Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

KΕΦΑΛΑΙΟ 23: ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

 Η παραπάνω ιστορία είναι, δυστυχώς, προϊόν μυθοπλασίας… Το μαγικό περίπτερο θα ήταν πραγματικά μαγικό να υπάρχει αλλά ίσως το ανθρώπινο είδος να μην το αξίζει πια. Ίσως οι άνθρωποι θα πρέπει να περάσουν δύσκολες στιγμές για να αναγνωρίσουν την ομορφιά  που κρύβουν μέσα τους. Θα πρέπει να πέσουν αρκετές φορές για να μάθουν να σηκώνονται. Να εκμεταλεύονται κάθε στοιχείο του χαρακτήρα τους, καλό ή κακό, για να πορευτούν στην κοινωνία που οι ίδιοι δημιούργησαν. Σ’ έναν κόσμο άγριο και εγωιστικό,  που πατάει επί πτωμάτων κι όπου ο ατομικισμός υπερέχει του συνολικού καλού. Τα μαγικά πλάσματα, άλλωστε, σώθηκαν λόγω της ενότητας, της συνεργασίας και της κατανόησης.  Σώθηκαν γιατί ξέρουν να γελάνε σαν παιδιά και να χαίρονται την κάθε στιγμή της φασματικής τους ζωής. Ζουν απλά και χωρίς να έχουν κανένα υλικό αγαθό δεδομένο. Δεν έχουν τίποτ’ άλλο παρά μόνο την πίστη στον εαυτό τους όπως κι αν είναι πλασμένος αυτός. Και πώς το ξέρω εγώ αυτό; Μα αν δεν το ήξερα πώς θα έγραφα για το μαγικό περίπτερο και τα πλάσματα αυτά! Πώς θα έγραφα για την ομορφιά και το μεγαλείο της ψυχής τους αν κατά κάποιον τρόπο δεν τα είχα συναντήσει;   


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22: Η "ΔΙΚΗ" ΤΩΝ ΜΟΙΡΩΝ

 Στον μαγικό κόσμο, που τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, η ιστορία του περιπτέρου των μοιρών και των παιδιών που τις βρήκαν, είχε γίνει το μεγαλύτερο θέμα και σκάνδαλο. Έτσι, τα μαγικά πλάσματα αποφάσισαν να έρθουν σε συνέλευση για να λυθεί το ζήτημα και να συζητήσουν τις αντιρρήσεις που υπήρχαν σχετικά με την ύπαρξη του μαγικού περίπτερου. Στην συνέλευση οι τρείς μοίρες, παραδέχτηκαν πόσο παράτολμο και παρακινδυνευμένο ήταν το παιχνίδι που είχαν στήσει αλλά επειδή είχαν και θεϊκή φύση κανένα άλλο μαγικό πλάσμα δεν τολμούσε να τους καταλογίσει ευθύνες, ειδικά αφού και οι ίδιες είχαν αναλάβει τις ευθύνες τους. Ακούστηκαν πολλές απόψεις περί ηθικής, περί συμμόρφωσης και περί κανόνων. 

Κατόπιν πεντάωρης συνεδρίασης , ο μαγικός κόσμος έτεινε να συμφωνήσει. Το περίπτερο έπρεπε να γκρεμιστεί, ήταν πολύ επικίνδυνο, ειδικά όπως είχε αλλάξει τώρα ο κόσμος των ανθρώπων. Διακυβεύονταν πολλά, μεταξύ των οποίων η ακεραιότητα της λογικής και της ευστάθειας των παιδιών που το επισκεπτόταν, η αποκάλυψή τους στους ανθρώπους και το ρίσκο της μαγείας στις ζωές των θνητών. 

   Οι μοίρες ανέλαβαν οι ίδιες το έργο της εξάλειψης του δημιουργήματός τους, πριν όμως αποχωρήσουν για την κατεδάφιση, αποκάλυψαν στα υπόλοιπα πλάσματα την ζωή που είχαν δώσει και στο Γυμνάσιο. Αυτή η αποκάλυψη δημιούργησε νέες εντάσεις και εκνευρισμό. Εξήγησαν την ζωή του και πόσο πολύτιμη ήταν, πως το έργο του ήταν άκακο και δεν μπορούσε να παρέμβει στις ανθρώπινες ζωές. Μια νέα "δίκη" ξεκίνησε για την ζωή του Γυμνασίου. 

  Κάποια πλάσματα πίστευαν πως ήταν δίκαιο να συνεχίσει το Γυμνάσιο να ζει και κάποια όχι. Κάποια θεώρησαν πως θα μπορούσε να γίνει και το "φρούριό" τους στον κόσμο των ανθρώπων και κάποια άλλα το θεώρησαν κι αυτό πολύ επικίνδυνο. Άρχισαν να φωνάζουν, να αντιλέγουν και να ουρλιάζουν εκσφενδονίζοντας λέξεις με πάθος για να τις τονίσουν. Η συνέλευση άρχισε να μοιάζει με πανηγύρι. 

Μέχρι τη στιγμή που οι μοίρες γνωρίζοντας το βάρος των πράξεων τους, έθεσαν μια τάξη, ώστε να βγει ένα αποτέλεσμα. Οι τόνοι έπεσαν κι όλοι ήρεμοι πάλι, άρχισαν να συζητούν ήσυχα και μεθοδικά.

   Ζύγισαν, μέτρησαν και τελικά αποφάσισαν. Το Γυμνάσιο θα συνέχιζε να ζει. Να προσέχει τα παιδιά του και να στέκεται γερό στις αντιξοότητες. Να δίνει στέγη στη μάθηση και στα ανήσυχα μυαλά που μαθητεύουν στις αίθουσες του. Άλλωστε, έπρεπε να ζήσει, για να υπάρχει κάποιος στον κόσμο που να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία του μαγικού περίπτερου...       


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21: Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Ο μαγικός κόσμος που κατοικούν οι νεράιδες, τα αερικά, τα ξωτικά, οι καλικάντζαροι και τα υπόλοιπα μαγικά πλάσματα δεν είναι ένας πολύ μακρινός κόσμος από τον δικό μας. Έχουν κι αυτά κοινωνίες, συνοικίες, κοινά μέρη όπου συναντιούνται και συζητούν. Έχουν αγορές για την ανταλλαγή προϊόντων που παράγουν και ειδικά τοπία για προσευχή και ιερές τελετές. Ακόμα κι αυτά τα πλάσματα έχουν αντιμαχίες μεταξύ τους όπως και οι άνθρωποι! Όπως γίνεται κατανοητό μπορεί βιολογικά να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, φασματικό και εξωγήινο αλλά η ψυχοσύνθεση τους δεν είναι διαφορετική από τη δική μας. Διαθέτουν κι αυτά λογική και συναισθήματα, αγαπούν και πονούν, φθονούν και ευχαριστούν. 

     Το κάθε είδος φυσικά κατοικεί αλλού και δεν έχουν πόλεις από τσιμέντο σαν εμάς αλλά υπάρχουν και μέρη που κατοικούν διάφορα είδη μαζί, αρμονικά. Οι νεράιδες ζουν συνήθως σε υψόμετρα, κοντά σε ξέφωτα μέσα σε πυκνά δάση και τους αρέσει να παίζουν κρυφτό και κυνηγητό. Τα αερικά βρίσκονται συνήθως σε χαράδρες και κοίτες ποταμών, τους αρέσει να αντιλαλούν, να βουίζουν και να βουτούν από πολλά μέτρα στο κενό. Οι καλικάντζαροι κατοικούν σε βαθιές σπηλιές και υπόγειες στοές, τους αρέσει πολύ να πετάν πέτρες στους απρόσκλητους ή να τους κοιτούν τόσο έντονα που να τους φέρνουν σε αμηχανία και φόβο. Στα ξωτικά υπάρχουν δυο κατηγορίες, τα καλά και τα κακά. Τα καλά επιλέγουν για σπίτια τους κουφάλες δέντρων ή πηγές και δεν ενοχλούν τους ανθρώπους αλλά τους προσέχουν και τους εξετάζουν σαν ένα αλλόκοσμο είδος γι’ αυτά. Τα κακά τρυπώνουν στον κόσμο των ανθρώπων και διαλέγουν για σπίτια τους κυρίως καμινάδες και συνήθως ανακατεύουν τα πράγματα από τα σπίτια που τα "φιλοξενούν". Και σε μεγάλα λιβάδια ή κοιλάδες μπορείς να βρεις ολόκληρες κοινωνίες ανάμεικτες από διαφορετικά είδη!

Φυσικά, ο μαγικός κόσμος δεν είναι ορατός σε εμάς παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Κι ο εγκέφαλος μας επειδή δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που βλέπει το μεταφράζει διαφορετικά από αυτό που είναι. Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος με ίδιους φυσικούς κανόνες αλλά παράλληλος με τον δικό μας. Για παράδειγμα, αν ένα καλοκαιρινό βράδυ, κάτσεις στο μπαλκόνι ενός σπιτιού στην εξοχή και παρατηρήσεις τη φύση δίπλα σου μπορεί στιγμιαία να αντικρίσεις λίγο από αυτόν τον κόσμο. Αν δεις ένα σμήνος από πυγολαμπίδες που τη μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη όχι τότε έχεις δει απλά τα φώτα από τον μαγικό κόσμο. Αν πάς ένα κρύο πρωινό βόλτα σε βουνό και ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων δεις αχτίδες πιο δυνατές από του ήλιου τότε, θα έχεις γίνει μάρτυρας αυτού του παράλληλου κόσμου. Αν σκύψεις σε μια πηγή σε ένα ξέφωτο να ξεδιψάσεις και ακούσεις χάχανα ή πιάσεις κίνηση με την περιφερειακή σου όραση, να είσαι σίγουρος ότι είσαι περιτριγυρισμένος από αυτά τα υπέροχα πλάσματα. 

  Ο καλύτερος οδηγός που έχουμε γι αυτόν τον κόσμο είναι η διαισθητικότητα και το ένστικτό μας. Όταν αφήνουμε αυτά τα δύο ελεύθερα, ειδικά σε φυσικά τοπία, συνήθως μας οδηγούν στις αόρατες πύλες του μαγικού κόσμου που βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας και δεν το γνωρίζουμε, με πλάσματα έτοιμα να μας επεξεργαστούν και να μας πειράξουν παιδικά και αθώα γιατί κι αυτά σαν κι εμάς έχουν τον φόβο για το άγνωστο.    

     Είπα ήδη πολλά όμως, κι αν αυτά τα υπέροχα πλάσματα ήθελαν να ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτά και τον κόσμο τους θα εμφανιζόταν να μας τα πουν. Για κάποιο λόγο όμως κρύφτηκαν, και πολύ σοβαρό λόγο μάλιστα. Γιατί οι άνθρωποί έπαψαν να έχουν φώς κι αγάπη στην καρδιά τους, το μίσος και το σκοτάδι μεγάλωνε στην ψυχή τους, κι αυτά τα πλάσματα είναι εύθραυστα, και όπως όλοι προικισμένα με εγωισμό. Όσο καλό κι αν μπορούσαν και μπορούν να προσφέρουν, προτιμούν να κρύβονται αφού την αγαπάν τη ζωή τους και δεν θέλουν ανθρώπους στενόμυαλους  που εθελοτυφλούν. Αποφεύγουν συναντήσεις με ανθρώπους  κατακλυσμένους  με φόβο που τους πνίγει και γι’ αυτό καιροφυλακτούν με τσουγκράνες και δαδιά στις αυλές τους και άλλα πολύ επικίνδυνα αντικείμενα…  


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20: Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ


       Η αγέλη μας, είχε αναδιαμορφωθεί εξωτερικά κι εσωτερικά. Ο καθένας πλέον ήταν αντιμέτωπος με αυτό που είχε διαλέξει ο ίδιος να είναι. Στην ζούγκλα του σχολείου, στεκόντουσαν σε γκρίζα ζώνη. Ούτε περιζήτητοι, ούτε περιθωριακοί, απλά οι εαυτοί τους. Τους μιλούσαν, δεν τους μιλούσαν, γι αυτούς ήταν ένα και το αυτό. Είχαν το στέκι τους αλλά δεν ήταν πια οι δέκα μικροί χαμένοι. Τους ήξεραν όλοι με τα ονόματα τους. Ο Χρήστος, η Αθηνά, ο Πέτρος, η Κοραλία, ο Φοίβος, η Δήμητρα, ο Ερμής κι Οδυσσέας, ο Μαρίνος και η Άννα. 

  Ο καθένας αντιμετώπιζε την ιστορία με το περίπτερο διαφορετικά. Δεν μπορούσε κανείς να το δει πια, αλλά στο μυαλό του καθενός το νόημα της ιστορίας είναι διαφορετικό. Ο Χρήστος κι Αθηνά το ένοιωθαν σαν δικαίωση, ο Χρήστος για την μορφή του που επιτέλους του ήταν αρεστή και η Αθηνά για το μυαλό της, που είχε δίκιο όταν σκεφτόταν ότι ο εγκέφαλος είναι το πιο δυνατό σημείο του ανθρώπου κι όχι το κορμί του. Η Κοραλία το αντιμετώπιζε σαν μια αξιόλογη εμπειρία που της έμαθε πως η άγνοια καμιά φορά είναι σοφία. Για τον Φοίβο ήταν λύτρωση, το σκοτάδι είχε αποχωρήσει και γνώριζε πως ήταν γεμάτος φώς. Για την Δήμητρα ήταν μάθημα, να μην αποζητά τα πολλά για να μην χάσει κα τα λίγα, τα σημαντικά, τα δεδομένα. Ο Ερμής κι ο Οδυσσέας αποδέχτηκαν τους εαυτούς τους, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους και φρόντιζαν μεταξύ τους για την εξέλιξη τους. Ο Μαρίνος, διδάχθηκε την πίστη και την ανιδιοτελή αγάπη. Όσο για την Άννα και τον Πέτρο ήταν αλλαγή προς το καλύτερο εξωτερικά.  Εσωτερικά ακόμα προσδοκούσαν την αποδοχή των άλλων. Σιγά σιγά έμαθαν όμως να αποδέχονται  τον εαυτό τους πριν χρειαστεί να το κάνουν οι άλλοι.  

Όλη αυτή η περιπέτεια τους ένωσε ακόμα περισσότερο. Τους έφερε πιο κοντά και τους έκανε όλους λίγο πιο ώριμους, έτοιμους να αντιμετωπίσουν τα διλλήματα της ζωής.  Τους ανέδειξε το καλύτερο μέσα τους και τους ώθησε να γίνουν οι άνθρωποι που έμελλε να γίνουν. Άνθρωποι ξεχωριστοί και μοναδικοί, πιστοί φίλοι. Η μοίρα, η ειμαρμένη, το γραφτό όπως λένε…  Ήταν αλήθεια τελικά, πως τα πρώτα άτομα με τα οποία θα κολλήσεις στις αρχές της σχολικής χρονιάς, αυτά θα είναι που θα σε συντροφεύουν ως το τέλος της. 

  Η άνοιξη είχε έρθει πιο γρήγορα απ' ότι τα παιδιά μας την περίμεναν κι ο καιρός ήταν επιτακτικός για μια σχολική εκδρομή. Κλασσικός προορισμός, το άλσος που βρισκόταν στην άκρη της γειτονιάς. Εφηβικά γέλια και χαρούμενες φωνές ξεχύνονταν στον αέρα κι έκαναν τα δέντρα να ανθίζουν γρηγορότερα. Μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, όλα τα δέντρα που είχαν προσπεράσει, είχαν ανοίξει πανέμορφα πολύχρωμα μπουμπούκια στα κλωνάρια τους. Όταν έφτασαν στο μικρό δασάκι, κατευθείαν όλα τα παιδιά του σχολείου σχημάτισαν τις παρέες τους κι έτρεξαν να παίξουν ποδόσφαιρο ή κρυφτό. Το άλσος ήταν το κατάλληλο μέρος για τέτοια παιχνίδια. Με τεράστιους κήπους γεμάτους ανθισμένα κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλί λουλούδια και θάμνους σχηματισμένους σαν γάτες, σκύλους και δεινόσαυρους. Με ένα γήπεδο μπάσκετ που οι μπασκέτες έγερναν από τον πολύ καιρό που ορθωνόταν εκεί. Ένα τεράστιο αμφιθέατρο με τοιχογραφίες που παρουσίαζαν ανθισμένα δέντρα και παιδιά να παίζουν κάτω από αυτά. Παιδική χαρά με κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες  και κυλικείο που γινόταν το στέκι των καθηγητών κατά τις σχολικές εκδρομές. Η αγέλη μας είχε κάτσει στα παγκάκια που βρισκόταν πέρα από την παιδική χαρά και απολάμβανε τον ζεστό καιρό και την μαγεία της φύσης που έκανε πρεμιέρα δίπλα τους. Χαχάνιζαν και αστειευόντουσαν μεταξύ τους και φαινόταν να ζουν αξέχαστες στιγμές. 

   Σε εκείνα τα παγκάκια, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, υποσχέθηκαν για άλλη μια φορά αλληλοϋποστήριξη, αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια. Υποσχέθηκαν παντοτινή φιλία ή έστω όσο πιο μακροχρόνια γίνεται. Υποσχέθηκαν να μην αφήσουν ο ένας τον άλλον και να είναι εκεί σε δύσκολα και εύκολα. Αλλά η βασικότερη υπόσχεσή τους ήταν να μείνουν πιστοί στους εαυτούς τους, μια υπόσχεση που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί με λόγια αλλά γραφόταν στην ψυχή τους με το μελάνι της νεότητας που είχαν εκείνη τη στιγμή και σφραγιζόταν με το άρωμα των πεύκων και τα βουητά των μελισσών. 

