Ο μπαρμπαΓιώργης είχε πολεμήσει στον πόλεμο της Αλβανίας. Την κόλαση που είχε ζήσει δεν την είχε εκφράσει ποτέ με λόγια. Ούτε και σ’ αυτή τη γυναίκα του που την υπεραγαπούσε παρά τα όσα του έσερνε για το πολύ ποτό. Σ’ αυτό είχε βρει παρηγοριά, το ποτό τον βοηθούσε να ξορκίζει κάθε βράδυ τους εφιάλτες του.
Είχε κι έναν θείο που μετά τον πόλεμο είχε περάσει στην αντίσταση. Ακολούθησαν εξορίες ώσπου γύρισε επιτέλους στο χωριό και παντρεύτηκε. Λόγω των βασανιστηρίων όμως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι, ζήτησε απ’ τον μπαρμπαΓιώργη να του δώσει μια από τις τρεις του κόρες να τη μεγαλώσει και να τους κοιτάξει στα γεράματα, δίνοντας την υπόσχεση να τον βοηθάει όποτε μπορεί και χρειάζεται καθώς είχε αρκετά μεγάλη περιουσία.
Μια μέρα, καθόταν στο καφενείο του Μπούκουρα με τον μπαρμπΑναστάση. Εκείνα τα χρόνια, στην διπλανή κωμόπολη γινόταν εμποροπανήγυρη κάθε Πέμπτη μαζί με το παζάρι, όπου πωλούνταν ζώα. Στον δρόμο από την πόλη προς το χωριό του ένας μπάρμπας, σταμάτησε στο καφενείο του Μπούκουρα να ξεκουραστεί κι έδεσε μια αγελάδα που του είχε απομείνει απούλητη στον στύλο. Μια σκηνή από γουέστερν ένα πράμα. Κάθισε ο άνθρωπος να πιει τον καφέ του κι έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες. Εκείνη την εποχή τι συγχωριανοί, τι κοντοχωριανοί, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους.
Σε λίγο, σηκώνεται ο μπαρμπαΓιώργης και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, λύνει την αγελάδα και τραβάει προς το σπίτι του.
Τον βλέπει ο μπαρμπΑναστάσης, ο κολλητός του, και του φωνάζει:
«Ε, Γιώργη, πού την βρήκες την αγελάδα; Σου την έδωσαν απ’ το σχέδιο Μάρσαλ;» αυτό ήταν η αστεία ατάκα της εποχής για τα αναπάντεχα δώρα.
Ετοιμόλογος ο μπαρμπαΓιώργης, ρίχνει ατάκα στην ατάκα:
«Ναι, αλλά θα την πληρώσει η Ούνρα»
Πήγε την αγελάδα στο σπίτι, την βόλεψε στον στάβλο και γύρισε στο καφενείο. Κάθισε στο τραπέζι του θείου του και μετά από λίγο, σηκώθηκε ο άνθρωπος και πήγε στον ιδιοκτήτη της αγελάδας. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τον πλήρωσε.
Μια άλλη μέρα, έβοσκε τα πρόβατά του παρέα με τον μπαρμπαΓιάννο. Εκείνος κι αν ζούσε πίσω απ’ τον κόσμο. Μαντρί σπίτι, σπίτι μαντρί. Ούτε στο παζάρι δεν πήγαινε, φαντάσου!
Ήταν μια μέρα όμορφη, ανοιξιάτικη κι ηλιόλουστη. Ο ουρανός πεντακάθαρος. Τα πουλάκια κελαηδούσαν, οι μελισσούλες πετούσαν στα δροσερά λουλουδάκια, ο κάμπος ήταν στολισμένος, πολύχρωμος σαν ζωγραφιά. Το πράσινο κυριαρχούσε παντού και στις ρεματιές κυλούσε γάργαρο και πεντακάθαρο νερό. Έτσι ήταν τότε, όμορφα κι απλά!
Εκεί που έβοσκαν τα προβατάκια όμορφα κι ωραία, είχαν πιάσει κι οι μπαρμπάδες το κουβεντολόι, ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος ενός αεροπλάνου.
Κοιτάζει ο μπαρμπαΓιάννος δεξιά αριστερά αλαφιασμένος. Ο μπαρμπαΓιώργης σκιάζει με την παλάμη τα μάτια του και σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Πράγματι, ένα αεροπλάνο ερχόταν από νότια προς το μέρος τους.
Αρχίζει ο μπαρμπαΓιάννος να χτυπάει τα στήθη του, να φωνάζει, να τρέχει δεξιά αριστερά παλαβωμένος. Πάει κάτω από ένα δέντρο και φωνάζει:
«Ε, Γιώργη, έλα να κρυφτούμε, μας βομβαρδίζουν οι Γερμανοί!»
«Ποιοι Γερμανοί, βρε καημένε, τα χωράφια μετράνε και τη γης. Μας παίρνουνε τα μέτρα για να ξέρουν πόση γης έχει η Ελλάδα.»
Πού να καταλάβει ο μπαρμπαΓιάννος.
«Έλα, κρύψου σου λέω, να το, πλησιάζει. Όι, όι μανούλα μου, μας είδανε…. Με χάνεις!»
«Σήκω Γιάννο, πάει πέταξε το πουλί. Κοίτα, έφυγε»
Είδε κι έπαθε ο μπαρμπαΓιώργης μέχρι να τον συνεφέρει και να του δώσει να καταλάβει γιατί πετούσε στα μέρη τους το αεροπλάνο.
Πέρασαν τα χρόνια κι ο μπαρμπαΓιώργης γέρασε. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να βόσκει τα προβατάκια του και να πίνει. Μια μέρα, ένας εγγονός του από τους πολλούς σκέφτηκε να του πάρει μια συνέντευξη σε βίντεο, να καταγράψει τη ζωή του κι αυτά που είχε ζήσει ο παππούς του.
Ξεκίνησε η συνέντευξη, ρωτούσε ο εγγονός, απαντούσε ο παππούς και στο πρώτο πεντάλεπτο συνειδητοποιεί ο εγγονός ότι ο παππούς τον δουλεύει κανονικά.
«Παππού, έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»
«Εγώ; Ποτές!!!»
Έκλεισε την κάμερα και κοίταξε χαμογελώντας τον παππού του.
«Σοβαρά τώρα, δεν έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»
«Αν έχω πιει; Ίσα με όλη τη Μακεδονία»
«Τότε προηγουμένως γιατί είπες ποτέ;»
«Τι, χαζός είμαι να πω την αλήθεια; Δεν έβλεπα το κόκκινο λαμπάκι; »
*Ούνρα = βοήθεια του ΟΗΕ στην Ελλάδα που προηγήθηκε του σχεδίου Μάρσαλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου