Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ «ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΉ ΜΈΡΑ» ΓΙΑ ΤΟΝ 1ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ & ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΟΣ

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ «ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΉ ΜΈΡΑ»

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΠΑΛΤΑΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑ

 

   Οι κόκκινες Χριστουγεννιάτικες μπάλες που ήταν κρεμασμένες στο έλατο αντικατόπτριζαν τις πολύχρωμες λάμψεις που έριχναν χαρούμενα πάνω τους  τα λαμπιόνια. Η Μερσίνα καθώς στόλιζε το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο στο χιονισμένο τοπίο πλημμυρισμένη από ελπιδοφόρες σκέψεις και δυσάρεστες αναμνήσεις. Πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που είχαν γιορτάσει όλοι μαζί; Ο πατέρας των παιδιών της ήταν πολύ καιρό απών από τη ζωή τους. Το διαζύγιο είχε κοστίσει σε όλους αλλά περισσότερο στον μικρό Δημήτρη. Η Λίλα αν και μικρότερή του, το αντιμετώπισε με ενήλικη ωριμότητα ενώ ο αδερφός της θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για τον χωρισμό τον γονιών του. «Τι ευτυχία που θα είμαστε πάλι όλοι μαζί αυτές τις Άγιες ημέρες» σκεφτόταν η Μερσίνα. Τα πορσελάνινα σερβίτσια, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα πυρολαμπύριζαν στο τραπέζι δημιουργώντας μια ασύλληπτη ευφορία στην καρδιά της μητέρας. Τα τελευταία χρόνια ο Δημήτρης λόγω της χρήσης ουσιών είχε απομακρυνθεί από την οικογενειακή θαλπωρή, πράγμα που λυπούσε απερίφραστα την μητέρα και την αδερφή του. «Θεέ μου, σε ευχαριστώ που θα έχω και τα δύο παιδιά μου σήμερα μαζί μου».

    Ένα μήνα πριν, το τηλέφωνο της Μερσίνας ήχησε. Στην γραμμή ήταν ο Δημήτρης, ο οποίος της εξήγησε πως ένα από τα βήματα της απεξάρτησης ήταν η απολογία σε αυτούς που αγαπούσε και είχε πληγώσει. Η Μερσίνα με δάκρυα χαράς για το αισιόδοξο βήμα τον κάλεσε να περάσουν οικογενειακά τις γιορτινές ημέρες. Πρόσθεσε στο τραπέζι τα ασημένια κηροπήγια που ήταν προίκα της φυλαγμένη από την προ-γιαγιά της και συλλογίστηκε αν τα φαγητά που είχε προετοιμάσει θα ήταν αρκετά. Ιδιαίτερα για τον γιό της που η όρεξή του για την εξαιρετική μαγειρική της μητέρας του, πριν την χρήση τουλάχιστον, ήταν ακόρεστη.

  Η Λίλα είχε διαλέξει δώρο για την μητέρα της ένα συλλεκτικό κρυστάλλινο σετ μικρογραφιών γνωστής φίρμας. Υποψιαζόταν πως ο αδερφός της δεν θα έφερνε κάτι κι έτσι αγόρασε εκ μέρους του έναν πίνακα διάσημου καλλιτέχνη. Ήταν περήφανη για τις επιλογές της αφού γνώριζε το εκλεπτυσμένο γούστο της μητέρας της. Το χρονόμετρο του φούρνου που χτυπούσε δυνατά έβγαλε την Μερσίνα από τις σκέψεις της. Έτρεξε γρήγορα να ελέγξει την παραδοσιακή γεμιστή γαλοπούλα που αργοψηνόταν. Το χοιρινό μπούτι που το είχε μαγειρέψει  με σκόρδο και δεντρολίβανο ήταν ήδη έτοιμο και σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο για να μην πέσει η θερμοκρασία  του. Οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και οι δίπλες ήταν ήδη τοποθετημένα στις Χριστουγεννιάτικες πιατέλες επάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού ανάμεσα σε διακοσμητικά αγγελάκια και ελαφάκια.

   Κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι προσμένοντας την άφιξη των παιδιών της. Αθέλητα ευχάριστες αναμνήσεις ξεπήδησαν στο μυαλό της. Θυμήθηκε εκείνη την χρονιά που αντικατέστησε το ευτελές δώρο της νονάς του Δημήτρη με το παιχνίδι που λαχταρούσε ικανοποιώντας την επιθυμία του γιού της. Μέχρι και σήμερα, στα αυτιά της αντηχούσε ο γάργαρος ήχος του γέλιου του και η εικόνα από το φωτισμένο προσωπάκι του όταν ανυπόμονα άνοιξε το δώρο του.    

    Σήμερα, κάτω από το δέντρο είχε τοποθετήσει αρκετά πακέτα. Κάποια ήταν για τα παιδιά της και τα υπόλοιπα προοριζόταν για τα παιδιά των φίλων της. Τα είχε διαλέξει όλα ένα προς ένα και τα είχε αμπαλάρει με Χριστουγεννιάτικα περιτυλίγματα. Για την Λίλα είχε προμηθευτεί ασημένιες κορνίζες στις οποίες είχε ήδη περάσει οικογενειακές φωτογραφίες. Υπήρχε άλλο ένα πακέτο για την Λίλα που περιείχε ένα χρυσό μενταγιόν με ρουμπίνι που κάποτε ανήκε στην γιαγιά της. Για τον Δημήτρη είχε διαλέξει ένα έξυπνο ρολόι χειρός που της το είχε προτείνει ο υπάλληλος του καταστήματος αφού η ίδια δεν διέθετε γνώσεις σχετικά με την μοντέρνα τεχνολογία. Το δεύτερο δώρο του Δημήτρη ήταν η εκπλήρωση της παιδικής του επιθυμίας να αποκτήσει το αρχείο του παππού του από τον πόλεμο ώστε να γράψει ένα βιβλίο για την ιστορία της οικογένειάς του. Εδώ και πολλά χρόνια η Μερσίνα φύλαγε το αρχείο σαν θησαυρό για να το παραδώσει στον γιο της, όταν εκείνος θα ήταν έτοιμος.

   Τα γιορτινά στολίδια της θύμισαν τα Χριστούγεννα που η Λίλα είχε σπάσει το πόδι της. Ο Δημήτρης ζωγράφιζε επάνω στον γύψο Άγιο-Βασίληδες και έλκηθρα. Τα αδέρφια άρχισαν να μαλώνουν για έναν χιονάνθρωπο που ο Δημήτρης ήθελε να σχηματίσει μόνο το περίγραμμά του ενώ η Λίλα ήθελε να τον βάψουν μπλε. Γέλασε με την ανάμνηση από τα καμώματα των παιδιών της. Με το χαμόγελο ακόμη στα χείλη και συνεπαρμένη από τις Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να προσθέσει ξύλα στο τζάκι και να αναθερμάνει την φλόγα. Η μυρωδιά του φαγητού από την κουζίνα έφτασε στα ρουθούνια της κι έσπευσε να το βγάλει από τον φούρνο.

   Οι ώρες της αναμονής έμοιαζαν ατελείωτες.  Αναρωτήθηκε μήπως τα παιδιά της είχαν αλλάξει γνώμη. Δεν θα άντεχε να περάσει άλλα Χριστούγεννα μόνη της. Η πολυθρόνα της, της πρόσφερε για άλλη μια φορά τη ζεστασιά που αποζητούσε. Κοίταξε με κενό βλέμμα τον τοίχο επάνω από το τζάκι και ο νους της ταξίδεψε στα πρώτα Χριστούγεννα που έγινε φανερός ο εθισμός του Δημήτρη. Το παιδί είχε γυρίσει στο σπίτι χάλια κι απειλούσε να βάλει τέρμα στη ζωή του. Μητέρα και κόρη τον αντιμετώπισαν συγκρατημένα χωρίς επιτυχία. Η ένταση του νεαρού συνεχίστηκε με αποκορύφωμα να κόψει τις φλέβες των χεριών του μπροστά τους. Εκείνα τα Χριστούγεννα, η Μερσίνα ευχόταν, να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Με την ψύχραιμη καθοδήγηση της μητέρας της, η Λίλα έτρεξε στο μπάνιο κι έφερε το κουτί των πρώτων βοηθειών για να τον περιθάλψουν. Οι δύο γυναίκες μαζί περιποιήθηκαν κι έδεσαν τα τραύματα του νεαρού ο οποίος παραληρούσε.

   «Εύχομαι καμία μάνα να μην περάσει αυτά που πέρασα εγώ» μονολόγησε σαν προσευχή. Κούνησε το κεφάλι της σε μια προσπάθεια να διώξει τις δυσάρεστες αναμνήσεις. Ανακάλεσε την ημέρα των γενεθλίων του Δημήτρη που σήμανε την ενηλικίωση του. Η Λίλα είχε φέρει μια μεγάλη τούρτα της ποδοσφαιρικής ομάδας που υποστήριζε ο αδερφός της. Του είχαν ετοιμάσει πάρτι έκπληξη και μαζί με τους καλεσμένους τον περίμεναν να γυρίσει σπίτι. Ένα τηλεφώνημα ανέτρεψε τα σχέδιά τους. Ο Δημήτρης βρισκόταν στο νοσοκομείο από υπερβολική δόση. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της για εκατομμυριοστή φορά και προσπάθησε να αποδιώξει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της.

   Εγκατέλειψε την ζεστή της γωνία για να ετοιμαστεί. Είχε διαλέξει προσεκτικά τα ρούχα που θα φορούσε αυτήν την σημαντική ημέρα. Ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να μείνουν χαραγμένα στην ψυχή των παιδιών της παντοτινά. Έπρεπε να είναι όλα μοναδικά και υπέρλαμπρα. Αφού άλλαξε, επέστρεψε στην τραπεζαρία κι έκανε έναν γύρο από το τραπέζι προσπαθώντας να διορθώσει και την παραμικρή ατέλεια ενώ ταυτόχρονα πίεζε τον εαυτό της να εξορίσει κάθε τοξικότητα που είχε υπάρξει στη ζωή την δική της και των παιδιών της.                

  Το ρολόι του τοίχου σήμανε δώδεκα. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να αντικρύσει τα αγαπημένα πρόσωπα των παιδιών της. Η κούραση βάρυνε τα μάτια της κι έκλεισε τα βλέφαρα της για να ξεκουραστεί. Πριν την πάρει ο ύπνος, οι χαρούμενες φωνές των παιδιών της την σήκωσαν για άλλη μια φορά από τη θέση της και με ανείπωτη αγωνία έτρεξε στην πόρτα. Έπιασε το χερούλι με ένα μικρό τρέμουλο στα χέρια και πριν ανοίξει διάπλατα η κόρη της ήταν ήδη μέσα στην αγκαλιά της. Πίσω από την Λίλα, στεκόταν ο Δημήτρης αμήχανος ρίχνοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Η Μερσίνα άνοιξε τα χέρια της κοιτάζοντας τον γιο της στα μάτια. Η μητρική στοργή τον τράβηξε σαν μαγνήτης και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της απολαμβάνοντας το μητρικό χάδι που τόσο του είχε λείψει.

   «Συγγνώμη μανούλα, συγγνώμη για όλα. Συγγνώμη για όλες τις φορές που σε πλήγωσα και για την θλίψη που σου προκάλεσα» είπε ο Δημήτρης κλαίγοντας. «Αγόρι μου,» είπε η Μερσίνα, «δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω, μου αρκεί που είσαι εσύ καλά. Ήταν το μόνο για το οποίο προσευχόμουν και προσεύχομαι ακόμα». Τα δάκρυα στα μάτια του γιού της έσφιξαν την καρδιά της και με τα δάχτυλά της προσπάθησε να τα διώξει, να τα εξαφανίσει από την ζωή του και τη ζωή της οικογένειας. Ο Δημήτρης βρήκε τον τρόπο να εκφράσει την έκρηξη των συναισθημάτων του τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση της μητέρας του και σηκώνοντάς την ψηλά. Η Μερσίνα γέλασε ευτυχισμένη κι ο γιος της ανταπέδωσε την χαρά της. Το γέλιο και η ευτυχία πέρασε και στους τρεις τους και όλο το σπίτι έλαμψε από το πνεύμα των Χριστουγέννων.

   Στην τραπεζαρία η Μερσίνα άναψε τα κεριά και η Λίλα την βοήθησε στο σερβίρισμα. Ο Δημήτρης επαινούσε την μητέρα του για το γεμάτο γιορτινό, υπέροχο τραπέζι. Το δείπνο της επανένωσης έθεσε τα θεμέλια για την δημιουργία καινούργιων ευχάριστων αναμνήσεων. Η Μερσίνα παρατηρούσε τα βλέμματα των παιδιών της που συχνά έπεφταν στα πακέτα που βρισκόταν κάτω από το δέντρο. Χαμογέλασε και τους ρώτησε «Χορτάσατε; Θέλετε να ανοίξουμε τα δώρα;» Η Λίλα ενθουσιασμένη πετάχτηκε από την θέση της σαν ελατήριο κι έτρεξε προς το στολισμένο δέντρο. Ο Δημήτρης που βρισκόταν στο κατόπι της την έσπρωξε πειρακτικά για να περάσει δήθεν πρώτος όπως έκαναν όταν ήταν μικροί. Τα συναισθήματα που ακολούθησαν τις επόμενες στιγμές ύστερα από το άνοιγμα των δώρων εναλλάσσονταν από την έκπληξη στην ευγνωμοσύνη. Η Λίλα κι ο Δημήτρης μέσα από την χειρονομία της μητέρας τους κατάλαβαν την αγάπη, την στοργή και την προσπάθεια που είχε καταβάλει αυτή ώστε τα δώρα τους να είναι ανεκτίμητα και να σημάνουν μια νέα αρχή για την οικογένεια τους.

   Το ρολόι σήμανε δώδεκα και μισή. Η Λίλα είχε χτυπήσει το κουδούνι αρκετές φορές και κατέληξε να ανοίξει το σπίτι της μητέρας της με τα κλειδιά της. Πέρασε στο κρύο σαλόνι. Το τζάκι είχε σβήσει αφήνοντας μόνο στάχτες. Η μητέρα της, βρισκόταν στην πολυθρόνα της με τα μάτια κλειστά. Την πλησίασε ενώ οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν επικίνδυνα. Την χάιδεψε στο μέτωπο κι ένιωσε το δέρμα της μητέρας της κρύο κάτω από τα δάχτυλά της. «Είσαι καλά μανούλα;» κατάφερε να πει από το σοκ την ώρα που συνειδητοποιούσε ότι η μητέρα της είχε φύγει. Τα λαμπάκια στο δέντρο αναβόσβηναν επιμένοντας στην υλική τους αδιαφορία. Γύρισε το βλέμμα της στον αδερφό της που την είχε ακολουθήσει στο σαλόνι ψελλίζοντας με πόνο το όνομά του. «Δημήτρη;» Αυτός, παγωμένος την πλησίασε, την αγκάλιασε από τους ώμους κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Η Λίλα άπλωσε το χέρι της και σκούπισε το δάκρυ του αδερφού της προσπαθώντας να τον παρηγορήσει. Ο Δημήτρης με τρεμουλιαστή φωνή είπε «Αδερφούλα βλέπεις ότι χαμογελάει ή εμένα μου φαίνεται έτσι;» Η αδερφή του αποκρίθηκε κλαίγοντας «Κοίτα, τα είχε όλα έτοιμα. Δες το τραπέζι, τα φαγητά στον φούρνο και τα δώρα μας κάτω από το δέντρο. Μας αγαπούσε η μαμά.»

   «Ξέρεις τι λένε αδερφούλα; Ότι όποιος φεύγει τέτοια μέρα ήταν καλός άνθρωπος.»

 

 

ΤΕΛΟΣ






Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

 Η διαχείριση συναισθημάτων εμπεριέχει από μόνη της έναν μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι και ακατόρθωτο επίτευγμα όμως. Τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά συναισθήματα επηρεάζουν την καθημερινότητα μας. Το να τα ξεχωρίσουμε μπορεί να γίνει πρόκληση. Ανάμεσα στην ρουτίνα, την πίεση της εργασίας, τα κοινωνικά "πρέπει" και "μη" δημιουργούνται τόσα κύματα συναισθημάτων που αδυνατούμε να τα αναγνωρίσουμε. Κάπως έτσι καταλήγουμε να βαφτίζουμε "χαρά" όλα τα θετικά συναισθήματα και "λύπη" όλα τα αρνητικά. Στους γρήγορους, λοιπόν, ρυθμούς της ζωής, δεν έχουμε πάντα την πολυτέλεια να φιλτράρουμε και να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα που βιώνουμε ένα ένα. Τα αφήνουμε άγνωστα και ανώνυμα στο πίσω μέρος του μυαλού μας χωρίς να σκεφτόμαστε αν και πως μπορούν να μας προσβάλλουν. Τα συναισθήματα όμως έχουν την τάση να διογκώνονται -ειδικά τα αρνητικά- αν δεν τα αναγνωρίσεις εγκαίρως και δεν βρεις την ρίζα τους. Ολοένα και περισσότερο ακούμε για τις ψυχοσωματικές νόσους, για κρίσεις πανικού και φοβίες. Πως αναγνωρίζουμε όμως τα συναισθήματα μας και πως τα αντιμετωπίζουμε; Το πρώτο -τετριμμένο- συστατικό, είναι ο χρόνος. Παίρνουμε χρόνο για τον εαυτό μας, για να κατανοήσουμε τι γίνεται στον εσωτερικό μας κόσμο. Ρωτάμε "τι αισθάνομαι;" και το εκφράζουμε φωναχτά στον εαυτό μας, αν δεν μπορούμε να του δώσουμε όνομα, το περιγράφουμε και το προσδιορίζουμε όσο περισσότερο γίνεται. Μιλάμε δυνατά στον εαυτό μας ώστε η κατάσταση να γίνει συνειδητή, ώστε νόηση και σώμα να ισορροπήσουν σε αυτό που νιώθει η ψυχή. Για παράδειγμα το άγχος και ο ενθουσιασμός έχουν τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις, ο εγκέφαλος σε συνεργασία με την ψυχή πρέπει να προσδιορίσει τι είναι τι! Αυτό το πρώτο βήμα είναι και πάντα το δυσκολότερο. Ειδικά σε μια κοινωνία που σπρώχνει τον κόσμο μακριά από την "εσωτερικότητα", γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δε θα σπαταλήσει τον ελεύθερό του χρόνο στο "μέσα" του αλλά στο "έξω" του όπως επιβάλλει ο μοντέρνος τρόπος ζωής. Αφού λοιπόν αναγνωρίσουμε τα συναισθήματα μας, μπορούμε να περάσουμε στο επόμενο βήμα το οποίο είναι να βρούμε το ερέθισμα από το οποίο γεννήθηκε το όποιο συναίσθημα. Η ερώτηση σε αυτό το βήμα είναι "γιατί;", "γιατί αισθάνθηκα έτσι;" για την ακρίβεια. Παράδειγμα, αναγνωρίζω ότι έχω άγχος. Γιατί αγχώθηκα; Εξ αιτίας του υπολοίπου λογαριασμού τραπέζης (οικονομικό). Επειδή ο συνάδελφος μίλησε για γάμο-οικογένεια (κοινωνικό) κλπ. Οδηγούμαστε λοιπόν στο τρίτο βήμα, αυτό της αναγνώρισης της ¨ρίζας" του συναισθήματος. "Ρίζα" θα μπορούσε να είναι η ανασφάλεια ή η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή αυτοπεποίθηση. Αξίζει βέβαια να αναφέρω πως κανένα συναίσθημα δεν είναι "προβληματικό" παρά μόνο αν το αφήσουμε εμείς να γίνει. Δεν αρκεί όμως η εύρεση της "ρίζας", απαιτείται αρκετή προσωπική δουλειά ώστε να ξεμπλεχτούν τα συμπλέγματα που έχουμε μέσα μας, ώστε τα μελλοντικά ερεθίσματα να μην οδηγήσουν στα ίδια αδιέξοδα. Αντιμετώπιση, επίσης, δεν σημαίνει απόλυτη εξάλειψη των συναισθημάτων. Η αναισθησία δεν είναι λύση διότι και σε αυτήν ελλοχεύουν κίνδυνοι. Η παραπάνω διαδικασία δεν είναι εύκολη, πολύς κόσμος μάλιστα ίσως να χρειαστεί την βοήθεια κάποιου ψυχολόγου για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα ή και τον εαυτό του. Αυτό δεν είναι καθόλου κακό, είναι ελπιδοφόρο να ζητάς βοήθεια, σημαίνει πως αναγνωρίζεις την κατάσταση και τα όρια σου. Κάθε εσωτερική διεργασία είναι ψυχοφθόρα αλλά η γαλήνη και η ηρεμία που επιφέρει είναι πολύτιμο δώρο για υγεία, ψυχική και σωματική. "Το γνώθι σαυτόν εστιν αν τα πράγματα ιδης τα σαυτου και τι σοι ποιητεον."

Μενανδρος

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

ΑΝΑΛΩΣΙΜΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 

Ο κόσμος στον οποίο ζούμε αποτελείται από αγαθά. Υλικά, αναλώσιμα αγαθά. Όλα γύρω μας είναι αναλώσιμα. Τίποτα, σχεδόν, δεν είναι δεδομένο και αέναο. Η υγεία είναι αναλώσιμη, ο υλικός πλούτος, οι άνθρωποι. Ακόμα και η φύση! Τα δέντρα γίνονται χαρτί, τα ποτάμια αποκτούν φράγματα, τα βουνά γεννούν ορυχεία και οι θάλασσες φιλοξενούν σκουπίδια. Η γη η ίδια, συνέχεια μεταβάλλεται, εξελίσσεται και αλλάζει, αφήνοντας μόνο υπενθυμίσεις αυτού που κάποτε ήταν. Γνωρίζοντας αυτή την αλήθεια, αναρωτιέμαι, γιατί το ανθρώπινο είδος συνέχεια κυνηγάει πράγματα με ημερομηνία λήξης. Το ακριβό ρολόι ή το ακριβό αμάξι. Ποια ματαιοδοξία μας ωθεί εκεί; Είναι μήπως φιλοδοξία ή νομίζουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα; Μήπως η υπερβολική πληροφορία διαστρεβλώνει την οπτική μας; Μπορεί, απλά, να μας ελκύει το όμορφο και το κομψό. Ή μπορεί να καλύπτουμε τις ανασφάλειές μας με μανίες υπερκατανάλωσης. Η νιότη γερνάει, το σώμα φθείρεται και τρεφόμαστε με ψευδαισθήσεις φίλτρων και καλλωπιστικών ενέσιμων. Δεν είναι κι αυτό μια μορφή ναρκωτικού; Ο εθισμός στην νεότητα! Ο εθισμός στην πολυτέλεια! Ζηλεύουμε τηλεπερσόνες για τα ρούχα και την προβολή και δεν ζηλεύουμε τον Ολυμπιονίκη για την πειθαρχία και το πείσμα. Φθονούμε την κατσίκα του γείτονα, αλλά δεν βελτιώνουμε τον εαυτό μας ώστε να αποκτήσουμε και μείς μια κατσίκα! Σπαταλάμε αλόγιστα σε υλικά, άψυχα πράγματα που δεν χρειαζόμαστε αντί να επενδύουμε σε εμπειρίες και αισθήματα. Συλλέγουμε αντί να δωρίζουμε και αποθηκεύουμε χωρίς να υπάρχει ανάγκη. Κρίνουμε ό,τι προέρχεται από δεύτερα χέρια, λες και αυτά τα χέρια ήταν άρρωστα και θα μας κολλήσουν φτώχεια. Αλλά η φτώχεια δεν ξεκινάει απαραίτητα από την τσέπη. Προτιμώ το λειτουργικό από το ακριβό. Το ταπεινό από το κραυγαλέο. Άλλωστε οι ανασφάλειες είναι αυτές που φωνάζουν. Και δεν το παίζω υπεράνω, έχω κι εγώ ανασφάλειες με τις οποίες παλεύω! Αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι σε κάποιο κατάστημα ή μπροστά σε κάποιο ταμείο, σκέφτομαι, το χρειάζομαι αυτό που πάω να αγοράσω; Τι προσπαθώ να καλύψω; Κάποια ανάγκη ή το εγώ μου; Κι αν όντως το αγοράζω για το εγώ μου, πόσα ακόμα είμαι έτοιμη να θυσιάσω γι’ αυτό; Ελπίζω την επόμενη φορά που θα βρεθείς και συ σε κάποιο κατάστημα ή σε κάποιο ταμείο να αναλογιστείς τα ίδια.



Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 2

 Απογευματάκι στην νύφη του Θερμαϊκού. Δύο ζευγάρια από Αθήνα κάνουν την βόλτα τους στην παραλία και χάνουν το μυαλό τους καθώς βλέπουν ένα μοναδικό και πανέμορφο θέαμα. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός έχει βαφεί από μια παλέτα με πορφύρα, μοβ, κίτρινο, γαλάζιο, φούξια και μπλε ενώ ένας κοραλλένιος ήλιος βουτάει στο πέλαγο.

Μαγεία, μια μυσταγωγική λειτουργία που εκτελείται σε απόλυτη σιωπή με πλήρη αρμονία.

Επηρεασμένοι απ’ το φανταστικό σαν αλλόκοσμο θέαμα ανηφορίζουν την Αριστοτέλους και μπλέκονται στα στενάκια της Άθωνος ψάχνοντας κάπου να κάτσουν για ν’ απολαύσουν τα περιβόητα σαλονικιώτικα μεζεδάκια.

Ήρθαν καλά διαβασμένοι. Ξέρουν το μπουγιουρντί και γνωρίζουν ότι αν παραγγείλουν καλαμάκια θα μείνουν νηστικοί.

Κάθονται σ’ ένα ωραίο τραπέζι δίπλα σε κάτι κατεβασμένα πράσινα κιοπέγκια* φθαρμένα απ’ τον χρόνο, παλιοκαιρισμένα, φορτωμένα μ’ ένα κάρο ιστορίες. Αν είχαν στόμα να μιλήσουν πόσα θα είχαν να μας πουν. 

Δίπλα τους κάθεται μια παρέα Θεσσαλονικείς. Το κατάλαβαν από τα –σε και –με: ρε, πλάκα με κάνεις; Μη με το λες; Θα με μάθεις κι εμένα να την κάνω πλάκα τη μάνα μου;

Η γενική πτώση καταργήθηκε;  Μόνο αιτιατική χρησιμοποιούν εδώ πάνω;

Ένα χαμογελαστό παλικαράκι πλησιάζει για να πάρει την παραγγελία τους αφού προηγούνται.

Μία μύδια παντρεμένα.* Μία σαρδέλες γούνα* στον άνθρακα.* Βάλε και μια γαρίδες στην σουπιέρα* για μάκα μάκα.* Κι από αλοιφές* τι έχεις;  Παιδιά, τι θα πιούμε; Φέρε μία φούστα μπλούζα Αρειανίδικη.* Τι φούστα μπλούζα, ρε;  Φούιτ* έπαθες; Φέρε ένα καραφάκι γκράπα.* Α, βάλε και λίγα σαρμαδάκια ορφανά.* Και δύο μπουγιουρντί, με τυρί* και μπούκοβο το ένα και το άλλο γλυκό με τυρί, κασέρι, πιπεριά.*

Έως εδώ κρυφάκουσαν γιατί είπαν κι άλλα μα, ήταν τέτοια η απορία τους καθώς κοιταζόντουσαν μεταξύ τους που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα υπόλοιπα.

Τι λεξικό ν’ ανοίξεις και ποιον να πιάσεις να ρωτήσεις τι παρήγγειλαν οι από δίπλα;

Ο σερβιτόρος επιστρέφει αμέσως για να πάρει την δική τους παραγγελία.

Σαστισμένοι οι άνθρωποι τον ρωτούν αν ισχύει ο κατάλογος. 

-Βεβαίως ισχύει, γιατί;

-Να, επειδή ακούσαμε τα παιδιά προηγουμένως και δεν καταλάβαμε τίποτα.

-Α, δεν είστε από ‘δω, ε; Μισό να σας συστήσω. Παιδιά, η παρέα εδώ είναι, από πού είστε* είπαμε; Από την Αθήνα. Και δεν κατάλαβαν τι παραγγείλατε. Θα τους εξηγήσετε εσείς γιατί έπεσε κόσμος και τρέχω;

-Ναι, αμέ! Ναι, γεια! Δέχτηκαν με έντονα γέλια χρησιμοποιώντας τα βεβαιωτικά και των δύο πόλεων.

Στράφηκαν προς το μέρος τους, μισογύρισαν τις καρέκλες τους και συστήθηκαν.

-Αρχικά, μην ακουμπάτε στα κιοπέγκια επειδή δεν ξέρεις από πού θα σε βρει η αραχνούλα και θα γίνεις σπάιντερμαν. 

-Κιοπέγκια;

-Τα ρολά, τα στόρια ντε!

-Αααα, αναφώνισαν και τραβήχτηκαν προς τα έξω.

-Λοιπόν, τι παραγγείλαμε; Να σκεφτώ… Μύδια παντρεμένα. Είναι τα τηγανητά που πανάρονται δυο δυο, ζευγαράκι, γι΄αυτό τα λέμε παντρεμένα.

Σαρδέλες γούνα είναι οι καθαρισμένες κι ανοιγμένες στη μέση όπως ανοίγουν την γούνα όταν την τεντώνουν για να ξεραθεί.

-Κι ο άνθρακας πού κολλάει; 

-Τα κάρβουνα ρε καρντάσι!

Εν τω μεταξύ ήρθαν και τα ποτά και άρχισαν τα «στην υγειά μας» και «βίβα».

-Γαρίδες στη σουπιέρα είναι οι γαρίδες σαγανάκι και μάκα μάκα οι βούτες που κάνουμε με το ψωμί.

-Αλοιφές είναι οι σαλάτες που είναι σε κρέμα όπως η χτυπητή, το τζατζίκι, η ρώσικη.

-Ε, όχι. Καλά ως εδώ αλλά αλοιφές βρε παιδιά λέμε τα φάρμακα…

-Και η κρέμα φάρμακο είναι αλλά την τρως κιόλας!

-Με αποστώμοσες!

-Φούστα μπλούζα αρειανίδικη είναι η ρετσίνα και η κόλα γιατί πάνε μαζί, ασορτί.

-Φούιτ λέμε όταν παθαίνεις λάστιχο. Προέρχεται από το γαλλικό fuite που σημαίνει διαρροή. Πιο σωστό από το «έπαθα λάστιχο» που λέτε εσείς, σαν να λέτε «έπαθα Μενεγάκη».

-Και η γκράπα που παραγγείλατε; Η ιταλική;

-Όχι ρε φίλε, γκράπα είναι εδώ, ντόπια μακεδονίτικη, ελλαδάρα. Είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Το καλύτερο πράμα. Δοκίμασε να δεις και να με πεις…

-Σαρμαδάκια ορφανά, είναι τα χωρίς κιμά, τα γιαλαντζί, αλλά γιατί να το λέμε τούρκικα;

-Μπουγιουρντί με τυρί, δηλαδή με φέτα.  Άκου με τι θα σε πω: τυρί λέμε την φέτα και από κίτρινα τυριά πιο πολύ τρώμε το κασέρι. Όλα τα άλλα τα λέμε με το όνομά τους. Επειδή σεβόμαστε τους κανόνες της φιλοξενίας και φημιζόμαστε γι’αυτό, έχουμε και  τον Ξένιο Δία δυο βήματα από ‘δω, στο Δίον, στην Κατερίνη, γι’ αυτό θα σε πω την αλήθεια. Σ’ αυτό έχετε δίκιο εσείς, εμείς το λέμε λάθος. Αλλά τι να κάνουμε; Φτωχομάνα βλέπεις και ο πολύς ο κόσμος από παλιά αυτά τα δυο είδη που παρήγαγε η περιοχή αυτά έτρωγε, γι’ αυτό κι έμεινε να τα λέμε έτσι.

-Άντε, γεια μας! Γεια μας και να πεθάνει ο χάρος!

-Δεν ενώνουμε και τα τραπέζια να είμαστε πιο άνετα;

-Ναι, για να μας πείτε κι άλλα. Ωραία τα λέτε.

-Ξέρετε ότι εμείς τις λεύκες, τα δέντρα ντε, εμείς τα λέμε καβάκια;

Κι έτσι η γνωριμία έγινε παρέα, η διασκέδαση γλέντι και δημιουργήθηκαν φιλίες που κρατούν χρόνια!


*Είστε αντί του είσαστε, τραγουδούσαμε και όχι τραγουδάγαμε, κ.ο.κ. τι να κάνουμε; Λόγω ψύχους κόβουμε ότι μπορούμε.

Είστε – είσαστε πλέον είναι και τα δυο σωστά ενώ παλιότερα ίσχυε μόνο το πρώτο.

Τα τραγουδάγαμε, μιλάγαμε, γλεντάγαμε κλπ είναι τοπικοί ιδιωματισμοί, γραμματικά λάθος.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ 1

 Αθηναίοι, στο φαγητό δεν μας πιάνετε, μην το πολεμάτε άλλο, είναι μάταιος κόπος.

Μάθημα πρώτο

Χαιρετισμούς από την πατρίδα της ρώσικης σαλάτας. Για όσους δεν το γνωρίζετε, η ρώσικη σαλάτα ανακαλύφθηκε στην Θεσσαλονίκη από τον Ρογκότη, τα γνωστά σουτζουκάκια… ξέρετε, κι όσοι δεν ξέρετε ας προσέχατε!

Ήταν που λέτε, το 1917 όταν ο γνωστός Θεσσαλονικιός εστιάτορας εμπνεύστηκε μια σαλάτα με διάφορα θαλασσινά και πίκλες από πολλά και διάφορα λαχανικά τα οποία ένωσε με μαγιονέζα. Ε, δεν θα σας δώσουμε και τη συνταγή τώρα, λυπηθείτε μας!

Στο θέμα της ονοματοδοσίας αντιμετώπισε ένα προβληματάκι, το έλυσε όμως γρήγορα καθώς προέκυψε η ρώσικη επανάσταση. Εκείνη η χαώδης κατάσταση του θύμισε την σαλάτα του οπότε το όνομα κατοχυρώθηκε. Αργότερα βέβαια, ο εκλεπτυσμένος ουρανίσκος των Θεσσαλονικέων αντικατέστησε τα θαλασσινά με αλλαντικά κι έτσι προέκυψε η γνωστή πια σε όλους μας, ρώσικη σαλάτα!

Μάθημα δεύτερο

Ο Κόμης του Sandwich, John Montagu ήταν μεγάλος τζογαδόρος κι εθισμένος χαρτοπαίκτης. Επειδή δεν ήθελε να σηκώνεται από την τσόχα ούτε για να γευματίσει συνήθιζε να παραγγέλνει απ’ την ορντινάτσα του να του φτιάχνει ένα πρωτότυπο για την εποχή του γεύμα. Ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί έβαζε φέτες γαλοπούλας ή άλλο κρεατικό, τα συνοδευτικά του πιάτου και τη σαλάτα. Έτσι, αυτή η νέα εφεύρεση πρόχειρου φαγητού πήρε το όνομά του. Αντίστοιχα, το ελληνικό αμφίψωμο κατά τη γνωστή συνήθεια της ελληνικής κοινωνίας να υιοθετεί οτιδήποτε ξενόφερτο ονομάστηκε σάντουιτς.

Γι’ αυτό και πολύ σωστά, εμείς στη Θεσσαλονίκη, ότι είδος ψωμιού – ζυμωτής πίτας, ζεστού ή κρύου, περιέχει τα καθιερωμένα υλικά, το λέμε σάντουιτς.

Μάθημα τρίτο (όπου σουβλάκι βλ. αθηναϊκό καλαμάκι)

Πολύ παλιά, δεν υπήρχαν σουβλατζίδικα, σαντουιτσάδικα. Υπήρχαν πλανόδιοι με συρόμενους πάγκους – φουφούδες, που έψηναν τα σουβλάκια και τα πουλούσαν χύμα ενώ πάνω από κάθε ένα έβαζαν και μια φέτα ψωμί. Κάποιοι ίσως να το έχετε προσέξει σε παλιές ελληνικές ταινίες. Έτσι λοιπόν, η παραγγελία ήταν ένα, δύο ή περισσότερα σουβλάκια. Το ψωμί ήταν ευνόητο επειδή τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Από την εποχή εκείνη καθιερώθηκε το σουβλάκι στην Αθήνα ως κρέας με ψωμί. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν το φραστικό ανορθόδοξο στις παραγγελίες όταν άνοιξαν τα πρώτα μαγαζάκια πρόχειρου φαγητού. Ένα σουβλάκι με γύρο ή μπιφτέκι ή ντονέρ, εννοώντας βέβαια, το ανάλογο κρεατικό συνοδεία ψωμιού ή πίτας.

Διότι αγαπητοί μου, το σουβλάκι είναι υποκοριστικό της σούβλας. Η σούβλα – η μεγάλη που σουβλίζουμε το αρνί και σουβλάκι -το μικρό που περνούμε κομμάτια κρέατος. Εξ ού και το κοντοσούβλι. Δεν είναι καλαμάκι από την καλαμιά και σαφώς δεν λέμε κοντοχοιρινοκάλαμο!

Μάθημα τέταρτο

Αντιθέτως, καλαμάκι είναι αυτό που πίνουμε, αυτό π’ροφάν που λένε και οι Λαρισαίοι.

Αιτιολογείται εύκολα γιατί όπως τα καλάμια είναι κούφια ανάμεσα στους κόμπους του βλαστού  έτσι και τα καλαμάκια που χρησιμοποιούμε για τα ποτά και τα αναψυκτικά μας. 

Μάθημα πέμπτο

Η μπουγάτσα δεν είναι πίτα αλλιώς θα την λέγαμε κρεμόπιτα. Το φύλλο της μπουγάτσας παρασκευάζεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο καθώς ανοίγεται πάρα πολύ λεπτό όπως αυτό του μπακλαβά.  Γι’ αυτό υπήρχε πάντα η μπουγάτσα με κρέμα, τυρί  και κιμά ενώ αργότερα προστέθηκαν και άλλα είδη γέμισης. 

Αν δεν το γνωρίζατε εσείς στην Αθήνα και είχατε ακουστά μόνο την μπουγάτσα με κρέμα, δεν φταίμε εμείς. Ίσα ίσα, εμείς σας μαθαίνουμε να τρώτε καλό φαγητό γι’ αυτό και σας διδάσκουμε.



Μάθημα έκτο

Ό,τι πατιέται στην τοστιέρα είναι τοστ. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε αυτό;

Είτε έχει μέσα τυριά, αλλαντικά είτε της παναγιάς τα μάτια, από τη στιγμή που το ψήνεις στην τοστιέρα είναι τοστ. Τόσο απλό!

Μάθημα έβδομο

Πίνετε ούζο και στο τσακίρ κέφι σφίγγετε κανένα τσίπουρο. Γνωρίζετε και την τσικουδιά.

Την γκράπα όμως; Η γκράπα είναι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, διπλοβρασμένο, από 19 έως 22 γράδα. Την φτιάχνουμε κυρίως για το σπίτι μας, χωρίς τσάμπουρα επομένως χωρίς ξυλόλη γι’ αυτό και την άλλη μέρα ξυπνάμε χωρίς πονοκέφαλο και πάμε στις δουλειές μας σαν να μην τρέχει κάστανο. 

Σας μάθαμε να τρώτε, θα σας μάθουμε να πίνετε κιόλας!

Μάθημα όγδοο

Είναι χτυπητή και όχι κοπανιστή. Επειδή την χτυπάμε για να την παρασκευάσουμε και δεν την κοπανάμε σαν χταπόδι! Χτυπάμε ελαφρά το τυρί ώστε να ενσωματωθεί με την καυτερή πιπεριά. Δεν το κοπανάμε με τον κόπανο που πλένανε παλιά τα ρούχα στο ποτάμι!

Γι’ αυτό λοιπόν είναι χτυπητή ή έστω τυροκαυτερή και ουχί κοπανιστή.

Μάθημα ένατο

Τα αχλάδια εμείς τα λέμε και απίδια. Όπου απίδι, από το αρχαίο ελληνικό άπιον – αχλάδι και άπιος η αχλαδιά. Ενώ το αχλάδι προέρχεται από το μεσαιωνικό ελληνικό αχλάδιον και αχλάδα. Α, και αν σας προσφωνήσει κάποιος «γκόρτσο» μην παρεξηγηθείτε, κι αυτό αχλάδι σημαίνει…

Μάθημα δέκατο

Η σγουρή σαλάτα δεν είναι μαρούλι ούτε το μαρούλι έχει καμιά σχέση με τη σγουρή σαλάτα. Είναι δύο διαφορετικά σαλατικά. Εντάξει; Το ξεκαθαρίσαμε κι αυτό;

Μάθημα ενδέκατο

Σαρμαδάκια! Όπως λέμε ντολμαδάκια. Συνώνυμα είναι. Σαρμάδες όπως ντολμάδες. Λαχανοσαρμάδες, τζιγιεροσαρμάδες, ό,τι τυλίγεται σε φύλλο ή μπόλια και μετά μαγειρεύεται.

