Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΑΓΕΛΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΗ

 


              Το Γυμνάσιό μας, που ήταν ζωντανό για πολλά χρόνια και είχαν περάσει αρκετές γενιές από τους τοίχους του, γνώριζε ήδη τι επρόκειτο να γίνει από την στιγμή που κάποιο παιδί θα έβλεπε και θα επισκεπτόταν το περίπτερο. Τώρα όμως, δεν ήταν μόνο ένα αλλά δέκα! Τα πράγματα, συλλογιζόταν, πως θα είναι δεκαπλάσια χειρότερα απ' ότι όλες τις άλλες φορές. Η μαγεία πάντα έρχεται με ένα τίμημα... Το τίμημα της μαγείας για το Γυμνάσιό μας ήταν ότι ήταν ζωντανό, αλλά αυτό είναι απλά ένα τσιμεντένιο κτίριο, για τους ανθρώπους η μαγεία μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη. Το είχε δει στο παρελθόν...

Η αγέλη μας από την πρώτη εβδομάδα έπαψε να βρίσκεται στο φάσμα των περιθωριακών και έσπασε το ρεκόρ ανόδου στους περιζήτητους. Το "δέκα μικροί χαμένοι" ανήκε στο παρελθόν, πλέον ήταν περιζήτητοι. Όχι, όχι απλά περιζήτητοι, η ελίτ των περιζήτητων. Όλοι ήθελαν να τους μιλήσουν και να τους κάνουν παρέα, να τους προσθέσουν στη δίκη τους περιζήτητη κλίκα. Τα αυτιά και των δέκα φίλων βούιζαν συνεχώς από ξένες φωνές που εισέβαλαν στο κεφάλι τους και νόθευαν τις σκέψεις τους. Δεν ήταν πια καθαροί, δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι όπως  μια εβδομάδα πριν. 

          Την δεύτερη εβδομάδα μετά από την επίσκεψή τους στο περίπτερο κι αφού είχαν κατακτήσει γρήγορα και απότομα τον κόσμο των περιζήτητων, άρχισαν να αλλάζουν σαν χαρακτήρες και οι ίδιοι. Συνέχιζαν μεν να κάνουν παρέα αλλά οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Ο καθένας έσερνε από πίσω του και τον μεγαλύτερο περιζήτητο που τον ακολουθούσε πιστά, σαν κατοικίδιο. Τα μυστικά που μοιραζόντουσαν κάποτε, υπήρχαν ακόμη αλλά δεν τα έλεγαν πια μεταξύ τους. Προτιμούσαν τις νέες περιζήτητες παρέες τους ο καθένας. Οι συζητήσεις μεταξύ της αγέλης μας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο τυπικές και ρηχές. Οι επιρροές των περιζήτητων φίλων τους ήταν εμφανείς σε όλα τα μέλη της αγέλης μας που πλέον δεν ήταν και πολύ σίγουροι για την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη που  αναπτύχθηκε μεταξύ τους από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Δεν ήταν σίγουροι για την φιλία τους, για όλα αυτά που μέχρι τώρα τους είχαν ενώσει.

          Η φιλία τους δεν ήταν η ίδια γιατί κι αυτοί δεν ήταν οι  ίδιοι. Ήταν επιτέλους περιζήτητοι κι η ζωή τους, η καθημερινότητά τους ήταν διαφορετική για τον καθένα. Δεν διέθεταν τον χρόνο ή την διάθεση που είχαν παλαιότερα για να ασχοληθούν ο ένας με τον άλλον. Το γυαλί ράγισε για την αγέλη μας εκείνη την στιγμή που βγήκαν από το περίπτερο, χωρίς καν να το γνωρίζουν τα μέλη της.  Ένα από τα θεμέλια της φιλίας είναι να αγαπάς τον άλλον γι' αυτό που είναι, χωρίς να θέλεις να του αλλάξεις μυαλά ή όψη αλλά πώς μπορεί ένα άτομο στην εφηβεία, που δεν αποδέχεται πλήρως ούτε αγαπά ολοκληρωτικά τον εαυτό του να γίνει τόσο δυνατός και καλός φίλος; Η εφηβεία είναι μια  περίοδος κατανόησης και αποδοχής του εαυτού παρ' όλα τα κοινωνικά εμπόδια που βρίσκονται στον δρόμο, αλλά η αγάπη και η φιλία προέρχονται από την αθωότητα της ψυχής.  Ένας άνθρωπος μπορεί να διδαχθεί την ανιδιοτελή αγάπη γιατί υπάρχει ήδη μέσα του, καλυμμένη με το πέπλο της αγνότητας και της καθαρότητας. Υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί και να δώσει αγάπη παρά την σωματική του ηλικία. Καμιά φορά, όμως, τα εμπόδια τυφλώνουν, μπερδεύουν και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Ωστόσο, η αγάπη είναι πάντα πιο δυνατή και δεν χάνεται εύκολα στον δρόμο. 