   Η αγέλη μας είχε κερδίσει τον σεβασμό συμμαθητών και καθηγητών. Ήταν αναγνωρίσιμη όχι λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών και αυτό που διαπίστωναν ήταν πως δεν τους ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, δεν τους ενδιέφερε να είναι περιζήτητοι. Η πραγματική ουσία ήταν να είναι οι εαυτοί τους, πιστοί στις ιδέες τους και στους ανθρώπους που αγαπούν και κυρίως, να αγαπούν  τους εαυτούς τους. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19: ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ

 Στο δωμάτιο του μωρού, ενώ αυτό κοιμόταν γαλήνια όπως η μαμά του, μια νεαρή κοπέλα, μια ενήλικη γυναίκα και μια καλοβαλμένη γιαγιά κοιτούσαν αποσβολωμένες δέκα παιδιά που στεκόντουσαν στην πόρτα το ίδιο αποσβολωμένα κι αυτά. Η αγέλη έκανε το πρώτο βήμα και πέρασαν  στο δωμάτιο του μωρού κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Οι τρείς αδερφές τότε, ξαφνιασμένες που τους είχαν πιάσει στα πράσα, με σιρόπια στα χέρια, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους γρήγορα και σχεδόν ακαταλαβίστικα. Η αγέλη μας δεν καταλάβαινε τίποτα! Ρώτησε δειλά ο Ερμής "τι ακριβώς λένε;" και η Αθηνά τον ενημέρωσε πως μιλάνε αρχαία, καθώς έπιανε καμιά λέξη στον αέρα όπως, χείρ, παίς, ύδωρ... Ενώ οι μοίρες μιλούσαν μεταξύ τους, έριχναν που και που και καμιά ματιά στα παιδιά και στο μωρό. 

         Επειδή άκρη δεν θα έβγαινε, ο Χρήστος μάζεψε όλο του το θάρρος σε μια ανάσα και  πήγε μπροστά στις μοίρες και συστήθηκε. Με τη σειρά τους οι μοίρες έκαναν το ίδιο. Η νεαρή κοπέλα ήταν η Κλωθώ, η ενήλικη γυναίκα  η Λάχεσις και η γιαγιά η Άτροπος. Μόλις άκουσαν τις γυναίκες να επιβεβαιώνουν ότι είναι οι τρείς μοίρες, τα παιδιά πήραν ένα ένα σειρά για να συστηθούν και οι υπόλοιποι. Πρώτος πλησίασε ο Πέτρος που πριν μιλήσει καν, οι μοίρες με μια φωνή είπαν πως θυμούνται όλα τα παιδιά τους κι άρχισαν πάλι να φλυαρούν μεταξύ τους. Δυστυχώς για την αγέλη μας, άλλη μια φορά οι μοίρες μιλούσαν αρχαία και δεν καταλάβαιναν γρι!  Ήταν όλοι σίγουροι πως αν ήταν από μια μεριά η κυρία Αναγνώστου, θα τους άφηνε όλους μετεξεταστέους στο μάθημα των αρχαίων. Για άλλη μια φορά ο Χρήστος, που θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του υπεύθυνο, πήγε μπροστά στις μοίρες και σχεδόν μονομιάς ξεφούρνισε "ΕΙΔΑΜΕΤΟΠΕΡΙΠΤΕΡΟΚΑΙΘΕΛΟΥΜΕΝΑΞΑΝΑΛΛΑΞΟΥΜΕ". Οι μοίρες γύρισαν σαστισμένες και κοίταξαν σχολαστικά τον Χρήστο, μετά, άρχισαν να γλιστρούν σαν αερικά στο δωμάτιο, να περιτριγυρίζουν, να μυρίζουν και να παρατηρούν και τα υπόλοιπα παιδιά, ώσπου στάθηκαν τελικά στο κέντρο του δωματίου. Με καθαρή φωνή, συγχρονισμένα και ευτυχώς στα νέα ελληνικά, οι μοίρες περιχαρείς, που έφηβα παιδιά είχαν το κουράγιο  να τις αντιμετωπίσουν, τους έδωσαν ένα δίλημμα. Είτε να κρατήσουν τις αρετές που πήραν στο περίπτερο και να είναι περιζήτητοι στο γυμνάσιο αλλά στην υπόλοιπη τους ζωή να βρίσκονται στην αφάνεια, είτε να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και το γυμνάσιο να είναι χάλια αλλά η υπόλοιπη  ζωή τους να είναι στρωτή και με επιτυχίες. Τους έδωσαν μάλιστα και τρείς μέρες περιθώριο για να το σκεφτούν και  εξαφανίστηκαν σε μια λεπτή ομίχλη, μόνο για να γυρίσουν έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα καθώς είχαν ξεχάσει να μοιράσουν στο μωρό καλούδια. Έδιωξαν την αγέλη, σπρώχνοντάς τους προς την έξοδο. Τα παιδιά οπισθοχώρησαν σαν μεθυσμένη γιορτή. Οι μοίρες έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και άρχισαν να τραγουδούν, να αφήνουν να ρέει αστερόσκονη από τα δάκτυλα τους και να χαρίζουν αρετές στο μωρό φυσώντας στο μουτράκι του ελαφρά με τρυφερότητα και αγάπη. 

       Οι τρείς μέρες που ακολούθησαν ήταν ένα αργό βασανιστήριο για όλους. Όλοι τα ήθελαν όλα, αλλά ήξεραν πως δεν γίνεται. Ο καθένας έκανε διαφορετικές σκέψεις γι' αυτό που ήταν κι αυτό που έγινε. Ο Χρήστος συλλογιζόταν την παλιά του όψη και δεν την σιχαινόταν περισσότερο από αυτή που είχε τώρα.

 Η Αθηνά έβγαζε φωτογραφίες το κορμί της και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά, πάντα ήταν ένα άτομο που δεν το ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση και τώρα κατέληξε εγωκεντρική και ματαιόδοξη. Στην Κοραλία είχε λείψει η προηγούμενη ευτυχία που είχε, αυτή που πήγαινε πακέτο με την άγνοια. Ο Πέτρος απορούσε πού πήγαιναν όλα αυτά που έτρωγε, γιατί ο μεταβολισμός του δούλευε ρολόι και δεν είχε αποφασίσει αν ήθελε να τον χάσει. Η Δήμητρα γέμιζε το γραφείο της γράφοντας  λίστες με θετικά κι αρνητικά για τα νέα της χαρίσματα. Ο Φοίβος βυθιζόταν σε σκοτεινές σκέψεις, πολύ σκοτεινές και καθόλου φυσιολογικές, τόσο σκοτεινές που κι ο ίδιος τρόμαζε με το μυαλό και την ψυχή του. 

         Ένας άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, δεν αποτελείται μόνο από το περιτύλιγμα. Μέσα του κατοικούν η ψυχή και ένας άλλος εαυτός, υποσυνείδητος. Αυτός ο εαυτός, γνωρίζει πότε το άτομο μολύνει την ψυχή του με έπαρση, φθόνο και ματαιοδοξία και τότε, χτυπάει καμπανάκια για να καθαριστεί. Είναι το βαθύτερο κομμάτι που δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το άπειρο και την αρμονία του σύμπαντος, έχει την πραγματική γνώση και την ολοκληρωτική αλήθεια. Αγκαλιάζει στοργικά τον σκοπό του κάθε ανθρώπου και του τον αποκαλύπτει μόνο όταν το άτομο είναι καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδους σκοτεινές σκέψεις.

     Αλλά το φως και το σκοτάδι είναι υποκειμενικά, όπως  το καλό και το κακό. Κάτι που μπορεί να είναι βλαβερό για κάποιον, για έναν άλλον μπορεί να είναι λύτρωση. Ένα άτομο ανήλικο, είτε ενήλικο εάν έχει υπέρμετρο εγωισμό μπορεί πιο εύκολα να ευνουχίσει τα καλά αισθήματα που έχει κι έτσι να σκοτώσει  ένα κομμάτι του εαυτού του και της ψυχής του. Είναι ένα άτομο, ανολοκλήρωτο, μισό, και έτσι συμπεριφέρεται στον εαυτό του αλλά και στις επαφές του με τον κόσμο. Η ψυχή του παγωμένη πλέον, υπακούει τυφλά στα θέλω του εγωισμού. Ώσπου τελικά, η ψυχή κρύβεται για να σώσει ότι μπορεί και το μυαλό σιωπά. 

   Το περιθώριο των τριών ημερών πέρασε, για άλλη μια φορά η αγέλη μαζεύτηκε στο παιδικό δωμάτιο που πρωτοσυνάντησε τις τρεις μοίρες. Η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα τεταμένη μεταξύ τους και κυριαρχούσε στον αέρα μια αμηχανία. Κανείς δεν συζητούσε τις αποφάσεις που είχε πάρει με τον άλλον. Οι τρείς αδερφές άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών. Ο Χρήστος, η Αθηνά, η Κοραλία, ο Φοίβος, ο Οδυσσέας, ο Ερμής, η Δήμητρα κι ο Μαρίνος αποφάσισαν να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και οι μοίρες χάρηκαν τόσο που ξεφώνιζαν "εύγε", άλλωστε τα παιδιά αυτά θα άλλαζαν σε αυτό που προοριζόταν να γίνουν. Ο Πέτρος και η Άννα αποφάσισαν να μείνουν ίδιοι και να μη γυρίσουν στους παλιούς τους εαυτούς. Η υπόλοιπη αγέλη εμφανώς σοκαρισμένη προσπαθούσε να τους μεταπείσει, ενώ οι μοίρες αν και ενοχλημένες από την απόφαση των δύο παιδιών, δεν παρενέβησαν διότι σεβόντουσαν την ελεύθερη βούλησή τους. Ο Πέτρος εξήγησε πως δεν ήθελε να αλλάξει, δεν του άρεσε η προηγούμενη μορφή του ενώ έτσι όπως ήταν τώρα γινόταν αποδεκτός από τον πατέρα του. Η Άννα ήθελε να παραμείνει εξωτερικά όμορφη, για να μην νοιώθει λιγότερη δίπλα στον Μαρίνο, που παρά την απιστία του, αυτή τον συγχώρησε και τον είχε δεχτεί πάλι δίπλα της. Όσο για το μέλλον, δεν τη  φόβιζε γιατί ήξερε πως θα αντιμετωπίσει ότι βρεθεί στο δρόμο της μαζί με τον καλό της.

  Αφού άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών, οι μοίρες τα έστειλαν για ύπνο ώστε να ολοκληρώσουν το έργο τους το ίδιο βράδυ κιόλας. Δίκαιες και καλές, έδωσαν στα παιδιά ό,τι ζήτησαν και σεβάστηκαν τις επιθυμίες όλων, βάζοντας στην άκρη τις προσωπικές τους αντιρρήσεις. Άλλωστε, γι αυτό υπάρχει η ελεύθερη βούληση και ήταν κάτι που οι μοίρες, γνωρίζοντας τον κόσμο χιλιετηρίδες τώρα, το σεβόντουσαν ως θεϊκό δώρο.

    Το Γυμνάσιό μας, δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο σε όλα τα χρόνια που στεκόταν αγέρωχο στα θεμέλια του. Ως τώρα, κανένα από τα παιδιά που είδε να μπαίνουν στο περίπτερο, δεν προσπάθησε να ξανά αλλάξει. Και να τώρα, που θα έχει να διηγείται μια άλλη ιστορία, για δέκα παιδιά που επισκέφθηκαν το περίπτερο, άλλαξαν όλα και έπειτα τα οκτώ  άλλαξαν πάλι  σε αυτό που ήταν πριν. Σκέτο μπέρδεμα! Από την περιπέτεια που πέρασαν όμως αυτά τα παιδιά, διέκρινε και κάτι άλλο. Διέκρινε δέκα παιδιά με ισχυρή θέληση και αγάπη μέσα τους. Μια φιλία που σχηματιζόταν δυνατή σαν ατσάλι και σμιλεμένη σωστά για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Τέλος, αυτό που διέκρινε περισσότερο ήταν σεβασμός. Ένας σεβασμός που είχαν αναπτύξει όχι μόνο ο ένας για τον άλλον  αλλά και για τον εαυτό τους και για τον κόσμο γύρω τους.    


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: ΤΑ "ΥΛΙΚΑ"

 


        Το σχέδιο στο οποίο κατέληξε η αγέλη μας ήταν το εξής: θα γλυκαίνανε τις μοίρες. Φοβόντουσαν πολύ για να παίξουν τον πίνακα των φαντασμάτων. Για καλή τους τύχη, η αδερφή της Δήμητρας, η Ηρώ, ήταν έγκυος, οπότε, θα έπρεπε απλά να περιμένουν την γέννηση του μωρού  ώστε να δελεάσουν με γλυκά  τις μοίρες, στο δωμάτιο του νέου μέλους της οικογένειας. Διάλεξαν  το γλυκό τριαντάφυλλο, φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της Αθηνάς, τρία όμορφα πιατάκια από το γάμο της Ηρώς που βρισκόταν ήδη στο σπίτι, τρία ποτήρια κολονάτα για νερό και τρία για κρασί, το οποίο θα έφερνε ο Φοίβος. 

      Έπρεπε όμως να περιμένουν την γέννηση του μωρού, που δεν αργούσε και πολύ καθώς η κοιλιά της Ηρώς ήταν ήδη τουμπανιασμένη και έτοιμη να σκάσει για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Η αγέλη μας περίμενε καρτερικά το χαρμόσυνο γεγονός που θα γινόταν ακόμα πιο υπέροχο μόλις συναντούσαν τις μοίρες κι άλλαζαν στους παλιούς τους εαυτούς που τόσο είχαν υποτιμήσει. Η υπομονή είναι μεγάλη αρετή και ευτυχώς για την ξανά-ενωμένη αγέλη μας, ο ένας στήριζε τον άλλον σε αυτή την δίνη της αδημονίας. 

     Έπειτα από μια βδομάδα, έσπασαν τα νερά. Το μωρό θα ερχόταν σύντομα. Η Δήμητρα κάλεσε την κλίκα να είναι σε ετοιμότητα, με τα "υλικά" επ' ώμου και η ίδια,  ακολούθησε την οικογένεια της στο μαιευτήριο, σαν πρόσκοπος σε ετοιμότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι το θαύμα της ζωής είναι τόσο επώδυνο για την νέα μητέρα  ή ότι τα ουρλιαχτά της αδερφής της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα διάδρομο και μια κλειστή πόρτα. 

   Ο τοκετός κράτησε αρκετές ώρες, παραπάνω από ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Η Δήμητρα είχε λαγοκοιμηθεί σε μια από τις πλαστικές καρέκλες που ήταν βιδωμένες στον τοίχο, ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατα του πατέρα της. Άνοιξε τα μάτια της από έναν οξύ ήχο που ερχόταν από το δωμάτιο τοκετού, ήταν κλάμα. Κλάμα νεογέννητου. Τινάχτηκε στην καρέκλα της σαν ελατήριο και με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τριγύρω σαν να ήθελε κάποιος να της επιβεβαιώσει πως αυτό που άκουγε ήταν το κλάμα του ανηψιού της. Ένα ανήψι που δεν είχε δει και δεν καταλάβαινε πώς γίνεται αφού δεν το έχει δει, να νοιώθει τόση αγάπη γι΄αυτό. Να νοιώθει πως πρέπει να τρέξει να το προστατέψει, να το αγκαλιάσει και να το καθησυχάσει. Να σταματήσει να κλαίει, τα παιδιά δεν πρέπει να κλαίνε, πρέπει να είναι ευτυχισμένα… 

   Το εξιτήριο δεν θα αργούσε κι αυτό να έρθει. Μητέρα και μωρό έχαιραν άκρας υγείας και σύντομα θα πήγαιναν σπίτι. Η αγέλη μας είχε επισκεφθεί το νέο μέλος στο νοσοκομείο, νωρίς το πρωί την επόμενη της γέννησης του. Το κοιτούσαν όλοι αποχαυνωμένοι μπροστά απ' το τζάμι, να κοιμάται σε μια αίθουσα που φιλοξενούσε όλα τα νεογέννητα του νοσοκομείου. Ρίγη δέους τους διαπερνούσαν μπροστά στην νέα ζωή. Μαζί με την Δήμητρα, όλη η αγέλη, ζήτησε της Ηρούς να ετοιμάσουν το δωμάτιο του μωρού για το καλωσόρισμα του στο σπίτι και αυτή με τη σειρά της δέχθηκε μετά χαράς. Φαινόταν τόσο κουρασμένη αλλά έλαμπε, πανευτυχής και μόλις τα παιδιά πρόσφεραν τη βοήθεια τους έλαμψε μαζί της ολόκληρο το δωμάτιο. Ήταν πολύ περήφανη για την μικρή της αδερφή και την παρέα της. 

      Η αγέλη, μόλις έφτασε στο σπίτι άρχισε να καταπιάνεται με τις ετοιμασίες του δωματίου. Έβαλαν ένα όμορφο κεντητό τραπεζομάντηλο επάνω στην συρταριέρα και τοποθέτησαν τα ποτήρια με το νερό και τα ποτήρια με το κρασί. Μοίρασαν ολόκληρο το γλυκό τριαντάφυλλο, ισόποσα στα τρία πιατάκια και τύλιξαν τρία κουταλάκια όμορφα σε χαρτοπετσέτες, τις οποίες άφησαν δίπλα στα γλυκά. Το ίδιο απόγευμα ήρθαν στο σπίτι η λεχώνα με το μωρό, το οποίο  έβαλαν κατευθείαν στην κούνια του. Έκατσαν για λίγο όλοι μαζί στο σαλόνι και συζητούσαν για διάφορα ώσπου η Ηρώ, βυθίστηκε σε ένα γαλήνιο ύπνο. 

