Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

KΕΦΑΛΑΙΟ 23: ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

 Η παραπάνω ιστορία είναι, δυστυχώς, προϊόν μυθοπλασίας… Το μαγικό περίπτερο θα ήταν πραγματικά μαγικό να υπάρχει αλλά ίσως το ανθρώπινο είδος να μην το αξίζει πια. Ίσως οι άνθρωποι θα πρέπει να περάσουν δύσκολες στιγμές για να αναγνωρίσουν την ομορφιά  που κρύβουν μέσα τους. Θα πρέπει να πέσουν αρκετές φορές για να μάθουν να σηκώνονται. Να εκμεταλεύονται κάθε στοιχείο του χαρακτήρα τους, καλό ή κακό, για να πορευτούν στην κοινωνία που οι ίδιοι δημιούργησαν. Σ’ έναν κόσμο άγριο και εγωιστικό,  που πατάει επί πτωμάτων κι όπου ο ατομικισμός υπερέχει του συνολικού καλού. Τα μαγικά πλάσματα, άλλωστε, σώθηκαν λόγω της ενότητας, της συνεργασίας και της κατανόησης.  Σώθηκαν γιατί ξέρουν να γελάνε σαν παιδιά και να χαίρονται την κάθε στιγμή της φασματικής τους ζωής. Ζουν απλά και χωρίς να έχουν κανένα υλικό αγαθό δεδομένο. Δεν έχουν τίποτ’ άλλο παρά μόνο την πίστη στον εαυτό τους όπως κι αν είναι πλασμένος αυτός. Και πώς το ξέρω εγώ αυτό; Μα αν δεν το ήξερα πώς θα έγραφα για το μαγικό περίπτερο και τα πλάσματα αυτά! Πώς θα έγραφα για την ομορφιά και το μεγαλείο της ψυχής τους αν κατά κάποιον τρόπο δεν τα είχα συναντήσει;   


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22: Η "ΔΙΚΗ" ΤΩΝ ΜΟΙΡΩΝ

 Στον μαγικό κόσμο, που τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, η ιστορία του περιπτέρου των μοιρών και των παιδιών που τις βρήκαν, είχε γίνει το μεγαλύτερο θέμα και σκάνδαλο. Έτσι, τα μαγικά πλάσματα αποφάσισαν να έρθουν σε συνέλευση για να λυθεί το ζήτημα και να συζητήσουν τις αντιρρήσεις που υπήρχαν σχετικά με την ύπαρξη του μαγικού περίπτερου. Στην συνέλευση οι τρείς μοίρες, παραδέχτηκαν πόσο παράτολμο και παρακινδυνευμένο ήταν το παιχνίδι που είχαν στήσει αλλά επειδή είχαν και θεϊκή φύση κανένα άλλο μαγικό πλάσμα δεν τολμούσε να τους καταλογίσει ευθύνες, ειδικά αφού και οι ίδιες είχαν αναλάβει τις ευθύνες τους. Ακούστηκαν πολλές απόψεις περί ηθικής, περί συμμόρφωσης και περί κανόνων. 

Κατόπιν πεντάωρης συνεδρίασης , ο μαγικός κόσμος έτεινε να συμφωνήσει. Το περίπτερο έπρεπε να γκρεμιστεί, ήταν πολύ επικίνδυνο, ειδικά όπως είχε αλλάξει τώρα ο κόσμος των ανθρώπων. Διακυβεύονταν πολλά, μεταξύ των οποίων η ακεραιότητα της λογικής και της ευστάθειας των παιδιών που το επισκεπτόταν, η αποκάλυψή τους στους ανθρώπους και το ρίσκο της μαγείας στις ζωές των θνητών. 

   Οι μοίρες ανέλαβαν οι ίδιες το έργο της εξάλειψης του δημιουργήματός τους, πριν όμως αποχωρήσουν για την κατεδάφιση, αποκάλυψαν στα υπόλοιπα πλάσματα την ζωή που είχαν δώσει και στο Γυμνάσιο. Αυτή η αποκάλυψη δημιούργησε νέες εντάσεις και εκνευρισμό. Εξήγησαν την ζωή του και πόσο πολύτιμη ήταν, πως το έργο του ήταν άκακο και δεν μπορούσε να παρέμβει στις ανθρώπινες ζωές. Μια νέα "δίκη" ξεκίνησε για την ζωή του Γυμνασίου. 

  Κάποια πλάσματα πίστευαν πως ήταν δίκαιο να συνεχίσει το Γυμνάσιο να ζει και κάποια όχι. Κάποια θεώρησαν πως θα μπορούσε να γίνει και το "φρούριό" τους στον κόσμο των ανθρώπων και κάποια άλλα το θεώρησαν κι αυτό πολύ επικίνδυνο. Άρχισαν να φωνάζουν, να αντιλέγουν και να ουρλιάζουν εκσφενδονίζοντας λέξεις με πάθος για να τις τονίσουν. Η συνέλευση άρχισε να μοιάζει με πανηγύρι. 

Μέχρι τη στιγμή που οι μοίρες γνωρίζοντας το βάρος των πράξεων τους, έθεσαν μια τάξη, ώστε να βγει ένα αποτέλεσμα. Οι τόνοι έπεσαν κι όλοι ήρεμοι πάλι, άρχισαν να συζητούν ήσυχα και μεθοδικά.

   Ζύγισαν, μέτρησαν και τελικά αποφάσισαν. Το Γυμνάσιο θα συνέχιζε να ζει. Να προσέχει τα παιδιά του και να στέκεται γερό στις αντιξοότητες. Να δίνει στέγη στη μάθηση και στα ανήσυχα μυαλά που μαθητεύουν στις αίθουσες του. Άλλωστε, έπρεπε να ζήσει, για να υπάρχει κάποιος στον κόσμο που να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία του μαγικού περίπτερου...       


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21: Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Ο μαγικός κόσμος που κατοικούν οι νεράιδες, τα αερικά, τα ξωτικά, οι καλικάντζαροι και τα υπόλοιπα μαγικά πλάσματα δεν είναι ένας πολύ μακρινός κόσμος από τον δικό μας. Έχουν κι αυτά κοινωνίες, συνοικίες, κοινά μέρη όπου συναντιούνται και συζητούν. Έχουν αγορές για την ανταλλαγή προϊόντων που παράγουν και ειδικά τοπία για προσευχή και ιερές τελετές. Ακόμα κι αυτά τα πλάσματα έχουν αντιμαχίες μεταξύ τους όπως και οι άνθρωποι! Όπως γίνεται κατανοητό μπορεί βιολογικά να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, φασματικό και εξωγήινο αλλά η ψυχοσύνθεση τους δεν είναι διαφορετική από τη δική μας. Διαθέτουν κι αυτά λογική και συναισθήματα, αγαπούν και πονούν, φθονούν και ευχαριστούν. 

     Το κάθε είδος φυσικά κατοικεί αλλού και δεν έχουν πόλεις από τσιμέντο σαν εμάς αλλά υπάρχουν και μέρη που κατοικούν διάφορα είδη μαζί, αρμονικά. Οι νεράιδες ζουν συνήθως σε υψόμετρα, κοντά σε ξέφωτα μέσα σε πυκνά δάση και τους αρέσει να παίζουν κρυφτό και κυνηγητό. Τα αερικά βρίσκονται συνήθως σε χαράδρες και κοίτες ποταμών, τους αρέσει να αντιλαλούν, να βουίζουν και να βουτούν από πολλά μέτρα στο κενό. Οι καλικάντζαροι κατοικούν σε βαθιές σπηλιές και υπόγειες στοές, τους αρέσει πολύ να πετάν πέτρες στους απρόσκλητους ή να τους κοιτούν τόσο έντονα που να τους φέρνουν σε αμηχανία και φόβο. Στα ξωτικά υπάρχουν δυο κατηγορίες, τα καλά και τα κακά. Τα καλά επιλέγουν για σπίτια τους κουφάλες δέντρων ή πηγές και δεν ενοχλούν τους ανθρώπους αλλά τους προσέχουν και τους εξετάζουν σαν ένα αλλόκοσμο είδος γι’ αυτά. Τα κακά τρυπώνουν στον κόσμο των ανθρώπων και διαλέγουν για σπίτια τους κυρίως καμινάδες και συνήθως ανακατεύουν τα πράγματα από τα σπίτια που τα "φιλοξενούν". Και σε μεγάλα λιβάδια ή κοιλάδες μπορείς να βρεις ολόκληρες κοινωνίες ανάμεικτες από διαφορετικά είδη!