                  Η ζήλεια δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα της αγέλης μας. Ακόμα και τώρα που τα είχαν όλα, ζήλευαν ο ένας τον άλλον. Ο Χρήστος τον Φοίβο, ο Φοίβος τον Πέτρο, ο Πέτρος τα δίδυμα, ο Ερμής την Δήμητρα, ο Οδυσσέας την Αθηνά, η Αθηνά την Κοραλία και το χειρότερο ο Μαρίνος την Άννα και το αντίστροφο. Κάθε δεύτερο διάλειμμα χώριζαν, κάθε τρίτο τα ξανάβρισκαν. Ζήλευαν τις νέες παρέες ή τα κανακέματα των καθηγητών, ειδικά των σκληρών καθηγητών όπως η κυρία Βιολουδάκη ή η κυρία Αναγνώστου. Ζήλευαν τα μέρη που στεκόντουσαν στην αυλή ή ποιοί τους χαιρετούσαν και πόσο τους αναγνώριζαν οι γύρω τους. Ζήλεια που τους τρέλαινε γιατί στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι ζήλευαν την νέα εικόνα που είχαν οι παλιοί τους φίλοι από τη στιγμή που βγήκαν απ’ το περίπτερο. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος  με αυτά που είχε και φθονούσε τα ταλέντα, τις επιτυχίες και τις χάρες των παλιών συμμάχων. 

     Παρέα με την ζήλεια έφθασε και η έπαρση. Τώρα που ήταν όλοι περιζήτητοι, ήταν όλοι και οι καλύτεροι. Καλύτεροι όχι μόνο από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, καλύτεροι κι ο ένας από τον άλλον. Ένοιωθαν ανώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους, πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι. Είχαν ανέβει στην μικροκοινωνία του σχολείου ένα σκαλί, ίσως και πέντε, αλλά για την όμορφη παρέα μας το κάθε αγόρι ήταν ο βασιλιάς του κόσμου και κάθε κορίτσι η πριγκίπισσα του παραμυθιού κι έτσι είχαν προφανώς ανέβει και στο καλάμι, μια κίνηση που ποτέ δεν κάνει καλό στον ανθρώπινο χαρακτήρα. 

         Η ζήλεια και η έπαρση συγχρόνως έφεραν μαζί τους και την μικρότερη και χαιρέκακη αδερφή τους, την διχόνοια. Η διχόνοια βολτάρισε από όλα τα μυαλουδάκια της άλλοτε δεμένης αγέλης κι έσπειρε τους νοσηρούς της σπόρους. Σαν άλλη πληγή του Φαραώ άρχισε να χτυπά αλύπητα  δίχως κανένα έλεος και να αμβλύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των φίλων ώσπου πια δεν υπήρχε φιλία. Δεν υπήρχε κλίκα. Δεν υπήρχε καν αγέλη. Το έργο της διχόνοιας και των αδερφών της, είχε τελειοποιηθεί, άλλη μια παρέα που επιτυχώς κατέστρεψαν. 


