Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Ο ΜΗΝΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

 Ο Χρήστος φορώντας ακόμα τον γύψο του, όπου επάνω του είχαν γράψει  αφιερώσεις διάφοροι «φίλοι», καθόταν στο δωμάτιο του και σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, τις φωνές, το υποτιμητικό του βλέμμα προς τον Φοίβο και το κρακ που ένοιωσε όταν έπεσε στο τσιμέντο από την τρικλοποδιά του κάποτε φίλου του. Αναλογιζόταν πόσο είχε αλλάξει, πόσο είχαν αλλάξει όλοι τους έπειτα από την επίσκεψη στο  περίπτερο. Έπαιζαν  σαν σκηνές από ταινία στο μυαλό του ξανά και ξανά τα γέλια τους σαν περιθωριακοί και οι καβγάδες τους σαν περιζήτητοι. Σκεφτόταν πως κάθε πρωί, στον καθρέφτη του μπάνιου, ακόμα και τώρα μετά από τόσο καιρό δεν αναγνώριζε το είδωλο του. Ξαφνικά εφόρμησε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα η μικρή του αδερφή, πήγε κοντά του, έπιασε το σπασμένο του χέρι και του είπε "μην στεναχωριέσαι αδερφέ μου, μόλις γίνεις καλά θα παίζω πιο ήσυχα μαζί σου  για να μην ξαναχτυπήσεις". Ο Χρήστος γέλασε και την αγκάλιασε. 

Ο Φοίβος στο δικό του δωμάτιο ένοιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Ενοχές και τύψεις! Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε κάνει. Είχε πραγματικά βλάψει κάποιον και δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν του άρεσε ο εαυτός του. Δεν μπορούσε να ζήσει με αυτό που γινόταν και φοβόταν. Είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη λογική του και στον συναισθηματικό του κόσμο. Θυμόταν τη στιγμή που ενώ ο Χρήστος πονούσε, αυτός γελούσε ειρωνικά. Του ήρθε αναγούλα. Η μητέρα του διέκοψε αυτές τις σκέψεις όταν χτυπώντας την πόρτα του δωματίου τον ρώτησε αν είναι καλά. Ο Φοίβος, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και σχεδόν κλαίγοντας αγκάλιασε την μητέρα του κι έπειτα την συμβουλεύτηκε γι' αυτό που είχε κάνει και για την άσχημη κατάσταση μέσα του. 

Ο Πέτρος καθόταν στο σαλόνι με τον πατέρα του που δεν χόρταινε το πόσο λαμπρός κι όμορφος νέος ήταν ο γιός του. Ο Πέτρος ήταν όσα δεν ήταν αυτός στην ηλικία του κι έτσι υπολόγιζε πως το μέλλον του παρά μόνο υπέροχο θα μπορούσε να είναι. Καθόταν στον καναπέ βλέποντας αδιάφορα τηλεόραση χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Ο πατέρας καμάρωνε κι ο γιός κορδωνόταν. Κάποια στιγμή γύρισε ο Πέτρος και ρώτησε τον πατέρα του αν πάντα ήταν τόσο περήφανος γι' αυτόν κι αυτός αποκρίθηκε "τον τελευταίο καιρό περισσότερο". 