Φυσικά, ο μαγικός κόσμος δεν είναι ορατός σε εμάς παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Κι ο εγκέφαλος μας επειδή δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που βλέπει το μεταφράζει διαφορετικά από αυτό που είναι. Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος με ίδιους φυσικούς κανόνες αλλά παράλληλος με τον δικό μας. Για παράδειγμα, αν ένα καλοκαιρινό βράδυ, κάτσεις στο μπαλκόνι ενός σπιτιού στην εξοχή και παρατηρήσεις τη φύση δίπλα σου μπορεί στιγμιαία να αντικρίσεις λίγο από αυτόν τον κόσμο. Αν δεις ένα σμήνος από πυγολαμπίδες που τη μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη όχι τότε έχεις δει απλά τα φώτα από τον μαγικό κόσμο. Αν πάς ένα κρύο πρωινό βόλτα σε βουνό και ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων δεις αχτίδες πιο δυνατές από του ήλιου τότε, θα έχεις γίνει μάρτυρας αυτού του παράλληλου κόσμου. Αν σκύψεις σε μια πηγή σε ένα ξέφωτο να ξεδιψάσεις και ακούσεις χάχανα ή πιάσεις κίνηση με την περιφερειακή σου όραση, να είσαι σίγουρος ότι είσαι περιτριγυρισμένος από αυτά τα υπέροχα πλάσματα. 

  Ο καλύτερος οδηγός που έχουμε γι αυτόν τον κόσμο είναι η διαισθητικότητα και το ένστικτό μας. Όταν αφήνουμε αυτά τα δύο ελεύθερα, ειδικά σε φυσικά τοπία, συνήθως μας οδηγούν στις αόρατες πύλες του μαγικού κόσμου που βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας και δεν το γνωρίζουμε, με πλάσματα έτοιμα να μας επεξεργαστούν και να μας πειράξουν παιδικά και αθώα γιατί κι αυτά σαν κι εμάς έχουν τον φόβο για το άγνωστο.    

     Είπα ήδη πολλά όμως, κι αν αυτά τα υπέροχα πλάσματα ήθελαν να ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτά και τον κόσμο τους θα εμφανιζόταν να μας τα πουν. Για κάποιο λόγο όμως κρύφτηκαν, και πολύ σοβαρό λόγο μάλιστα. Γιατί οι άνθρωποί έπαψαν να έχουν φώς κι αγάπη στην καρδιά τους, το μίσος και το σκοτάδι μεγάλωνε στην ψυχή τους, κι αυτά τα πλάσματα είναι εύθραυστα, και όπως όλοι προικισμένα με εγωισμό. Όσο καλό κι αν μπορούσαν και μπορούν να προσφέρουν, προτιμούν να κρύβονται αφού την αγαπάν τη ζωή τους και δεν θέλουν ανθρώπους στενόμυαλους  που εθελοτυφλούν. Αποφεύγουν συναντήσεις με ανθρώπους  κατακλυσμένους  με φόβο που τους πνίγει και γι’ αυτό καιροφυλακτούν με τσουγκράνες και δαδιά στις αυλές τους και άλλα πολύ επικίνδυνα αντικείμενα…  


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20: Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ


       Η αγέλη μας, είχε αναδιαμορφωθεί εξωτερικά κι εσωτερικά. Ο καθένας πλέον ήταν αντιμέτωπος με αυτό που είχε διαλέξει ο ίδιος να είναι. Στην ζούγκλα του σχολείου, στεκόντουσαν σε γκρίζα ζώνη. Ούτε περιζήτητοι, ούτε περιθωριακοί, απλά οι εαυτοί τους. Τους μιλούσαν, δεν τους μιλούσαν, γι αυτούς ήταν ένα και το αυτό. Είχαν το στέκι τους αλλά δεν ήταν πια οι δέκα μικροί χαμένοι. Τους ήξεραν όλοι με τα ονόματα τους. Ο Χρήστος, η Αθηνά, ο Πέτρος, η Κοραλία, ο Φοίβος, η Δήμητρα, ο Ερμής κι Οδυσσέας, ο Μαρίνος και η Άννα. 

  Ο καθένας αντιμετώπιζε την ιστορία με το περίπτερο διαφορετικά. Δεν μπορούσε κανείς να το δει πια, αλλά στο μυαλό του καθενός το νόημα της ιστορίας είναι διαφορετικό. Ο Χρήστος κι Αθηνά το ένοιωθαν σαν δικαίωση, ο Χρήστος για την μορφή του που επιτέλους του ήταν αρεστή και η Αθηνά για το μυαλό της, που είχε δίκιο όταν σκεφτόταν ότι ο εγκέφαλος είναι το πιο δυνατό σημείο του ανθρώπου κι όχι το κορμί του. Η Κοραλία το αντιμετώπιζε σαν μια αξιόλογη εμπειρία που της έμαθε πως η άγνοια καμιά φορά είναι σοφία. Για τον Φοίβο ήταν λύτρωση, το σκοτάδι είχε αποχωρήσει και γνώριζε πως ήταν γεμάτος φώς. Για την Δήμητρα ήταν μάθημα, να μην αποζητά τα πολλά για να μην χάσει κα τα λίγα, τα σημαντικά, τα δεδομένα. Ο Ερμής κι ο Οδυσσέας αποδέχτηκαν τους εαυτούς τους, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους και φρόντιζαν μεταξύ τους για την εξέλιξη τους. Ο Μαρίνος, διδάχθηκε την πίστη και την ανιδιοτελή αγάπη. Όσο για την Άννα και τον Πέτρο ήταν αλλαγή προς το καλύτερο εξωτερικά.  Εσωτερικά ακόμα προσδοκούσαν την αποδοχή των άλλων. Σιγά σιγά έμαθαν όμως να αποδέχονται  τον εαυτό τους πριν χρειαστεί να το κάνουν οι άλλοι.  

Όλη αυτή η περιπέτεια τους ένωσε ακόμα περισσότερο. Τους έφερε πιο κοντά και τους έκανε όλους λίγο πιο ώριμους, έτοιμους να αντιμετωπίσουν τα διλλήματα της ζωής.  Τους ανέδειξε το καλύτερο μέσα τους και τους ώθησε να γίνουν οι άνθρωποι που έμελλε να γίνουν. Άνθρωποι ξεχωριστοί και μοναδικοί, πιστοί φίλοι. Η μοίρα, η ειμαρμένη, το γραφτό όπως λένε…  Ήταν αλήθεια τελικά, πως τα πρώτα άτομα με τα οποία θα κολλήσεις στις αρχές της σχολικής χρονιάς, αυτά θα είναι που θα σε συντροφεύουν ως το τέλος της. 

  Η άνοιξη είχε έρθει πιο γρήγορα απ' ότι τα παιδιά μας την περίμεναν κι ο καιρός ήταν επιτακτικός για μια σχολική εκδρομή. Κλασσικός προορισμός, το άλσος που βρισκόταν στην άκρη της γειτονιάς. Εφηβικά γέλια και χαρούμενες φωνές ξεχύνονταν στον αέρα κι έκαναν τα δέντρα να ανθίζουν γρηγορότερα. Μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, όλα τα δέντρα που είχαν προσπεράσει, είχαν ανοίξει πανέμορφα πολύχρωμα μπουμπούκια στα κλωνάρια τους. Όταν έφτασαν στο μικρό δασάκι, κατευθείαν όλα τα παιδιά του σχολείου σχημάτισαν τις παρέες τους κι έτρεξαν να παίξουν ποδόσφαιρο ή κρυφτό. Το άλσος ήταν το κατάλληλο μέρος για τέτοια παιχνίδια. Με τεράστιους κήπους γεμάτους ανθισμένα κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλί λουλούδια και θάμνους σχηματισμένους σαν γάτες, σκύλους και δεινόσαυρους. Με ένα γήπεδο μπάσκετ που οι μπασκέτες έγερναν από τον πολύ καιρό που ορθωνόταν εκεί. Ένα τεράστιο αμφιθέατρο με τοιχογραφίες που παρουσίαζαν ανθισμένα δέντρα και παιδιά να παίζουν κάτω από αυτά. Παιδική χαρά με κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες  και κυλικείο που γινόταν το στέκι των καθηγητών κατά τις σχολικές εκδρομές. Η αγέλη μας είχε κάτσει στα παγκάκια που βρισκόταν πέρα από την παιδική χαρά και απολάμβανε τον ζεστό καιρό και την μαγεία της φύσης που έκανε πρεμιέρα δίπλα τους. Χαχάνιζαν και αστειευόντουσαν μεταξύ τους και φαινόταν να ζουν αξέχαστες στιγμές. 

   Σε εκείνα τα παγκάκια, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, υποσχέθηκαν για άλλη μια φορά αλληλοϋποστήριξη, αλληλεγγύη κι αλληλοβοήθεια. Υποσχέθηκαν παντοτινή φιλία ή έστω όσο πιο μακροχρόνια γίνεται. Υποσχέθηκαν να μην αφήσουν ο ένας τον άλλον και να είναι εκεί σε δύσκολα και εύκολα. Αλλά η βασικότερη υπόσχεσή τους ήταν να μείνουν πιστοί στους εαυτούς τους, μια υπόσχεση που δεν χρειαζόταν να ειπωθεί με λόγια αλλά γραφόταν στην ψυχή τους με το μελάνι της νεότητας που είχαν εκείνη τη στιγμή και σφραγιζόταν με το άρωμα των πεύκων και τα βουητά των μελισσών. 

   Η αγέλη μας είχε κερδίσει τον σεβασμό συμμαθητών και καθηγητών. Ήταν αναγνωρίσιμη όχι λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών και αυτό που διαπίστωναν ήταν πως δεν τους ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, δεν τους ενδιέφερε να είναι περιζήτητοι. Η πραγματική ουσία ήταν να είναι οι εαυτοί τους, πιστοί στις ιδέες τους και στους ανθρώπους που αγαπούν και κυρίως, να αγαπούν  τους εαυτούς τους. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19: ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ

 Στο δωμάτιο του μωρού, ενώ αυτό κοιμόταν γαλήνια όπως η μαμά του, μια νεαρή κοπέλα, μια ενήλικη γυναίκα και μια καλοβαλμένη γιαγιά κοιτούσαν αποσβολωμένες δέκα παιδιά που στεκόντουσαν στην πόρτα το ίδιο αποσβολωμένα κι αυτά. Η αγέλη έκανε το πρώτο βήμα και πέρασαν  στο δωμάτιο του μωρού κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Οι τρείς αδερφές τότε, ξαφνιασμένες που τους είχαν πιάσει στα πράσα, με σιρόπια στα χέρια, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους γρήγορα και σχεδόν ακαταλαβίστικα. Η αγέλη μας δεν καταλάβαινε τίποτα! Ρώτησε δειλά ο Ερμής "τι ακριβώς λένε;" και η Αθηνά τον ενημέρωσε πως μιλάνε αρχαία, καθώς έπιανε καμιά λέξη στον αέρα όπως, χείρ, παίς, ύδωρ... Ενώ οι μοίρες μιλούσαν μεταξύ τους, έριχναν που και που και καμιά ματιά στα παιδιά και στο μωρό. 

         Επειδή άκρη δεν θα έβγαινε, ο Χρήστος μάζεψε όλο του το θάρρος σε μια ανάσα και  πήγε μπροστά στις μοίρες και συστήθηκε. Με τη σειρά τους οι μοίρες έκαναν το ίδιο. Η νεαρή κοπέλα ήταν η Κλωθώ, η ενήλικη γυναίκα  η Λάχεσις και η γιαγιά η Άτροπος. Μόλις άκουσαν τις γυναίκες να επιβεβαιώνουν ότι είναι οι τρείς μοίρες, τα παιδιά πήραν ένα ένα σειρά για να συστηθούν και οι υπόλοιποι. Πρώτος πλησίασε ο Πέτρος που πριν μιλήσει καν, οι μοίρες με μια φωνή είπαν πως θυμούνται όλα τα παιδιά τους κι άρχισαν πάλι να φλυαρούν μεταξύ τους. Δυστυχώς για την αγέλη μας, άλλη μια φορά οι μοίρες μιλούσαν αρχαία και δεν καταλάβαιναν γρι!  Ήταν όλοι σίγουροι πως αν ήταν από μια μεριά η κυρία Αναγνώστου, θα τους άφηνε όλους μετεξεταστέους στο μάθημα των αρχαίων. Για άλλη μια φορά ο Χρήστος, που θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του υπεύθυνο, πήγε μπροστά στις μοίρες και σχεδόν μονομιάς ξεφούρνισε "ΕΙΔΑΜΕΤΟΠΕΡΙΠΤΕΡΟΚΑΙΘΕΛΟΥΜΕΝΑΞΑΝΑΛΛΑΞΟΥΜΕ". Οι μοίρες γύρισαν σαστισμένες και κοίταξαν σχολαστικά τον Χρήστο, μετά, άρχισαν να γλιστρούν σαν αερικά στο δωμάτιο, να περιτριγυρίζουν, να μυρίζουν και να παρατηρούν και τα υπόλοιπα παιδιά, ώσπου στάθηκαν τελικά στο κέντρο του δωματίου. Με καθαρή φωνή, συγχρονισμένα και ευτυχώς στα νέα ελληνικά, οι μοίρες περιχαρείς, που έφηβα παιδιά είχαν το κουράγιο  να τις αντιμετωπίσουν, τους έδωσαν ένα δίλημμα. Είτε να κρατήσουν τις αρετές που πήραν στο περίπτερο και να είναι περιζήτητοι στο γυμνάσιο αλλά στην υπόλοιπη τους ζωή να βρίσκονται στην αφάνεια, είτε να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και το γυμνάσιο να είναι χάλια αλλά η υπόλοιπη  ζωή τους να είναι στρωτή και με επιτυχίες. Τους έδωσαν μάλιστα και τρείς μέρες περιθώριο για να το σκεφτούν και  εξαφανίστηκαν σε μια λεπτή ομίχλη, μόνο για να γυρίσουν έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα καθώς είχαν ξεχάσει να μοιράσουν στο μωρό καλούδια. Έδιωξαν την αγέλη, σπρώχνοντάς τους προς την έξοδο. Τα παιδιά οπισθοχώρησαν σαν μεθυσμένη γιορτή. Οι μοίρες έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και άρχισαν να τραγουδούν, να αφήνουν να ρέει αστερόσκονη από τα δάκτυλα τους και να χαρίζουν αρετές στο μωρό φυσώντας στο μουτράκι του ελαφρά με τρυφερότητα και αγάπη. 

       Οι τρείς μέρες που ακολούθησαν ήταν ένα αργό βασανιστήριο για όλους. Όλοι τα ήθελαν όλα, αλλά ήξεραν πως δεν γίνεται. Ο καθένας έκανε διαφορετικές σκέψεις γι' αυτό που ήταν κι αυτό που έγινε. Ο Χρήστος συλλογιζόταν την παλιά του όψη και δεν την σιχαινόταν περισσότερο από αυτή που είχε τώρα.

 Η Αθηνά έβγαζε φωτογραφίες το κορμί της και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά, πάντα ήταν ένα άτομο που δεν το ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση και τώρα κατέληξε εγωκεντρική και ματαιόδοξη. Στην Κοραλία είχε λείψει η προηγούμενη ευτυχία που είχε, αυτή που πήγαινε πακέτο με την άγνοια. Ο Πέτρος απορούσε πού πήγαιναν όλα αυτά που έτρωγε, γιατί ο μεταβολισμός του δούλευε ρολόι και δεν είχε αποφασίσει αν ήθελε να τον χάσει. Η Δήμητρα γέμιζε το γραφείο της γράφοντας  λίστες με θετικά κι αρνητικά για τα νέα της χαρίσματα. Ο Φοίβος βυθιζόταν σε σκοτεινές σκέψεις, πολύ σκοτεινές και καθόλου φυσιολογικές, τόσο σκοτεινές που κι ο ίδιος τρόμαζε με το μυαλό και την ψυχή του. 

         Ένας άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, δεν αποτελείται μόνο από το περιτύλιγμα. Μέσα του κατοικούν η ψυχή και ένας άλλος εαυτός, υποσυνείδητος. Αυτός ο εαυτός, γνωρίζει πότε το άτομο μολύνει την ψυχή του με έπαρση, φθόνο και ματαιοδοξία και τότε, χτυπάει καμπανάκια για να καθαριστεί. Είναι το βαθύτερο κομμάτι που δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το άπειρο και την αρμονία του σύμπαντος, έχει την πραγματική γνώση και την ολοκληρωτική αλήθεια. Αγκαλιάζει στοργικά τον σκοπό του κάθε ανθρώπου και του τον αποκαλύπτει μόνο όταν το άτομο είναι καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδους σκοτεινές σκέψεις.

     Αλλά το φως και το σκοτάδι είναι υποκειμενικά, όπως  το καλό και το κακό. Κάτι που μπορεί να είναι βλαβερό για κάποιον, για έναν άλλον μπορεί να είναι λύτρωση. Ένα άτομο ανήλικο, είτε ενήλικο εάν έχει υπέρμετρο εγωισμό μπορεί πιο εύκολα να ευνουχίσει τα καλά αισθήματα που έχει κι έτσι να σκοτώσει  ένα κομμάτι του εαυτού του και της ψυχής του. Είναι ένα άτομο, ανολοκλήρωτο, μισό, και έτσι συμπεριφέρεται στον εαυτό του αλλά και στις επαφές του με τον κόσμο. Η ψυχή του παγωμένη πλέον, υπακούει τυφλά στα θέλω του εγωισμού. Ώσπου τελικά, η ψυχή κρύβεται για να σώσει ότι μπορεί και το μυαλό σιωπά. 

   Το περιθώριο των τριών ημερών πέρασε, για άλλη μια φορά η αγέλη μαζεύτηκε στο παιδικό δωμάτιο που πρωτοσυνάντησε τις τρεις μοίρες. Η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα τεταμένη μεταξύ τους και κυριαρχούσε στον αέρα μια αμηχανία. Κανείς δεν συζητούσε τις αποφάσεις που είχε πάρει με τον άλλον. Οι τρείς αδερφές άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών. Ο Χρήστος, η Αθηνά, η Κοραλία, ο Φοίβος, ο Οδυσσέας, ο Ερμής, η Δήμητρα κι ο Μαρίνος αποφάσισαν να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και οι μοίρες χάρηκαν τόσο που ξεφώνιζαν "εύγε", άλλωστε τα παιδιά αυτά θα άλλαζαν σε αυτό που προοριζόταν να γίνουν. Ο Πέτρος και η Άννα αποφάσισαν να μείνουν ίδιοι και να μη γυρίσουν στους παλιούς τους εαυτούς. Η υπόλοιπη αγέλη εμφανώς σοκαρισμένη προσπαθούσε να τους μεταπείσει, ενώ οι μοίρες αν και ενοχλημένες από την απόφαση των δύο παιδιών, δεν παρενέβησαν διότι σεβόντουσαν την ελεύθερη βούλησή τους. Ο Πέτρος εξήγησε πως δεν ήθελε να αλλάξει, δεν του άρεσε η προηγούμενη μορφή του ενώ έτσι όπως ήταν τώρα γινόταν αποδεκτός από τον πατέρα του. Η Άννα ήθελε να παραμείνει εξωτερικά όμορφη, για να μην νοιώθει λιγότερη δίπλα στον Μαρίνο, που παρά την απιστία του, αυτή τον συγχώρησε και τον είχε δεχτεί πάλι δίπλα της. Όσο για το μέλλον, δεν τη  φόβιζε γιατί ήξερε πως θα αντιμετωπίσει ότι βρεθεί στο δρόμο της μαζί με τον καλό της.

  Αφού άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών, οι μοίρες τα έστειλαν για ύπνο ώστε να ολοκληρώσουν το έργο τους το ίδιο βράδυ κιόλας. Δίκαιες και καλές, έδωσαν στα παιδιά ό,τι ζήτησαν και σεβάστηκαν τις επιθυμίες όλων, βάζοντας στην άκρη τις προσωπικές τους αντιρρήσεις. Άλλωστε, γι αυτό υπάρχει η ελεύθερη βούληση και ήταν κάτι που οι μοίρες, γνωρίζοντας τον κόσμο χιλιετηρίδες τώρα, το σεβόντουσαν ως θεϊκό δώρο.

    Το Γυμνάσιό μας, δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο σε όλα τα χρόνια που στεκόταν αγέρωχο στα θεμέλια του. Ως τώρα, κανένα από τα παιδιά που είδε να μπαίνουν στο περίπτερο, δεν προσπάθησε να ξανά αλλάξει. Και να τώρα, που θα έχει να διηγείται μια άλλη ιστορία, για δέκα παιδιά που επισκέφθηκαν το περίπτερο, άλλαξαν όλα και έπειτα τα οκτώ  άλλαξαν πάλι  σε αυτό που ήταν πριν. Σκέτο μπέρδεμα! Από την περιπέτεια που πέρασαν όμως αυτά τα παιδιά, διέκρινε και κάτι άλλο. Διέκρινε δέκα παιδιά με ισχυρή θέληση και αγάπη μέσα τους. Μια φιλία που σχηματιζόταν δυνατή σαν ατσάλι και σμιλεμένη σωστά για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Τέλος, αυτό που διέκρινε περισσότερο ήταν σεβασμός. Ένας σεβασμός που είχαν αναπτύξει όχι μόνο ο ένας για τον άλλον  αλλά και για τον εαυτό τους και για τον κόσμο γύρω τους.    


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: ΤΑ "ΥΛΙΚΑ"

 


        Το σχέδιο στο οποίο κατέληξε η αγέλη μας ήταν το εξής: θα γλυκαίνανε τις μοίρες. Φοβόντουσαν πολύ για να παίξουν τον πίνακα των φαντασμάτων. Για καλή τους τύχη, η αδερφή της Δήμητρας, η Ηρώ, ήταν έγκυος, οπότε, θα έπρεπε απλά να περιμένουν την γέννηση του μωρού  ώστε να δελεάσουν με γλυκά  τις μοίρες, στο δωμάτιο του νέου μέλους της οικογένειας. Διάλεξαν  το γλυκό τριαντάφυλλο, φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της Αθηνάς, τρία όμορφα πιατάκια από το γάμο της Ηρώς που βρισκόταν ήδη στο σπίτι, τρία ποτήρια κολονάτα για νερό και τρία για κρασί, το οποίο θα έφερνε ο Φοίβος. 

      Έπρεπε όμως να περιμένουν την γέννηση του μωρού, που δεν αργούσε και πολύ καθώς η κοιλιά της Ηρώς ήταν ήδη τουμπανιασμένη και έτοιμη να σκάσει για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Η αγέλη μας περίμενε καρτερικά το χαρμόσυνο γεγονός που θα γινόταν ακόμα πιο υπέροχο μόλις συναντούσαν τις μοίρες κι άλλαζαν στους παλιούς τους εαυτούς που τόσο είχαν υποτιμήσει. Η υπομονή είναι μεγάλη αρετή και ευτυχώς για την ξανά-ενωμένη αγέλη μας, ο ένας στήριζε τον άλλον σε αυτή την δίνη της αδημονίας. 

     Έπειτα από μια βδομάδα, έσπασαν τα νερά. Το μωρό θα ερχόταν σύντομα. Η Δήμητρα κάλεσε την κλίκα να είναι σε ετοιμότητα, με τα "υλικά" επ' ώμου και η ίδια,  ακολούθησε την οικογένεια της στο μαιευτήριο, σαν πρόσκοπος σε ετοιμότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι το θαύμα της ζωής είναι τόσο επώδυνο για την νέα μητέρα  ή ότι τα ουρλιαχτά της αδερφής της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα διάδρομο και μια κλειστή πόρτα. 

   Ο τοκετός κράτησε αρκετές ώρες, παραπάνω από ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Η Δήμητρα είχε λαγοκοιμηθεί σε μια από τις πλαστικές καρέκλες που ήταν βιδωμένες στον τοίχο, ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατα του πατέρα της. Άνοιξε τα μάτια της από έναν οξύ ήχο που ερχόταν από το δωμάτιο τοκετού, ήταν κλάμα. Κλάμα νεογέννητου. Τινάχτηκε στην καρέκλα της σαν ελατήριο και με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τριγύρω σαν να ήθελε κάποιος να της επιβεβαιώσει πως αυτό που άκουγε ήταν το κλάμα του ανηψιού της. Ένα ανήψι που δεν είχε δει και δεν καταλάβαινε πώς γίνεται αφού δεν το έχει δει, να νοιώθει τόση αγάπη γι΄αυτό. Να νοιώθει πως πρέπει να τρέξει να το προστατέψει, να το αγκαλιάσει και να το καθησυχάσει. Να σταματήσει να κλαίει, τα παιδιά δεν πρέπει να κλαίνε, πρέπει να είναι ευτυχισμένα… 

   Το εξιτήριο δεν θα αργούσε κι αυτό να έρθει. Μητέρα και μωρό έχαιραν άκρας υγείας και σύντομα θα πήγαιναν σπίτι. Η αγέλη μας είχε επισκεφθεί το νέο μέλος στο νοσοκομείο, νωρίς το πρωί την επόμενη της γέννησης του. Το κοιτούσαν όλοι αποχαυνωμένοι μπροστά απ' το τζάμι, να κοιμάται σε μια αίθουσα που φιλοξενούσε όλα τα νεογέννητα του νοσοκομείου. Ρίγη δέους τους διαπερνούσαν μπροστά στην νέα ζωή. Μαζί με την Δήμητρα, όλη η αγέλη, ζήτησε της Ηρούς να ετοιμάσουν το δωμάτιο του μωρού για το καλωσόρισμα του στο σπίτι και αυτή με τη σειρά της δέχθηκε μετά χαράς. Φαινόταν τόσο κουρασμένη αλλά έλαμπε, πανευτυχής και μόλις τα παιδιά πρόσφεραν τη βοήθεια τους έλαμψε μαζί της ολόκληρο το δωμάτιο. Ήταν πολύ περήφανη για την μικρή της αδερφή και την παρέα της. 

      Η αγέλη, μόλις έφτασε στο σπίτι άρχισε να καταπιάνεται με τις ετοιμασίες του δωματίου. Έβαλαν ένα όμορφο κεντητό τραπεζομάντηλο επάνω στην συρταριέρα και τοποθέτησαν τα ποτήρια με το νερό και τα ποτήρια με το κρασί. Μοίρασαν ολόκληρο το γλυκό τριαντάφυλλο, ισόποσα στα τρία πιατάκια και τύλιξαν τρία κουταλάκια όμορφα σε χαρτοπετσέτες, τις οποίες άφησαν δίπλα στα γλυκά. Το ίδιο απόγευμα ήρθαν στο σπίτι η λεχώνα με το μωρό, το οποίο  έβαλαν κατευθείαν στην κούνια του. Έκατσαν για λίγο όλοι μαζί στο σαλόνι και συζητούσαν για διάφορα ώσπου η Ηρώ, βυθίστηκε σε ένα γαλήνιο ύπνο. 

        Μόλις είδαν την Ηρώ να κοιμάται, τα παιδιά σηκώθηκαν και περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, κατευθύνθηκαν στο παιδικό δωμάτιο. Πέρασαν τον διάδρομο σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον και προσπαθώντας να μην ακουστεί κιχ! Έφτασαν μπροστά στην πόρτα του παιδικού δωματίου. Ξαφνιάστηκαν που είδαν την πόρτα κλειστή και η Δήμητρα άπλωσε επιφυλακτικά το χέρι της στο πόμολο για να την ανοίξει. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε γύρω της, τους φίλους της, για να πάρει δύναμη και να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί το άγνωστο. Με το χέρι της Δήμητρας στο μάνταλο και της καρδιές όλων στο στόμα, άκουσαν μέσα στο δωμάτιο τα ποτήρια να τσουγκρίζουν. Ο φόβος για την ακεραιότητα του μωρού ήταν μεγαλύτερος από τον φόβο του αγνώστου. Η Δήμητρα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τα παιδιά αντίκρισαν τις τρείς μοίρες να δοκιμάζουν το κρασί. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ

 Τα πρώτα συγγνώμη στην αγέλη ξεστομίστηκαν από τον Φοίβο και την Δήμητρα. Πραγματικά συγγνώμη, που πήγαζαν από την μετάνοια που ένοιωθαν να καίει την ψυχή τους και την συγχώρεση ως μοναδική λύτρωση. Η οποία, βέβαια, δεν άργησε να έρθει μαζί  με τις υπόλοιπες ειλικρινείς συγγνώμες από τα άλλα μέλη της αγέλης. Όλοι μετάνιωσαν και όλοι συγχώρεσαν. Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι με πριν αλλά η καρδιά τους ήταν ακόμα καθαρή και έτσι έπρεπε να έχουν και την συνείδηση τους. Καθαρή και φωτεινή. 

       Ολοένα  καταλάβαιναν πόσο πιο όμορφη και απλή ήταν η ζωή τους πριν αλλάξουν. Άρχισαν να εκτιμούν τα μικρά αλλά σημαντικά πράγματα όπως η ηρεμία του μυαλού και η γαλήνη της ψυχής. Όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Όλη η βαβούρα που δημιουργούσαν τα περιζήτητα παιδιά για το "ποια είναι πιο όμορφη" ή ¨ποιος έχει τα μεγαλύτερα μπράτσα" εξαφανίστηκαν μόλις η αγέλη μας απομακρύνθηκε και κατάλαβε την σαχλότητα και την ελαφρότητα της επιφανειακής προσέγγισης των πραγμάτων.  Πριν, τουλάχιστον εκτιμούσαν τους εαυτούς τους για αυτό που ήταν, όχι για αυτό που φαινόταν παρά την περιθωριοποίηση από τους συμμαθητές και τους καθηγητές τους. Ήταν τόσο καλοί οι πραγματικοί τους εαυτοί που ακόμα και σαν περιθωριακοί κατάφεραν να ακούγονται στον κόσμο των περιζήτητων και ας ήταν οι "δέκα μικροί χαμένοι". Είχαν ακόμα και το δικό τους στέκι, το τσιμεντένιο παγκάκι στο τέλος της αυλής, απέναντι από το περίπτερο.       

          Η αναφορά στο στέκι, έκανε την αγέλη μας να επαναπατριστεί στον χώρο της αυλής και να ενωθεί για άλλη μια φορά, πιο δυνατή από πριν. Πλέον, τα περιζήτητα παιδιά δεν τους άγγιζαν, είχαν όλοι τους φτάσει σε άλλο επίπεδο. Άκουγαν τους ψίθυρους γύρω τους να εξαπλώνονται, να αιωρούνται και να εξαϋλώνονται όταν άλλαξαν θέσεις και επέστρεψαν στα παλιά τους θρανία, με τους παλιούς τους διπλανούς. Η αγέλη μας δεν έδινε πια σημασία. Αυτό που τους έτρωγε το είναι, ήταν ότι δεν μπορούσαν να δούνε πια το περίπτερο. Περνούσαν μάταια τα διαλείμματά τους κοιτώντας το κενό.

           Στις εβδομάδες που είχαν περάσει, όταν είχαν χωριστεί σε στρατόπεδα, η αγέλη μας δεν αναλωνόταν μόνο στις φάρσες και στα καψόνια. Στον προσωπικό τους χρόνο έκαναν λίγο ψάξιμο για αυτό που είχαν πάθει. Για το περίπτερο. Στο στέκι, λοιπόν, ακούστηκαν διάφορες τρελές θεωρίες όταν το συζήτησαν όλοι μαζί. Η Αθηνά είχε διαβάσει για σκουληκότρυπες κι απέραντα παράλληλα σύμπαντα, αλλά συνήθως δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί οπότε  αποκλείστηκε αυτή η θεωρία. Ο Οδυσσέας άκουσε έναν αστικό μύθο για το περίπτερο από τον παππού του, πως υπήρχαν, λέει,  κι άλλοι που το είχαν δει πριν από αυτούς και ότι ήταν μαγεμένο από τις μοίρες και  όποιος το είδε τα πήγε περίφημα στη ζωή του αλλά υπήρχε τίμημα στις ζωές αυτών που αγαπούσαν. Κάτι ανάλογο είχε ακούσει κι ο Πέτρος από τον πατέρα του. Δήθεν, πως το περίπτερο το μάγεψαν οι μοίρες και πως όποιος το έβλεπε δεν είχε πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει. Ο Ερμής άρχισε να μιλά για ταξίδια στον χρόνο αλλά πολύ γρήγορα σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τις αλλαγές. Ο πατριός της Κοραλίας, επίσης ανέφερε τις μοίρες σε μια τρομακτική ιστορία αλλά δεν θυμόταν σε ποια. Επειδή όμως ένα ίσον κανένα και άνω του ενός δεν είναι σύμπτωση και καθώς συμπτώσεις δεν υπάρχουν, το συμπέρασμα ήταν ένα: Πολύ μεγάλη σύμπτωση για να είναι όντως σύμπτωση.

         Ήθελαν την παλιά τους καθημερινότητα πίσω και αφού το ήθελαν έπρεπε να βρουν μερικές απαντήσεις για τις μοίρες ή τις ίδιες τις μοίρες. Άρχισαν με εγκυκλοπαίδειες και λήμματα και γρήγορα εμβάθυναν σε αρχαία κείμενα του Ησιόδου και λαϊκές παραδόσεις από όλη την χώρα. Βρήκαν κάποια ενδιαφέροντα θέματα, κάποια τρομακτικά και κάποια εντελώς ανόητα. Στα ενδιαφέροντα θέματα ανήκε η κοινή λαϊκή δοξασία πως οι μοίρες έρχονται στην γέννηση κάθε παιδιού για να του μοιράσουν τα αγαθά τους, αλλά σε κάθε περιοχή η μέρα της επίσκεψης άλλαζε. Αλλού έλεγαν την πρώτη νύκτα, αλλού την τρίτη κι αλλού την έβδομη. Επίσης,  σε αυτή την δοξασία αναφερόταν  πως μπορούσες ακόμα και να δελεάσεις τις μοίρες κυρίως με γλυκό του κουταλιού, με φαγητό ή κρασί που θα ήταν αφημένο περιποιημένα σε ένα τραπεζάκι στο δωμάτιο του μωρού. Στα τρομακτικά θέματα ανήκαν οι διάφορες επικλήσεις με διάφορα μέσα, με πιο διαδεδομένη αυτή του πίνακα των φαντασμάτων. Στην ουσία ήταν ένας πίνακας με γραμμένη κυκλικά την αλφάβητο, ένα "ναι", ένα "όχι" και ένα "αντίο" ενώ χρειαζόταν και ένα ποτήρι που θα άγγιζαν όλοι για να καλέσουν αυτό που θέλουν. Το τρομακτικό, ήταν η αμφιβολία πως αν αυτό που θα καλούσαν, θα ήταν ίδιο με αυτό που θα απαντούσε.  Ως εντελώς ανόητα θεώρησαν κάποιες μυθοπλασίες όπως τα τζίνι με τις τρείς ευχές, τα πηγάδια που απαντούν και τις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με το είδωλο σου μπροστά σ' έναν καθρέφτη. 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙΙΙ

 


          Ο μικρός Οδυσσέας έπειτα από τις αγκαλιές και τα φιλιά των γονιών του, έκατσε στο τραπέζι με τον πατέρα του. "Τρείς μέρες;" ρώτησε και ο πατέρας του αποκρίθηκε θετικά με ένα νεύμα του κεφαλιού του. "Μα πώς..." σκέφτηκε ο μικρός. Η μητέρα του άφησε ένα πιάτο με πατάτες γιαχνί μπροστά του, του χάιδεψε τα μαλλιά και έκατσε απέναντι του, δίπλα στον άντρα της. "Πού ήσουν;" ρώτησε ο πατέρας αφήνοντας μια βαθιά ανάσα να βγει από τα πνευμόνια του. Ο Οδυσσέας σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε με βλέμμα που δήλωνε τύψεις και δειλά ψέλλισε "βόλτα" παίρνοντας τα μάτια του από πάνω τους και στερεώνοντάς τα ενοχικά στις παλάμες του. "Καλά", απάντησε ο πατέρας του "φάε τώρα και άντε να ξεκουραστείς". Ο μικρός, μετά το φαγητό, πήγε και ξάπλωσε όπως του υπέδειξαν οι γονείς του, ενώ αυτοί στεκόντουσαν και τον παρατηρούσαν στο κρεβάτι του. Πόσο είχε ψηλώσει και πώς το πρόσωπό του έμοιαζε διαφορετικό! Η μητέρα ανησυχούσε κι έτσι για καλό και για κακό είπε στον άντρα της το επόμενο πρωί, πριν ο Οδυσσέας πάει στο σχολείο, να έρθει ο γιατρός να τον εξετάσει. Ο πατέρας συμφώνησε και μάλιστα υποσχέθηκε πως στον δρόμο  για την εργασία του, θα σταματούσε από το ιατρείο να φωνάξει τον γιατρό για κατ' οίκον εξέταση.

Την επόμενη μέρα, η μητέρα ξύπνησε τον Οδυσσέα πολύ νωρίς. Τον σήκωσε και τον έστειλε να πλυθεί και να καθαριστεί γιατί στην κουζίνα τον περίμενε ο γιατρός. Γεμάτος απορία σηκώθηκε, πλύθηκε, καθαρίστηκε και πήγε στην κουζίνα να πει στον γιατρό πως αισθάνεται μια χαρά και πως η παρουσία του τον προβλημάτιζε. Από την χαραμάδα της μισάνοιχτης  πόρτας είδε τη μητέρα του να ευχαριστεί τον γιατρό ενώ κάτι πάνινες τσάντες ήταν τοποθετημένες πάνω στο τραπέζι. Ο γιατρός πρόσεξε τον μικρό να κοντοστέκεται στην πόρτα και τον προσκάλεσε μέσα. Όταν έφτασε αρκετά κοντά του, ο γιατρός τον άρπαξε από τις μασχάλες και τον κάθισε επάνω στο τραπέζι δίπλα στις τσάντες. Έβγαλε ένα μικρό σφυράκι από την δερμάτινη καφέ του τσάντα και άρχισε να χτυπά ελαφρά γόνατα κι αγκώνες. Έπειτα, έβγαλε ένα ξυλάκι και του ζήτησε να ανοίξει το στόμα του. Όσο ο γιατρός εξέταζε στόμα, αυτιά και μύτες η μητέρα κοιτούσε με αγωνία και από μέσα της προσευχόταν για την υγεία του παιδιού της. Μόλις τελείωσε ο γιατρός έδωσε στον μικρό ένα γλειφιτζούρι και τον έστειλε στο δωμάτιο με τις τσάντες που ήταν δίπλα του, να τις ανοίξει και να φορέσει ότι τραβάει η ψυχή του. Ο Οδυσσέας θαμπώθηκε από το περιεχόμενο, ήταν όλα ρούχα, πανάκριβα και ολοκαίνουργια. Αναρωτιόταν καθώς ντυνόταν, πού τα βρήκε όλα αυτά τα ρούχα ο γιατρός και γιατί τα έφερε σε αυτόν. Αργότερα η μητέρα του ξεπροβοδίζοντάς τον για το σχολείο, του εξήγησε πως αυτά τα ρούχα τα έδωσε κάποια πλούσια οικογένεια στον γιατρό για να τα χαρίσει σε κάποια άλλη. Αυτό που του έκρυψε ήταν πως το παιδάκι απ' όπου ερχόταν αυτά τα ρούχα δυστυχώς δεν ήταν σε θέση να τα φορέσει πια.

  Η επιστροφή του στο σχολείο ήταν περίεργη για όλους ακόμα και για τον ίδιο. Τα καψόνια σταμάτησαν από την πρώτη μέρα κι αυτοί που του φερόταν άσχημα άρχισαν να του μιλούν και να τον συμβουλεύονται. Οι καθηγητές του έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή και τον εγκωμίαζαν ό,τι κι αν έκανε. Τα κορίτσια περνούσαν από μπροστά του, τον κοιτούσαν, κοκκίνιζαν και χαχάνιζαν. 

Κάθε φορά όμως που πήγαινε να πλησιάσει τους φίλους του, τους ίδιους φίλους που πριν μια εβδομάδα έπαιζαν όλοι μαζί, αυτοί τον απέφευγαν με μισόλογα. Έτσι, άρχισε να κάνει παρέα με τα πλουσιόπαιδα και τους προνομιούχους. Σε λίγες εβδομάδες κιόλας είχε σχεδόν ξεχάσει την προηγούμενη μιζέρια του και είχε αναγεννηθεί σαν φοίνικας. Δεν του  επιτέθηκαν ξανά και δεν  έμεινε ποτέ ξανά νηστικός εξαιτίας κάποιου άλλου συμμαθητή του. Τα υπόλοιπα γυμνασιακά του χρόνια εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Αλλά μόνο τα γυμνασιακά χρόνια...

Ο μικρός Οδυσσέας μεγάλωσε κι έγινε άντρας. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο όμως, δεν έπεσε στα μαλακά. Η οικονομία της χώρας ήταν στον πάτο, γύρω του υπήρχαν άνθρωποι δίχως σπίτι και παντού πείνα και πόνος. Η ζωή του ξεκίνησε μεροδούλι, μεροφάι. Τουλάχιστον αυτός, δεν πήγε στον πόλεμο όπως τα αδέρφια του. Μια ανοιξιάτικη μέρα, έκανε μερεμέτια στο σπίτι μιας οικογένειας που είχε μια κόρη. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και μετά από ένα μήνα, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να ζητήσει το χέρι της καλής του. Ο έγγαμος βίος μπορεί να μην είχε υλικό πλούτο αλλά το νεαρό ζευγάρι είχε όλη την ευτυχία που χρειαζόταν.

Αυτή την ευτυχία γρήγορα την συμπλήρωσε ένα παιδί. Ένας γιός που παίδεψε τη μάνα του εννιά μήνες στη κοιλιά κι άλλες δεκαοχτώ ώρες τη μαμή. Φυσικά η γέννα έγινε στο σπίτι με τον Οδυσσέα να βηματίζει πάνω κάτω έξω από την πόρτα και με κάθε αγκομαχητό οδύνης της όμορφης γυναίκας του να του κόβονται ήπατα και γόνατα μαζί. Όταν άκουσε το πρώτο κλάμα του γιού του βάλθηκε να κλαίει κι αυτός σαν μωρό. Η μαμή τον έβαλε στο δωμάτιο και στο κρεβάτι αντίκρισε τη γυναίκα του εξαντλημένη, να μισογελάει και να μισοκλαίει και στα χέρια της να κρατά ένα τόσο δα πλασματάκι. Ένα ροζ μωράκι τυλιγμένο σε μια λευκή κουβερτούλα, που ούτε τα ματάκια του δεν είχε ανοίξει ακόμα καλά. Ο Οδυσσέας έσκυψε πάνω από τη γυναίκα του και την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο, έπειτα έσκυψε και φίλησε το κεφαλάκι του γιού του. Έμεινε δίπλα τους όλο το βράδυ. 

Τον είχε πάρει ο ύπνος όταν άρχισε να ακούει ψιθύρους και μουρμουρητά. Άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε επάνω με αυτό που είδε. Τρείς γυναίκες, μια νέα, μια μεσήλικη και μια γιαγιά πάνω από το παιδί του. Το αστείο ήταν πως δεν τρόμαξε, ήταν τρείς άγνωστες πάνω από τον γιό το κι αυτός τις κοιτούσε σαν να ήταν παλιές φίλες της μαμάς του. Οι γυναίκες τον κοιτούσαν κι αυτές και τότε του ήρθε σαν αναλαμπή, το περίπτερο. Έκατσε ήσυχα πάλι πίσω στη θέση του πάντα κοιτώντας της γυναίκες και ευχόμενος για τον γιό του να μην χρειαστεί να ζήσει αυτά που έζησε κι αυτός. Οι τρείς γυναίκες σαν να άκουγαν τις σκέψεις του, κουνούσαν τον κεφάλι τους και συμφωνούσαν. Ο Οδυσσέας ξανά κοιμήθηκε γρήγορα και οι γυναίκες έμειναν εκεί να μοιράζουν στον γιό του ομορφιά, ευγλωττία, εξυπνάδα, αυτοπεποίθηση, ηθική και μέτρο. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

 


            Πολλά χρόνια πριν, γύρω στο 1939 με 1940 που δεν είναι και τόσο μακρινό, τρεις αδερφές, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος, οι μοίρες,  έπρεπε να κρυφτούν όπως και τα περισσότερα μαγικά πλάσματα.  Πριν κρυφτούν, αποφάσισαν να στήσουν ένα παιχνίδι για όλα τα παιδιά, που αγαπούσαν τόσο. Το "παιχνίδι" ήταν στην ουσία ένα περίπτερο γεμάτο χαρίσματα που  επέτρεπε μετά την είσοδο σε αυτό να αλλάξει κανείς αρετές. Αυτό το περίπτερο το έχτισαν για τα παιδιά που ζούσαν στο περιθώριο ή που τα έσπρωχναν εκεί οι συνομήλικοι τους. Έτσι, αυτά τα παιδιά, οι περιθωριακοί, θα μπορούσαν, επισκεπτόμενοι το περίπτερο να αλλάξουν τις αρετές τους με αυτές που ένοιωθαν πως τους έλειπαν.  Δίχως όμως οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν, παρά μόνο μετά την έξοδο τους από αυτό. Η αλλαγή θα γινόταν μαγικά, δηλαδή το περίπτερο θα διαισθανόταν το παιδί και θα αφουγκραζόταν τον εσωτερικό του κόσμο κι έτσι, όση ώρα ήταν εντός του, θα του χάριζε της αρετές που άκουγε από την ψυχή του παιδιού να ποθεί.  

