Ετικέτες

Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

TO CAMPING

 Μεσοκαλοκαίρο. Καύσωνας. Τα τζιτζίκια έσκουζαν εκκωφαντικά  και πολύ σπάνια μια ελαφριά μπουκαδούρα ερχόταν από τη θάλασσα. Είχε παρκάρει το τροχόσπιτό της κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου, πρώτη θέση με θέα τη θάλασσα. Απολάμβανε την ησυχία της, που τόσο είχε ανάγκη κι ευλογούσε τον θεό για την ηρεμία και τη γαλήνη των διακοπών της.

Ώσπου, ένα πρωί με πολλή ζέστη όπως κάθε μέρα, τελείωσαν όλα!

Ήρθαν γείτονες! Κάμπινγκ είναι, θα κλείσουν οι θέσεις, λογικό είναι…

Άρχισαν να στήνουν, να στρώνουν, να εγκαθίστανται τέλος πάντων και τότε ξεκίνησε το μαρτύριο. Η μουσική! Και όχι ότι νά ‘ναι… είχε πρόγραμμα ο γείτονας! Ξεκινούσε με ροκιές του διεθνούς τοπ τεν. Συνέχιζε με ελληνικό ροκ του ’80 και κατέληγε εκεί κατά τη μία το μεσημέρι σε ώπα γιάλα λαϊκά! Δύο με πεντέμιση έκανε παύση, λόγω κανονισμού του κάμπινγκ όχι επειδή το ήθελε, και συνέχιζε με ελληνικό σύγχρονο ότι κάτσει ή μάλλον όποιος σταθμός ακουγόταν πιο καθαρά.

Ε, μουσική  είναι, όσο και να μη σ’ αρέσει, να σ’ έχει κουράσει, θα την ανεχτείς.

Το πιο δύσκολο ήταν οι φωνές.

Μαριάαααααααααααα, Μαριάααααααααααααααααα, ρε Μαρία, δεν ακούς;

Η Μαρία είχε μια τσιριχτή φωνή με γκρινιάρικη χροιά που τσίτωνες ακούγοντας το πρώτο φωνήεν.

Τι θες ρε Τάσο και φωνάζεις πάλι; Αμάν! Έχω δουλειά….

Έλα να με βοηθήσεις να στήσω την ομπρέλα.

Έτρεχε η Μαρία.

Μετά από λίγο: Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααααααα, Μαρρρρρρίαααααα!

Τι θέλεις; Άσε με, μαγειρεύω….

Έλα να μου βάλεις αντηλιακό!

Σκούπισες εδώ; Δεν σκούπισες! Αμάν βρε Μαρία, όλα εγώ πρέπει να τα κάνω;

Παίρνει η Μαρία τη σκούπα και σκουπίζει.

«Εντάξει τώρα; Θέλεις τίποτ’ άλλο; Να πάω να συνεχίσω το μαγείρεμα».

«Τι φαί κάνεις;»

«Κρέας με μπάμιες»

«Άλλο;»

«Θα κάνω και μια γαριδομακαρονάδα»

«Α, ωραία. Να βάλεις και σκόρδο»

Έφευγε η Μαρία, επιτέλους κι εκεί που έλεγε θα ησυχάσει η γειτόνισσα, ακούει:

Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, πού είσαι ρε ψυχή; Πόσο καιρό έχω να σε δω;

Κάνεις διακοπές εδώ; Έλα να παίξουμε ένα ταβλάκι!

Εκτός απ’ το ντράγκα ντρουγκ του λαϊκού άσματος, είχε τώρα και τα τράκα τρούκα που έκαναν τα πούλια πάνω στο ξύλο. Λες και το έκαναν επίτηδες, τα χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη  κι ακόμα παραπάνω.

Άσε τα επιφωνήματα και τις ανταγωνιστικές εξυπνάδες. Μόλις πήγαινε έντεκα εντεκάμιση το πολύ, έφτανε η ώρα του τσίπουρου.

«Α, δεν σηκώνω όχι, θα κάτσεις να πιούμε ένα τσίπουρο, τό ‘φερα απ’ το χωριό!»

Άντε πάλι….

Μαριάαααααααα, Μαριάααααααα, φέρε τσίπουρο και μεζέ!

Κι άρχιζε η Μαρία να φέρνει. Να οι τσίροι, να και τα σκουμπριά, να και λίγο σαγανάκι που περίσσεψε από χθες, να και ψωμί ψημένο και λίγη πατατοσαλάτα που είχαμε στο ψυγείο.

