Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

 Μία από τις χειρότερες δουλειές που έχω κάνει ήταν σε δικηγορικό γραφείο. Η θέση ήταν αυτό που σοφιστικέ λένε collector, δηλαδή έπαιρνα τηλέφωνα κόσμο που χρωστούσε και τους έλεγα να πληρώσουν το χρέος τους. Η δουλειά σαν δουλειά δεν ήταν κάτι εύκολο. Ήταν αρκετά ψυχοφθόρο. Καρκινοπαθείς που ζητούσαν μια παράταση γιατί είχαν ξεμείνει λόγω των δαπανηρών θεραπειών, υπάλληλοι που είχαν απολυθεί και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα χρέη τους και φυσικά οι χειρότεροι όλων - που σε αυτούς γινόμουν έως και αγενής- οι πλούσιοι με τα καβούρια στις τσέπες. Όπως προείπα, αρκετά ψυχοφθόρο αλλά ήξερα πού πήγαινα και έμπλεκα. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πόσο απαράδεκτοι μπορούν να γίνουν ακόμα και οι δικηγόροι. Νόμιζα πως εργαζόμενη σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα είχα τουλάχιστον όλα όσα δικαιούμαι γιατί οι δικηγόροι είναι άτομα που ακολουθούν τους νόμους και τους κανόνες. Τόσο γελασμένη και αθώα ήμουν. Δεν είχα υψηλή απόδοση, δεν μ' αρέσει να πιέζω τον κόσμο ειδικά όταν δεν υπάρχει σάλιο και το βλέπω και ‘γω γύρω μου. Στον δεύτερο μήνα άρχισα τις δικαιολογίες για την πεσμένη μου απόδοση, άρχισα να αργώ τα πρωινά - ως πέντε λεπτά, δεν ήθελα και να απολυθώ- και έγινα δύστροπη, ειδικά με μια συγκεκριμένη συνάδελφο που νόμιζε πως ήταν στην κορυφή του κόσμου γιατί δούλευε σε τέτοιο γραφείο. Αλλά δεν θα μείνω στην συνάδελφο όσο στριμμένη ή ξινή κι αν ήταν. Στο τέλος του δεύτερου μήνα αρρώστησα. Όχι σοβαρά αλλά αρκετά για να μείνω σπίτι ένα τριήμερο. Όταν γύρισα με κάλεσε στο γραφείο της η ίδια η δικηγόρος της επωνυμίας του γραφείου. Αυτό που μου ανακοίνωσε με έκανε να παραιτηθώ την επόμενη ημέρα. Μου ανακοίνωσε λοιπόν πως λόγω της χαμηλής μου απόδοσης και επειδή "έβαζα το γραφείο μέσα" θα έπρεπε να τους δώσω τα χρήματα της αναρρωτικής που θα έπαιρνα από το ΙΚΑ. Το τρελό ποσό των εννιά ευρώ. Φυσικά και δεν τους τα έδωσα και φυσικά δεν θα ξαναδουλέψω για δικηγόρο σε όποια θέση και με όποιο μισθό. Τελικά η "αφρόκρεμα" της χώρας έγινε αφρόκρεμα πατώντας σε πτώματα και αναιρώντας ότι δικαίωμα έχει κατακτηθεί από χρόνιους αγώνες υπαλλήλων και εργατών. Δεν είναι κομματικό ή πολιτικό το ζήτημα αλλά δεν μπορώ να ανεχθώ την εκμετάλλευση των ανθρώπινων πόρων στο βωμό του χρήματος.  Μα, 9 ευρώ; 9 ευρώ; Θεωρώ πως οποιοσδήποτε ευσυνείδητος εργοδότης θα ντρεπόταν να ζητήσει αυτό το ποσό έστω ακόμη κι αν είχε δίκιο… Αλλά, εγώ μάλλον ούτε για εργοδότης κάνω γι’ αυτό σκέφτομαι έτσι!