        Μόλις είδαν την Ηρώ να κοιμάται, τα παιδιά σηκώθηκαν και περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, κατευθύνθηκαν στο παιδικό δωμάτιο. Πέρασαν τον διάδρομο σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον και προσπαθώντας να μην ακουστεί κιχ! Έφτασαν μπροστά στην πόρτα του παιδικού δωματίου. Ξαφνιάστηκαν που είδαν την πόρτα κλειστή και η Δήμητρα άπλωσε επιφυλακτικά το χέρι της στο πόμολο για να την ανοίξει. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε γύρω της, τους φίλους της, για να πάρει δύναμη και να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί το άγνωστο. Με το χέρι της Δήμητρας στο μάνταλο και της καρδιές όλων στο στόμα, άκουσαν μέσα στο δωμάτιο τα ποτήρια να τσουγκρίζουν. Ο φόβος για την ακεραιότητα του μωρού ήταν μεγαλύτερος από τον φόβο του αγνώστου. Η Δήμητρα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τα παιδιά αντίκρισαν τις τρείς μοίρες να δοκιμάζουν το κρασί. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ

 Τα πρώτα συγγνώμη στην αγέλη ξεστομίστηκαν από τον Φοίβο και την Δήμητρα. Πραγματικά συγγνώμη, που πήγαζαν από την μετάνοια που ένοιωθαν να καίει την ψυχή τους και την συγχώρεση ως μοναδική λύτρωση. Η οποία, βέβαια, δεν άργησε να έρθει μαζί  με τις υπόλοιπες ειλικρινείς συγγνώμες από τα άλλα μέλη της αγέλης. Όλοι μετάνιωσαν και όλοι συγχώρεσαν. Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι με πριν αλλά η καρδιά τους ήταν ακόμα καθαρή και έτσι έπρεπε να έχουν και την συνείδηση τους. Καθαρή και φωτεινή. 

       Ολοένα  καταλάβαιναν πόσο πιο όμορφη και απλή ήταν η ζωή τους πριν αλλάξουν. Άρχισαν να εκτιμούν τα μικρά αλλά σημαντικά πράγματα όπως η ηρεμία του μυαλού και η γαλήνη της ψυχής. Όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Όλη η βαβούρα που δημιουργούσαν τα περιζήτητα παιδιά για το "ποια είναι πιο όμορφη" ή ¨ποιος έχει τα μεγαλύτερα μπράτσα" εξαφανίστηκαν μόλις η αγέλη μας απομακρύνθηκε και κατάλαβε την σαχλότητα και την ελαφρότητα της επιφανειακής προσέγγισης των πραγμάτων.  Πριν, τουλάχιστον εκτιμούσαν τους εαυτούς τους για αυτό που ήταν, όχι για αυτό που φαινόταν παρά την περιθωριοποίηση από τους συμμαθητές και τους καθηγητές τους. Ήταν τόσο καλοί οι πραγματικοί τους εαυτοί που ακόμα και σαν περιθωριακοί κατάφεραν να ακούγονται στον κόσμο των περιζήτητων και ας ήταν οι "δέκα μικροί χαμένοι". Είχαν ακόμα και το δικό τους στέκι, το τσιμεντένιο παγκάκι στο τέλος της αυλής, απέναντι από το περίπτερο.       

          Η αναφορά στο στέκι, έκανε την αγέλη μας να επαναπατριστεί στον χώρο της αυλής και να ενωθεί για άλλη μια φορά, πιο δυνατή από πριν. Πλέον, τα περιζήτητα παιδιά δεν τους άγγιζαν, είχαν όλοι τους φτάσει σε άλλο επίπεδο. Άκουγαν τους ψίθυρους γύρω τους να εξαπλώνονται, να αιωρούνται και να εξαϋλώνονται όταν άλλαξαν θέσεις και επέστρεψαν στα παλιά τους θρανία, με τους παλιούς τους διπλανούς. Η αγέλη μας δεν έδινε πια σημασία. Αυτό που τους έτρωγε το είναι, ήταν ότι δεν μπορούσαν να δούνε πια το περίπτερο. Περνούσαν μάταια τα διαλείμματά τους κοιτώντας το κενό.

           Στις εβδομάδες που είχαν περάσει, όταν είχαν χωριστεί σε στρατόπεδα, η αγέλη μας δεν αναλωνόταν μόνο στις φάρσες και στα καψόνια. Στον προσωπικό τους χρόνο έκαναν λίγο ψάξιμο για αυτό που είχαν πάθει. Για το περίπτερο. Στο στέκι, λοιπόν, ακούστηκαν διάφορες τρελές θεωρίες όταν το συζήτησαν όλοι μαζί. Η Αθηνά είχε διαβάσει για σκουληκότρυπες κι απέραντα παράλληλα σύμπαντα, αλλά συνήθως δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί οπότε  αποκλείστηκε αυτή η θεωρία. Ο Οδυσσέας άκουσε έναν αστικό μύθο για το περίπτερο από τον παππού του, πως υπήρχαν, λέει,  κι άλλοι που το είχαν δει πριν από αυτούς και ότι ήταν μαγεμένο από τις μοίρες και  όποιος το είδε τα πήγε περίφημα στη ζωή του αλλά υπήρχε τίμημα στις ζωές αυτών που αγαπούσαν. Κάτι ανάλογο είχε ακούσει κι ο Πέτρος από τον πατέρα του. Δήθεν, πως το περίπτερο το μάγεψαν οι μοίρες και πως όποιος το έβλεπε δεν είχε πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει. Ο Ερμής άρχισε να μιλά για ταξίδια στον χρόνο αλλά πολύ γρήγορα σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τις αλλαγές. Ο πατριός της Κοραλίας, επίσης ανέφερε τις μοίρες σε μια τρομακτική ιστορία αλλά δεν θυμόταν σε ποια. Επειδή όμως ένα ίσον κανένα και άνω του ενός δεν είναι σύμπτωση και καθώς συμπτώσεις δεν υπάρχουν, το συμπέρασμα ήταν ένα: Πολύ μεγάλη σύμπτωση για να είναι όντως σύμπτωση.

         Ήθελαν την παλιά τους καθημερινότητα πίσω και αφού το ήθελαν έπρεπε να βρουν μερικές απαντήσεις για τις μοίρες ή τις ίδιες τις μοίρες. Άρχισαν με εγκυκλοπαίδειες και λήμματα και γρήγορα εμβάθυναν σε αρχαία κείμενα του Ησιόδου και λαϊκές παραδόσεις από όλη την χώρα. Βρήκαν κάποια ενδιαφέροντα θέματα, κάποια τρομακτικά και κάποια εντελώς ανόητα. Στα ενδιαφέροντα θέματα ανήκε η κοινή λαϊκή δοξασία πως οι μοίρες έρχονται στην γέννηση κάθε παιδιού για να του μοιράσουν τα αγαθά τους, αλλά σε κάθε περιοχή η μέρα της επίσκεψης άλλαζε. Αλλού έλεγαν την πρώτη νύκτα, αλλού την τρίτη κι αλλού την έβδομη. Επίσης,  σε αυτή την δοξασία αναφερόταν  πως μπορούσες ακόμα και να δελεάσεις τις μοίρες κυρίως με γλυκό του κουταλιού, με φαγητό ή κρασί που θα ήταν αφημένο περιποιημένα σε ένα τραπεζάκι στο δωμάτιο του μωρού. Στα τρομακτικά θέματα ανήκαν οι διάφορες επικλήσεις με διάφορα μέσα, με πιο διαδεδομένη αυτή του πίνακα των φαντασμάτων. Στην ουσία ήταν ένας πίνακας με γραμμένη κυκλικά την αλφάβητο, ένα "ναι", ένα "όχι" και ένα "αντίο" ενώ χρειαζόταν και ένα ποτήρι που θα άγγιζαν όλοι για να καλέσουν αυτό που θέλουν. Το τρομακτικό, ήταν η αμφιβολία πως αν αυτό που θα καλούσαν, θα ήταν ίδιο με αυτό που θα απαντούσε.  Ως εντελώς ανόητα θεώρησαν κάποιες μυθοπλασίες όπως τα τζίνι με τις τρείς ευχές, τα πηγάδια που απαντούν και τις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με το είδωλο σου μπροστά σ' έναν καθρέφτη. 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙΙΙ

 


          Ο μικρός Οδυσσέας έπειτα από τις αγκαλιές και τα φιλιά των γονιών του, έκατσε στο τραπέζι με τον πατέρα του. "Τρείς μέρες;" ρώτησε και ο πατέρας του αποκρίθηκε θετικά με ένα νεύμα του κεφαλιού του. "Μα πώς..." σκέφτηκε ο μικρός. Η μητέρα του άφησε ένα πιάτο με πατάτες γιαχνί μπροστά του, του χάιδεψε τα μαλλιά και έκατσε απέναντι του, δίπλα στον άντρα της. "Πού ήσουν;" ρώτησε ο πατέρας αφήνοντας μια βαθιά ανάσα να βγει από τα πνευμόνια του. Ο Οδυσσέας σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε με βλέμμα που δήλωνε τύψεις και δειλά ψέλλισε "βόλτα" παίρνοντας τα μάτια του από πάνω τους και στερεώνοντάς τα ενοχικά στις παλάμες του. "Καλά", απάντησε ο πατέρας του "φάε τώρα και άντε να ξεκουραστείς". Ο μικρός, μετά το φαγητό, πήγε και ξάπλωσε όπως του υπέδειξαν οι γονείς του, ενώ αυτοί στεκόντουσαν και τον παρατηρούσαν στο κρεβάτι του. Πόσο είχε ψηλώσει και πώς το πρόσωπό του έμοιαζε διαφορετικό! Η μητέρα ανησυχούσε κι έτσι για καλό και για κακό είπε στον άντρα της το επόμενο πρωί, πριν ο Οδυσσέας πάει στο σχολείο, να έρθει ο γιατρός να τον εξετάσει. Ο πατέρας συμφώνησε και μάλιστα υποσχέθηκε πως στον δρόμο  για την εργασία του, θα σταματούσε από το ιατρείο να φωνάξει τον γιατρό για κατ' οίκον εξέταση.

Την επόμενη μέρα, η μητέρα ξύπνησε τον Οδυσσέα πολύ νωρίς. Τον σήκωσε και τον έστειλε να πλυθεί και να καθαριστεί γιατί στην κουζίνα τον περίμενε ο γιατρός. Γεμάτος απορία σηκώθηκε, πλύθηκε, καθαρίστηκε και πήγε στην κουζίνα να πει στον γιατρό πως αισθάνεται μια χαρά και πως η παρουσία του τον προβλημάτιζε. Από την χαραμάδα της μισάνοιχτης  πόρτας είδε τη μητέρα του να ευχαριστεί τον γιατρό ενώ κάτι πάνινες τσάντες ήταν τοποθετημένες πάνω στο τραπέζι. Ο γιατρός πρόσεξε τον μικρό να κοντοστέκεται στην πόρτα και τον προσκάλεσε μέσα. Όταν έφτασε αρκετά κοντά του, ο γιατρός τον άρπαξε από τις μασχάλες και τον κάθισε επάνω στο τραπέζι δίπλα στις τσάντες. Έβγαλε ένα μικρό σφυράκι από την δερμάτινη καφέ του τσάντα και άρχισε να χτυπά ελαφρά γόνατα κι αγκώνες. Έπειτα, έβγαλε ένα ξυλάκι και του ζήτησε να ανοίξει το στόμα του. Όσο ο γιατρός εξέταζε στόμα, αυτιά και μύτες η μητέρα κοιτούσε με αγωνία και από μέσα της προσευχόταν για την υγεία του παιδιού της. Μόλις τελείωσε ο γιατρός έδωσε στον μικρό ένα γλειφιτζούρι και τον έστειλε στο δωμάτιο με τις τσάντες που ήταν δίπλα του, να τις ανοίξει και να φορέσει ότι τραβάει η ψυχή του. Ο Οδυσσέας θαμπώθηκε από το περιεχόμενο, ήταν όλα ρούχα, πανάκριβα και ολοκαίνουργια. Αναρωτιόταν καθώς ντυνόταν, πού τα βρήκε όλα αυτά τα ρούχα ο γιατρός και γιατί τα έφερε σε αυτόν. Αργότερα η μητέρα του ξεπροβοδίζοντάς τον για το σχολείο, του εξήγησε πως αυτά τα ρούχα τα έδωσε κάποια πλούσια οικογένεια στον γιατρό για να τα χαρίσει σε κάποια άλλη. Αυτό που του έκρυψε ήταν πως το παιδάκι απ' όπου ερχόταν αυτά τα ρούχα δυστυχώς δεν ήταν σε θέση να τα φορέσει πια.

  Η επιστροφή του στο σχολείο ήταν περίεργη για όλους ακόμα και για τον ίδιο. Τα καψόνια σταμάτησαν από την πρώτη μέρα κι αυτοί που του φερόταν άσχημα άρχισαν να του μιλούν και να τον συμβουλεύονται. Οι καθηγητές του έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή και τον εγκωμίαζαν ό,τι κι αν έκανε. Τα κορίτσια περνούσαν από μπροστά του, τον κοιτούσαν, κοκκίνιζαν και χαχάνιζαν. 

Κάθε φορά όμως που πήγαινε να πλησιάσει τους φίλους του, τους ίδιους φίλους που πριν μια εβδομάδα έπαιζαν όλοι μαζί, αυτοί τον απέφευγαν με μισόλογα. Έτσι, άρχισε να κάνει παρέα με τα πλουσιόπαιδα και τους προνομιούχους. Σε λίγες εβδομάδες κιόλας είχε σχεδόν ξεχάσει την προηγούμενη μιζέρια του και είχε αναγεννηθεί σαν φοίνικας. Δεν του  επιτέθηκαν ξανά και δεν  έμεινε ποτέ ξανά νηστικός εξαιτίας κάποιου άλλου συμμαθητή του. Τα υπόλοιπα γυμνασιακά του χρόνια εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Αλλά μόνο τα γυμνασιακά χρόνια...

Ο μικρός Οδυσσέας μεγάλωσε κι έγινε άντρας. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο όμως, δεν έπεσε στα μαλακά. Η οικονομία της χώρας ήταν στον πάτο, γύρω του υπήρχαν άνθρωποι δίχως σπίτι και παντού πείνα και πόνος. Η ζωή του ξεκίνησε μεροδούλι, μεροφάι. Τουλάχιστον αυτός, δεν πήγε στον πόλεμο όπως τα αδέρφια του. Μια ανοιξιάτικη μέρα, έκανε μερεμέτια στο σπίτι μιας οικογένειας που είχε μια κόρη. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και μετά από ένα μήνα, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να ζητήσει το χέρι της καλής του. Ο έγγαμος βίος μπορεί να μην είχε υλικό πλούτο αλλά το νεαρό ζευγάρι είχε όλη την ευτυχία που χρειαζόταν.

Αυτή την ευτυχία γρήγορα την συμπλήρωσε ένα παιδί. Ένας γιός που παίδεψε τη μάνα του εννιά μήνες στη κοιλιά κι άλλες δεκαοχτώ ώρες τη μαμή. Φυσικά η γέννα έγινε στο σπίτι με τον Οδυσσέα να βηματίζει πάνω κάτω έξω από την πόρτα και με κάθε αγκομαχητό οδύνης της όμορφης γυναίκας του να του κόβονται ήπατα και γόνατα μαζί. Όταν άκουσε το πρώτο κλάμα του γιού του βάλθηκε να κλαίει κι αυτός σαν μωρό. Η μαμή τον έβαλε στο δωμάτιο και στο κρεβάτι αντίκρισε τη γυναίκα του εξαντλημένη, να μισογελάει και να μισοκλαίει και στα χέρια της να κρατά ένα τόσο δα πλασματάκι. Ένα ροζ μωράκι τυλιγμένο σε μια λευκή κουβερτούλα, που ούτε τα ματάκια του δεν είχε ανοίξει ακόμα καλά. Ο Οδυσσέας έσκυψε πάνω από τη γυναίκα του και την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο, έπειτα έσκυψε και φίλησε το κεφαλάκι του γιού του. Έμεινε δίπλα τους όλο το βράδυ. 