Σε ένα άλλο σπίτι, όχι πολύ μακριά από του Πέτρου, βρισκόταν η Αθηνά, η οποία βοηθούσε τη μητέρα της με τις δουλειές του σπιτιού. Για την ακρίβεια είχε αναλάβει το σκούπισμα και το ξεσκόνισμα. Τα έκανε εντελώς αυτόματα ενώ το μυαλό της κάλπαζε αλλού. Κάλπαζε στη νέα παρέα περιζήτητων που είχε κάνει και στο αγόρι που γλυκοκοίταζε πριν το περίπτερο ακόμα. Όταν ήταν μέλος στους "δέκα μικρούς χαμένους". Όσο σκούπιζε ανέλυε στο μυαλό της τα λόγια των νέων φίλων της και πόση μνησικακία ή ειρωνία έκρυβαν παρόλο που τώρα ήταν όμορφη γιατί, έξυπνη ήταν πάντα.  Άφησε την σκούπα κι έπιασε το ξεσκονόπανο και το μυαλό της πήγε στον Τάκη, το αγόρι που της κέντρισε το ενδιαφέρον και δεν της έδινε καμία σημασία ώσπου ξαφνικά αφού άλλαξε άρχισε κι αυτός να ενδιαφέρεται. "Πόσο ρηχό" μονολόγησε με το βλέμμα στο κενό και σαν αστραπή της ήρθε στο μυαλό η Κοραλία που της είχε πει από την πρώτη εβδομάδα ότι το αγόρι είναι βλαμμένο γελώντας. Σαν από όνειρο ξαφνικά άκουσε τη μητέρα της να γελάει, όταν η Αθηνά επέστρεψε στην πραγματικότητα κατάλαβε ότι ξεσκόνιζε τον αέρα και μαζί με την μητέρα της άρχισε να γελά νευρικά. 

Την τελευταία εβδομάδα η Δήμητρα ξυπνούσε απότομα στη μέση της νύχτας από τον ίδιο εφιάλτη. Το σουτ που έσπασε το δόντι της Κοραλίας, το στόμα της που ήταν γεμάτο αίμα και τα μάτια της που άφηναν τα δάκρυα να κυλήσουν ακράτητα. Την σκεφτόταν έντονα αλλά δεν τολμούσε να την καλέσει στο τηλέφωνο ή να της στείλει μήνυμα. Αισθανόταν ντροπή και άγχος και ξεσπούσε σε απανωτές προπονήσεις. Κάθε φορά όμως που πήγαινε να βαρέσει ένα σουτ, λιγοψυχούσε και το έχανε. Γυρνούσε σπίτι συννεφιασμένη, δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε να βγει έξω με φίλους. Ένα βράδυ που ξύπνησε από τον συνηθισμένο εφιάλτη, πήγε στην κουζίνα για να πιει νερό. Εκεί βρισκόταν η Ηρώ, η μεγαλύτερή της αδερφή που είχε παντρευτεί και είχε φύγει από το πατρικό τους. Παραξενεμένη η Δήμητρα από την παρουσία της την ρώτησε αν είναι καλά και γιατί ήταν εκεί και όχι στο σπίτι της και η Ηρώ της απάντησε ότι απλά της έλειψαν οι δικοί της και ένοιωθε μόνη της και πως το επόμενο πρωί που θα γυρνούσε ο άντρας της από ένα επαγγελματικό του ταξίδι θα γυρνούσε μαζί του σπίτι τους.   

Η Κοραλία στεκόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της και παρατηρούσε τις αλλαγές πάνω της. Παρατηρούσε αλλαγές που σε πολλούς ανθρώπους θα φαινόταν χαζές. Έβγαζε τη γλώσσα της  και κοιτούσε το χρώμα και το σχήμα της, άνοιγε διάπλατα τα μάτια της και προσπαθούσε να διακρίνει τα χρώματα και τα παιχνιδίσματα της ίριδάς της, σήκωνε ψηλά τη μύτη της για να δει το εσωτερικό των ρουθουνιών της και ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στο μυαλό της γυρνούσαν διάφορα γεγονότα για το ανθρώπινο σώμα. Γεγονότα που δεν ήξερε καν πως γνώριζε. Γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο της. Τις τελευταίες μέρες είχε την ελπίδα πως θα την καλούσαν οι φίλοι της, παλιοί και νέοι για να μάθουν τα νέα της αφού μόλις είχε κάνει οδοντοπλαστική και ράμματα στα χείλη. Αλλά το τηλέφωνο δεν χτυπούσε από κανέναν. Την γέμιζε ένα κενό που ήρθε να το σπάσει η θεία της με τα ξαδέρφια της. Μετά από λίγα λεπτά με τα ξαδέρφια της άρχισαν τα γέλια και τα παιχνίδια με τον μικρότερο να της φωνάζει "είσαι σαν κακιά μάγισσα, δε θα σε αφήσω να με πιάσεις" και να τρέχει γύρω  στο σπίτι κυνηγημένος όντως από μια μάγισσα αλλά όχι απαραίτητα κακιά, όπως το σκεφτόταν η ίδια. 