          Οι μοίρες δέθηκαν με το περίπτερο μόλις το έχτισαν, με μαγική ενσυναίσθηση για να καταλαβαίνουν πότε ένα παιδί αλλάζει. Αλλά δεν μπορούσαν να ελέγχουν όλα τα παιδιά που έμπαιναν στο περίπτερο ή να παρεμβαίνουν ενεργά και άμεσα στις ζωές των ανθρώπων αν κάτι πήγαινε στραβά, έτσι, έπρεπε να βρουν κάτι ή κάποιον για να επικοινωνεί μαζί τους αν τα πράγματα πήγαιναν πολύ, πολύ άσχημα. Απέναντι από το περίπτερο, υπήρχε ένα σχολείο. "Τι καλύτερο" σκέφτηκαν οι τρείς αδερφές,  "από ένα σχολείο να προσέχει όλα τα παιδιά του".  

 Χάρισαν στο σχολείο αγάπη και σοφία, υπομονή και γερούς τοίχους  που όσο και να ξεφλούδιζαν από τα πολλά χέρια βαψίματος θα στεκόταν ακέραιοι, φωνή που ερχόταν μέσα από τους σκουριασμένους σωλήνες του και τα τριξίματα στις ξύλινες πόρτες, και το ζωντάνεψαν. Το Γυμνάσιό μας ήταν καλό και πρόσχαρο και κυρίως, ολοζώντανο. Ένοιωθε, άκουγε κι έβλεπε. Σκεφτόταν και επικοινωνούσε. Δονούταν όταν ήταν χαρούμενο, βριχόταν στις αδικίες  και έτρεμε όταν φοβόταν για τα παιδιά του!  Όταν οι μοίρες του ανακοίνωσαν την αποστολή του, το Γυμνάσιό μας επισήμανε, πως αν και ζωντανό πλέον, δεν ήταν  παρά  ένα τσιμεντένιο κτίριο και ως τέτοιο, δεν ήταν πολύ ευέλικτο και ευκίνητο. Οι μοίρες, αντιλαμβανόμενες ότι το Γυμνάσιό μας δεν μπορούσε να εκτελέσει την αποστολή, το άφησαν να ζήσει και του προσέφεραν την θεϊκή προστασία που είχαν όλα τα πλάσματα με ψυχή. Μάγεψαν την αυλή του για να μην την μικρύνει ποτέ κανείς και του έδωσαν νέα αποστολή, να προσέχει και να αγαπά όλα τα παιδιά του, μια αποστολή που ακολουθούσε πάντα πιστά.

            Έπειτα,  έθεσαν κάποια παραπάνω κριτήρια για τα παιδιά που θα μπορούσαν να μπουν  στο περίπτερο τους και να ζήσουν τη μαγεία του. Τα κριτήρια ήταν απλά, θα έπρεπε το παιδί να έχει αγνή ψυχή και καθαρή συνείδηση, να είναι σίγουρο για τον εαυτό του, να γνωρίζει την αγάπη και να πιστεύει στο απίστευτο, στο απίθανο και στο μαγικό.

 Είχαν όμως και μια τεράστια ανησυχία. Δεν θα ήταν εύκολο για έναν ενήλικα, πόσο μάλλον για ένα παιδί, να αλλάξει τις αρετές του, να συμμορφωθεί στις νέες και να εξελιχθεί σε καλύτερο άνθρωπο βαδίζοντας με εντελώς νέα δεδομένα. Ο ψυχικός κόσμος και η λογική μπορεί να κλονιστούν  και να υπάρξει χάσμα. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μιαστεί το άτομο με άσχημες και σκοτεινές σκέψεις. Να παρασυρθεί σαν άλλη Πανδώρα και να ανοίξει το κουτί με τα δεινά για τον εαυτό του.  Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, οι μοίρες καταλάβαιναν πως ήταν πολλά τα προβλήματα που προέκυπταν. Περισσότερο δε, για ένα παιδί  που έπρεπε να δεχθεί και να εξελίξει  νέες αρετές, χάρες και δεξιότητες, ειδικά στην εφηβεία του και σε μειονεκτική θέση, παραγκωνισμένο από τους συνομηλίκους του. Έκαναν λοιπόν μια νέα σύσκεψη. 

        Τρία μερόνυχτα κράτησε αυτή η σύσκεψη, λέγαν και ξε-λέγαν, γράφαν και ξε-γράφαν, ώσπου κατάλαβαν τι έπρεπε να κάνουν αν ήθελαν το περίπτερό τους, στον κόσμο των ανθρώπων. Έπρεπε να το καμουφλάρουν. Στην αρχή, του έριξαν έναν αόρατο μανδύα που  το έκανε ορατό μόνο σε όσους το είχαν πραγματικά ανάγκη.  Αυτό ήταν κάτι απλό στον κόσμο τους, κάτι που έκαναν σχεδόν όλα τα μαγικά πλάσματα με τα μαγεμένα  αντικείμενα  που άφηναν στον κόσμο των ανθρώπων. Ήθελαν κάτι πιο πρωτοποριακό και μοναδικό. Το έκαναν λοιπόν σβούρα! Σε όλα τα παιδιά αρέσουν οι σβούρες και γενικά τα παιχνίδια που γυρίζουν. Το έκαναν λοιπόν να σβουρίζει γύρω από τον άξονα του, τόσο γρήγορα, που το έκανε σχεδόν αόρατο. Θα σταματούσε να γυρνά, μόνο στα μάτια όσων πραγματικά πίστευαν πως κάτι υπάρχει πέρα από αυτό που βλέπουν. Σαν αποτέλεσμα αυτού του καμουφλάζ, έθεσαν και ένα νέο και τελευταίο κριτήριο, το παιδί θα πρέπει να είναι σίγουρο γι' αυτό που βλέπει. 

      Το περίπτερο ήταν ένα παιχνίδι δεύτερης ευκαιρίας των τριών αδερφών γιατί οι μοίρες ήταν θεϊκά πλάσματα, οπότε σπάνια έκαναν λάθη όταν μοίραζαν τα καλούδια τους στα νεοφερμένα στον κόσμο παιδιά, και με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να τους δώσουν το προνόμιο της αμφιβολίας. Γνώριζαν πως τα πραγματικά εφόδια για την ζωή δεν είναι αυτά που σε διευκολύνουν, όπως η εξωτερική ομορφιά, είναι αυτά που σε εξελίσσουν σαν άνθρωπο, όπως η υπομονή. Έτσι, φρόντιζαν σε κανένα παιδί να μην  λείψει κάτι στη ζωή του, για παράδειγμα αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά ήταν για λιγότερο κανάκεμα, του χάριζαν μυαλό για την νομική της Οξφόρδης ή αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά, αντιθέτως, ήταν για πολύ κανάκεμα, του χάριζαν ταπεινοφροσύνη όμοια με του Ιησού. Καμιά φορά, μεγαλώνοντας ένα παιδί, ξεφεύγει, αλλά στην πορεία παίρνει το μάθημά του και βρίσκει την πραγματική του αλήθεια και τον πραγματικό του εαυτό. Άλλωστε, οι μοίρες έχουν μελετήσει για τα μελλούμενα πολύ καιρό πριν και γνωρίζουν τα μονοπάτια της ζωής και τις επιλογές που θέτουν στους ανθρώπους πάνω σε αυτά, χωρίς ποτέ όμως να επεμβαίνουν στην ελεύθερη βούληση τους. Γι' αυτό και μεριμνούν να εφοδιάζουν σωστά τους ανθρώπους  για κάθε μονοπάτι που κάποιος θα διαλέξει να βαδίσει στην ζωή του.   


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