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΗΡΩΑΣ

 Στη περιοχή που κατοικώ, στην πρωτεύουσα της χώρας, στον κεντρικό δρόμο κάτω από το σπίτι μου, έξω από μεγάλη τράπεζα, κάθεται ένας κύριος με μια σημαία Ελληνική τυλιγμένη πάνω στη πλάτη του. Είναι μεγάλος σε ηλικία και το πρόσωπο του είναι διαλυμένο. Στη θέση της μύτης έχει απομείνει λίγο κρέας πάνω στον χόνδρο, από το μετωπό του λείπει μια μεγάλη φλούδα δέρματος που φτάνει ως και τα μαλλιά του. Ζει από την καλοσύνη των ξένων. Αυτός ο κύριος δεν είναι αλήτης, δεν είναι χρήστης ούτε ληστής. Αυτός ο κύριος είναι περήφανος και καλόκαρδος. Πριν κάποια χρόνια αυτός ο κύριος στάλθηκε να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη σε έναν πόλεμο που το κράτος ποτέ δεν αναγνώρισε. Το πρόσωπο του έγινε έτσι από μια οβίδα που έσκασε μπροστά του και σκότωσε αρκετούς άνδρες που ήταν μαζί του. Ο διπλανός του βαριανάσαινε και τον τράβηξε πίσω. Δεν μπορούσε να δει για τον υπόλοιπο λόχο γιατί τα μάτια του είχαν γεμίσει από το αίμα του. Καλύφθηκε σε μια χαράδρα. Εκεί μέσα είδε τον άνθρωπο που προσπάθησε να σώσει να ξεψυχάει. Είδε τους "αντιπάλους" του να σπρώχνουν ομοεθνείς του και να τους γκρεμίζουν από το ύψωμα πάνω από το κεφάλι του. Έβλεπε πτώματα να μαζεύονται γύρω του. Άκουγε μωρά να κλαίνε και μανάδες να παρακαλάνε για έλεος πριν βρουν κι αυτές το μακάβριο τέλος τους. Άκουγε παιδικές φωνές να πέφτουν και να χάνονται. Έζησε έναν εφιάλτη που εμείς σήμερα δεν θα ζήσουμε χάρη σε αυτόν. Έζησε αυτόν τον εφιάλτη γιατί είχε έναν σκοπό και ένα ιδανικό να πιστεύει. Ο αχός των κραυγών πνιγμένων στο αίμα, οι κλαγγές των όπλων, οι ριπές των πολυβόλων και το σφύριγμα των οβίδων συνδυασμένα με τσιρίδες και κλάματα, με βογγητά και βρισιές έρχονται κάθε βράδυ στον ύπνο του και τον συνοδεύουν νυχθημερόν. Πήγε στον πόλεμο και στιγματίστηκε για πάντα. Ακόμα και σήμερα με δάκρυα στα μάτια εξιστορεί την ιστορία του. Λόγω της αναπηρίας του δεν μπόρεσε να εργαστεί. Μια αναπηρία που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.  Ήταν από τους λίγους τυχερούς που σώθηκε και γύρισε πίσω. Τι τύχη! Τον παρασημοφορήσανε και μετά τον πετάξανε. Ένα κενό. Μια σιωπή. 

Το κράτος δεν αναγνώρισε τον πόλεμο. Δεν τον αναγνώρισαν ούτε αυτόν τον ίδιο. Ούτε το παράσημό του, ούτε ό,τι προσέφερε για την χώρα του. Δεν πήρε ποτέ σύνταξη, δεν τον θεωρήσανε βετεράνο. Τον ξεχάσανε γιατί δεν συνέφερε να τον θυμούνται. Αλλά αυτός θυμάται και θα θυμάται για πάντα. Συνεχίζει να αγαπάει την χώρα του γιατί καταλαβαίνει πώς παίζονται τα πολιτικά παιχνίδια. Αν λοιπόν ποτέ βρεθείς μπροστά σε αυτόν τον εξοστρακισμένο ήρωα μην τον κοιτάξεις με λύπηση ή με αποστροφή, άλλωστε του χρωστάς την ελευθερία σου.  Και αν είσαι Ελληναράς νοικοκυραίος, δώσε λίγο χρόνο να ακούσεις από το στόμα του τι προκαλεί ένας πόλεμος. Σταμάτα να φαντάζεσαι καθάρσεις και επαναστάσεις γιατί στον πόλεμο ο μόνος χαμένος είναι ο λαός, ο μόνος χαμένος είσαι εσύ ο ίδιος. 