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙΙ

 


                Ο Οδυσσέας με στεγνά πλέον μάτια και ροδοκόκκινα μάγουλα που είχαν πρηστεί από το κλάμα και το παράπονο, ξεκίνησε για την εξερεύνησή του στο περίπτερο που μόλις είχε δει. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα που οι γονείς του ήταν στο γραφείο της διεύθυνσης εξ αιτίας του, το μόνο που ένοιωθε ήταν μια έλξη μαγική προς το θέαμα που μόλις είχε αντικρύσει. Έτρεξε γρήγορα προς την έξοδο και κάνοντας εξωτερικά τον μισό κύκλο της αυλής βρέθηκε μπροστά στο περίεργο περίπτερο. Ο μικρός Οδυσσέας άρχισε να γυρνά γύρω γύρω από το περίπτερο εξετάζοντάς το από πάνω μέχρι κάτω. Για αρκετή ώρα περπατούσε γοργά γύρω από το περίπτερο χωρίς να καταλαβαίνει από που μπορεί κάποιος να μπει μέσα σε αυτό το αξιοπερίεργο κατασκεύασμα. Γύριζε και γύριζε αλλά κάτι δεν καταλάβαινε. Έβλεπε το περίπτερο να γυρνά αλλά όχι μαζί του, αντίστροφα! Τόση ώρα πήγαινε ανάποδα! Κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά στις μαύρες σιδερένιες κεντρικές πόρτες του Γυμνασίου όπου δεν φαινόταν κανείς, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε ν' ακολουθεί το περίπτερο με την αντίστροφη φορά από αυτή που είχε πριν. Το βήμα του ήταν αργό και το περίπτερο φαινόταν να έχει επιβραδύνει επίσης, ώστε να του επιτρέψει να δει κάθε ξύλο του και κάθε καρφί του.


         Έπειτα από λίγο περπάτημα, ανάμεσα σ' ένα χαμηλό ράφι με κουκλάκια κι ένα χαμηλό ράφι με ζαχαρωτά, εμφανίστηκε κάτι σαν πόρτα, μικρή πόρτα και χωρίς εμφανείς μεντεσέδες ή μάνταλο. Ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε προς αυτό το πορτάκι, το πίεσε ελαφρά με το χέρι του κι αυτό άνοιξε απότομα με αποτέλεσμα ο μικρός να χάσει την ισορροπία του και να πέσει μέσα από το πορτάκι στο περίπτερο. Το εσωτερικό ήταν τεράστιο, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Οδυσσέας ήταν πως το περίπτερο μέσα είχε τον δικό του καταγάλανο ουρανό αλλά δεν διέκρινε πουθενά ήλιο, η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και θύμιζε σπίτι που του μπουμπουνίσανε τη σόμπα! Δεξιά του απλωνόταν ένας τεράστιος διάδρομος στρωμένος με άμμο σαν αυτή της θάλασσας, δεξιά κι αριστερά σε αυτόν το διάδρομο, ορθώνονταν ξύλινα κτίρια με τζαμαρίες στην πρόσοψή τους και κρεμασμένες ταμπέλες  πάνω από τις πόρτες τους. Όλα είχαν το ίδιο ύψος και το ίδιο σκουρόχρωμο ξύλο, σαν κάποιος δάσκαλος να τα είχε στοιχήσει σε γραμμή. Στο τέλος του διαδρόμου μπορούσε να διακρίνει κάτι που, λόγω χρωμάτων τουλάχιστον, έμοιαζε με δάσος. Έντονο πράσινο, σκούρο πράσινο, καφετί με πράσινο και πάνω ψηλά σε αυτούς τους πράσινους όγκους υπήρχαν λουλουδάκια ροζ, μωβ και γαλάζια. Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου, εκεί που τελείωναν τα ξύλινα οικήματα, ξεκινούσε ένα καταπράσινο λιβάδι, με ψηλά χόρτα και ξανθά στάχυα. Που και που ξεπετιόταν μέσα από τα χόρτα, καμιά κόκκινη παπαρούνα ή καμιά κίτρινη μαργαρίτα, λίγα λευκά χαμομήλια εδώ και λίγα μωβ σκυλάκια εκεί. Πίσω υπήρχαν δέντρα, πορτοκαλιές και λεμονιές στη δεξιά πλευρά του λιβαδιού, που έδιναν τη θέση τους σε κερασιές και συκιές και τέλος έκλεινε με καρυδιές που το τεράστιο φύλλωμα τους έριχνε την παχιά του σκιά σχεδόν στο μισό λιβάδι. Ο Οδυσσέας είχε σχεδόν μεθύσει από την τόση ομορφιά και τις τόσες μυρωδιές που εισέβαλλαν στα ρουθούνια του. Στην αριστερή πλευρά του χώρου, πέρα από τις καρυδιές του λιβαδιού, υπήρχε μια πετρόκτιστη κρύπτη με μια βαριά εβένινη πόρτα. 

