Ετικέτες

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΛΑΒΗΣ

 Καλοκαίρι 2020, ο κορωνοϊός έχει εξαπλωθεί αλλά αυτό δεν σταμάτησε τον  Έλληνα από το να κάνει τις διακοπές του! Έτσι και εγώ, περήφανο σπλάχνο της χώρας μου, μάζεψα τα μπογαλάκια μου, έβαλα μάσκα και γάντια, πήρα τα αντισηπτικά μου και τράβηξα για Πειραιά. Σάββατο πρωί και ο κόσμος για το πλοίο προς Αίγινα ήταν αρκετός. Σάββατο έφυγα από Αθήνα και την επόμενη, Κυριακή γυρνούσα. Στο πλοίο του γυρισμού έμελλε να γίνει το τραγικό συμβάν που με έκανε να θέλω να ρίξω εγώ η ίδια μια πυρηνική και να κάνω τη χώρα ένα μεγάλο πέλαγος. Κυριακή μεσημέρι, λοιπόν, η ζέστη αφόρητη και το καραβάκι αποπνικτικά γεμάτο. Στην κουπαστή μπροστά από την  ράμπα επιβίβασης/αποβίβασης βρισκόταν ένα ζευγάρι, γύρω στα 50, λευκοί. Η γυναίκα καλοστεκούμενη έκανε συντροφιά στον σύζυγο της ο οποίος ήταν καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μαζί ατένιζαν τη θάλασσα και κρατούσαν ο ένας τρυφερά το χέρι του άλλου. Τόσο όμορφη και γεμάτη αγάπη εικόνα. Το πλοίο άρχισε να φτάνει Πειραιά και ολοένα ο κόσμος μαζευόταν προς την ράμπα. Κάποιοι κοιτούσαν περιφρονητικά, άλλοι με λύπηση το ζευγάρι και ιδιαιτέρως τον κύριο. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει από τα καταστρώματα και να στριμώχνεται. Κύμα το κύμα, ο κόσμος, σα ποντίκια που τρέχουν προς την στεριά, μαζευόταν προς την κουπαστή. Άντρες του πλοίου προσπαθούσαν να κάνουν την δουλειά τους και να κουμαντάρουν ταυτόχρονα το πλήθος. Μέσα στη μάζα ο κύριος στο καροτσάκι δεν διακρινόταν και η γυναίκα του, όσο μπορούσα να τη δω είχε αλλάξει. Το πρόσωπό της είχε γίνει άγριο. Περίμενα στη θέση μου, ήθελα πολύ να δω αν θα βρεθεί κάποιος να παραχωρήσει τη σειρά του στο ζευγάρι για να βγει πρώτο από το καράβι. Όχι γιατί έχει προτεραιότητα, όχι γιατί το λέει κάποιος νόμος αλλά γιατί είναι το αυτονόητο. Δεκάδες συνομήλικοί μου, μεγαλύτεροι και μικρότεροι και κανείς δεν προσφέρθηκε. "Αυτή είναι η γενιά μου", σκέφτηκα, " ένα τσούρμο ανάγωγοι πίθηκοι". Πιάσαμε Πειραιά, τώρα όλοι ήταν μπροστά και πίεζαν να κατέβουν, η κυρία που την είχαν ποδοπατήσει και έσπρωχναν το καροτσάκι του άντρα της φώναζε και εκλιπαρούσε για λίγο χώρο ή έστω για κάποιο έλεος. Ποια μέτρα και ποιος ιός, ο όχλος πίεζε, οι υπάλληλοι του πλοίου προσπαθούσαν ώσπου σαν από μηχανής Θεός ο κυβερνήτης βγήκε στην κουπαστή και έγινε ξεκάθαρο το κόμπλεξ κατωτερότητας του λαού μου. Μπροστά στην εξουσία ο όχλος κότεψε. Το πλήθος άνοιξε την έξοδο με μία μόνο κίνηση του χεριού του καπιτάν. Το μόνο που είπε ήταν "Μα είμαστε σοβαροί; Έχουμε άτομο με ειδικές ανάγκες, δεν το βλέπετε;". Σιγή στον όχλο, όλοι κοιτούσαν τα παπούτσια τους. Από ντροπή; Από ενοχές; Η γυναίκα έπιασε το καρότσι και έσπρωξε τον άντρα της έξω από το καράβι, ο καπετάνιος αποσύρθηκε στα έγκατα του πλοίου του και εγώ έμεινα να αναρωτιέμαι που χάθηκε η παιδεία, η κατανόηση και η ανθρωπιά μας.  Άσε που έχω την αμυδρή υποψία ότι οι περισσότεροι από αυτούς που ήταν επάνω στο πλοίο, θεωρητικά και στα λόγια είναι ελληναράδες νοικοκυραίοι που εξυμνούν τα αρχαιοελληνικά ιδανικά και χτυπιούνται για τη σημαία… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