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

 Ημέρα εθνικού δέους και περηφάνιας. Ημέρα που αν δεν ξέρεις τι σημαίνει για τη χώρα είσαι  ανιστόρητος ή αμόρφωτος. Ημέρα χαράς για άλλους, μα πένθους για εμένα. Για να κάνουμε μια γρήγορη αναδρομή, αυτή τη μέρα τιμούμε το "Όχι" που είπε ο Μεταξάς στα ιταλικά στρατεύματα, για την ακρίβεια είπε "Λοιπόν έχουμε πόλεμο" αλλά το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Στρατεύματα ξεκίνησαν για τα ελληνοαλβανικά σύνορα ώστε να υπερασπιστούν την χώρα. Μέσα σε αυτά τα στρατεύματα ήταν κι ο προπάππος μου. Ο προπάππος μου ήρθε αγοράκι από την Προύσα της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα υπό την απειλή των Νεότουρκων του Κεμάλ. Στην Ελλάδα τους χλεύασαν, τους έφτυσαν και τους έβρισαν. Τους έδιναν λασπωμένα αλεύρια και ρύζια για να ζήσουν. Παρόλα αυτά έκανε την Ελλάδα σπίτι του, αφού Έλληνας ήταν. Έκανε οικογένεια και μόλις που είχε χαρεί για λίγο τα παιδιά του οι σειρήνες του πολέμου ήχησαν στην χώρα για άλλη μια φορά. Τον έστειλαν στον Γράμμο όπου και εκεί κατέληξε. Ο γιός του, ο παππούς μου, παιδάκι έξι χρονών έγινε ο προστάτης της οικογενείας. Δεν πήγε σχολείο αλλά κατευθείαν για δουλειά. Στα δώδεκά του η μητέρα του, η προγιαγιά μου, περήφανη γυναίκα, κι αυτή από Μικρά Ασία, και ερωτευμένη μέχρι τέλους με τον προπάππο μου, τον έστειλε να βρει τα κόκκαλα του πατέρα του και άντρα της. Ο παππούς μου ξεκίνησε με τα πόδια, καθώς αμάξια δεν υπήρχαν ούτε η οικονομική δυνατότητα για γαϊδουράκι πόσο μάλλον για άλογο, να πάει να βρει τον τάφο του πατέρα του. Βρήκε έναν ομαδικό τάφο που πιθανότατα και ο πατέρας του βρισκόταν εκεί μέσα. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει τη μητέρα του κι ας ήξερε πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να φέρουν τον μπαμπά του κοντά τους και της είπε πως δεν βρήκε τίποτα.   Μετά από δύο χρόνια του ζήτησε το ίδιο πράγμα. Ξανά ταξίδι με τα πόδια. Από Μακεδονία για Αλβανία. Αυτή τη φορά όταν γύρισε είπε την αλήθεια στην μητέρα του.  Δεν ήξερε ποια κόκκαλα ήταν του μπαμπά του γιατί ήταν είκοσι κορμιά αραδιασμένα στον ίδιο λάκκο. Η προγιαγιά μου ποτέ δεν ξεπέρασε τον χαμό  του. Τον αγαπούσε μέχρι το τέλος της και του μιλούσε μέσα από τις προσευχές της. 28η Οκτωβρίου, ημέρα πένθους για την ορφάνια του παππού μου. Ημέρα πένθους για την χηρεία της προγιαγιάς μου. Ημέρα πένθους για έναν άνθρωπο που έζησε ένα ξερίζωμα, για έναν άνθρωπο που δεν έχασε ποτέ την εθνική του ταυτότητα, για έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε σημαία και οικογένεια. Ημέρα την οποία εκτός από περηφάνια  νιώθω έναν οξύ πόνο. Εκείνον τον πόνο της απώλειας που αισθάνεται κανείς για κάποιον που αγαπάει πολύ κι ας τον γνώρισε μόνο μέσα από διηγήσεις, ιστορίες και παραμύθια, μέσα από κιτρινισμένες φωτογραφίες που κρέμονται στους τοίχους έως και σήμερα. Οι σκιές έχουν γίνει σκεπτομορφές και μεταφέρουν ένα πάγιο ερώτημα: γιατί; 

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