         Ο μικρός Οδυσσέας έστρεψε το σώμα του δεξιά κι άρχισε να περπατά στον αμμουδερό διάδρομο, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά για κάποια ένδειξη ζωής. Πρώτα μπήκε σε ένα ξύλινο οικοδόμημα που η ταμπέλα από πάνω έγραφε "ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΝ", μέσα υπήρχαν τρείς καρέκλες σαν αυτές που έχει ο μπαρμπέρης κι απέναντί τους ένας τεράστιος μονοκόμματος καθρέφτης, αλλά άνθρωπος πουθενά. Το απέναντι έγραφε "ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ", στο εσωτερικό του είχε πέντε τραπέζια καλυμμένα με καρό κόκκινα και λευκά τραπεζομάντηλα, με μαχαιροπήρουνα τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά από τα πιάτα, λευκές πετσέτες, ποτήρια και κανάτες με νερό αλλά και πάλι άνθρωπος, πουθενά. Πλησίασε ένα τραπέζι δειλά και σέρβιρε λίγο νερό σε ένα ποτήρι, το έφερε στα χείλη του και το κατέβασε με μιας. Έβαλε και δεύτερο και τρίτο καθώς παρατηρούσε γύρω του για ίχνη ζωής. Το απέναντι κτίριο από το εστιατόριο είχε μια ταμπέλα "ΤΡΑΠΕΖΑ", το δίπλα "ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ" και μέχρι τους πράσινους όγκους στο βάθος οι ταμπέλες και τα κτίρια συνέχιζαν. Ο Οδυσσέας μπήκε σε όλα, ένα προς ένα μέχρι και το τελευταίο πριν το δάσος που υπήρχε στο βάθος, το οποίο όσο το πλησίαζε καταλάβαινε πως δεν ήταν ένα κανονικό δάσος αλλά ένα δάσος από φραγκοσυκιές ή έστω φυτά που μοιάζουν με φραγκοσυκιές, γεμάτα με αγκάθια και μικρά ανθάκια στην κορυφή τους. Γυρίζοντας, έκανε άλλη μια προσπάθεια να βρει κάποιον, μπαινοβγαίνοντας γρήγορα στα ξύλινα κτίρια αλλά ήταν άλλη μια μάταιη προσπάθεια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί εκτός από αυτόν.

             Έφτασε πάλι στο σημείο που ήταν στην αρχή. Στον διάδρομο με τα ξύλινα κτίρια δεν βρήκε τίποτα, έτσι άρχισε να βαδίζει προς το λιβάδι. Άπλωνε τα χέρια του κι ένοιωθε στα ακροδάχτυλά του την δροσιά από τα χόρτα. Έσκυβε και μύριζε τα λουλούδια που απλώνονταν ολόγυρα του, σκουντουφλούσε στις πέτρες, έπεφτε και σηκωνόταν γελώντας, γιατί όσο κι αν έπεφτε τα γόνατα του και οι αγκώνες του δεν έκαναν πληγές. Άρχισε να τρέχει μέσα στο λιβάδι δεξιά κι αριστερά, να χοροπηδά και να χαχανίζει. Όταν έφτασε στα δέντρα στο βάθος ένοιωθε την κούραση να τον διαπερνά. Βάδισε ως τις καρυδιές, ξάπλωσε και λαγοκοιμήθηκε εκεί, με τη θέρμη της ατμόσφαιρας να τον νανουρίζει.  Ξύπνησε λίγη ώρα αργότερα, με την ενέργεια του να έχει αναπληρωθεί και το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα. Σηκώθηκε, τίναξε τα ρούχα του και το βλέμμα του έπεσε στην κρύπτη που αχνοφαίνoταν πίσω από τις καρυδιές.

