Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VI

 Ο μπαρμπαΓιώργης είχε κι ένα γιο, ένα στερνοπούλι. Παραχαϊδεμένος και κανακεμένος όσο κανένα από τα πέντε του παιδιά.

Και τεμπέλαρος! Στα είκοσί  του χρόνια δεν είχε πατήσει ούτε μια φορά στο μαντρί.

Μετά από πολλή πίεση και πολλά ζόρια, ένα πρωινό, εμφανίστηκε αργοπορημένος στο μαντρί να βοηθήσει και καλά τον πατέρα του στο άρμεγμα.

Εκεί βρισκόταν ο μπαρμπαΓιώργης με τον εγγονό του από την μεγάλη του την κόρη ο οποίος όταν δεν είχε ζαβολιές να κάνει ακολουθούσε τον παππού του. 

Το δεκάχρονο παιδί, παρακολουθώντας τον παππού του είχε μάθει πολλά πράγματα για τα ζώα. Ό,τι έβλεπε, ό,τι άκουγε, το ρουφούσε σαν σφουγγάρι.

Έβλεπε κάθε φορά τον παππού του μετά το άρμεγμα, να σηκώνει την τελευταία καρδάρα με το γάλα και να το πίνει. Έτσι, ζεστό από το ζώο, χωρίς παστερίωση και βράσιμο.

Έμαθε, πως τα ζώα, όπως και οι άνθρωποι, έχουν τα χούγια τους, τις παραξενιές τους και τις ιδιοτροπίες τους. Κατάλαβε, πως και τα ζώα έχουν την δική τους προσωπικότητα.

«Πατέρα, ήρθα» φώναξε ο ακαμάτης γιος.

«Καλώς τον! Τι ήρθες να κάνεις;» ρώτησε ο μπαρμπαΓιώργης.

«Να σε βοηθήσω στο άρμεγμα» απάντησε εκείνος.

«Ε, να πάρε αυτή την καρδάρα κι άρμεξε τούτο ‘δω» του είπε δείχνοντας ένα τραγί.

Το βλέπει ο μικρός, τραβάει απ’ το μανίκι τον παππού του και τον κοιτάει απορημένος.

Βάζει τον δείκτη κάθετα στο στόμα ο παππούς και του κλείνει το μάτι…

Παίρνει ο γιος την καρδάρα κι ένα σκαμνί και κάθεται ν’ αρμέξει το τραγί.

Κυριολεκτικά δεν ήξερε την τύφλα του. Αντί για μαστάρια όπως ήταν φυσικό έπιασε τους όρχεις του τράγου και τους τράβηξε δυνατά.

Αντανακλαστικά ο τράγος σηκώνει και τα δυο πισινά του πόδια, του τραβάει δυο κλωτσιές και τον πετάει απέναντι! Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα σοβαρό…

Μόλις συνήλθε, τον έστειλε σπίτι να τον περιποιηθεί η μητέρα του.

Μετά, πήγε μπροστά στον τράγο, τον έπιασε από τα κέρατα και τον κοίταξε στα μάτια.

Ήταν ένα παγωμένο λεπτό. Ξαφνικά, ο μπαρμπαΓιώργης σκύβει και δίνει μια κουτουλιά στον τράγο. Το ζώο, παραπάτησε κι έπεσε νεκρό πάνω στ’ άχυρα.

Έτσι ήταν η ζωή του μπαρμπαΓιώργη. Έτσι την είχε ζήσει κι έτσι είχε μάθει να φέρεται. Έτσι ήξερε να νουθετεί. Πικρή ζωή, πικρές πράξεις με μικρές διακοπές γέλιου!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ V

 Ο μπαρμπαΓιώργης είχε πολεμήσει στον πόλεμο της Αλβανίας. Την κόλαση που είχε ζήσει δεν την είχε εκφράσει ποτέ με λόγια. Ούτε και σ’ αυτή τη γυναίκα του που την υπεραγαπούσε παρά τα όσα του έσερνε για το πολύ ποτό. Σ’ αυτό είχε βρει παρηγοριά, το ποτό τον βοηθούσε να ξορκίζει κάθε βράδυ τους εφιάλτες του. 

Είχε κι έναν θείο που μετά τον πόλεμο είχε περάσει στην αντίσταση. Ακολούθησαν εξορίες ώσπου γύρισε επιτέλους στο χωριό και παντρεύτηκε. Λόγω των βασανιστηρίων όμως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι, ζήτησε απ’ τον μπαρμπαΓιώργη να του δώσει μια από τις τρεις του κόρες να τη μεγαλώσει και να τους κοιτάξει στα γεράματα, δίνοντας την υπόσχεση να τον βοηθάει όποτε μπορεί και χρειάζεται καθώς είχε αρκετά μεγάλη περιουσία.


Μια μέρα, καθόταν στο καφενείο του Μπούκουρα με τον μπαρμπΑναστάση. Εκείνα τα χρόνια, στην διπλανή κωμόπολη γινόταν εμποροπανήγυρη κάθε Πέμπτη μαζί με το παζάρι, όπου πωλούνταν ζώα. Στον δρόμο από την πόλη προς το χωριό του ένας μπάρμπας, σταμάτησε στο καφενείο του Μπούκουρα να ξεκουραστεί κι  έδεσε μια αγελάδα που του είχε απομείνει απούλητη στον στύλο. Μια σκηνή από γουέστερν ένα πράμα. Κάθισε ο άνθρωπος να πιει τον καφέ του κι έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες. Εκείνη την εποχή τι συγχωριανοί, τι κοντοχωριανοί, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους.

Σε λίγο, σηκώνεται ο μπαρμπαΓιώργης και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, λύνει την αγελάδα και τραβάει προς το σπίτι του.

Τον βλέπει ο μπαρμπΑναστάσης, ο κολλητός του, και του φωνάζει: 

«Ε, Γιώργη, πού την βρήκες την αγελάδα; Σου την έδωσαν απ’ το σχέδιο Μάρσαλ;» αυτό ήταν η αστεία ατάκα της εποχής για τα αναπάντεχα δώρα.

Ετοιμόλογος ο μπαρμπαΓιώργης, ρίχνει ατάκα στην ατάκα:

«Ναι, αλλά θα την πληρώσει η Ούνρα» 

Πήγε την αγελάδα στο σπίτι, την βόλεψε στον στάβλο και γύρισε στο καφενείο. Κάθισε στο τραπέζι  του θείου του και μετά από λίγο, σηκώθηκε ο άνθρωπος και πήγε στον ιδιοκτήτη της αγελάδας. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τον πλήρωσε.

Μια άλλη μέρα, έβοσκε τα πρόβατά του παρέα με τον μπαρμπαΓιάννο. Εκείνος κι αν ζούσε πίσω απ’ τον κόσμο. Μαντρί σπίτι, σπίτι μαντρί. Ούτε στο παζάρι δεν πήγαινε, φαντάσου!

Ήταν μια μέρα όμορφη, ανοιξιάτικη κι ηλιόλουστη. Ο ουρανός πεντακάθαρος. Τα πουλάκια κελαηδούσαν, οι μελισσούλες πετούσαν στα δροσερά λουλουδάκια, ο κάμπος ήταν στολισμένος, πολύχρωμος σαν ζωγραφιά. Το πράσινο κυριαρχούσε παντού και στις ρεματιές κυλούσε γάργαρο και πεντακάθαρο νερό. Έτσι ήταν τότε, όμορφα κι απλά!

Εκεί που έβοσκαν τα προβατάκια όμορφα κι ωραία, είχαν πιάσει κι οι μπαρμπάδες το κουβεντολόι, ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος ενός αεροπλάνου.

Κοιτάζει ο μπαρμπαΓιάννος δεξιά αριστερά αλαφιασμένος. Ο μπαρμπαΓιώργης σκιάζει με την παλάμη τα μάτια του και σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό. Πράγματι, ένα αεροπλάνο ερχόταν από νότια προς το μέρος τους. 

Αρχίζει ο μπαρμπαΓιάννος να χτυπάει τα στήθη του, να φωνάζει, να τρέχει δεξιά αριστερά παλαβωμένος. Πάει κάτω από ένα δέντρο και φωνάζει:

«Ε, Γιώργη, έλα να κρυφτούμε, μας βομβαρδίζουν οι Γερμανοί!»

«Ποιοι Γερμανοί, βρε καημένε, τα χωράφια μετράνε και τη γης. Μας παίρνουνε τα μέτρα για να ξέρουν πόση γης έχει η Ελλάδα.»

Πού να καταλάβει ο μπαρμπαΓιάννος. 

«Έλα, κρύψου σου λέω, να το, πλησιάζει. Όι, όι μανούλα μου, μας είδανε…. Με χάνεις!»

«Σήκω Γιάννο, πάει πέταξε το πουλί. Κοίτα, έφυγε»

Είδε κι έπαθε ο μπαρμπαΓιώργης μέχρι να τον συνεφέρει και να του δώσει να καταλάβει γιατί πετούσε στα μέρη τους το αεροπλάνο.


Πέρασαν τα χρόνια κι ο μπαρμπαΓιώργης γέρασε. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να βόσκει τα προβατάκια του και να πίνει. Μια μέρα, ένας εγγονός του από τους πολλούς σκέφτηκε να του πάρει μια συνέντευξη σε βίντεο, να καταγράψει τη ζωή του κι αυτά που είχε ζήσει ο παππούς του. 

Ξεκίνησε η συνέντευξη, ρωτούσε ο εγγονός, απαντούσε ο παππούς και στο πρώτο πεντάλεπτο συνειδητοποιεί ο εγγονός ότι ο παππούς τον δουλεύει κανονικά.

«Παππού, έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»

«Εγώ; Ποτές!!!»

Έκλεισε την κάμερα και κοίταξε χαμογελώντας τον παππού του.

«Σοβαρά τώρα, δεν έχεις πιει ποτέ στη ζωή σου;»

«Αν έχω πιει; Ίσα με όλη τη Μακεδονία»

«Τότε προηγουμένως γιατί είπες ποτέ;»

«Τι, χαζός είμαι να πω την αλήθεια; Δεν έβλεπα το κόκκινο λαμπάκι; »


*Ούνρα = βοήθεια του ΟΗΕ στην Ελλάδα που προηγήθηκε του σχεδίου Μάρσαλ 


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IV

 Ο μπαρμπαΓιώργης, κάθε Πέμπτη πήγαινε στο παζάρι που γινόταν στην κοντινή κωμόπολη. Έβρισκε τους φίλους του, έπινε –αυτό ήταν de facto κατάσταση, ψώνιζε για το σπίτι και γυρνούσε σπίτι ευτυχισμένος.

Στο παζάρι της Πέμπτης, ανακάλυψε το τρανζιστοράκι. Σ’ έναν πάγκο, ήταν ένα παιδί που δεν ήξερε ποιανού παιδί ήταν, και πουλούσε κάτι μικρά ραδιόφωνα που έπαιζαν τραγούδια όλη μέρα συνέχεια. Του έκανε εντύπωση, το είδε σαν εργαλείο για τη δουλειά του. Συντροφιά στη βοσκή των ζώων. Αγόρασε ένα κι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.

Την άλλη Πέμπτη, νά ‘σου τον πάλι στο παζάρι, ακολουθεί την ίδια ιεροτελεστία τηρώντας τα ήθη και τα έθιμα. Βρήκε τους φίλους του, τα ήπιε  και πήγε να κάνει τα ψώνια του. Σημειωτέον, τότε ακόμη, το συνηθέστερο ήταν να πηγαίνουν οι άντρες στο παζάρι μόνοι τους και σπανιότερα με τις γυναίκες τους. Σπανιότατα δε, πήγαιναν γυναίκες μόνες στο παζάρι. Χαζεύοντας τους πάγκους με τις πραμάτειες, βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνο το καλό παιδί με τα τρανζιστοράκια. 

-Τι κάνεις παππού;

-Καλά γιε μου! Θα μου δώσεις ένα τέτοιο, δεν μπορώ να το πω, πως το λένε, μπερδεύω τη γλώσσα μου;

-Να σου δώσω.