Ο Ερμής με τον Οδυσσέα δεν  μιλιόντουσαν μεταξύ τους και έτσι οι γονείς τους σκέφτηκαν πως μια βόλτα στον παππού και στη γιαγιά θα βοηθούσε. Ο Ερμής κλείστηκε στην κουζίνα με τη γιαγιά του, που έφτιαχνε κέικ ενώ αυτός μελαγχολικά έπαιζε με το αλεύρι που ήταν απλωμένο στο τραπέζι. Χαμένος στην τέχνη του και αφηρημένος άρχισε να τραγουδάει ένα κοροϊδευτικό τραγουδάκι που είχαν βγάλει με τον αδερφό του για τους καθηγητές τους και το είχαν διδάξει και στους υπόλοιπους "χαμένους". Μόλις τελείωσε άκουσε τη γιαγιά του να γελάει, όταν γύρισε να την κοιτάξει αυτή κόκκινη από τα γέλια του έδωσε το μπολ με τη ζύμη και τον παρότρυνε να φάει τα υπολείμματα λέγοντας του πως κι αυτή μικρή είχε μια στριφνή καθηγήτρια που κορόϊδευε με τις φίλες της.  ¨Παππού" είπε  ο Οδυσσέας "τι ξέρεις για ...  τα μαγικά περίπτερα;" ο παππούς του τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια του. Ο μικρός μόλις κατάλαβε τί ρώτησε πήγε να τα μπαλώσει λέγοντας διάφορες ασυναρτησίες για ασκήσεις και εργασίες από το σχολείο. Ο παππούς τον καθησύχασε και με ήπια φωνή είπε "Θα σου πω μικρέ ένα παραμύθι, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένο όλη την ώρα. Αυτό το αγόρι, μια μέρα, μέσα στην απελπισία του είδε ένα περίεργο περίπτερο.Μπήκε μέσα και χάθηκε. Το έψαχναν οι γονείς του και έκλαιγαν και πονούσαν. Μια μέρα ο μικρός γύρισε πίσω σπίτι του και η ζωή του έτσι ξαφνικά έγινε διαφορετική. Καλύτερη για λίγο αλλά αυτή τη βελτίωση την πλήρωσε ακριβά. Έχασε κόσμο που αγαπούσε και όταν μεγάλωσε αρκετά κι έκανε κι αυτός την οικογένεια του, κατάλαβε γιατί έχασε τόσα. Εκεί που χάθηκε, βλέπεις, δεν ήταν ανθρώπινο μέρος, ήταν ένα μέρος από τις μοίρες φτιαγμένο κι αυτές ξέρουν καλύτερα τον δρόμο του καθενός. Αυτή ήταν η τιμωρία, που τις παράκουσε και μπήκε κάπου που δεν ανήκε." Ο μικρός Οδυσσέας για μια στιγμή τρόμαξε και είδε τους αγαπημένους του να χάνονται ένας ένας. Αποφασισμένος να μη χάσει κανέναν έτρεξε στον αδερφό του αφήνοντας τον παππού του πίσω του και τον αγκάλιασε σφικτά. Μεγαλύτερη χαρά όμως του έδωσε όταν ο Ερμής τον αγκάλιασε κι αυτός. 