Τον είχε πάρει ο ύπνος όταν άρχισε να ακούει ψιθύρους και μουρμουρητά. Άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε επάνω με αυτό που είδε. Τρείς γυναίκες, μια νέα, μια μεσήλικη και μια γιαγιά πάνω από το παιδί του. Το αστείο ήταν πως δεν τρόμαξε, ήταν τρείς άγνωστες πάνω από τον γιό το κι αυτός τις κοιτούσε σαν να ήταν παλιές φίλες της μαμάς του. Οι γυναίκες τον κοιτούσαν κι αυτές και τότε του ήρθε σαν αναλαμπή, το περίπτερο. Έκατσε ήσυχα πάλι πίσω στη θέση του πάντα κοιτώντας της γυναίκες και ευχόμενος για τον γιό του να μην χρειαστεί να ζήσει αυτά που έζησε κι αυτός. Οι τρείς γυναίκες σαν να άκουγαν τις σκέψεις του, κουνούσαν τον κεφάλι τους και συμφωνούσαν. Ο Οδυσσέας ξανά κοιμήθηκε γρήγορα και οι γυναίκες έμειναν εκεί να μοιράζουν στον γιό του ομορφιά, ευγλωττία, εξυπνάδα, αυτοπεποίθηση, ηθική και μέτρο. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

 


            Πολλά χρόνια πριν, γύρω στο 1939 με 1940 που δεν είναι και τόσο μακρινό, τρεις αδερφές, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος, οι μοίρες,  έπρεπε να κρυφτούν όπως και τα περισσότερα μαγικά πλάσματα.  Πριν κρυφτούν, αποφάσισαν να στήσουν ένα παιχνίδι για όλα τα παιδιά, που αγαπούσαν τόσο. Το "παιχνίδι" ήταν στην ουσία ένα περίπτερο γεμάτο χαρίσματα που  επέτρεπε μετά την είσοδο σε αυτό να αλλάξει κανείς αρετές. Αυτό το περίπτερο το έχτισαν για τα παιδιά που ζούσαν στο περιθώριο ή που τα έσπρωχναν εκεί οι συνομήλικοι τους. Έτσι, αυτά τα παιδιά, οι περιθωριακοί, θα μπορούσαν, επισκεπτόμενοι το περίπτερο να αλλάξουν τις αρετές τους με αυτές που ένοιωθαν πως τους έλειπαν.  Δίχως όμως οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν, παρά μόνο μετά την έξοδο τους από αυτό. Η αλλαγή θα γινόταν μαγικά, δηλαδή το περίπτερο θα διαισθανόταν το παιδί και θα αφουγκραζόταν τον εσωτερικό του κόσμο κι έτσι, όση ώρα ήταν εντός του, θα του χάριζε της αρετές που άκουγε από την ψυχή του παιδιού να ποθεί.  

          Οι μοίρες δέθηκαν με το περίπτερο μόλις το έχτισαν, με μαγική ενσυναίσθηση για να καταλαβαίνουν πότε ένα παιδί αλλάζει. Αλλά δεν μπορούσαν να ελέγχουν όλα τα παιδιά που έμπαιναν στο περίπτερο ή να παρεμβαίνουν ενεργά και άμεσα στις ζωές των ανθρώπων αν κάτι πήγαινε στραβά, έτσι, έπρεπε να βρουν κάτι ή κάποιον για να επικοινωνεί μαζί τους αν τα πράγματα πήγαιναν πολύ, πολύ άσχημα. Απέναντι από το περίπτερο, υπήρχε ένα σχολείο. "Τι καλύτερο" σκέφτηκαν οι τρείς αδερφές,  "από ένα σχολείο να προσέχει όλα τα παιδιά του".  

 Χάρισαν στο σχολείο αγάπη και σοφία, υπομονή και γερούς τοίχους  που όσο και να ξεφλούδιζαν από τα πολλά χέρια βαψίματος θα στεκόταν ακέραιοι, φωνή που ερχόταν μέσα από τους σκουριασμένους σωλήνες του και τα τριξίματα στις ξύλινες πόρτες, και το ζωντάνεψαν. Το Γυμνάσιό μας ήταν καλό και πρόσχαρο και κυρίως, ολοζώντανο. Ένοιωθε, άκουγε κι έβλεπε. Σκεφτόταν και επικοινωνούσε. Δονούταν όταν ήταν χαρούμενο, βριχόταν στις αδικίες  και έτρεμε όταν φοβόταν για τα παιδιά του!  Όταν οι μοίρες του ανακοίνωσαν την αποστολή του, το Γυμνάσιό μας επισήμανε, πως αν και ζωντανό πλέον, δεν ήταν  παρά  ένα τσιμεντένιο κτίριο και ως τέτοιο, δεν ήταν πολύ ευέλικτο και ευκίνητο. Οι μοίρες, αντιλαμβανόμενες ότι το Γυμνάσιό μας δεν μπορούσε να εκτελέσει την αποστολή, το άφησαν να ζήσει και του προσέφεραν την θεϊκή προστασία που είχαν όλα τα πλάσματα με ψυχή. Μάγεψαν την αυλή του για να μην την μικρύνει ποτέ κανείς και του έδωσαν νέα αποστολή, να προσέχει και να αγαπά όλα τα παιδιά του, μια αποστολή που ακολουθούσε πάντα πιστά.

            Έπειτα,  έθεσαν κάποια παραπάνω κριτήρια για τα παιδιά που θα μπορούσαν να μπουν  στο περίπτερο τους και να ζήσουν τη μαγεία του. Τα κριτήρια ήταν απλά, θα έπρεπε το παιδί να έχει αγνή ψυχή και καθαρή συνείδηση, να είναι σίγουρο για τον εαυτό του, να γνωρίζει την αγάπη και να πιστεύει στο απίστευτο, στο απίθανο και στο μαγικό.

 Είχαν όμως και μια τεράστια ανησυχία. Δεν θα ήταν εύκολο για έναν ενήλικα, πόσο μάλλον για ένα παιδί, να αλλάξει τις αρετές του, να συμμορφωθεί στις νέες και να εξελιχθεί σε καλύτερο άνθρωπο βαδίζοντας με εντελώς νέα δεδομένα. Ο ψυχικός κόσμος και η λογική μπορεί να κλονιστούν  και να υπάρξει χάσμα. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μιαστεί το άτομο με άσχημες και σκοτεινές σκέψεις. Να παρασυρθεί σαν άλλη Πανδώρα και να ανοίξει το κουτί με τα δεινά για τον εαυτό του.  Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, οι μοίρες καταλάβαιναν πως ήταν πολλά τα προβλήματα που προέκυπταν. Περισσότερο δε, για ένα παιδί  που έπρεπε να δεχθεί και να εξελίξει  νέες αρετές, χάρες και δεξιότητες, ειδικά στην εφηβεία του και σε μειονεκτική θέση, παραγκωνισμένο από τους συνομηλίκους του. Έκαναν λοιπόν μια νέα σύσκεψη. 

        Τρία μερόνυχτα κράτησε αυτή η σύσκεψη, λέγαν και ξε-λέγαν, γράφαν και ξε-γράφαν, ώσπου κατάλαβαν τι έπρεπε να κάνουν αν ήθελαν το περίπτερό τους, στον κόσμο των ανθρώπων. Έπρεπε να το καμουφλάρουν. Στην αρχή, του έριξαν έναν αόρατο μανδύα που  το έκανε ορατό μόνο σε όσους το είχαν πραγματικά ανάγκη.  Αυτό ήταν κάτι απλό στον κόσμο τους, κάτι που έκαναν σχεδόν όλα τα μαγικά πλάσματα με τα μαγεμένα  αντικείμενα  που άφηναν στον κόσμο των ανθρώπων. Ήθελαν κάτι πιο πρωτοποριακό και μοναδικό. Το έκαναν λοιπόν σβούρα! Σε όλα τα παιδιά αρέσουν οι σβούρες και γενικά τα παιχνίδια που γυρίζουν. Το έκαναν λοιπόν να σβουρίζει γύρω από τον άξονα του, τόσο γρήγορα, που το έκανε σχεδόν αόρατο. Θα σταματούσε να γυρνά, μόνο στα μάτια όσων πραγματικά πίστευαν πως κάτι υπάρχει πέρα από αυτό που βλέπουν. Σαν αποτέλεσμα αυτού του καμουφλάζ, έθεσαν και ένα νέο και τελευταίο κριτήριο, το παιδί θα πρέπει να είναι σίγουρο γι' αυτό που βλέπει. 

      Το περίπτερο ήταν ένα παιχνίδι δεύτερης ευκαιρίας των τριών αδερφών γιατί οι μοίρες ήταν θεϊκά πλάσματα, οπότε σπάνια έκαναν λάθη όταν μοίραζαν τα καλούδια τους στα νεοφερμένα στον κόσμο παιδιά, και με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να τους δώσουν το προνόμιο της αμφιβολίας. Γνώριζαν πως τα πραγματικά εφόδια για την ζωή δεν είναι αυτά που σε διευκολύνουν, όπως η εξωτερική ομορφιά, είναι αυτά που σε εξελίσσουν σαν άνθρωπο, όπως η υπομονή. Έτσι, φρόντιζαν σε κανένα παιδί να μην  λείψει κάτι στη ζωή του, για παράδειγμα αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά ήταν για λιγότερο κανάκεμα, του χάριζαν μυαλό για την νομική της Οξφόρδης ή αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά, αντιθέτως, ήταν για πολύ κανάκεμα, του χάριζαν ταπεινοφροσύνη όμοια με του Ιησού. Καμιά φορά, μεγαλώνοντας ένα παιδί, ξεφεύγει, αλλά στην πορεία παίρνει το μάθημά του και βρίσκει την πραγματική του αλήθεια και τον πραγματικό του εαυτό. Άλλωστε, οι μοίρες έχουν μελετήσει για τα μελλούμενα πολύ καιρό πριν και γνωρίζουν τα μονοπάτια της ζωής και τις επιλογές που θέτουν στους ανθρώπους πάνω σε αυτά, χωρίς ποτέ όμως να επεμβαίνουν στην ελεύθερη βούληση τους. Γι' αυτό και μεριμνούν να εφοδιάζουν σωστά τους ανθρώπους  για κάθε μονοπάτι που κάποιος θα διαλέξει να βαδίσει στην ζωή του.   


Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Ο ΜΗΝΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

 Ο Χρήστος φορώντας ακόμα τον γύψο του, όπου επάνω του είχαν γράψει  αφιερώσεις διάφοροι «φίλοι», καθόταν στο δωμάτιο του και σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, τις φωνές, το υποτιμητικό του βλέμμα προς τον Φοίβο και το κρακ που ένοιωσε όταν έπεσε στο τσιμέντο από την τρικλοποδιά του κάποτε φίλου του. Αναλογιζόταν πόσο είχε αλλάξει, πόσο είχαν αλλάξει όλοι τους έπειτα από την επίσκεψη στο  περίπτερο. Έπαιζαν  σαν σκηνές από ταινία στο μυαλό του ξανά και ξανά τα γέλια τους σαν περιθωριακοί και οι καβγάδες τους σαν περιζήτητοι. Σκεφτόταν πως κάθε πρωί, στον καθρέφτη του μπάνιου, ακόμα και τώρα μετά από τόσο καιρό δεν αναγνώριζε το είδωλο του. Ξαφνικά εφόρμησε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα η μικρή του αδερφή, πήγε κοντά του, έπιασε το σπασμένο του χέρι και του είπε "μην στεναχωριέσαι αδερφέ μου, μόλις γίνεις καλά θα παίζω πιο ήσυχα μαζί σου  για να μην ξαναχτυπήσεις". Ο Χρήστος γέλασε και την αγκάλιασε. 

Ο Φοίβος στο δικό του δωμάτιο ένοιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Ενοχές και τύψεις! Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε κάνει. Είχε πραγματικά βλάψει κάποιον και δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν του άρεσε ο εαυτός του. Δεν μπορούσε να ζήσει με αυτό που γινόταν και φοβόταν. Είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη λογική του και στον συναισθηματικό του κόσμο. Θυμόταν τη στιγμή που ενώ ο Χρήστος πονούσε, αυτός γελούσε ειρωνικά. Του ήρθε αναγούλα. Η μητέρα του διέκοψε αυτές τις σκέψεις όταν χτυπώντας την πόρτα του δωματίου τον ρώτησε αν είναι καλά. Ο Φοίβος, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και σχεδόν κλαίγοντας αγκάλιασε την μητέρα του κι έπειτα την συμβουλεύτηκε γι' αυτό που είχε κάνει και για την άσχημη κατάσταση μέσα του. 

Ο Πέτρος καθόταν στο σαλόνι με τον πατέρα του που δεν χόρταινε το πόσο λαμπρός κι όμορφος νέος ήταν ο γιός του. Ο Πέτρος ήταν όσα δεν ήταν αυτός στην ηλικία του κι έτσι υπολόγιζε πως το μέλλον του παρά μόνο υπέροχο θα μπορούσε να είναι. Καθόταν στον καναπέ βλέποντας αδιάφορα τηλεόραση χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Ο πατέρας καμάρωνε κι ο γιός κορδωνόταν. Κάποια στιγμή γύρισε ο Πέτρος και ρώτησε τον πατέρα του αν πάντα ήταν τόσο περήφανος γι' αυτόν κι αυτός αποκρίθηκε "τον τελευταίο καιρό περισσότερο". 

Σε ένα άλλο σπίτι, όχι πολύ μακριά από του Πέτρου, βρισκόταν η Αθηνά, η οποία βοηθούσε τη μητέρα της με τις δουλειές του σπιτιού. Για την ακρίβεια είχε αναλάβει το σκούπισμα και το ξεσκόνισμα. Τα έκανε εντελώς αυτόματα ενώ το μυαλό της κάλπαζε αλλού. Κάλπαζε στη νέα παρέα περιζήτητων που είχε κάνει και στο αγόρι που γλυκοκοίταζε πριν το περίπτερο ακόμα. Όταν ήταν μέλος στους "δέκα μικρούς χαμένους". Όσο σκούπιζε ανέλυε στο μυαλό της τα λόγια των νέων φίλων της και πόση μνησικακία ή ειρωνία έκρυβαν παρόλο που τώρα ήταν όμορφη γιατί, έξυπνη ήταν πάντα.  Άφησε την σκούπα κι έπιασε το ξεσκονόπανο και το μυαλό της πήγε στον Τάκη, το αγόρι που της κέντρισε το ενδιαφέρον και δεν της έδινε καμία σημασία ώσπου ξαφνικά αφού άλλαξε άρχισε κι αυτός να ενδιαφέρεται. "Πόσο ρηχό" μονολόγησε με το βλέμμα στο κενό και σαν αστραπή της ήρθε στο μυαλό η Κοραλία που της είχε πει από την πρώτη εβδομάδα ότι το αγόρι είναι βλαμμένο γελώντας. Σαν από όνειρο ξαφνικά άκουσε τη μητέρα της να γελάει, όταν η Αθηνά επέστρεψε στην πραγματικότητα κατάλαβε ότι ξεσκόνιζε τον αέρα και μαζί με την μητέρα της άρχισε να γελά νευρικά. 

Την τελευταία εβδομάδα η Δήμητρα ξυπνούσε απότομα στη μέση της νύχτας από τον ίδιο εφιάλτη. Το σουτ που έσπασε το δόντι της Κοραλίας, το στόμα της που ήταν γεμάτο αίμα και τα μάτια της που άφηναν τα δάκρυα να κυλήσουν ακράτητα. Την σκεφτόταν έντονα αλλά δεν τολμούσε να την καλέσει στο τηλέφωνο ή να της στείλει μήνυμα. Αισθανόταν ντροπή και άγχος και ξεσπούσε σε απανωτές προπονήσεις. Κάθε φορά όμως που πήγαινε να βαρέσει ένα σουτ, λιγοψυχούσε και το έχανε. Γυρνούσε σπίτι συννεφιασμένη, δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε να βγει έξω με φίλους. Ένα βράδυ που ξύπνησε από τον συνηθισμένο εφιάλτη, πήγε στην κουζίνα για να πιει νερό. Εκεί βρισκόταν η Ηρώ, η μεγαλύτερή της αδερφή που είχε παντρευτεί και είχε φύγει από το πατρικό τους. Παραξενεμένη η Δήμητρα από την παρουσία της την ρώτησε αν είναι καλά και γιατί ήταν εκεί και όχι στο σπίτι της και η Ηρώ της απάντησε ότι απλά της έλειψαν οι δικοί της και ένοιωθε μόνη της και πως το επόμενο πρωί που θα γυρνούσε ο άντρας της από ένα επαγγελματικό του ταξίδι θα γυρνούσε μαζί του σπίτι τους.   

Η Κοραλία στεκόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της και παρατηρούσε τις αλλαγές πάνω της. Παρατηρούσε αλλαγές που σε πολλούς ανθρώπους θα φαινόταν χαζές. Έβγαζε τη γλώσσα της  και κοιτούσε το χρώμα και το σχήμα της, άνοιγε διάπλατα τα μάτια της και προσπαθούσε να διακρίνει τα χρώματα και τα παιχνιδίσματα της ίριδάς της, σήκωνε ψηλά τη μύτη της για να δει το εσωτερικό των ρουθουνιών της και ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στο μυαλό της γυρνούσαν διάφορα γεγονότα για το ανθρώπινο σώμα. Γεγονότα που δεν ήξερε καν πως γνώριζε. Γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο της. Τις τελευταίες μέρες είχε την ελπίδα πως θα την καλούσαν οι φίλοι της, παλιοί και νέοι για να μάθουν τα νέα της αφού μόλις είχε κάνει οδοντοπλαστική και ράμματα στα χείλη. Αλλά το τηλέφωνο δεν χτυπούσε από κανέναν. Την γέμιζε ένα κενό που ήρθε να το σπάσει η θεία της με τα ξαδέρφια της. Μετά από λίγα λεπτά με τα ξαδέρφια της άρχισαν τα γέλια και τα παιχνίδια με τον μικρότερο να της φωνάζει "είσαι σαν κακιά μάγισσα, δε θα σε αφήσω να με πιάσεις" και να τρέχει γύρω  στο σπίτι κυνηγημένος όντως από μια μάγισσα αλλά όχι απαραίτητα κακιά, όπως το σκεφτόταν η ίδια. 