Η περιγραφή ήταν λάιβ ώστε να ακούει το μισό κάμπινγκ.

Μα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ηχεία είχαν καταπιεί; Και το σόου συνεχιζόταν.

Έως ότου τελειώσουν με τα τσίπουρα έφτανε η ώρα του φαγητού.

Η μουσική χαμήλωνε, οι φωνές όμως διατηρούσαν σταθερή ένταση.

Μαριάααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρίααααα;

Έεεεεεεεεεελααα, τί ‘ναι;

Δεν φέρνεις εκείνη τη γαριδομακαρονάδα να την τσακίσουμε;

Ε, πού ‘σαι; Φέρε και καμιά σαλάτα. Και ψωμί.

Μπορεί μέχρι εκείνη την ώρα να είχαν μαζευτεί παρέα τέσσερα πέντε άτομα.

Έφερνε η Μαρία και μετρούσε κεφάλια για να φέρει και πιάτα.

Μόλις χανόταν από το οπτικό του πεδίο, φώναζε:

Μαριάαααααα, Μαριάαααα, φέρε και ποτήρια! Και πηρούνια!

Έφερνε η Μαρία.

Μετά ξανά.

Μαριάαααααα, Μαριάααααααααα, φέρε και παγάκια από πίσω. 

Έφερνε η Μαρία.

Δεν είχε φρένο όμως και συνέχιζε:

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααααα, Μαρρρρρρρρρρία!

Έλα βρε Τάσο, τι θέλεις πάλι;

Φέρε το αλάτι. Και ξύδι. Και το μπούκοβο.

Τα έφερνε η Μαρία.

Ακολουθούσε η γνωστή επανάληψη:

Μαριάααααααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρρρία!

Φέρε ψωμί.

Μετά τη γαριδομακαρονάδα αραίωνε λίγο η παρέα κι έμεναν δυο τρία άτομα μόνο για το κυρίως πιάτο.

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααα, ρε Μαρρρρρρρία!

Φέρε τις μπύρες, κοίτα αυτές που είναι παγωμένες όχι τις ζεστές που έβαλες το πρωί.

Να ξεπλύνουμε το τσίπουρο!

Κατά τις 7 το απόγευμα, συνήθως, τελείωνε το τσιμπούσι κι επιτέλους ο Τασούλης σηκωνόταν από την καρέκλα.

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα! 

Και πήγαινε για ύπνο. Για κανένα δίωρο, γιατί από τις εννιά ως τις έντεκα, πάλι το ωράριο του κάμπινγκ έσωνε την κατάσταση, είχε βραδινό πρόγραμμα.

Αυτό γινόταν καθημερινά. Μετρούσε η γειτόνισσα, πρώτη μέρα, δεύτερη, τρίτη….

Μα, δεν θα μιλήσει επιτέλους αυτή η Μαρία; Πώς τον ανέχεται; Και άλλα τέτοια φεμινιστικά!

Τέταρτη μέρα, πέμπτη, μια βδομάδα, τίποτα… αλλαγή καμία!

Την όγδοη μέρα, έχοντας μάθει απ’ έξω το πρόγραμμα των φασαριόζων γειτόνων της, παραφύλαξε.

Εκεί γύρω στις εφτά, ο Τασούλης σηκώθηκε απ’ την καρέκλα επαναλαμβάνοντας:

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα!

Κι όπως έβαζε τα χέρια για να σηκώσει το σορτσάκι του μέχρι το σημείο που επέτρεπε η μπυροκοιλιά, αισθάνεται υγρά πράγματα να κυλούν επάνω του από την αραιωμένη καραφλοκοτσίδα μέχρι κάτω. Ήταν υγρά και μύριζαν άσχημα. Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν! 

Βοήθεια, βοήθειαααααα, Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααα, βοήθειαααα, τυφλώθηκα!

Έχασα το φως μου!

Βγαίνει η Μαρία ανάστατη και τι να δει; Τον άντρα της στεφανωμένο με τον κουβά των σκουπιδιών μέχρι τους ώμους.

-Άντε, πήγαινε να κάνεις το μπάνιο που δεν έκανες μια βδομάδα τώρα! Με τις υγείες σου!

Του ευχήθηκε η γειτόνισσα.


1 σχόλιο:

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