Στο γυμναστήριο περνούσε τον χρόνο του ο Μαρίνος. Όσα βάρη κι αν σήκωνε ή όσα χιλιόμετρα κι αν έτρεχε στον διάδρομο δεν μπορούσε να ξεδώσει. Προσπαθούσε να μπει στη θέση της Άννας και να καταλάβει πόσο κακό ήταν αυτό που έκανε. Αυτή του έμαθε να δίνει και να αγαπάει κι αυτός πήγε με κάποια άλλη χωρίς να υπολογίσει τίποτα. Ούτε τα αισθήματα της, ούτε το χώρο που έκανε ότι έκανε, τίποτα. Κοίταξε στον μεγάλο καθρέφτη και είδε τον εαυτό του κομμένο κι άγνωστο. Ένας ξένος απ' όλες τις απόψεις. Δεν το άξιζε αυτό ούτε ο ίδιος ούτε η Άννα. Μια κοπέλα τον πλησίασε και του ζήτησε να τη βοηθήσει με τις ασκήσεις της, την κοίταξε και ήταν μια πραγματικά όμορφη κοπέλα. Σηκώθηκε από τον πάγκο, αρνήθηκε ευγενικά την πρότασή της, πήρε την πετσέτα του και κατευθύνθηκε στα αποδυτήρια να πλυθεί και να φύγει. 

Στο σπίτι της Άννας επικρατούσε τρομερή ένταση. Ο μεγάλος της αδερφός έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο αυτό το έτος και οι γονείς τους μαζί με αυτόν πίεζαν κι αυτήν. Τους πίεζαν για καλύτερους βαθμούς, για καλύτερες επιδόσεις, για να είναι γενικά οι καλύτεροι σε όλα. Ένα βράδυ ο αδερφός της Άννας την άκουσε να κλαίει και σηκώθηκε να την παρηγορήσει. Μοιραζόντουσαν το δωμάτιο τους και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα απέναντι από το άλλο. Όταν πήγε στο κρεβάτι της αδερφής του, αυτή ήταν γυρισμένη προς τον τοίχο, αλλά την άκουγε να ρουφάει τη μύτη της και να καταπίνει τους λυγμούς της. Κατάλαβε πως δεν θα είχε όρεξη να μιλήσει και έτσι απλά την άγγιξε στον ώμο και της είπε "Δεν χρειάζεται να ανησυχείς εσύ για το πανεπιστήμιο και τους βαθμούς. Εσύ είσαι κορίτσι και όμορφο μάλιστα. Θα σε καλοπαντρέψουμε ή θα σε κάνουμε μοντέλο και θα είσαι μια χαρά". Άκουσε ένα πνιχτό γελάκι από την αδερφή του, την φίλησε στο κεφάλι και ξαναπήγε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.  


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ

 Η αγέλη ανήκε κι αυτή στο παρελθόν όπως ακριβώς και οι "δέκα μικροί χαμένοι", όπως και η κλίκα, όπως και η ζωή τους στο περιθώριο. Το κάθε "κουτάβι" είχε γίνει "λύκος" κι οδηγούσε την δική του αγέλη περιζήτητων. Καμία όμως δεν απαρτιζόταν από δέκα άτομα. Η πιο μεγάλη παρέα ήταν αυτή με ηγέτη τον Χρήστο κι αποτελούταν από οκτώ ακόλουθους. Ο Φοίβος κι η Δήμητρα ήταν ισόπαλοι καθώς είχαν κι οι δύο από επτά ακόλουθους. Ο Ερμής είχε πέντε κι όχι, ο αδερφός του δεν ήταν σε αυτούς. Ο Οδυσσέας τέσσερις. Ο Πέτρος και η Αθηνά επίσης ισόπαλοι με τρείς ακόλουθους. Η Κοραλία είχε μόλις δύο. Όσο για τον Μαρίνο και την Άννα είχαν ο ένας τον άλλον κι από έναν ακόλουθο. Οι νέες αγέλες όπως και οι νέοι ηγέτες ήταν συνεχώς σε εγρήγορση καθώς τα κατάλοιπα της διχόνοιας και της έπαρσης τους οδηγούσαν σε μάχες ψυχολογικές και σωματικές, κάτι που επιτάσσει και η νέα κάστα στην οποία βρίσκονται, οι περιζήτητοι.