Ο Ερμής με τον Οδυσσέα δεν  μιλιόντουσαν μεταξύ τους και έτσι οι γονείς τους σκέφτηκαν πως μια βόλτα στον παππού και στη γιαγιά θα βοηθούσε. Ο Ερμής κλείστηκε στην κουζίνα με τη γιαγιά του, που έφτιαχνε κέικ ενώ αυτός μελαγχολικά έπαιζε με το αλεύρι που ήταν απλωμένο στο τραπέζι. Χαμένος στην τέχνη του και αφηρημένος άρχισε να τραγουδάει ένα κοροϊδευτικό τραγουδάκι που είχαν βγάλει με τον αδερφό του για τους καθηγητές τους και το είχαν διδάξει και στους υπόλοιπους "χαμένους". Μόλις τελείωσε άκουσε τη γιαγιά του να γελάει, όταν γύρισε να την κοιτάξει αυτή κόκκινη από τα γέλια του έδωσε το μπολ με τη ζύμη και τον παρότρυνε να φάει τα υπολείμματα λέγοντας του πως κι αυτή μικρή είχε μια στριφνή καθηγήτρια που κορόϊδευε με τις φίλες της.  ¨Παππού" είπε  ο Οδυσσέας "τι ξέρεις για ...  τα μαγικά περίπτερα;" ο παππούς του τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια του. Ο μικρός μόλις κατάλαβε τί ρώτησε πήγε να τα μπαλώσει λέγοντας διάφορες ασυναρτησίες για ασκήσεις και εργασίες από το σχολείο. Ο παππούς τον καθησύχασε και με ήπια φωνή είπε "Θα σου πω μικρέ ένα παραμύθι, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένο όλη την ώρα. Αυτό το αγόρι, μια μέρα, μέσα στην απελπισία του είδε ένα περίεργο περίπτερο.Μπήκε μέσα και χάθηκε. Το έψαχναν οι γονείς του και έκλαιγαν και πονούσαν. Μια μέρα ο μικρός γύρισε πίσω σπίτι του και η ζωή του έτσι ξαφνικά έγινε διαφορετική. Καλύτερη για λίγο αλλά αυτή τη βελτίωση την πλήρωσε ακριβά. Έχασε κόσμο που αγαπούσε και όταν μεγάλωσε αρκετά κι έκανε κι αυτός την οικογένεια του, κατάλαβε γιατί έχασε τόσα. Εκεί που χάθηκε, βλέπεις, δεν ήταν ανθρώπινο μέρος, ήταν ένα μέρος από τις μοίρες φτιαγμένο κι αυτές ξέρουν καλύτερα τον δρόμο του καθενός. Αυτή ήταν η τιμωρία, που τις παράκουσε και μπήκε κάπου που δεν ανήκε." Ο μικρός Οδυσσέας για μια στιγμή τρόμαξε και είδε τους αγαπημένους του να χάνονται ένας ένας. Αποφασισμένος να μη χάσει κανέναν έτρεξε στον αδερφό του αφήνοντας τον παππού του πίσω του και τον αγκάλιασε σφικτά. Μεγαλύτερη χαρά όμως του έδωσε όταν ο Ερμής τον αγκάλιασε κι αυτός. 

Στο γυμναστήριο περνούσε τον χρόνο του ο Μαρίνος. Όσα βάρη κι αν σήκωνε ή όσα χιλιόμετρα κι αν έτρεχε στον διάδρομο δεν μπορούσε να ξεδώσει. Προσπαθούσε να μπει στη θέση της Άννας και να καταλάβει πόσο κακό ήταν αυτό που έκανε. Αυτή του έμαθε να δίνει και να αγαπάει κι αυτός πήγε με κάποια άλλη χωρίς να υπολογίσει τίποτα. Ούτε τα αισθήματα της, ούτε το χώρο που έκανε ότι έκανε, τίποτα. Κοίταξε στον μεγάλο καθρέφτη και είδε τον εαυτό του κομμένο κι άγνωστο. Ένας ξένος απ' όλες τις απόψεις. Δεν το άξιζε αυτό ούτε ο ίδιος ούτε η Άννα. Μια κοπέλα τον πλησίασε και του ζήτησε να τη βοηθήσει με τις ασκήσεις της, την κοίταξε και ήταν μια πραγματικά όμορφη κοπέλα. Σηκώθηκε από τον πάγκο, αρνήθηκε ευγενικά την πρότασή της, πήρε την πετσέτα του και κατευθύνθηκε στα αποδυτήρια να πλυθεί και να φύγει. 

Στο σπίτι της Άννας επικρατούσε τρομερή ένταση. Ο μεγάλος της αδερφός έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο αυτό το έτος και οι γονείς τους μαζί με αυτόν πίεζαν κι αυτήν. Τους πίεζαν για καλύτερους βαθμούς, για καλύτερες επιδόσεις, για να είναι γενικά οι καλύτεροι σε όλα. Ένα βράδυ ο αδερφός της Άννας την άκουσε να κλαίει και σηκώθηκε να την παρηγορήσει. Μοιραζόντουσαν το δωμάτιο τους και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα απέναντι από το άλλο. Όταν πήγε στο κρεβάτι της αδερφής του, αυτή ήταν γυρισμένη προς τον τοίχο, αλλά την άκουγε να ρουφάει τη μύτη της και να καταπίνει τους λυγμούς της. Κατάλαβε πως δεν θα είχε όρεξη να μιλήσει και έτσι απλά την άγγιξε στον ώμο και της είπε "Δεν χρειάζεται να ανησυχείς εσύ για το πανεπιστήμιο και τους βαθμούς. Εσύ είσαι κορίτσι και όμορφο μάλιστα. Θα σε καλοπαντρέψουμε ή θα σε κάνουμε μοντέλο και θα είσαι μια χαρά". Άκουσε ένα πνιχτό γελάκι από την αδερφή του, την φίλησε στο κεφάλι και ξαναπήγε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.  


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ

 Η αγέλη ανήκε κι αυτή στο παρελθόν όπως ακριβώς και οι "δέκα μικροί χαμένοι", όπως και η κλίκα, όπως και η ζωή τους στο περιθώριο. Το κάθε "κουτάβι" είχε γίνει "λύκος" κι οδηγούσε την δική του αγέλη περιζήτητων. Καμία όμως δεν απαρτιζόταν από δέκα άτομα. Η πιο μεγάλη παρέα ήταν αυτή με ηγέτη τον Χρήστο κι αποτελούταν από οκτώ ακόλουθους. Ο Φοίβος κι η Δήμητρα ήταν ισόπαλοι καθώς είχαν κι οι δύο από επτά ακόλουθους. Ο Ερμής είχε πέντε κι όχι, ο αδερφός του δεν ήταν σε αυτούς. Ο Οδυσσέας τέσσερις. Ο Πέτρος και η Αθηνά επίσης ισόπαλοι με τρείς ακόλουθους. Η Κοραλία είχε μόλις δύο. Όσο για τον Μαρίνο και την Άννα είχαν ο ένας τον άλλον κι από έναν ακόλουθο. Οι νέες αγέλες όπως και οι νέοι ηγέτες ήταν συνεχώς σε εγρήγορση καθώς τα κατάλοιπα της διχόνοιας και της έπαρσης τους οδηγούσαν σε μάχες ψυχολογικές και σωματικές, κάτι που επιτάσσει και η νέα κάστα στην οποία βρίσκονται, οι περιζήτητοι.

         Η έναρξη της μάχης ξεκίνησε με την αλλαγή θρανίων και την αλλαγή διπλανών συμμαθητών σε αυτά και επεκτάθηκε από την τάξη στο προαύλιο. Το παλιό τους στέκι είχε αποικηθεί από άλλους περιθωριακούς, όχι ότι τους ένοιαζε και πολύ. Τον εξώστη τον είχαν καταλάβει οι φυλές του Φοίβου, του Χρήστου και της Δήμητρας και τον είχαν χωρίσει σε στρατόπεδα. Στις βρύσες συνήθως βρισκόταν η Αθηνά και ο Ερμής με τις φυλές τους. Ο Οδυσσέας και η δική του φυλή είχαν καταλάβει τα πεζούλια κατά μήκος του σχολείου που ένωναν βρύσες και εξώστη.  Ο Μαρίνος και η Άννα με τις δικές τους φυλές εξουσίαζαν τα γηπεδάκια όπου βόλταραν στα διαλείμματα. Και τέλος, τον χώρο έξω από το κυλικείο τον είχαν κατακτήσει οι φυλές του Πέτρου και της Κοραλίας. Τα πεδία μάχης όμως δεν σταματούσαν στο σχολείο, ακόμα κι έξω από αυτό, όπου και αν βρισκόντουσαν οι παραπάνω φυλές, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και το αίμα τους έβραζε για καυγά.

       Οι προσφωνήσεις και τα παρατσούκλια δεν άργησαν να ακουσθούν  και να γίνουν κοινές στις συνομοταξίες των πολεμικών φυλών. Τις χρησιμοποιούσαν ασύστολα αντί των ονομάτων του αντίπαλου ηγέτη της όποιας νέας κλίκας περιζήτητων . Η "χαζή" δεν ήταν άλλη από την Κοραλία, η οποία, παρόλο που άκουγε συνέχεια αυτό το επίθετο από την παλιά της κλίκα ποτέ δεν γυρνούσε. Δημιουργός του ήταν ο Πέτρος που ήθελε να την διώξει από τον χώρο του. Σε αντίποινα, ο Πέτρος πήρε το παρατσούκλι του "χαλβά", δεν τον πείραξε ιδιαίτερα όμως καθώς τον χαλβά τον εκτιμούσε  σαν γλυκό και σαν ορεκτικό και σαν σνακ. Το "ψώνιο" ήταν η ετικέτα της Αθηνάς πλασμένη από την Δήμητρα. Η Αθηνά με τη σειρά της, της χάρισε το χαριτωμένο "μποντιμπιλντερού", ναι, μια λέξη ήταν. Ο Ερμής από τις βρύσες που ήθελε τον εξώστη βάφτισε τον Χρήστο "βλαμμένο" κι ο Χρήστος άρχισε να τον φωνάζει "ξερόλα". Σαν διοικητής της θέσης που είχε στα πεζούλια ο Οδυσσέας κατονόμασε τον Φοίβο "κάθαρμα" όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί την θέση του σε μια διαμάχη κι ο Φοίβος τον Οδυσσέα " φωτεινό παντογνώστη", επιθετικοί προσδιορισμοί που τους ακολούθησαν και μετέπειτα. "Νοικοκυρά" χαρακτήρισε η Αθηνά την Άννα όταν πήγε στις βρύσες να γεμίσει όχι μόνο το παγούρι της αλλά και το παγούρι του Μαρίνου. Συνεπαρμένος ο Ερμής που παράκουσε την προσφώνηση αφού βρισκόταν λίγο πιο μακριά, χάρισε στον Μαρίνο το "νοικοκύρης" γελώντας τόσο πολύ που είχε διπλώσει στα δυο. Μετά από έντονη συζήτηση ο Μαρίνος και η Άννα έβγαλαν τον Ερμή "σπασίκλα" και την Αθηνά "κουτορνίθι". Σε αυτή την τρελή παράνοια οι μάζες είχαν δημιουργήσει το " δίδυμο της συμφοράς" για τον Ερμή και τον Οδυσσέα και το"μικροαστοί" για την Άννα και τον Μαρίνο.   

         Εκτός από τις προσφωνήσεις όμως υπήρχαν και τα διάφορα "ατυχήματα" που γινόντουσαν τακτικά μεταξύ των φυλών με συνήθεις στόχους τους αρχηγούς τους. Ατυχήματα όπως να χύνονται χυμοί, γρανίτες, αναψυκτικά  και όλα τα είδη υγρών "κατά λάθος" πάνω σε κάποιον. Σπρωξίματα και ρίξιμο σε λάσπες και λασπόνερα ειδικά στο μάθημα της γυμναστικής, με τον κύριο Φλέξο να βγαίνει από τα ρούχα του. Τηλέφωνα σε ανοικτά κινητά εν ώρα μαθήματος με σκοπό αν δεν είχαν χαμηλωμένο ήχο, ο καλούμενος να πάρει απουσία. Φάρσες όπως μπαλόνια, πινέζες ή κόλλα στις καρέκλες. Αλλαγή τετραδίων, απόκρυψη βιβλίων ή παλτού ή ολόκληρης τσάντας. 

          Τα πράγματα ήταν ήδη άσχημα αλλά έγιναν και χειρότερα. Η αρχή έγινε όταν ο Πέτρος με τον Οδυσσέα ήρθαν στα χέρια και αποβλήθηκαν και οι δύο. Ο Χρήστος μετά από μια τρικλοποδιά του Φοίβου στον εξώστη, βρέθηκε με σπασμένο χέρι. Η Δήμητρα έσπασε ένα δόντι της Κοραλίας μετά από ένα δυνατό σουτ κατευθείαν στο πρόσωπο της. Η Άννα έκανε τσακωτό τον Μαρίνο στις τουαλέτες με μια άλλη κοπέλα και τον χώρισε κάνοντας μια τεράστια σκηνή μπροστά σε όλο το σχολείο. Οι μόνοι αλώβητοι  τουλάχιστον σωματικά ήταν η Αθηνά κι ο Ερμής, ψυχολογικά όμως βυθίζονταν και οι δύο όλο και περισσότερο στην θάλασσα της απομόνωσης και της μοναξιάς. 

           Το τραίνο εκτροχιάστηκε εντελώς όταν οι γονείς και των δέκα κλήθηκαν σε επείγουσα γονική συνέλευση  από το σχολείο. Μέσα σε τρείς ώρες είχαν παρθεί σοβαρές αποφάσεις για την μοίρα των παιδιών . Η πρώτη απόφαση ήταν πως όλα τα παιδιά τίθενται σε κατ΄οίκον περιορισμό και οι μετακινήσεις τους θα γίνονται με την συνοδεία των γονιών τους.  Δεύτερη απόφαση, οι γονείς θα έχουν άμεση ενημέρωση από τους καθηγητές ακόμα και για ωριαία απουσία. Τελευταία απόφαση, αφαίρεση κινητών και ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Όλες αυτές οι αποφάσεις θα είχαν ισχύ για ένα μήνα τουλάχιστον. 

          Σε αυτόν τον ένα μήνα οι μάσκες που είχαν φορέσει τα παιδιά άρχισαν να πέφτουν. Οι κοροϊδίες και οι φάρσες σταμάτησαν όπως και οι προσφωνήσεις. Η παλιά αγέλη σιγά σιγά άρχισε να ξαναμιλάει. Στην αρχή πολύ δειλά και τυπικά. Στην πορεία όμως, μια αργή και βασανιστική πορεία, γεμάτη χαλικάκια και αγκαθάκια, η κουβέντα άρχισε να γίνεται πιο ανάλαφρη και πιο εύκολη για όλους παρ' όλο που πάντα μιλούσαν για άσχετα πράγματα κι όχι γι' αυτό που πραγματικά τους απασχολούσε. 

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΑΓΕΛΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΗ

 


              Το Γυμνάσιό μας, που ήταν ζωντανό για πολλά χρόνια και είχαν περάσει αρκετές γενιές από τους τοίχους του, γνώριζε ήδη τι επρόκειτο να γίνει από την στιγμή που κάποιο παιδί θα έβλεπε και θα επισκεπτόταν το περίπτερο. Τώρα όμως, δεν ήταν μόνο ένα αλλά δέκα! Τα πράγματα, συλλογιζόταν, πως θα είναι δεκαπλάσια χειρότερα απ' ότι όλες τις άλλες φορές. Η μαγεία πάντα έρχεται με ένα τίμημα... Το τίμημα της μαγείας για το Γυμνάσιό μας ήταν ότι ήταν ζωντανό, αλλά αυτό είναι απλά ένα τσιμεντένιο κτίριο, για τους ανθρώπους η μαγεία μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη. Το είχε δει στο παρελθόν...

Η αγέλη μας από την πρώτη εβδομάδα έπαψε να βρίσκεται στο φάσμα των περιθωριακών και έσπασε το ρεκόρ ανόδου στους περιζήτητους. Το "δέκα μικροί χαμένοι" ανήκε στο παρελθόν, πλέον ήταν περιζήτητοι. Όχι, όχι απλά περιζήτητοι, η ελίτ των περιζήτητων. Όλοι ήθελαν να τους μιλήσουν και να τους κάνουν παρέα, να τους προσθέσουν στη δίκη τους περιζήτητη κλίκα. Τα αυτιά και των δέκα φίλων βούιζαν συνεχώς από ξένες φωνές που εισέβαλαν στο κεφάλι τους και νόθευαν τις σκέψεις τους. Δεν ήταν πια καθαροί, δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι όπως  μια εβδομάδα πριν. 

          Την δεύτερη εβδομάδα μετά από την επίσκεψή τους στο περίπτερο κι αφού είχαν κατακτήσει γρήγορα και απότομα τον κόσμο των περιζήτητων, άρχισαν να αλλάζουν σαν χαρακτήρες και οι ίδιοι. Συνέχιζαν μεν να κάνουν παρέα αλλά οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Ο καθένας έσερνε από πίσω του και τον μεγαλύτερο περιζήτητο που τον ακολουθούσε πιστά, σαν κατοικίδιο. Τα μυστικά που μοιραζόντουσαν κάποτε, υπήρχαν ακόμη αλλά δεν τα έλεγαν πια μεταξύ τους. Προτιμούσαν τις νέες περιζήτητες παρέες τους ο καθένας. Οι συζητήσεις μεταξύ της αγέλης μας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο τυπικές και ρηχές. Οι επιρροές των περιζήτητων φίλων τους ήταν εμφανείς σε όλα τα μέλη της αγέλης μας που πλέον δεν ήταν και πολύ σίγουροι για την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη που  αναπτύχθηκε μεταξύ τους από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Δεν ήταν σίγουροι για την φιλία τους, για όλα αυτά που μέχρι τώρα τους είχαν ενώσει.