Πόσο κάνει; Τόσο, το πλήρωσε, έφυγε.

Την άλλη Πέμπτη ξανά τα ίδια. Και ξανά, και ξανά, αυτό συνεχίστηκε για τρεις μήνες περίπου. Κάθε Πέμπτη ο μπαρμπαΓιώργης αγόραζε κι από ένα τρανζιστοράκι. Του πωλητή βέβαια, του είχε κάνει εντύπωση, αλλά κι απ’ την άλλη τι τον ένοιαζε; Είχε κάνει σταθερό πελάτη. Μετά τους τρεις μήνες όμως, δεν άντεξε και τον ρώτησε:

-Βρε παππού τι τα κάνεις τα τρανζιστοράκια που αγοράζεις κάθε Πέμπτη;

-Να, παιδί μου, τα παίρνω, πάω στο μαντρί και τα βάζω να παίζουν. Ε, παίζει, παίζει κι εκεί που παίζει, σταματάει. Και μετά, έρχομαι και παίρνω άλλο.

-Καλά βρε παππού, δεν αλλάζεις τις μπαταρίες;

-Μπαταρίες; Τι είναι αυτό πάλι;


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΙΙ

 Ο παππούς ο Γιώργος,  ήταν περίπου 75 χρονών κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Βοσκός στο επάγγελμα και «βαθύ» λαρύγγι αλλά με ψυχή αρνιού. 

Νεότερος όταν ήταν, κάθε βράδυ μετά το άρμεγμα κι αφού τελείωνε τις δουλειές στο μαντρί, πήγαινε στο καφενείο και γινόταν λιάρδα. Αφού κάποια στιγμή η γυναίκα του αγανάκτησε και είπε στους καφετζήδες, τότε το χωριό είχε 9 καφενεία, να του σερβίρουν μόνο ένα ποτήρι, όχι παραπάνω. Και, τι έκανε ο μπαγάσας;  Έπαιρνε σβάρνα όλα τα καφενεία κι έπινε από ένα ποτήρι! Είδε κι απόειδε η καημένη η μπάμπω, είδε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα κι άφησε την τύχη να ορίσει το μέλλον.

Ένα βράδυ λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, τα παλιότερα, ο μπαρμπα Γιώργος, συνάντησε στο καφενείο τον κολλητό του φίλο, τον Αναστάση. Έτυχε εκείνο το βράδυ να έχουν αρκετά χρήματα πάνω τους και οι δύο. Άρχισαν να πίνουν, να λένε ιστορίες, να γελάνε, να γλεντάνε, μετά άρχισαν να κερνάνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ήρθε ο καφετζής και τους είπε πως η ώρα πέρασε και πρέπει να κλείσει το μαγαζί.

-Άντε, μπαρμπΑναστάση, να φύγουμε είπε ο μπαρμπαΓιώργης.

-Και δεν φεύγουμε; Αλλά θα σε πάω μέχρι το σπίτι γιατί εσύ ήπιες παραπάνω και είσαι πιο χάλια από μένα.

-Άντε, πάμε. 

Πιασμένοι απ’ τους ώμους σαν να χόρευαν χασάπικο, περπάτησαν μέχρι το σπίτι του μπαρμπαΓιώργη που ήταν κοντά στο καφενείο. Αφού έφτασαν, λέει ο μπαρμπαΓιώργης: 

-Καλά μ’ έφερες βρε Αναστάση, αλλά το δικό σου το σπίτι είναι πιο μακριά, κάτσε να σε πάω μέχρι εκεί μην πέσεις στο δρόμο.

Σιγά σιγά με τραγούδια και με γέλια, έφτασαν στο σπίτι του μπαρμπΑναστάση.

«Άντε, φτάσαμε…  Ναι, αλλά δεν σου είπα την ιστορία με το αεροπλάνο και τον γάιδαρο στον πόλεμο. Κάτσε να σε πάω μέχρι το σπίτι και να σου την πω στον δρόμο»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη, η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμα καθώς το αλκοόλ διόγκωνε τις λεπτομέρειες.