         Η έναρξη της μάχης ξεκίνησε με την αλλαγή θρανίων και την αλλαγή διπλανών συμμαθητών σε αυτά και επεκτάθηκε από την τάξη στο προαύλιο. Το παλιό τους στέκι είχε αποικηθεί από άλλους περιθωριακούς, όχι ότι τους ένοιαζε και πολύ. Τον εξώστη τον είχαν καταλάβει οι φυλές του Φοίβου, του Χρήστου και της Δήμητρας και τον είχαν χωρίσει σε στρατόπεδα. Στις βρύσες συνήθως βρισκόταν η Αθηνά και ο Ερμής με τις φυλές τους. Ο Οδυσσέας και η δική του φυλή είχαν καταλάβει τα πεζούλια κατά μήκος του σχολείου που ένωναν βρύσες και εξώστη.  Ο Μαρίνος και η Άννα με τις δικές τους φυλές εξουσίαζαν τα γηπεδάκια όπου βόλταραν στα διαλείμματα. Και τέλος, τον χώρο έξω από το κυλικείο τον είχαν κατακτήσει οι φυλές του Πέτρου και της Κοραλίας. Τα πεδία μάχης όμως δεν σταματούσαν στο σχολείο, ακόμα κι έξω από αυτό, όπου και αν βρισκόντουσαν οι παραπάνω φυλές, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και το αίμα τους έβραζε για καυγά.

       Οι προσφωνήσεις και τα παρατσούκλια δεν άργησαν να ακουσθούν  και να γίνουν κοινές στις συνομοταξίες των πολεμικών φυλών. Τις χρησιμοποιούσαν ασύστολα αντί των ονομάτων του αντίπαλου ηγέτη της όποιας νέας κλίκας περιζήτητων . Η "χαζή" δεν ήταν άλλη από την Κοραλία, η οποία, παρόλο που άκουγε συνέχεια αυτό το επίθετο από την παλιά της κλίκα ποτέ δεν γυρνούσε. Δημιουργός του ήταν ο Πέτρος που ήθελε να την διώξει από τον χώρο του. Σε αντίποινα, ο Πέτρος πήρε το παρατσούκλι του "χαλβά", δεν τον πείραξε ιδιαίτερα όμως καθώς τον χαλβά τον εκτιμούσε  σαν γλυκό και σαν ορεκτικό και σαν σνακ. Το "ψώνιο" ήταν η ετικέτα της Αθηνάς πλασμένη από την Δήμητρα. Η Αθηνά με τη σειρά της, της χάρισε το χαριτωμένο "μποντιμπιλντερού", ναι, μια λέξη ήταν. Ο Ερμής από τις βρύσες που ήθελε τον εξώστη βάφτισε τον Χρήστο "βλαμμένο" κι ο Χρήστος άρχισε να τον φωνάζει "ξερόλα". Σαν διοικητής της θέσης που είχε στα πεζούλια ο Οδυσσέας κατονόμασε τον Φοίβο "κάθαρμα" όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί την θέση του σε μια διαμάχη κι ο Φοίβος τον Οδυσσέα " φωτεινό παντογνώστη", επιθετικοί προσδιορισμοί που τους ακολούθησαν και μετέπειτα. "Νοικοκυρά" χαρακτήρισε η Αθηνά την Άννα όταν πήγε στις βρύσες να γεμίσει όχι μόνο το παγούρι της αλλά και το παγούρι του Μαρίνου. Συνεπαρμένος ο Ερμής που παράκουσε την προσφώνηση αφού βρισκόταν λίγο πιο μακριά, χάρισε στον Μαρίνο το "νοικοκύρης" γελώντας τόσο πολύ που είχε διπλώσει στα δυο. Μετά από έντονη συζήτηση ο Μαρίνος και η Άννα έβγαλαν τον Ερμή "σπασίκλα" και την Αθηνά "κουτορνίθι". Σε αυτή την τρελή παράνοια οι μάζες είχαν δημιουργήσει το " δίδυμο της συμφοράς" για τον Ερμή και τον Οδυσσέα και το"μικροαστοί" για την Άννα και τον Μαρίνο.   