          Η φιλία τους δεν ήταν η ίδια γιατί κι αυτοί δεν ήταν οι  ίδιοι. Ήταν επιτέλους περιζήτητοι κι η ζωή τους, η καθημερινότητά τους ήταν διαφορετική για τον καθένα. Δεν διέθεταν τον χρόνο ή την διάθεση που είχαν παλαιότερα για να ασχοληθούν ο ένας με τον άλλον. Το γυαλί ράγισε για την αγέλη μας εκείνη την στιγμή που βγήκαν από το περίπτερο, χωρίς καν να το γνωρίζουν τα μέλη της.  Ένα από τα θεμέλια της φιλίας είναι να αγαπάς τον άλλον γι' αυτό που είναι, χωρίς να θέλεις να του αλλάξεις μυαλά ή όψη αλλά πώς μπορεί ένα άτομο στην εφηβεία, που δεν αποδέχεται πλήρως ούτε αγαπά ολοκληρωτικά τον εαυτό του να γίνει τόσο δυνατός και καλός φίλος; Η εφηβεία είναι μια  περίοδος κατανόησης και αποδοχής του εαυτού παρ' όλα τα κοινωνικά εμπόδια που βρίσκονται στον δρόμο, αλλά η αγάπη και η φιλία προέρχονται από την αθωότητα της ψυχής.  Ένας άνθρωπος μπορεί να διδαχθεί την ανιδιοτελή αγάπη γιατί υπάρχει ήδη μέσα του, καλυμμένη με το πέπλο της αγνότητας και της καθαρότητας. Υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί και να δώσει αγάπη παρά την σωματική του ηλικία. Καμιά φορά, όμως, τα εμπόδια τυφλώνουν, μπερδεύουν και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Ωστόσο, η αγάπη είναι πάντα πιο δυνατή και δεν χάνεται εύκολα στον δρόμο. 

                  Η ζήλεια δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα της αγέλης μας. Ακόμα και τώρα που τα είχαν όλα, ζήλευαν ο ένας τον άλλον. Ο Χρήστος τον Φοίβο, ο Φοίβος τον Πέτρο, ο Πέτρος τα δίδυμα, ο Ερμής την Δήμητρα, ο Οδυσσέας την Αθηνά, η Αθηνά την Κοραλία και το χειρότερο ο Μαρίνος την Άννα και το αντίστροφο. Κάθε δεύτερο διάλειμμα χώριζαν, κάθε τρίτο τα ξανάβρισκαν. Ζήλευαν τις νέες παρέες ή τα κανακέματα των καθηγητών, ειδικά των σκληρών καθηγητών όπως η κυρία Βιολουδάκη ή η κυρία Αναγνώστου. Ζήλευαν τα μέρη που στεκόντουσαν στην αυλή ή ποιοί τους χαιρετούσαν και πόσο τους αναγνώριζαν οι γύρω τους. Ζήλεια που τους τρέλαινε γιατί στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι ζήλευαν την νέα εικόνα που είχαν οι παλιοί τους φίλοι από τη στιγμή που βγήκαν απ’ το περίπτερο. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος  με αυτά που είχε και φθονούσε τα ταλέντα, τις επιτυχίες και τις χάρες των παλιών συμμάχων. 

     Παρέα με την ζήλεια έφθασε και η έπαρση. Τώρα που ήταν όλοι περιζήτητοι, ήταν όλοι και οι καλύτεροι. Καλύτεροι όχι μόνο από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, καλύτεροι κι ο ένας από τον άλλον. Ένοιωθαν ανώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους, πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι. Είχαν ανέβει στην μικροκοινωνία του σχολείου ένα σκαλί, ίσως και πέντε, αλλά για την όμορφη παρέα μας το κάθε αγόρι ήταν ο βασιλιάς του κόσμου και κάθε κορίτσι η πριγκίπισσα του παραμυθιού κι έτσι είχαν προφανώς ανέβει και στο καλάμι, μια κίνηση που ποτέ δεν κάνει καλό στον ανθρώπινο χαρακτήρα. 

         Η ζήλεια και η έπαρση συγχρόνως έφεραν μαζί τους και την μικρότερη και χαιρέκακη αδερφή τους, την διχόνοια. Η διχόνοια βολτάρισε από όλα τα μυαλουδάκια της άλλοτε δεμένης αγέλης κι έσπειρε τους νοσηρούς της σπόρους. Σαν άλλη πληγή του Φαραώ άρχισε να χτυπά αλύπητα  δίχως κανένα έλεος και να αμβλύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των φίλων ώσπου πια δεν υπήρχε φιλία. Δεν υπήρχε κλίκα. Δεν υπήρχε καν αγέλη. Το έργο της διχόνοιας και των αδερφών της, είχε τελειοποιηθεί, άλλη μια παρέα που επιτυχώς κατέστρεψαν. 


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙΙ

 


                Ο Οδυσσέας με στεγνά πλέον μάτια και ροδοκόκκινα μάγουλα που είχαν πρηστεί από το κλάμα και το παράπονο, ξεκίνησε για την εξερεύνησή του στο περίπτερο που μόλις είχε δει. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα που οι γονείς του ήταν στο γραφείο της διεύθυνσης εξ αιτίας του, το μόνο που ένοιωθε ήταν μια έλξη μαγική προς το θέαμα που μόλις είχε αντικρύσει. Έτρεξε γρήγορα προς την έξοδο και κάνοντας εξωτερικά τον μισό κύκλο της αυλής βρέθηκε μπροστά στο περίεργο περίπτερο. Ο μικρός Οδυσσέας άρχισε να γυρνά γύρω γύρω από το περίπτερο εξετάζοντάς το από πάνω μέχρι κάτω. Για αρκετή ώρα περπατούσε γοργά γύρω από το περίπτερο χωρίς να καταλαβαίνει από που μπορεί κάποιος να μπει μέσα σε αυτό το αξιοπερίεργο κατασκεύασμα. Γύριζε και γύριζε αλλά κάτι δεν καταλάβαινε. Έβλεπε το περίπτερο να γυρνά αλλά όχι μαζί του, αντίστροφα! Τόση ώρα πήγαινε ανάποδα! Κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά στις μαύρες σιδερένιες κεντρικές πόρτες του Γυμνασίου όπου δεν φαινόταν κανείς, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε ν' ακολουθεί το περίπτερο με την αντίστροφη φορά από αυτή που είχε πριν. Το βήμα του ήταν αργό και το περίπτερο φαινόταν να έχει επιβραδύνει επίσης, ώστε να του επιτρέψει να δει κάθε ξύλο του και κάθε καρφί του.


         Έπειτα από λίγο περπάτημα, ανάμεσα σ' ένα χαμηλό ράφι με κουκλάκια κι ένα χαμηλό ράφι με ζαχαρωτά, εμφανίστηκε κάτι σαν πόρτα, μικρή πόρτα και χωρίς εμφανείς μεντεσέδες ή μάνταλο. Ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε προς αυτό το πορτάκι, το πίεσε ελαφρά με το χέρι του κι αυτό άνοιξε απότομα με αποτέλεσμα ο μικρός να χάσει την ισορροπία του και να πέσει μέσα από το πορτάκι στο περίπτερο. Το εσωτερικό ήταν τεράστιο, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Οδυσσέας ήταν πως το περίπτερο μέσα είχε τον δικό του καταγάλανο ουρανό αλλά δεν διέκρινε πουθενά ήλιο, η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και θύμιζε σπίτι που του μπουμπουνίσανε τη σόμπα! Δεξιά του απλωνόταν ένας τεράστιος διάδρομος στρωμένος με άμμο σαν αυτή της θάλασσας, δεξιά κι αριστερά σε αυτόν το διάδρομο, ορθώνονταν ξύλινα κτίρια με τζαμαρίες στην πρόσοψή τους και κρεμασμένες ταμπέλες  πάνω από τις πόρτες τους. Όλα είχαν το ίδιο ύψος και το ίδιο σκουρόχρωμο ξύλο, σαν κάποιος δάσκαλος να τα είχε στοιχήσει σε γραμμή. Στο τέλος του διαδρόμου μπορούσε να διακρίνει κάτι που, λόγω χρωμάτων τουλάχιστον, έμοιαζε με δάσος. Έντονο πράσινο, σκούρο πράσινο, καφετί με πράσινο και πάνω ψηλά σε αυτούς τους πράσινους όγκους υπήρχαν λουλουδάκια ροζ, μωβ και γαλάζια. Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου, εκεί που τελείωναν τα ξύλινα οικήματα, ξεκινούσε ένα καταπράσινο λιβάδι, με ψηλά χόρτα και ξανθά στάχυα. Που και που ξεπετιόταν μέσα από τα χόρτα, καμιά κόκκινη παπαρούνα ή καμιά κίτρινη μαργαρίτα, λίγα λευκά χαμομήλια εδώ και λίγα μωβ σκυλάκια εκεί. Πίσω υπήρχαν δέντρα, πορτοκαλιές και λεμονιές στη δεξιά πλευρά του λιβαδιού, που έδιναν τη θέση τους σε κερασιές και συκιές και τέλος έκλεινε με καρυδιές που το τεράστιο φύλλωμα τους έριχνε την παχιά του σκιά σχεδόν στο μισό λιβάδι. Ο Οδυσσέας είχε σχεδόν μεθύσει από την τόση ομορφιά και τις τόσες μυρωδιές που εισέβαλλαν στα ρουθούνια του. Στην αριστερή πλευρά του χώρου, πέρα από τις καρυδιές του λιβαδιού, υπήρχε μια πετρόκτιστη κρύπτη με μια βαριά εβένινη πόρτα. 

         Ο μικρός Οδυσσέας έστρεψε το σώμα του δεξιά κι άρχισε να περπατά στον αμμουδερό διάδρομο, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά για κάποια ένδειξη ζωής. Πρώτα μπήκε σε ένα ξύλινο οικοδόμημα που η ταμπέλα από πάνω έγραφε "ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΝ", μέσα υπήρχαν τρείς καρέκλες σαν αυτές που έχει ο μπαρμπέρης κι απέναντί τους ένας τεράστιος μονοκόμματος καθρέφτης, αλλά άνθρωπος πουθενά. Το απέναντι έγραφε "ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ", στο εσωτερικό του είχε πέντε τραπέζια καλυμμένα με καρό κόκκινα και λευκά τραπεζομάντηλα, με μαχαιροπήρουνα τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά από τα πιάτα, λευκές πετσέτες, ποτήρια και κανάτες με νερό αλλά και πάλι άνθρωπος, πουθενά. Πλησίασε ένα τραπέζι δειλά και σέρβιρε λίγο νερό σε ένα ποτήρι, το έφερε στα χείλη του και το κατέβασε με μιας. Έβαλε και δεύτερο και τρίτο καθώς παρατηρούσε γύρω του για ίχνη ζωής. Το απέναντι κτίριο από το εστιατόριο είχε μια ταμπέλα "ΤΡΑΠΕΖΑ", το δίπλα "ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ" και μέχρι τους πράσινους όγκους στο βάθος οι ταμπέλες και τα κτίρια συνέχιζαν. Ο Οδυσσέας μπήκε σε όλα, ένα προς ένα μέχρι και το τελευταίο πριν το δάσος που υπήρχε στο βάθος, το οποίο όσο το πλησίαζε καταλάβαινε πως δεν ήταν ένα κανονικό δάσος αλλά ένα δάσος από φραγκοσυκιές ή έστω φυτά που μοιάζουν με φραγκοσυκιές, γεμάτα με αγκάθια και μικρά ανθάκια στην κορυφή τους. Γυρίζοντας, έκανε άλλη μια προσπάθεια να βρει κάποιον, μπαινοβγαίνοντας γρήγορα στα ξύλινα κτίρια αλλά ήταν άλλη μια μάταιη προσπάθεια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί εκτός από αυτόν.

             Έφτασε πάλι στο σημείο που ήταν στην αρχή. Στον διάδρομο με τα ξύλινα κτίρια δεν βρήκε τίποτα, έτσι άρχισε να βαδίζει προς το λιβάδι. Άπλωνε τα χέρια του κι ένοιωθε στα ακροδάχτυλά του την δροσιά από τα χόρτα. Έσκυβε και μύριζε τα λουλούδια που απλώνονταν ολόγυρα του, σκουντουφλούσε στις πέτρες, έπεφτε και σηκωνόταν γελώντας, γιατί όσο κι αν έπεφτε τα γόνατα του και οι αγκώνες του δεν έκαναν πληγές. Άρχισε να τρέχει μέσα στο λιβάδι δεξιά κι αριστερά, να χοροπηδά και να χαχανίζει. Όταν έφτασε στα δέντρα στο βάθος ένοιωθε την κούραση να τον διαπερνά. Βάδισε ως τις καρυδιές, ξάπλωσε και λαγοκοιμήθηκε εκεί, με τη θέρμη της ατμόσφαιρας να τον νανουρίζει.  Ξύπνησε λίγη ώρα αργότερα, με την ενέργεια του να έχει αναπληρωθεί και το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα. Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του και το βλέμμα του έπεσε στην κρύπτη που αχνοφαίνoταν πίσω από τις καρυδιές.

     Το στομάχι του δεν του άφηνε χώρο για συλλογισμούς κι έτσι ενστικτωδώς κατευθύνθηκε έξω από το λιβάδι και προς την πέτρινη κρύπτη με την βαριά εβένινη πόρτα. Όταν έφτασε στην είσοδο της κρύπτης, κοντοστάθηκε λίγο από φόβο, αλλά προχώρησε. Έσπρωξε την πόρτα που τελικά δεν ήταν και τόσο βαριά όσο φαινόταν και πέρασε μέσα στην κρύπτη. Εκεί, το φως  χανόταν, ήταν σκοτάδι. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν το σκοτάδι, κατάλαβε πως από πάνω του είχε τον νυχτερινό ουρανό. Αστεράκια άστραφταν μπλε και πράσινο, νεφελώματα ροζ και μωβ και στη μέση μια λωρίδα από ασημί αστερόσκονη που θύμιζε τον γαλαξία. Αυτά τα νυχτερινά φωτάκια χάριζαν την λάμψη τους στο εσωτερικό της κρύπτης. Προς μεγάλη απογοήτευση του Οδυσσέα, μέσα σε αυτό το οικοδόμημα δεν υπήρχε φαγητό, παρά μόνο γυάλινα, διάφανα κουτιά, με χαραγμένους χαρακτήρες που άλλαζαν με την παραμικρή διάθλαση του ελάχιστου φωτός. Οι χαρακτήρες αυτοί λαμπύριζαν χρυσοί για μια στιγμή και αμέσως άλλαζαν σε άλλους χαρακτήρες. Ο Οδυσσέας παρατήρησε μαγεμένος για αρκετή ώρα τα κουτιά και τον ουρανό. Παρ' όλο που στην αρχή φοβήθηκε να μπει στην κρύπτη, τώρα του φαινόταν δύσκολο να φύγει από εκεί και ν' αφήσει πίσω του αυτόν τον απίστευτο ουρανό. 

       Η πείνα του όμως ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία του να κοιτά τα άστρα. Πλησίασε την πόρτα της κρύπτης και βγήκε πάλι στο καθαρό γαλάζιο. Άρχισε να αναζητά το πορτάκι από το οποίο μπήκε για να γυρίσει πίσω στον κόσμο του, στους γονείς του και στο σπίτι του, που αν και δεν το παραδεχόταν, του είχαν λείψει λίγο. Έκανε σβούρες γύρω από τον εαυτό του και σε ένα κενό απέναντί του είδε το περίγραμμα από το πορτάκι να φωτίζεται έντονα κι έτσι ξαφνικά, βρέθηκε έξω, απέναντι από το σχολείο του, με την πλάτη ακουμπισμένη στο περίπτερο. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε ψηλά τον ουρανό που ήταν γκριζαρισμένος. Άφησε το περίπτερο πίσω του και βάδισε προς το σπίτι του που δεν ήταν μακριά από το σχολείο, μόλις δύο στενά πιο πάνω. Μόλις έφτασε είδε τον πατέρα του στην πόρτα, στεναχωρημένο να καπνίζει ένα τσιγάρο. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του φωνάζοντάς τον, ο πατέρας του σήκωσε το βλέμμα του και μόλις είδε τον μικρό Οδυσσέα, πέταξε το τσιγάρο μακριά και άρχισε να γελάει και να φωνάζει από τη χαρά του. Τον έπιασε στην αγκαλιά του και τον σήκωσε ψηλά, ήρθε και η μητέρα του έξω που άκουσε τις φωνές του άντρα της και μόλις είδε τον γιό της ξέσπασε σε δάκρυα ευτυχίας. Τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν τόσο πολύ που ο Οδυσσέας νόμιζε πως θα σκάσει. Πήγαν μέσα στο σπίτι και η μητέρα έστρωσε τραπέζι, ο μικρός ζήτησε συγγνώμη που έλειπε τόσες ώρες από το σπίτι. "'Ωρες;" ρώτησε ο πατέρας του, "αγόρι μου", του είπε "λείπεις εδώ και τρείς μέρες! Κοντέψαμε να τρελαθούμε!" 

 


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

 Ξημέρωσε Σάββατο και όλοι οι φίλοι ανυπομονούσαν για την επικείμενη συνάντηση και για την εκτέλεση του σχεδίου. Ένοιωθαν όλοι δέος και προσμονή, ήθελαν να πιέσουν τον χρόνο να κυλήσει πιο γρήγορα, ώσπου να έρθει η ώρα του ραντεβού. Αλλά όλοι περνούσαν τον χρόνο τους κάνοντας κάτι άλλο και αδημονώντας. Ο Χρήστος έκανε κάποιες εργασίες Αγγλικών που τις είχε αφήσει γι’ αργότερα. Ο Φοίβος περνούσε το πρωινό του με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Ο Πέτρος βοηθούσε την μητέρα του στις δουλειές του σπιτιού. Η Αθηνά είχε κουρνιάσει στην πολυθρόνα της και προσπαθούσε να διαβάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Η Κοραλία έβαφε τα μαλλιά της για πολλοστή φορά καθώς δεν της πετύχαινε το χρώμα, και η Δήμητρα έκανε τριπλή προπόνηση έπειτα από ειδική εισήγηση στον προπονητή της, ο οποίος μπορεί να μην την κατάλαβε ακριβώς αλλά την άφησε. Ο Ερμής και ο Οδυσσέας είχαν πάει με τον πατέρα τους στο ζωολογικό κήπο και ο Μαρίνος με την Άννα ρομαντική βόλτα στην παραλία.  Το μεσημέρι πέρασε πολύ γρήγορα και έδωσε τη θέση του στο απόγευμα. Στις έξι, όπως είχαν κανονίσει, ήταν όλοι έξω από το σχολείο, ζωσμένοι με τα σακίδια  και  τους φακούς ανά χείρας. Μόλις έστριψαν στο στενό δρομάκι  που χώριζε το σχολείο από το περίπτερο, ένας παππούς που βρισκόταν πίσω τους και κατευθυνόταν με τα κλειδιά στο χέρι προς κάποια πολυκατοικία, άρχισε να τους φωνάζει διάφορα κοσμητικά επίθετα και να τους διώχνει από την περιοχή γιατί  όπως έλεγε  «αρκετά ανέχεται όλη την εβδομάδα». Έξαλλος μάλιστα, μέσα στον μονόλογο του, φώναζε πως θα καλέσει και την αστυνομία. Οι φίλοι μας κοιτάχτηκαν και δίχως άχνα να βγαίνει από το στόμα τους, σαν καθρέφτες οι ψυχές τους αντικατόπτρισαν τις σκέψεις τους αψηφώντας  τον παππού.  "Αύριο στις έξι."

      Το ραντεβού της Κυριακής ήρθε πολύ πιο γρήγορα για όλους, μάλλον γιατί η αδρεναλίνη τους από το προηγούμενο βράδυ ήταν στα ύψη. Στις έξι, ήταν όλοι ήδη στο κάθετο στενό δρομάκι ανάμεσα στο σχολείο τους και το περίπτερο. Ένα  δονούμενο σαν μελίσσι από προσμονή και αδρεναλίνη τσούρμο, τώρα είχε φτάσει ακριβώς απέναντι από το περίπτερο το οποίο από κοντά ήταν εντελώς διαφορετικό. Τόσο διαφορετικό που η παρέα κοιτάχτηκε μεταξύ της και αναρωτήθηκε αν ήταν το ίδιο. Οι τέντες του ήταν αποχρωματισμένες και σχισμένες και τα σίδερα που κρατούσαν τα πανιά σκουριασμένα και λυγισμένα, τα παιχνίδια ήταν όλα σκονισμένα και κάποια μισοφαγωμένα από την πολυκαιρία που ήταν εκτεθειμένα. Συνέχιζε όμως να γυρίζει, αργά και σταθερά, ήθελε περίπου εικοσιένα λεπτά για μια πλήρη περιστροφή, ενημέρωσε η Δήμητρα που χρονομέτρησε με το ρολόι ακρίβειας της. 

          Η αγέλη στεκόταν εκεί μπροστά του, με ανοιχτούς τους φακούς και κανείς δε μιλούσε. Το περίπτερο γύρισε μία, δύο και στην τρίτη περιστροφή ο Χρήστος διακρίνει κάτι σαν πόρτα και τη δείχνει και στους υπόλοιπους. Πλησίασαν όλοι μαζί αλλά με κάθε βήμα που έκαναν η πόρτα μίκραινε. Όταν είχαν φτάσει αρκετά κοντά, η πόρτα σταθεροποιήθηκε σε ένα μέγεθος σαν τις πορτούλες που ενσωματώνουν στις εξώπορτες των εξοχικών άνθρωποι με κατοικίδια, για να μπαινοβγαίνουν αυτά στην αυλή. Ο Χρήστος πήρε μια βαθιά ανάσα, έσκυψε, πίεσε το κομμάτι που φαινόταν σαν πόρτα και άξαφνα χάθηκε από τα μάτια τους, σαν να τον ρούφηξε κάτι από μέσα. Τώρα, ένα αίσθημα ανησυχίας διαπέρασε τους υπόλοιπους, αλλά ήταν αγέλη, δεν θα άφηναν κανέναν πίσω. Δεύτερη μπήκε η Δήμητρα, σειρά πήρε η Κοραλία και μετά τα δίδυμα.

 Έπειτα, ο Φοίβος σχεδόν τρέμοντας και η Άννα με τον Μαρίνο πιασμένοι από το χέρι. Τελευταίοι έμειναν ο Πέτρος και η Αθηνά κυρίως γιατί και οι δύο φοβόντουσαν πως δεν θα χωρέσει να περάσει η περιφέρειά τους από ένα τόσο μικρό πορτάκι. Έπαιξαν τρείς γύρους πέτρα-ψαλίδι-χαρτί και ο ηττημένος Πέτρος με έναν κόμπο στο λαιμό έσκυψε αργά, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως και αυτός άνετα περνάει στο εσωτερικό. Η Αθηνά, πιο ενθουσιασμένη από ποτέ, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρούφηξε τα σωθικά της και πέρασε το πορτάκι που πίστευε ότι δεν χωρούσε. 

   Το παράλογο συνεχίστηκε καθώς το εσωτερικό του περιπτέρου ήταν εξωφρενικά τεράστιο. Τόσο τεράστιο, που όλοι στην παρέα είχαν  σκορπίσει δεξιά κι αριστερά  μετά την είσοδο τους και κοιτούσαν με πεσμένες μασέλες γύρω γύρω. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμα γκλίτερ και στράς. Κρεμασμένα φωτιστικά νέον σε διάφορα σχέδια και σχήματα με φωτισμούς που θύμιζαν λούνα πάρκ και άλλαζαν συνέχεια. Στην μία πλευρά μπροστά από τον ένα τοίχο υπήρχε ένα τεράστιο γυάλινο σύνθετο που φιλοξενούσε στα ράφια του επίσης γυάλινα κουτιά με λέξεις επάνω τους χαραγμένες, που άλλαζαν κάθε φορά που άλλαζε ο φωτισμός.  Δίπλα από το σύνθετο, η γωνία που ένωνε τους τοίχους φιλοξενούσε μια μηχανή για μαλλί της γριάς και μια μηχανή για ποπ κόρν. Ακριβώς δίπλα, βρισκόταν δυο παιχνίδια πραγματικά βγαλμένα από λουνα πάρκ. Βαρκούλες και ένας πάγκος γεμάτος με στόχους και αρκουδάκια. Στον τρίτο τοίχο υπήρχαν κούνιες σαν αυτές στα πάρκα και δίπλα ένας τεράστιος σαλίγκαρος υπερυψωμένος και γεμάτος με λαβές σαν μονόζυγα για να σκαρφαλώνετε πιο εύκολα. Ο τέταρτος τοίχος που φιλοξενούσε και την πόρτα ήταν άδειος. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά της παρέας μας το διασκέδασαν με την ψυχή τους, τρέχοντας από παιχνίδι σε παιχνίδι, πειράζοντας ο ένας τον άλλο, φωνάζοντας  και γελώντας. Γέλια που αντηχούσαν καθαρά και ευτυχισμένα. Όσο έπαιζαν όμως άλλαζαν και μορφή, ψήλωναν ή κόνταιναν, φούσκωναν ή μάζευαν, ομόρφαιναν και  έλαμπαν αλλά από την πολύ χαρά, χωρίς να το πολυσκεφτούν, το απέδωσαν στην καλοπέρασή τους.

          Η αίσθηση του χρόνου χάθηκε και ο χρόνος μηδενίστηκε. Πολύ αργότερα, όταν η Αθηνά τυχαία άνοιξε το κινητό της, είδε ότι πρώτον η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν  και απείχαν όλοι μισή ώρα από την τιμωρία. Δεύτερον, διαπίστωσε πως το κινητό της ήταν εκτός δικτύου. Αμέσως ενημέρωσε τους υπόλοιπους και με μια γρήγορη ματιά στα κινητά τους συνειδητοποίησαν πως κανένας δεν είχε σήμα και πως την είχαν σίγουρα βαμμένη. Αποφάσισαν να φύγουν για να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν χάσουν κάθε εμπιστοσύνη των γονιών τους. Κατά την έξοδό τους από το περίπτερο ήταν όλοι διαφορετικοί και δεν ήταν μόνο η ευτυχία που τους άλλαξε! Ο Χρήστος ήταν γυμνασμένος και χωρίς ακμή. Ο Πέτρος είχε αποκτήσει ένα άψογο κορμί και επιπλέον είχε μια πλούσια και λαμπερή κώμη. Ο Φοίβος ακτινοβολούσε κυριολεκτικά. Η Αθηνά είχε αποκτήσει κορμί Ιταλίδας ηθοποιού. Η Κοραλία μυαλό Αυστριακού επιστήμονα το οποίο αγνοούσε ότι το μοιραζόταν  με τον Ερμή. Το γεροδεμένο αθλητικό σώμα της Δήμητρας, παράδοξα γέμισε με καμπύλες. Ο Οδυσσέας όπως και ο Φοίβος, ακτινοβολούσε επίσης. Τέλος, η Άννα και ο Μαρίνος είχαν μεταμορφωθεί σε γνωστό ζευγάρι του Αμερικάνικου κινηματογράφου!   


                Η αλλαγή τους ήταν τόσο αισθητή που κοιταζόντουσαν μεταξύ τους με απορία και άρχισαν να τσιμπιούνται και να τσιμπούν ο ένας τον άλλον προκειμένου να διαπιστώσουν πως όλο αυτό δεν ήταν ένα όνειρο. Η πραγματικότητα απέδειξε πως  δεν ήταν κι απέμειναν εκεί για ένα δεκάλεπτο να γελούν μέχρι δακρύων για την αλλαγή τους. Δεν ήταν γέλια μετά δακρύων περιπαικτικά ή κοροϊδευτικά. Ήταν γέλια χαράς, τόσο μεγάλης, που τους έφερνε δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένα θαύμα, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Με κάθε τρανταχτό γέλιο η αυτοπεποίθησή τους υψωνόταν κι αυτή ως τον ουρανό. Γύρισαν στα σπίτια τους χωρίς να κοιτάξουν ποτέ πίσω τους το περίπτερο που τους άλλαξε. Ήταν ευδιάθετοι κι ας γνώριζαν πως θα τιμωρηθούν γιατί άργησαν. Κανείς τους όμως δεν τιμωρήθηκε. Μόλις τους αντίκρισαν οι γονείς τους άρχισαν κι αυτοί να τσιμπιούνται  από την έκπληξή τους και απλά τους έστειλαν στα κρεβάτια τους.  Έμειναν κι αυτοί με ανοιχτό το στόμα για κανένα μισάωρο μέχρι να το εκλογικεύσουν, να το ενστερνιστούν και να το αποθηκεύσουν σε ένα κουτάκι στο μυαλό τους για την κατάλληλη στιγμή που θα φανεί χρήσιμο. Εφηβεία, σκέφτηκαν και συνέχισαν να παρακολουθούν το πρόγραμμα της τηλεόρασης. 

      Την Δευτέρα το πρωί, οι δέκα μικροί χαμένοι περνούσαν την αυλόπορτα του σχολείου τους με άλλον αέρα πια. Με μια αυτοπεποίθηση που στο πέρασμά τους γυρνούσαν κεφάλια και δημιουργούνταν ψίθυροι και όχι μόνο. Από το πρώτο σχεδόν λεπτό άρχισαν να πλησιάζουν τα αρπακτικά με φιλοφρονήσεις και κολακευτικά σχόλια.  Η αγέλη μας με την πλειοψηφική ομοφωνία της ζούγκλας είχε πάψει να είναι οι δέκα μικροί χαμένοι και άρχισαν με την σειρά τους, να διεκδικούν όλα όσα ήθελαν ή ακόμα καλύτερα, αυτά που νόμιζαν πως ήθελαν.


Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥΣ

 Το Γυμνάσιο μας είχε μεγάλη ιστορία. Φιλοξένησε στις αίθουσες του και στο προαύλιό του πολλά παιδιά. Άλλα από αυτά περνούσαν καλά, άλλα άσχημα και σε κάποια σκοτεινά χρόνια όλα τα παιδιά είχαν σκληρές στιγμές. Ακόμα και το Γυμνάσιό μας, κάποια χρόνια ήταν κλειστό ή το είχαν επιτάξει για μια άλλη δραστηριότητα κάποιου άλλου κράτους. Αυτό που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του όμως, είναι τα παιδιά που είδαν, που αντίκρισαν τη μαγεία και που αυτή τους η θέαση το έκανε να νοιώθει μικρούς σεισμούς σε όλα του τα τούβλα. 

   Το πρώτο παιδί  που αντίκρισε το μαγικό  περίπτερο, ήταν ο παππούς πλέον, Οδυσσέας, γύρω στο 1942. Ο Οδυσσέας είχε κι αυτός τις δυσκολίες του με τους συμμαθητές του, μα σαν είδε το περίπτερο, όλα άλλαξαν. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με άριστα, είχε τις καλύτερες των επιδόσεων και απέκτησε μια πολύ καλή μόρφωση.  Καθηγητές και συμμαθητές τον παίνευαν και τον κανάκευαν υποθέτοντας πόσο ψηλά θα φτάσει. Η σκιά του πολέμου, όμως, του πήρε περισσότερα από αυτά που νόμιζε πως πραγματικά ήθελε. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, έφυγαν για το μέτωπο, για να μην καταταχθεί ο πατέρας, που σεβόντουσαν και αγαπούσαν ή ο μικρός γιός, που είχε τόσο λαμπρό μέλλον μπροστά του. Θυσία που πληρώθηκε ακριβά καθώς μόνο ο ένας γύρισε κι αυτός με ένα λειψό άκρο. Μετά τον πόλεμο ήρθε η οικονομική  κρίση και η ανέχεια κι όποια καλά χρόνια πέρασε ο Οδυσσέας στο Γυμνάσιο, τον βασάνιζαν στην ενήλικη ζωή του  για το βαρύ τίμημα. 

   Όταν η μαμά της Κοραλίας ήταν μαθήτρια, δηλαδή το έτος 1968, είχε ένα συμμαθητή, που ήταν λίγο περίεργος σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. Αγαπούσε πολύ τη Χημεία και τη Φυσική. Ήταν ένα ψιλόλιγνο κοκκαλιάρικο αγόρι που φορούσε μεγάλα στρόγγυλα γυαλιά  με χοντρούς φακούς. Εύκολο θύμα δηλαδή για τους μεγαλύτερους μαθητές που το χόμπι τους ήταν να εκφοβίζουν για να πάρουν αυτό που θέλουν. Το όνομά του, Σωκράτης Διονυσίου. Ο Σωκράτης, σε ένα σχόλασμα, είχε φάει της χρονιάς του από κάποιους μεγαλύτερους μαθητές επειδή δεν έκανε τις εργασίες τους "σαν καλός φύτουκλας, που είναι" του φώναζαν και τον κλωτσούσαν. Και ενώ αυτός ήταν πεσμένος στη γη, με σπασμένα γυαλιά και σκισμένα χείλη, είδε το περίπτερο και πραγματικά πίστεψε σε αυτό. Την επόμενη όταν πήγε να το πλησιάσει αυτό χάθηκε ξαφνικά σε ένα μαγικό νέφος. Την μεθεπόμενη αυτό ήταν εκεί, στέρεο και απολύτως ορατό. Αμφιταλαντευόταν μέχρι και το τελευταίο λεπτό που πήρε την απόφαση να το επισκεφθεί. Όταν το επισκέφθηκε, το περίπτερο του έδειξε την πόρτα  για τον μαγικό του κόσμο. Ο Σωκράτης στο εσωτερικό του βρήκε ένα τεράστιο Χημείο, με όλο του τον εξοπλισμό. Δοκιμαστικούς σωλήνες, μικροσκόπια, ζυγαριές ακριβείας και θερμόμετρα. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο με τιμές, πήρε  και το πτυχίο του από το  πανεπιστήμιο κι έγινε χημικός. Στην πορεία του όμως γνώρισε παρέες που τον έθισαν στον τζόγο και  έγινε άπληστος, με αποτέλεσμα ένα βράδυ που ήθελε να ρεφάρει, να τα χάσει όλα και να βρει παρηγοριά στο αλκοόλ.  Συνήθεια που τον συνόδευσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή 

του.

