Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19: ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ

 Στο δωμάτιο του μωρού, ενώ αυτό κοιμόταν γαλήνια όπως η μαμά του, μια νεαρή κοπέλα, μια ενήλικη γυναίκα και μια καλοβαλμένη γιαγιά κοιτούσαν αποσβολωμένες δέκα παιδιά που στεκόντουσαν στην πόρτα το ίδιο αποσβολωμένα κι αυτά. Η αγέλη έκανε το πρώτο βήμα και πέρασαν  στο δωμάτιο του μωρού κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Οι τρείς αδερφές τότε, ξαφνιασμένες που τους είχαν πιάσει στα πράσα, με σιρόπια στα χέρια, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους γρήγορα και σχεδόν ακαταλαβίστικα. Η αγέλη μας δεν καταλάβαινε τίποτα! Ρώτησε δειλά ο Ερμής "τι ακριβώς λένε;" και η Αθηνά τον ενημέρωσε πως μιλάνε αρχαία, καθώς έπιανε καμιά λέξη στον αέρα όπως, χείρ, παίς, ύδωρ... Ενώ οι μοίρες μιλούσαν μεταξύ τους, έριχναν που και που και καμιά ματιά στα παιδιά και στο μωρό. 

         Επειδή άκρη δεν θα έβγαινε, ο Χρήστος μάζεψε όλο του το θάρρος σε μια ανάσα και  πήγε μπροστά στις μοίρες και συστήθηκε. Με τη σειρά τους οι μοίρες έκαναν το ίδιο. Η νεαρή κοπέλα ήταν η Κλωθώ, η ενήλικη γυναίκα  η Λάχεσις και η γιαγιά η Άτροπος. Μόλις άκουσαν τις γυναίκες να επιβεβαιώνουν ότι είναι οι τρείς μοίρες, τα παιδιά πήραν ένα ένα σειρά για να συστηθούν και οι υπόλοιποι. Πρώτος πλησίασε ο Πέτρος που πριν μιλήσει καν, οι μοίρες με μια φωνή είπαν πως θυμούνται όλα τα παιδιά τους κι άρχισαν πάλι να φλυαρούν μεταξύ τους. Δυστυχώς για την αγέλη μας, άλλη μια φορά οι μοίρες μιλούσαν αρχαία και δεν καταλάβαιναν γρι!  Ήταν όλοι σίγουροι πως αν ήταν από μια μεριά η κυρία Αναγνώστου, θα τους άφηνε όλους μετεξεταστέους στο μάθημα των αρχαίων. Για άλλη μια φορά ο Χρήστος, που θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του υπεύθυνο, πήγε μπροστά στις μοίρες και σχεδόν μονομιάς ξεφούρνισε "ΕΙΔΑΜΕΤΟΠΕΡΙΠΤΕΡΟΚΑΙΘΕΛΟΥΜΕΝΑΞΑΝΑΛΛΑΞΟΥΜΕ". Οι μοίρες γύρισαν σαστισμένες και κοίταξαν σχολαστικά τον Χρήστο, μετά, άρχισαν να γλιστρούν σαν αερικά στο δωμάτιο, να περιτριγυρίζουν, να μυρίζουν και να παρατηρούν και τα υπόλοιπα παιδιά, ώσπου στάθηκαν τελικά στο κέντρο του δωματίου. Με καθαρή φωνή, συγχρονισμένα και ευτυχώς στα νέα ελληνικά, οι μοίρες περιχαρείς, που έφηβα παιδιά είχαν το κουράγιο  να τις αντιμετωπίσουν, τους έδωσαν ένα δίλημμα. Είτε να κρατήσουν τις αρετές που πήραν στο περίπτερο και να είναι περιζήτητοι στο γυμνάσιο αλλά στην υπόλοιπη τους ζωή να βρίσκονται στην αφάνεια, είτε να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και το γυμνάσιο να είναι χάλια αλλά η υπόλοιπη  ζωή τους να είναι στρωτή και με επιτυχίες. Τους έδωσαν μάλιστα και τρείς μέρες περιθώριο για να το σκεφτούν και  εξαφανίστηκαν σε μια λεπτή ομίχλη, μόνο για να γυρίσουν έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα καθώς είχαν ξεχάσει να μοιράσουν στο μωρό καλούδια. Έδιωξαν την αγέλη, σπρώχνοντάς τους προς την έξοδο. Τα παιδιά οπισθοχώρησαν σαν μεθυσμένη γιορτή. Οι μοίρες έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και άρχισαν να τραγουδούν, να αφήνουν να ρέει αστερόσκονη από τα δάκτυλα τους και να χαρίζουν αρετές στο μωρό φυσώντας στο μουτράκι του ελαφρά με τρυφερότητα και αγάπη. 

       Οι τρείς μέρες που ακολούθησαν ήταν ένα αργό βασανιστήριο για όλους. Όλοι τα ήθελαν όλα, αλλά ήξεραν πως δεν γίνεται. Ο καθένας έκανε διαφορετικές σκέψεις γι' αυτό που ήταν κι αυτό που έγινε. Ο Χρήστος συλλογιζόταν την παλιά του όψη και δεν την σιχαινόταν περισσότερο από αυτή που είχε τώρα.

 Η Αθηνά έβγαζε φωτογραφίες το κορμί της και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά, πάντα ήταν ένα άτομο που δεν το ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση και τώρα κατέληξε εγωκεντρική και ματαιόδοξη. Στην Κοραλία είχε λείψει η προηγούμενη ευτυχία που είχε, αυτή που πήγαινε πακέτο με την άγνοια. Ο Πέτρος απορούσε πού πήγαιναν όλα αυτά που έτρωγε, γιατί ο μεταβολισμός του δούλευε ρολόι και δεν είχε αποφασίσει αν ήθελε να τον χάσει. Η Δήμητρα γέμιζε το γραφείο της γράφοντας  λίστες με θετικά κι αρνητικά για τα νέα της χαρίσματα. Ο Φοίβος βυθιζόταν σε σκοτεινές σκέψεις, πολύ σκοτεινές και καθόλου φυσιολογικές, τόσο σκοτεινές που κι ο ίδιος τρόμαζε με το μυαλό και την ψυχή του. 

         Ένας άνθρωπος, μικρός ή μεγάλος, δεν αποτελείται μόνο από το περιτύλιγμα. Μέσα του κατοικούν η ψυχή και ένας άλλος εαυτός, υποσυνείδητος. Αυτός ο εαυτός, γνωρίζει πότε το άτομο μολύνει την ψυχή του με έπαρση, φθόνο και ματαιοδοξία και τότε, χτυπάει καμπανάκια για να καθαριστεί. Είναι το βαθύτερο κομμάτι που δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το άπειρο και την αρμονία του σύμπαντος, έχει την πραγματική γνώση και την ολοκληρωτική αλήθεια. Αγκαλιάζει στοργικά τον σκοπό του κάθε ανθρώπου και του τον αποκαλύπτει μόνο όταν το άτομο είναι καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδους σκοτεινές σκέψεις.

     Αλλά το φως και το σκοτάδι είναι υποκειμενικά, όπως  το καλό και το κακό. Κάτι που μπορεί να είναι βλαβερό για κάποιον, για έναν άλλον μπορεί να είναι λύτρωση. Ένα άτομο ανήλικο, είτε ενήλικο εάν έχει υπέρμετρο εγωισμό μπορεί πιο εύκολα να ευνουχίσει τα καλά αισθήματα που έχει κι έτσι να σκοτώσει  ένα κομμάτι του εαυτού του και της ψυχής του. Είναι ένα άτομο, ανολοκλήρωτο, μισό, και έτσι συμπεριφέρεται στον εαυτό του αλλά και στις επαφές του με τον κόσμο. Η ψυχή του παγωμένη πλέον, υπακούει τυφλά στα θέλω του εγωισμού. Ώσπου τελικά, η ψυχή κρύβεται για να σώσει ότι μπορεί και το μυαλό σιωπά. 

   Το περιθώριο των τριών ημερών πέρασε, για άλλη μια φορά η αγέλη μαζεύτηκε στο παιδικό δωμάτιο που πρωτοσυνάντησε τις τρεις μοίρες. Η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα τεταμένη μεταξύ τους και κυριαρχούσε στον αέρα μια αμηχανία. Κανείς δεν συζητούσε τις αποφάσεις που είχε πάρει με τον άλλον. Οι τρείς αδερφές άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών. Ο Χρήστος, η Αθηνά, η Κοραλία, ο Φοίβος, ο Οδυσσέας, ο Ερμής, η Δήμητρα κι ο Μαρίνος αποφάσισαν να αλλάξουν στους παλιούς τους εαυτούς και οι μοίρες χάρηκαν τόσο που ξεφώνιζαν "εύγε", άλλωστε τα παιδιά αυτά θα άλλαζαν σε αυτό που προοριζόταν να γίνουν. Ο Πέτρος και η Άννα αποφάσισαν να μείνουν ίδιοι και να μη γυρίσουν στους παλιούς τους εαυτούς. Η υπόλοιπη αγέλη εμφανώς σοκαρισμένη προσπαθούσε να τους μεταπείσει, ενώ οι μοίρες αν και ενοχλημένες από την απόφαση των δύο παιδιών, δεν παρενέβησαν διότι σεβόντουσαν την ελεύθερη βούλησή τους. Ο Πέτρος εξήγησε πως δεν ήθελε να αλλάξει, δεν του άρεσε η προηγούμενη μορφή του ενώ έτσι όπως ήταν τώρα γινόταν αποδεκτός από τον πατέρα του. Η Άννα ήθελε να παραμείνει εξωτερικά όμορφη, για να μην νοιώθει λιγότερη δίπλα στον Μαρίνο, που παρά την απιστία του, αυτή τον συγχώρησε και τον είχε δεχτεί πάλι δίπλα της. Όσο για το μέλλον, δεν τη  φόβιζε γιατί ήξερε πως θα αντιμετωπίσει ότι βρεθεί στο δρόμο της μαζί με τον καλό της.

  Αφού άκουσαν τις αποφάσεις των παιδιών, οι μοίρες τα έστειλαν για ύπνο ώστε να ολοκληρώσουν το έργο τους το ίδιο βράδυ κιόλας. Δίκαιες και καλές, έδωσαν στα παιδιά ό,τι ζήτησαν και σεβάστηκαν τις επιθυμίες όλων, βάζοντας στην άκρη τις προσωπικές τους αντιρρήσεις. Άλλωστε, γι αυτό υπάρχει η ελεύθερη βούληση και ήταν κάτι που οι μοίρες, γνωρίζοντας τον κόσμο χιλιετηρίδες τώρα, το σεβόντουσαν ως θεϊκό δώρο.

    Το Γυμνάσιό μας, δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο σε όλα τα χρόνια που στεκόταν αγέρωχο στα θεμέλια του. Ως τώρα, κανένα από τα παιδιά που είδε να μπαίνουν στο περίπτερο, δεν προσπάθησε να ξανά αλλάξει. Και να τώρα, που θα έχει να διηγείται μια άλλη ιστορία, για δέκα παιδιά που επισκέφθηκαν το περίπτερο, άλλαξαν όλα και έπειτα τα οκτώ  άλλαξαν πάλι  σε αυτό που ήταν πριν. Σκέτο μπέρδεμα! Από την περιπέτεια που πέρασαν όμως αυτά τα παιδιά, διέκρινε και κάτι άλλο. Διέκρινε δέκα παιδιά με ισχυρή θέληση και αγάπη μέσα τους. Μια φιλία που σχηματιζόταν δυνατή σαν ατσάλι και σμιλεμένη σωστά για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Τέλος, αυτό που διέκρινε περισσότερο ήταν σεβασμός. Ένας σεβασμός που είχαν αναπτύξει όχι μόνο ο ένας για τον άλλον  αλλά και για τον εαυτό τους και για τον κόσμο γύρω τους.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