«Να σε πάω μέχρι το σπίτι για να μου τελειώσεις και την ιστορία;»

«Άντε, πάμε»

Μόλις έφτασαν,  θυμήθηκε ο μπαρμπαΓιώργης μια άλλη ιστορία και αποφάσισαν να ξαναπάνε μαζί μέχρι το σπίτι του.

«Τι κάνουμε ρε Γιώργη;»

«Σε πάω σπίτι γιατί είσαι χάλια»

«Α, καλά, μετά θα σε πάω εγώ γιατί κι εσένα δεν σε βλέπω καλά»

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το πρωί  που ξημέρωσε η μέρα κι ανέτειλε ο ήλιος.

«Ουφ! Πολύ ήπιαμε πάλι σήμερα» είπε ο μπαρμπΑναστάσης, αφού να φανταστείς, βλέπω τον ήλιο.

«Εγώ Αναστάση, δεν βλέπω την τύφλα μου γι’ αυτό σ’ αφήνω εδώ και πάω να κοιμηθώ. Έχω να πάω και στα ζώα το πρωί»

«Το καθήκον πάνω απ’ όλα!»

«Άντε, πάω»

«Κάτσε πού πας έτσι χάλια; Περίμενε να σε πάω εγώ»

Φτάνοντας στο σπίτι του μπαρμπαΓιώργη είδαν την γυναίκα του στην βεράντα αναστατωμένη αφού είχε ανακαλύψει πως ο άντρας της έλειπε όλο το βράδυ.

«Βρε χαμένα κορμιά, πού τριγυρνάτε όλο το βράδυ;»

«Αχ, Κατίνα, να, μ’ έφερε ο Αναστάσης στο σπίτι επειδή ήμουν χάλια και μετά τον πήγα εγώ επειδή το δικό του ήταν μακριά… Και… μετά…» τον πήρε ο ύπνος στα σκαλοπάτια τον μπαρμπαΓιώργη  κι επιτέλους πήγε στο σπίτι του ο μπαρμπΑναστάσης μόνος του.


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΙΙ

 -«Εγώ ειμί ο αρχηγός της οικογένειας! Τώρα που πέθανε κι αυτός ο θείος, ο μεγαλύτερος απ’ τα πρώτα ξαδέρφια είμαι εγώ, άρα είμαι ο αρχηγός!»

-Ναι, αλλά μουστάκι δεν έχεις…

-Τι να το κάνεις το μουστάκι, αυτά είναι ψιλά γράμματα, η ηλικία μετράει…

-Και τι ακριβώς θα κάνεις ως αρχηγός της οικογένειας;

-Θα γίνεται ό,τι λέω εγώ!

-Δηλαδή; Φέρε ένα παράδειγμα…

-Θα λέω: σήμερα θα βρεθούμε όλοι στου Μπούκουρα για τσίπουρα. Και θα έρχεστε όλοι. Ή την Κυριακή θα πάμε για κυνήγι, και θα πηγαίνουμε.

-Α, έτσι το εννοείς. Ε, τότε εντάξει. Πάρε το χρυσό κλειδί της πόλης, πάρε το οικόσημο της οικογένειας, πάρε και μια κάλτσα της Μαρίας της Πενταγιώτισσας. Αυτό ήταν! Τώρα χρίστηκες αρχηγός της οικογένειας. Για πες μας, τι θα κάνουμε την Κυριακή; Θα βρεθούμε όλοι μαζί στου Μπούκουρα ή θα πάμε για κυνήγι;

-Δεν ξέρω, να ρωτήσω την γυναίκα μου πρώτα. Εσύ Ντιουκ, μπορείς την Κυριακή; 

-Α, δεν ξέρω να πω τώρα, να δω, κανονίστε εσείς και κάτι θα γίνει…

-Εσύ Μπέιμπιρούθ, τι λες; 

-Έλα μωρέ, όλοι κάπου εδώ θα είμαστε, θα βρεθούμε…

-Εσύ Μοντέλο;

-Δεν ξέρω για σας, εγώ θα φύγω στις 5 πρωί για κυνήγι. Πρέπει να τρέξω λίγο τα σκυλιά να τα ξεμουδιάσω. Μετά, το βράδυ αν δεν είμαι πολύ κουρασμένος θα σας βρω αν είστε στου Μπούκουρα. Στο κάτω κάτω  όλοι εδώ γύρω θα είμαστε.