   

      Το 1986 στο Γυμνάσιο μας, φοιτούσε η Μαρία Πέτρου-Βιολουδάκη. Η Μαρία ήταν ένα κορίτσι που δεν είχε χάσει την παιδικότητά της. Ήταν ακόμα αθώα και αγνή. Πίστευε στις νεράιδες, στους ιππότες με τα άσπρα άλογα και στα παραμύθια με ευτυχισμένο τέλος.  Την Μαρία την κορόιδευαν στο σχολείο γι’ αυτές τις  ιδέες και επειδή φορούσε κάτι τεράστια εξωτερικά σιδεράκια πακέτο με ένα ζευγάρι γυαλιά. Σε ένα διάλειμμα, ένα αγόρι την ξεγέλασε, λέγοντάς της πως γι' αυτόν "δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι" και πως "στα μάτια του ήταν η ομορφότερη όλων". Μόλις την γλύκανε με τις κολακείες του, της ζήτησε να βρεθούν στο σχόλασμα για να μιλήσουν. Η Μαρία ανυπομονούσε να τελειώσει το σχολείο για να βρεθεί με αυτό το αγόρι αλλά όταν ήρθε αυτή η ώρα, βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν όχλο που μπροστάρης ήταν αυτό το ίδιο το αγόρι και όλοι μαζί την κορόιδευαν, την έδειχναν και γελούσαν μαζί της. "Πώς είναι δυνατόν, ένα τέρας σαν εσένα να θέλει και αγόρι;" της φώναζαν και "να κλειστείς στο σπίτι σου να μην σε βλέπουμε". Η Μαρία έκανε να φύγει σχεδόν κλαίγοντας. Τότε, πρόβαλλε  μια κοπέλα μέσα από τον όχλο, της πήρε τα βιβλία από τα χέρια και  τα πέταξε  κάτω, της τράβηξε με δύναμη τα γυαλιά, τα πέταξε και τα ποδοπάτησε, τα έφτυσε και έφυγε γελώντας. Ακολουθώντας την  ο όχλος,  στόλιζε  την Μαρία με χίλια δύο κοσμητικά επίθετα. Με θολή όραση από το κλάμα και την μυωπία, η Μαρία είδε το περίπτερο και σαν κάποιο σχοινί δεμένο από τη μέση της την τράβηξε μέχρι την είσοδό του με βήματα που δεν καταλάβαινε καν πως τα έκανε. Στο εσωτερικό του ένοιωσε ασφάλεια, ζεστασιά και γαλήνη. Ήταν άλλωστε ένα τεράστιο παλάτι, με τουλάχιστον τρείς αίθουσες χορού και τέσσερις κρεβατοκάμαρες. Αυτό που την μάγεψε όμως ήταν η βιβλιοθήκη, στο κέντρο του παλατιού που ήταν ίση με όλο της το σχολείο. Εμφανίστηκε σπίτι της έπειτα από δεκαοκτώ ολόκληρες ημέρες, που γι' αυτήν ήταν ένα διήμερο μέσα στο περίπτερο. Όταν γύρισε σπίτι, μίλησε στους γονείς της για το περίπτερο, που από μέσα ήταν παλάτι και την τεράστια βιβλιοθήκη. Παρόλο που οι λεπτομέρειες που έδινε ήταν τόσο αληθοφανείς, οι γονείς της δεν την πίστεψαν και άρχισαν να επισκέπτονται διάφορους και πολλούς γιατρούς.  Για τα δόντια της, για το σώμα της, για τα μάτια της, για το μυαλό της. Η ιστορία της δεν άλλαξε καθόλου, ούτε στο παραμικρό, έτσι εγκλείστηκε με έγκριση γιατρών και κηδεμόνων σε ψυχιατρική κλινική. Η κυρία Βιολουδάκη έχει μια κόρη, την Μαρία, αλλά προτιμά να μη μιλά γι' αυτήν.

      Ένα με δύο χρόνια πριν  τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, υπήρξε άλλο ένα παιδί που είδε αλλά δεν πίστεψε. Το παιδί αυτό ήταν ο Ιάκωβος Παππάς-Σκαλπίδης. Ο Ιάκωβος ήταν γνωστός στο σχολείο, όχι μόνο για τις πολύ καλές του αποδόσεις στο μπάσκετ αλλά και για την μητέρα του, που ήταν η καθηγήτρια Γερμανικών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο γεγονότων,  δεν τον κατέτασσε στους περιζήτητους αλλά ούτε και στους περιθωριακούς. Μια μέρα λοιπόν, οι συμμαθητές του άρχισαν να του μιλούν γερμανικά ή μάλλον ακαταλαβίστικα ανακατεμένα με λίγα γερμανικά. Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν κι όλοι τους γελούσαν και συνέχιζαν την πλάκα. Αυτή η πλάκα συνεχίστηκε για ολόκληρη την εβδομάδα, ώσπου κάποια στιγμή αγανακτισμένος με την τύχη του, ο Ιάκωβος είδε το περίπτερο. Το αμφισβήτησε κατευθείαν και το αρνήθηκε σαν να μην το είδε ποτέ. Κι έτσι έγινε, το περίπτερο εξαφανίστηκε και ο Ιάκωβος δεν το ξαναείδε ποτέ.       

    Το Γυμνάσιο μας, πίστευε όμως στην μαγεία και στην αγάπη και βαθιά μέσα στα θεμέλιά του ένοιωθε πως η ώρα για την αλλαγή πλησιάζει. Το καταλάβαινε στο τικ τακ των ρολογιών, στον καιρό που άλλαζε, στην υγρασία που απλωνόταν τα πρωινά στην αυλή του. Ήξερε πως σύντομα θα έρθει ένα παιδί που θα τα αλλάξει όλα! Πού να φανταστεί κι αυτό όμως, πως δεν θα ήταν μονός ο μπελάς. 


Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ


                          Ο καιρός άλλαζε και οι φίλοι μας το καταλάβαιναν από τα φύλλα που άρχιζαν να σαπίζουν και να πέφτουν στο χώμα αφήνοντας ένα άρωμα αποσύνθεσης. Από τον ουρανό που τις περισσότερες μέρες είχε ένα χρώμα  σκούρο σταχτί. Από την βροχή που έσταζε παγωμένη από τα σύννεφα έτοιμη να γίνει χιόνι, από τον αέρα που σφύριζε ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά. Από μια ομίχλη πηκτή, περίεργη, που έφερνε ρίγη στην ραχοκοκαλιά. Ο Χρήστος ένοιωθε κάτι παραφυσικό σε αυτήν την ομίχλη, κάτι ενοχλητικό και ανησυχητικό μα παράλληλα κάτι μαγικό και υπνωτικό. Αυτή η ομίχλη κράτησε από την Δευτέρα  έως την Τετάρτη και είχε κάτι πραγματικά ανατριχιαστικό. Δεν έβλεπες  μπροστά σου κυριολεκτικά. Η όραση έφτανε το πολύ τα δύο μέτρα, παρόλο που οι προβολείς του σχολείου ήταν ανοιχτοί. Το βλέμμα του Χρήστου από το καταφύγιο της αγέλης του, από το στέκι των δέκα μικρών χαμένων, έπεφτε συνέχεια εκεί  που πέρα από αυτή την πυκνή ομίχλη, θα έπρεπε να είναι το στενάκι ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ασυναίσθητα, όλο και περισσότερο κοιτούσε προς τα εκεί. Ακόμα και μέσα από την τάξη, αν βόλευε έτσι το παράθυρο, συχνά χανόταν από το μάθημα και κοιτούσε εκεί, στο στενάκι. Μέρα με την μέρα, του φαινόταν πως κάτι στεκόταν εκεί, σαν ένα μικρό κτίσμα ή σαν πάγκος. Νόμιζε πως ήταν της φαντασίας του, πως του έκανε παιχνίδια η ομίχλη. Το γυμνάσιο μας καθώς διαισθανόταν όλα τα παιδιά του,  ένοιωθε ρίγη ανυπομονησίας στα θεμέλιά του και χαρά να διαπερνά τις κολώνες  και τα δοκάρια του με τις ενοράσεις του Χρήστου. Την Πέμπτη άρχισε να φυσάει ένας βοριάς δυνατός που καθάρισε την ομίχλη. Ο Χρήστος τώρα ήταν σχεδόν σίγουρος. Κάτι υπήρχε εκεί. Αλλά, πράγμα περίεργο, ήταν σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει. Σαν να το έπαιρνε ο αέρας, την μια εμφανιζόταν και  εξαφανιζόταν την άλλη, σαν κορυφή ψηλού έλατου που χορεύει στα ρεύματα του αέρα. Το γυμνάσιο ήταν σίγουρο, είχε έρθει η ώρα…

                          Την Παρασκευή ο αέρας δεν κόπασε αλλά ο Χρήστος ώρα με την ώρα το έβλεπε καθαρότερα ώσπου στο τέλος της σχολικής ημέρας, καθώς έφευγε από το σχολείο  το είδε ξεκάθαρα, ήταν ένα μικρό περίπτερο. Περίεργο περίπτερο, αλλόκοσμο, με μια περίεργη ριγωτή τρικολόρε τέντα  λευκή, κόκκινη και πράσινη, έναν περίεργο κορμό που έγερνε λίγο αλλά δεν καταλάβαινες προς τα πού γιατί φαινόταν σαν να γυρίζει συνέχεια γύρω από τη βάση του σαν μια αργή σβούρα, τριγυρισμένο με έναν εξίσου περίεργο πάγκο γεμάτο παράξενα ζαχαρωτά, καραμέλες, γλειφιτζούρια και παιχνιδάκια. Μα το πιο περίεργο ήταν πως δεν διέκρινε πουθενά πόρτα.      

                           Την Δευτέρα που ο Χρήστος γύρισε στο σχολείο, το περίπτερο ήταν ακόμη εκεί. Νόμιζε πως θα τρελαθεί κι έτσι, σε ένα διάλλειμα, έπιασε συνωμοτικά τον Πέτρο και τον Φοίβο και άρχισε να τους δείχνει και να επιμένει και να χτυπιέται πως εκεί είναι ένα περίεργο περίπτερο και πως δεν είναι τρελός. Οι φίλοι του τον κορόϊδεψαν αλλά για έναν περίεργο λόγο ούτε αυτοί δεν μπορούσαν να σταματήσουν να κοιτούν προς τα εκεί που τους είχε υποδείξει ο Χρήστος, όλη την υπόλοιπη ημέρα. Ο Χρήστος σχεδόν πεπεισμένος για την παράνοιά του και με το ούρλιαγμα του Βάν Γκόνγκ ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του συνεχόμενα, την επόμενη μέρα δέχθηκε μια πολύ περίεργη ερώτηση από τον Φοίβο: "Πώς το κάνεις;", η προφανής απάντηση ήταν "Ποιό;" κι έτσι ο Φοίβος άρχισε να ρωτά αν είναι κάποιο μαγικό τρικ γιατί άρχισε κι αυτός να το βλέπει. Έπειτα,  ήρθε η σειρά του Πέτρου, που γελώντας στο τέλος της ημέρας ρωτούσε αν ήρθε κανένας νέος μάγος στην πόλη, αν είναι δουλειά των περιζήτητων ή αν το βλέπουν και τα κορίτσια. 

  Άλλη μια σχολική μέρα πέρασε ώσπου τα αγόρια να φανερώσουν   το μυστικό στα κορίτσια της παρέας. Δυστυχώς, αυτό έγινε με μηνύματα μέσα σε χαρτάκια την ώρα του  μαθήματος, με αποτέλεσμα ένα ξέφρενο γέλιο  συνοδευόμενο από κάποιους πολύ περιγραφικούς επιθετικούς προσδιορισμούς.  Η κυρία Βιολουδάκη δεν δίστασε καθόλου να πετάξει έξω όλη την κλίκα με απουσίες γιατί δεν επέτρεπε τέτοιες ανοησίες την ώρα που δίδασκε. Κατόπιν,  στο στέκι τους, αφού είχαν πάρει την απουσία τους, καθόταν οι έξι φίλοι ακούγοντας την Κοραλία να τους εξιστορεί  έναν αστικό μύθο,  προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους επειδή η αφηγήτρια ήταν ντυμένη σαν καουμπόισα με τα όλα της. Ο μύθος αφορούσε  ένα γυμνάσιο που ήταν ζωντανό, χτισμένο κάπου στην πόλη, που σαγήνευε τους μαθητές και τους κρατούσε φυλακισμένους αιώνια μαζί του μέσα στους τοίχους του για να έχει παρέα ή για να τα τρώει. Τότε ήταν, που όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια γέλασαν με τις μπούρδες για αστικούς μύθους και το καρναβαλίστικο κοστουμάκι που είχε διαλέξει. Εκείνη ήταν η στιγμή που και η Δήμητρα ανάμεσα σε ένα τρανταχτό γέλιο που της κόπηκε απότομα, το είδε πίσω από τα κίτρινα κάγκελα. Περίεργο, τρομακτικό,  εξωπραγματικό μα και οικείο συνάμα, γνώριμο, αστείο, γοητευτικό.

                 Τις επόμενες μέρες, σταδιακά το είδαν όλοι. Ο Χρήστος πλέον ένοιωθε σίγουρος πως αν τρελάθηκε τουλάχιστον τρέλανε και τους φίλους του μαζί. Ο Πέτρος και ο Φοίβος προσπαθούσαν να το εκλογικεύσουν ψάχνοντας για θεωρίες κβαντικής φυσικής και οπτικές ψευδαισθήσεις. Η Κοραλία έλεγε ότι ένοιωθε την αύρα του και πως ήταν ξεχωριστή αλλά δεν μπορούσε να το δει ξεκάθαρα γιατί στριφογυρνούσε και η Δήμητρα καταλάβαινε ότι γυρνούσε κατά κάποιο τρόπο, αλλά το έβλεπε πιο καθαρά και πιο σταθερά. Ακόμα και η ρεαλίστρια η Αθηνά  το έβλεπε, περισσότερο όμως σαν διαφάνεια. Γρήγορα το μυστικό από την κλίκα έφτασε και στην υπόλοιπη αγέλη. Ο Οδυσσέας κι ο Ερμής το είχαν δει κι αυτοί μέχρι το τέλος της εβδομάδος, όσο για το αγαπητό ζεύγος, την Άννα και τον Μαρίνο, κάτι έβλεπαν κι αυτοί, εκτός του έρωτα τους. 

                  Το γυμνάσιό μας γνώριζε τους αστικούς μύθους αλλά δεν έδωσε ποτέ σημασία. Δεν το ενδιέφερε ούτε η αιώνια συντροφιά ούτε η σίτιση με παιδιά. Του αρκούσε που ήταν ζωντανό και είχε την τύχη να βλέπει τις γενιές που περνούσαν μέσα από τις αίθουσές του. Του άρεσε που μπορούσε να συνεισφέρει στην ιστορία της πόλης του. Ήταν εκεί όταν δημιουργήθηκε το περίπτερο γιατί το περίπτερο του έδωσε ζωή. Είχε ξαναδεί παιδιά να βλέπουν το περίπτερο. Γνώριζε και το βάρος των επιπτώσεων...

                  Όταν δημιουργήθηκε το γυμνάσιο, το 1936, ακόμα ο κόσμος ήταν αγνός και οι πόλεις πιο μικρές, πιο απλές κι όχι τόσο πυκνοκατοικημένες κι έτσι τα μαγικά πλάσματα γυρνούσαν στις γειτονιές πιο συχνά και έπαιζαν με τους ανθρώπους. Τα ξωτικά κρυβόντουσαν στα δέντρα και  τραγουδούσαν ύμνους στη φύση, οι μαγικοί νάνοι σε διακοσμητικά κήπων σου χαμογελούσαν αν ήσουν τυχερός, οι νύμφες σε κρήνες και ρυάκια που  άκουγες τα γέλια τους κρυστάλλινα, ένα με το τρεχούμενο νερό, τα αερικά σε κήπους και λουλούδια  ευωδίαζαν διπλά τον χώρο και οι μοίρες σε σπίτια με παιδιά  μοιράζανε καλούδια. Σε λιγότερο από μια δεκαετία οι άνθρωποι άλλαξαν, φοβόντουσαν, η ψυχή τους γέμισε από το σκοτάδι της καταχνιάς που σκέπαζε τον κόσμο και η καρδιά τους χτυπούσε σαν πολεμικό τύμπανο. Το 1942 τα πράγματα στην πόλη χειροτέρεψαν και τα μαγικά πλάσματα έπρεπε να κρυφτούν για τα καλά. Μόνο οι μοίρες πριν κρυφτούν, από την αγάπη τους για τα παιδιά, έφτιαξαν ένα παιχνίδι γι’ αυτά, ένα στολισμένο μαγικό περίπτερο.     

                 Είχε φτάσει πια Παρασκευή και από την στιγμή που το είχαν δει όλοι, ο Χρήστος πρότεινε να πάνε για εξερεύνηση. Μια ιδέα που εννοείται πως δέχθηκαν όλοι. Όρισαν το Σαββατοκύριακο ως ημέρες διεξαγωγής του παράτολμου εγχειρήματος. Απέκλεισαν το ενδεχόμενο να έπαιρνε παραπάνω από δυο μέρες η εξερεύνηση ενός περιπτέρου. Το σχέδιο ήταν απλό, όλοι θα βρισκόντουσαν έξω από το σχολείο το Σάββατο στις έξι το απόγευμα που θα είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ο απαραίτητος εξοπλισμός ήταν σάκοι, φακοί και καθαρές κάλτσες. Δικαιολογία τετριμμένη αλλά πάντα αποδεκτή ήταν το διάβασμα όλοι μαζί στην βιβλιοθήκη. Λοιπές  λεπτομέρειες: κινητά τηλέφωνα στην δόνηση και αθόρυβοι σαν νίντζα.       


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