         Εκτός από τις προσφωνήσεις όμως υπήρχαν και τα διάφορα "ατυχήματα" που γινόντουσαν τακτικά μεταξύ των φυλών με συνήθεις στόχους τους αρχηγούς τους. Ατυχήματα όπως να χύνονται χυμοί, γρανίτες, αναψυκτικά  και όλα τα είδη υγρών "κατά λάθος" πάνω σε κάποιον. Σπρωξίματα και ρίξιμο σε λάσπες και λασπόνερα ειδικά στο μάθημα της γυμναστικής, με τον κύριο Φλέξο να βγαίνει από τα ρούχα του. Τηλέφωνα σε ανοικτά κινητά εν ώρα μαθήματος με σκοπό αν δεν είχαν χαμηλωμένο ήχο, ο καλούμενος να πάρει απουσία. Φάρσες όπως μπαλόνια, πινέζες ή κόλλα στις καρέκλες. Αλλαγή τετραδίων, απόκρυψη βιβλίων ή παλτού ή ολόκληρης τσάντας. 

          Τα πράγματα ήταν ήδη άσχημα αλλά έγιναν και χειρότερα. Η αρχή έγινε όταν ο Πέτρος με τον Οδυσσέα ήρθαν στα χέρια και αποβλήθηκαν και οι δύο. Ο Χρήστος μετά από μια τρικλοποδιά του Φοίβου στον εξώστη, βρέθηκε με σπασμένο χέρι. Η Δήμητρα έσπασε ένα δόντι της Κοραλίας μετά από ένα δυνατό σουτ κατευθείαν στο πρόσωπο της. Η Άννα έκανε τσακωτό τον Μαρίνο στις τουαλέτες με μια άλλη κοπέλα και τον χώρισε κάνοντας μια τεράστια σκηνή μπροστά σε όλο το σχολείο. Οι μόνοι αλώβητοι  τουλάχιστον σωματικά ήταν η Αθηνά κι ο Ερμής, ψυχολογικά όμως βυθίζονταν και οι δύο όλο και περισσότερο στην θάλασσα της απομόνωσης και της μοναξιάς. 

           Το τραίνο εκτροχιάστηκε εντελώς όταν οι γονείς και των δέκα κλήθηκαν σε επείγουσα γονική συνέλευση  από το σχολείο. Μέσα σε τρείς ώρες είχαν παρθεί σοβαρές αποφάσεις για την μοίρα των παιδιών . Η πρώτη απόφαση ήταν πως όλα τα παιδιά τίθενται σε κατ΄οίκον περιορισμό και οι μετακινήσεις τους θα γίνονται με την συνοδεία των γονιών τους.  Δεύτερη απόφαση, οι γονείς θα έχουν άμεση ενημέρωση από τους καθηγητές ακόμα και για ωριαία απουσία. Τελευταία απόφαση, αφαίρεση κινητών και ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Όλες αυτές οι αποφάσεις θα είχαν ισχύ για ένα μήνα τουλάχιστον. 

          Σε αυτόν τον ένα μήνα οι μάσκες που είχαν φορέσει τα παιδιά άρχισαν να πέφτουν. Οι κοροϊδίες και οι φάρσες σταμάτησαν όπως και οι προσφωνήσεις. Η παλιά αγέλη σιγά σιγά άρχισε να ξαναμιλάει. Στην αρχή πολύ δειλά και τυπικά. Στην πορεία όμως, μια αργή και βασανιστική πορεία, γεμάτη χαλικάκια και αγκαθάκια, η κουβέντα άρχισε να γίνεται πιο ανάλαφρη και πιο εύκολη για όλους παρ' όλο που πάντα μιλούσαν για άσχετα πράγματα κι όχι γι' αυτό που πραγματικά τους απασχολούσε. 

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