-Κι εγώ θα δω το πρόγραμμα της Παρθένας – η γυναίκα του – κι αν είναι θα πάω με το Μοντέλο και σας βρίσκουμε το βράδυ στου Μπούκουρα. Τι στο καλό, μια πλατεία έχει το χωριό όλη κι όλη!!! Είπε ο νεοχρισθείς αρχηγός.

-Εσύ Κέηβμαν; Θ’ ακολουθήσεις; 

-Εγώ την Κυριακή έχω μαγαζί (σιγά μην ξεπατωθώ μαζί σας τρέχοντας στα κορφοβούνια, θ’αφήσω  την Μαρίνα στο μαγαζί κι εγώ θα πάω καμιά βόλτα). Θα σας βρω το βράδυ.

-Μπίλης μεγάλος;

-Το βράδυ (ποιος την ακούει την Σουζάνα αν λείπω όλη μέρα)

-Μπίλης μικρός;

-Μάλλον το βράδυ κι εγώ… (αν την αφήσω όλη την Κυριακή με τα μικρά θα με σκοτώσει)

-Κάποιος να ειδοποιήσει τον Δικαστή για την Κυριακή το βράδυ να είναι εδώ, δήλωσε με στόμφο ο αρχηγός. Και συνέχισε: λείπει και κάποιος ακόμα, ποιος δεν είναι εδώ;

-Ο Τζιμ-μπόι είναι για κλάδεμα.

-Να τον ειδοποιήσετε κι αυτόν!

………………………..

Στο διπλανό τραπέζι στο καφενείο του Μπούκουρα, στην μοναδική πλατεία του χωριού, καθόντουσαν δυο παππούδες.

-Αυτά τα παιδιά, ντιπ χαζά είναι…

-Εμένα μου λες; Αφού κάθε βράδυ εδώ είναι! 


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ Ι

 Σούρουπο μεσοκαλόκαιρου. Οι νότες αντήχησαν σ’ όλο το χωριό. Ο γάμος άρχισε. Το γλέντι πριν τον γάμο δηλαδή. Το γλέντι της νύφης. Τα τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα και κολονάτα ποτήρια. Χωρίς πετσέτες. Σε χωριό είμαστε, μη μας παρεξηγήσουν κιόλας! Άσε που είναι σίγουρο ότι τις περισσότερες θα τις πάρουν φεύγοντας…  Ο ήλιος έδυσε, ο κόσμος μαζεύτηκε, τα τραπέζια γέμισαν, το γλέντι άρχισε.

«Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός….» άρχισαν οι χοροί. Χόρεψε η νύφη με την ασημί μακριά τουαλέτα της, μετά χόρεψε η μοντέρνα μαμά της φορώντας ένα πυζάμα λουκ παντελόνι με φανελάκι λευκά,  μετά η θεία, η γιαγιά και πάει χορεύοντας. Στο τέλος, έβαλαν και μια ζεμπεκιά για να χορέψει κι ο δόλιος ο πατέρας… Πριν αποσώσει το τραγούδι και σε μια γυροβολιά απάνω, με το ένα πόδι στον αέρα, του τό ‘κοψαν το μεράκι του καημένου καθώς σταμάτησαν για να ξεκινήσουν τα παραδοσιακά για να χορέψουν και οι καλεσμένοι. Έπαιξαν δυο τρία παραδοσιακά από τον τόπο καταγωγής του πατέρα και μετά άλλα πέντ’ έξι από τον τόπο καταγωγής της μαμάς. Ακολούθησε ολιγόλεπτο διάλλειμα.

Μετά από λίγο, το μικρόφωνο έπιασε κακήφωνος αοιδός θηλυκού γένους, η οποία ελάλησε δυο τραγουδάκια του γάμου και παρέδωσε το μικρόφωνο στην …μαμά!

