν απ’ τα χέρια του. Έπαιρνε με το έτσι θέλω τους μισθούς και τα μεροκάματα όλης της οικογένειας. Άφηνε τα παππούδια να πληρώσουν λογαριασμούς και υποχρεώσεις και τα υπόλοιπα τα έκανε μούχτι. Απαιτούσε τους μισθούς της γυναίκας και των παιδιών του κι όποτε τύχαινε να κάνει κι αυτός κανένα μεροκάματο στα χωράφια, πήγαινε στο καφενείο και παινευόταν: «έξι μεροκάματα πέφτουν σήμερα!»

Αν τυχόν και αρνούνταν κάποιος να του δώσει χρήματα, έπινε και όποιον πάρει ο χάρος.

Μια φορά, κυνηγούσε την γυναίκα του στον δρόμο με μαχαίρι. Αυτή, τυλιγμένη με την κουρτίνα του μπάνιου, έτρεχε ξεψυχισμένη στη γειτονιά για να σωθεί απ’ τα χέρια του.

Μετά από αυτό το επεισόδιο, αποφάσισε να τον αφήσει και να πάει στους γονείς της.

Ποιος έχασε το μυαλό όμως για να το βρει η γυναίκα του Γκούρα; Μετά τρεις  μήνες ξαναγύρισε σπίτι αφού της υποσχέθηκε πως θα στρώσει και θ’ αλλάξει!

Τι λέει το ρητό; Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς!

Ένα ωραίο πρωινό, η κόρη του ανακοίνωσε πως θα έρθει ένα καλό παιδί απ’ το χωριό να τη ζητήσει.

Αμέσως το μυαλό του δούλεψε όπως πάντα. Πώς θα μπορούσε να κερδίσει ο ίδιος από αυτό το ενδεχόμενο; Όπως ήξερε, ήταν η απάντηση.

Άρχισαν οι ετοιμασίες για τον αρραβώνα, έβαψαν, συμμάζεψαν, του  έδωσε η γυναίκα του λεφτά να πάει να πληρώσει τα καινούργια ηλεκτρικά που είχαν παραγγείλει.

Μα, χριστιανή μου δεν ξέρεις τι φίδι έχεις στον κόρφο σου;

Πήρε τα λεφτά και φυσικά πήγε και τα έπαιξε. Ότι τα έχασε είναι αυτονόητο!

Να, καβγάδες και φασαρίες να τους ακούει όλο το χωριό.

Οι γιαγιάδες απέναντι είχαν στήσει και τα σκαμνάκια τους, με πασατέμπο στο χέρι κι άλλες με το πλέξιμο για ξεκάρφωμα, παρακολουθούσαν θέατρο σε ανεξέλεγκτο αυτοσχεδιασμό!

Αφού είχαν βγάλει και πρόγραμμα. Πότε πληρώνονται οι συντάξεις; Μην ξεχάσετε, το βράδυ στου Γκούρα για την παράσταση, έκλειναν ραντεβού οι γιαγιάδες.

Με τα πολλά, ο αρραβώνας έγινε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ο Γκούρας κι όλη του η οικογένεια για το τυχερό της κόρης του. Μόνο που αυτός είχε κι άλλους λόγους να χαίρεται.

Υπολόγιζε στο άρμεγμα του συμπέθερου που είχε το κατιτίς του.

Πράγματι, να κάτι μεροκάματα απ’ το πουθενά χωρίς να κάνει τίποτα, έπαιζε και τον επιστάτη, έκανε μόστρα με μοντέρνα μηχανήματα, να και εμπορεύματα τζάμπα, να και πιστώσεις πιστόλι, τα βόλεψε μια χαρά, καλύτερα απ’ ότι είχε σχεδιάσει.

Ώσπου, ήρθε η καταστροφή! Η κόρη του κεράτωσε τον αρραβωνιαστικό κι αυτός τη χώρισε!

Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί! Δεν το σήκωνε ο οργανισμός του!

Τέτοια προσβολή! Να χωρίσουν την κόρη του!

«Έχασα την αξιοπρέπειά μου!» διαλαλούσε όπου καθόταν και βρισκόταν.

Κι όλοι αναρωτιόντουσαν. Ποια αξιοπρέπεια; Πού την έχασε; Πότε την είχε για να την χάσει;

Για έναν χρόνο περίπου έψαχνε ο Γκούρας την χαμένη του αξιοπρέπεια.  Δυστυχώς, δεν την βρήκε και είναι αμφίβολο αν θα τη βρει ποτέ….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