     Το στομάχι του δεν του άφηνε χώρο για συλλογισμούς κι έτσι ενστικτωδώς κατευθύνθηκε έξω από το λιβάδι και προς την πέτρινη κρύπτη με την βαριά εβένινη πόρτα. Όταν έφτασε στην είσοδο της κρύπτης, κοντοστάθηκε λίγο από φόβο, αλλά προχώρησε. Έσπρωξε την πόρτα που τελικά δεν ήταν και τόσο βαριά όσο φαινόταν και πέρασε μέσα στην κρύπτη. Εκεί, το φως  χανόταν, ήταν σκοτάδι. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν το σκοτάδι, κατάλαβε πως από πάνω του είχε τον νυχτερινό ουρανό. Αστεράκια άστραφταν μπλε και πράσινο, νεφελώματα ροζ και μωβ και στη μέση μια λωρίδα από ασημί αστερόσκονη που θύμιζε τον γαλαξία. Αυτά τα νυχτερινά φωτάκια χάριζαν την λάμψη τους στο εσωτερικό της κρύπτης. Προς μεγάλη απογοήτευση του Οδυσσέα, μέσα σε αυτό το οικοδόμημα δεν υπήρχε φαγητό, παρά μόνο γυάλινα, διάφανα κουτιά, με χαραγμένους χαρακτήρες που άλλαζαν με την παραμικρή διάθλαση του ελάχιστου φωτός. Οι χαρακτήρες αυτοί λαμπύριζαν χρυσοί για μια στιγμή και αμέσως άλλαζαν σε άλλους χαρακτήρες. Ο Οδυσσέας παρατήρησε μαγεμένος για αρκετή ώρα τα κουτιά και τον ουρανό. Παρ' όλο που στην αρχή φοβήθηκε να μπει στην κρύπτη, τώρα του φαινόταν δύσκολο να φύγει από εκεί και ν' αφήσει πίσω του αυτόν τον απίστευτο ουρανό. 

       Η πείνα του όμως ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία του να κοιτά τα άστρα. Πλησίασε την πόρτα της κρύπτης και βγήκε πάλι στο καθαρό γαλάζιο. Άρχισε να αναζητά το πορτάκι από το οποίο μπήκε για να γυρίσει πίσω στον κόσμο του, στους γονείς του και στο σπίτι του, που αν και δεν το παραδεχόταν, του είχαν λείψει λίγο. Έκανε σβούρες γύρω από τον εαυτό του και σε ένα κενό απέναντί του είδε το περίγραμμα από το πορτάκι να φωτίζεται έντονα κι έτσι ξαφνικά, βρέθηκε έξω, απέναντι από το σχολείο του, με την πλάτη ακουμπισμένη στο περίπτερο. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε ψηλά τον ουρανό που ήταν γκριζαρισμένος. Άφησε το περίπτερο πίσω του και βάδισε προς το σπίτι του που δεν ήταν μακριά από το σχολείο, μόλις δύο στενά πιο πάνω. Μόλις έφτασε είδε τον πατέρα του στην πόρτα, στεναχωρημένο να καπνίζει ένα τσιγάρο. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος του φωνάζοντάς τον, ο πατέρας του σήκωσε το βλέμμα του και μόλις είδε τον μικρό Οδυσσέα, πέταξε το τσιγάρο μακριά και άρχισε να γελάει και να φωνάζει από τη χαρά του. Τον έπιασε στην αγκαλιά του και τον σήκωσε ψηλά, ήρθε και η μητέρα του έξω που άκουσε τις φωνές του άντρα της και μόλις είδε τον γιό της ξέσπασε σε δάκρυα ευτυχίας. Τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν τόσο πολύ που ο Οδυσσέας νόμιζε πως θα σκάσει. Πήγαν μέσα στο σπίτι και η μητέρα έστρωσε τραπέζι, ο μικρός ζήτησε συγγνώμη που έλειπε τόσες ώρες από το σπίτι. "'Ωρες;" ρώτησε ο πατέρας του, "αγόρι μου", του είπε "λείπεις εδώ και τρείς μέρες! Κοντέψαμε να τρελαθούμε!" 

 


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