Εκείνη, με το άσπρο πυζαμέ σύνολο, τον σινιόν κότσο με τις μπούκλες και την καινούργια  μασέλα από τα Σκόπια, πήρε το μικρόφωνο μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και κατόπιν συνοφρυώθηκε για να μπει στο μουντ του άσματος. Το ψώνιο το είχε από παλιά… όπου γάμος και χαρά και … μικρόφωνο, δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει τις νότες ν’ αναστενάξουν. Η αλήθεια είναι πως είχε αρκετά καλή φωνή, αδούλευτη όμως και απαίδευτη. Απ’ την άλλη μεριά, ήταν κι όλοι οι υπόλοιποι που της έλεγαν «τι ωραία φωνή που έχεις» και «τραγούδα κι  άλλο» ή «αχ, βρε πουλάκι μου, χαραμίστηκες εσύ» και τέτοια κολακευτικά τα οποία λίγο ελαφρύς να είσαι, τα παίρνεις σοβαρά, καβαλάς το καλάμι κι απογειώνεσαι. Απογειωμένη λοιπόν, αποφάσισε στο γάμο της μονάκριβης κόρης της να πει το τραγούδι που έλεγε καλύτερα απ’ όλα! Δίχως να σκεφτεί από πριν τι λέει το τραγούδι ή αν ταιριάζει. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν ότι αυτό ήταν το καλύτερό της. Με πολύ σοβαρό έως θλιβερό ύφος σήκωσε το κεφάλι ψηλά με το μικρόφωνο στα χείλη και κοιτώντας τον Θεό, τραγούδησε: «γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι» έπειτα, άνοιξε τα μάτια, έφερε το κεφάλι στην ευθεία και κοιτώντας μπροστά – ίσως να έψαχνε και τον άντρα της, κανείς δεν ξέρει – συνέχισε: «την ώρα που σε γνώρισα βαριά την καταριέμαι». Μετά το κουπλέ, έριξε δυο γυροβολιές και με μαγκιά πολύ μερακλαντάν έριξε κάθισμα βαθύ, κοινώς έσκυψε σε γωνία ενενήντα μοιρών για να τραγουδήσει το ρεφρέν: «με πλήγωσες και δεν ξεχνώ» εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε δίπλα της ο γαμπρός και της χτυπούσε παλαμάκια καθώς να χορεύεις και να τραγουδάς δεν είναι κι εύκολο πράμα… Με το κεφάλι κάτω και κουνώντας το δεξιά αριστερά ώστε να εκδηλώσει τον δυνατό πόνο που εξέπεμπε το άσμα συνέχισε: «το πόσο έχω κλάψει». Σήκωσε το δεξί χέρι ψηλά στον ουρανό σε στάση «φευ» αρχαίας τραγωδίας και με την περιφερειακή όραση είδε τα πόδια του γαμπρού της. Γύρισε προς το μέρος του και απέδωσε το μάξιμουμ της δραματοποίησης καθισμένη στα γόνατα, κουνώντας το χέρι της πάνω κάτω και κοιτάζοντάς τον στα μάτια τελείωσε το ρεφρέν: «να γίνει η κατάρα μου φωτιά και να σε κάψει»!!!

Χειροκροτήματα, χαμός, πανικός, μπράβο και άλλα τέτοια! Εξαίρεση, μια γυναικεία φωνή απ’ το βάθος, η οποία  ακούστηκε μόνο στο τραπέζι που καθόταν, διαφοροποιήθηκε: «ωραίο τραγούδι για γάμο» είπε και αποσύρθηκε…



Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ

         Αν ο Χριστός ερχόταν στον κόσμο σήμερα, η ζωή του ίσως να ήταν λίγο διαφορετική. Βασικά πολύ. Ειδικά στην Ελλάδα! Αρχικά κανείς δεν θα πίστευε την μητέρα του! Και για να μην την κλείσουν σε φρενοκομείο θα έλεγε πιθανότατα πως έπεσε θύμα κάποιου επιτήδειου ή θα το απέκρυπτε από την οικογένεια της, αφού ήταν έφηβη και θα γεννούσε σαν γάτα στη μπανιέρα του σπιτιού της. Έπειτα δεν θα υπήρχαν οι τρείς μάγοι με τα δώρα, ίσως μόνο κάποιο τσίρκο στην πόλη και αν υπήρχε κάποιο αστρικό φαινόμενο, οι ουφολόγοι θα έλεγαν ότι ήρθαν οι ελ, οι άλλοι ουφολόγοι θα έλεγαν ότι ήρθαν οι νεφελίμ και θα πλακώνονταν στο ξύλο. Οι αψιμαχίες θα έπαιρναν μορφή σύρραξης στην πλατεία συντάγματος και να τα δακρυγόνα και να οι μολότοφ και στο τέλος κανείς δεν θα έφταιγε. Όχι όπως ο Ηρώδης που σκότωνε τα καημένα τα μωράκια. Τουλάχιστον ως πολιτισμός προοδεύσαμε… τρόπον τινά!  Η ΝΑΣΑ θα  είχε εξηγήσει το φαινόμενο  ένα μήνα πριν και έτσι κανείς δεν θα έδινε την δέουσα προσοχή. Δύσκολα να λεγόταν και Ιησούς, Γιάννης ή Γιώργος θα ονομαζόταν. Ο Γιάννης/Γιώργος λοιπόν μάλλον θα πήγαινε σε κάποιο δημόσιο σχολείο τις τάξεις του δημοτικού όπου και θα έδειχνε την ροπή του προς τη γλώσσα και τα καλλιτεχνικά.  Στο γυμνάσιο μπορεί να έμενε σε καμιά τάξη γιατί έκανε κακές παρέες. Από αγαθοσύνη όμως και γιατί θα ήθελε να τους φέρει στον ίσιο δρόμο παίζοντας μπάλα στην αυλή μαζί τους ενώ μέσα γινόταν μάθημα. Θα παρακολουθούσε  ορθοφωνία και θέατρο επειδή θα ήξερε ότι θα του χρειαστούν στο μέλλον.  Λύκειο θα πήγαινε σε τεχνικό, μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα στο συνεργείο που θα εργαζόταν θα καταλάβαινε πόσο μπορεί να επηρεάσει τον κόσμο και ΜΠΑΜ! Θα γινόταν ινφλουένσερ! Θα μάζευε και τα πρώτα 10-12 τσακάλια που θα τον ακολουθούσαν και θα έκαναν όλοι μαζί στόριζ. Κάθε μήνα θα έκανε και γκιβ αγουέι ψάρια, κρασιά και αρτοποιήματα. Θα είχε γίνει σούπερ σταρ ώσπου ένα τραγικό ξημέρωμα σε μια συμπλοκή τύπου ΤουΠάκ θα έφευγε ηρωικά από τη ζωή. Τα τσακάλια του σχεδόν όλα πιστά μέχρι το τέλος, ενώ η αστυνομία είχε μυριστεί ότι  ήταν δουλειά από μέσα, θα έφτιαχναν τουίτερ και θα κελαηδούσαν στον κόσμο τα μίμς, τα ίνσαιντ τζόκς και τα αποφθεύγματα του τύπου "Φίλε αυτό το κλάμπ σκέτη αμαρτία, δεν πάω!".  Και βροχή τα λάικς και οι φόλοουερς. Θα ήταν άλλος ένας που πέρασε αφού πλέον κανείς δεν ασχολείται με την ουσία, άλλος ένας στους χιλιάδες κι όχι ο μοναδικός γιατί όσο και να υποστηρίζουμε ότι ο καθένας είναι μοναδικός κατά κάποιο τρόπο έχουμε όλοι αφομοιωθεί, έχουμε γίνει ίδιοι με κοινά θέλω και κοινές, δίχως βάθος επιθυμίες που υποσυνείδητα μας επιβάλλονται. Επειδή όμως θα έφευγε στο άνθος της καριέρας του, όπως ο Τζιμ Μόρισον να πούμε, θα γινόταν ίνδαλμα καθώς οι τράπερς θα έκαναν το στόρι του τραγούδι κι έτσι θα γινόταν ακόμα πιο διάσημος και θα έμενε για πάντα στην ιστορία και θα συνέχιζε να επηρεάζει  τον κόσμο.

ΤΟ ΥΠΌΓΕΙΟ