Μάθημα δωδέκατο

Αφήσαμε το επιδόρπιο για το τέλος. Τρίγωνα πανοράματος όπως τα ξέρετε στην Αθήνα, απλά τρίγωνα για μας.  Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση το θέμα γιατί τα γνωρίζετε καλά όπως και ότι σαν τα τρίγωνα και την Χαλκιδική δεν έχει!


Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ XVIIII

 Με άφαντη την αξιοπρέπειά του ο Γκούρας κατάφερνε να επιβιώνει στο χωριό εφαρμόζοντας τα γνωστά σε όλους πια τερτίπια του.

Οι γέροντες γονείς του για να περισώσουν την περιουσία τους, ένα σπιτάκι δηλαδή και μερικά χωραφάκια, τα έγραψαν στα εγγόνια τους. Αν τ’ άφηναν στον Γκούρα θα τα πουλούσε την επόμενη κιόλας μέρα για να τα πιει και να τα παίξει…

Με τα ρουφιανιλίκια και την πονηριά του κατάφερε να διοριστεί στον δήμο με διετή σύμβαση. Αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί στην οικογένεια αν και οι ίδιοι δεν το εκλάμβαναν έτσι, νόμιζαν ότι αυτή η πρόσληψη ήταν για καλό.

Καλή η μόνιμη δημόσια θέση καθώς μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει το μπαγιόκο πέφτει.

Το δυσάρεστο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι πέφτει στον λογαριασμό τραπέζης του εργαζομένου.

Έτσι, κάθε μήνα που πληρωνόταν ο Γκούρας ο μισθός έκανε φτερά πριν καν δει το χρώμα του χρήματος. Πώς γινόταν αυτό; Σίγουρα όχι με ταχυδακτυλουργικά κόλπα.

Ανάθεμα στην μοντέρνα τεχνολογία που εφηύρε αυτά τα κινητά που μπαίνουν στις τράπεζες και αγοράζουν και πληρώνουν και τα κάνουν όλα εκτός από καφέ!

Μόλις έβλεπε ότι πληρώθηκε πήγαινε στο πλέϊ-μαγαζί και άρχιζε τις επενδύσεις.

Μετά περνούσε απ’ το καφενείο για μπυροκατάνυξη και τέλος έπαιζε on line  ότι είχε περισσέψει.

Σε δυο τρεις μέρες το πολύ ήταν πάλι ρέστος και ταπί!

Φώναζε η δόλια η μάνα του, γκρίνιαζε ο πατέρας του, ένα γεροντάκι 85 χρονών, έκανε τουμπεκί η γυναίκα του έχοντας αποδεχτεί προ καιρού το κακό της μοίρας της.

Τις διαφωνίες αυτές βέβαια τις εξέφραζαν όταν ήταν νηφάλιος  γιατί, όταν ήταν πιωμένος έτρεχαν όλοι να κρυφτούν σαν τα ποντίκια. 

Εκείνο το απόγευμα, αρχές του μήνα, ροκανίζοντας τα τελευταία ψίχουλα του λογαριασμού του, τα έπινε στο καφενείο του Γλύκα (παρατσούκλι επειδή παλιά δούλευε σε ζαχαροπλαστείο) και είχε γίνει κουρούμπελο. Στο μεθύσι του απάνω και τις οίδε τι κυκλοφορούσε στο κεφάλι του μέσα, τα έβαλε με τον άντρα της ξαδέρφης του. Ο πατέρας του και η μάνα της, αδέρφια. 

Όχι μεταξύ τους, αυτός από μόνος του, είχε κτηματικές διαφορές με τον «ξάδερφο»,  τον Παρμενίδη. Του είχε μπει στο μυαλό ότι η διαθήκη του παππού του ήταν άκυρη και διεκδικούσε μερίδιο από οικόπεδα και χωράφια. Είχε ξοδέψει πάνω από δέκα χιλιάδες ευρώ σε δικηγόρους και δικαστήρια χωρίς να βγάλει άκρη αλλά δεν το ‘βαζε κάτω.

Οι δικηγόροι βέβαια, είχαν βρει αγελάδα για άρμεγμα. Αναλάμβαναν την υπόθεση γνωρίζοντας εξ αρχής πως ήταν χαμένη. Έπαιρναν τις αμοιβές τους ούτως ή άλλως όμως.

Και, κάθε φορά που έχανε ο Γκούρας πήγαινε σε άλλον δικηγόρο. Έξι ή εφτά δικηγόρους είχε αλλάξει ως τώρα. Δεν απογοητευόταν γιατί το παν στη ζωή είναι να έχεις στόχο και ο επιμένων νικά…

Καθισμένος σε επικλινή θέση κάτω απ’ τη σκιά της κληματαριάς, έπινε κι έλεγε τον πόνο του φωνάζοντας για να ακούγεται όσο πιο μακριά γίνεται. Κάποιοι απ’ τους θαμώνες τον κούρντιζαν κιόλας για να γίνεται τζέρτζελο.

-Γκούρα, τι έγινε με το χωράφι στη ‘μεγάλη πέτρα΄; 

-Σαν τι θες να γίνει; Αυτός ο «Ξυλούρης» περνάει κάθε μέρα από μέσα, δρόμο το έκανε. Αλλά πού θα πάει; Θα του δείξω εγώ. Νομίζει ότι θα μου γλυτώσει; Όλοι ξέρετε ότι καταπάτησε το δημόσιο με την επέκταση που έκανε στον στάβλο του. 

-Ναι, αλλά δεν φοβάσαι; Την άλλη φορά που σε πέτυχε στο χωράφι μαζεύτηκες. Τι φοβήθηκες; Μη σε δείρει ή μη σου τον φορέσει;

-Μη μου τον φορέσει φοβήθηκα, γι’αυτό μαζεύτηκα. Αλλά θα  του δείξω εγώ. Θα δείτε όλοι τι θα πάθει…

-Α, να κι ο Παρμενίδης με το αμάξι. Πού πάει τέτοια ώρα;

-Άσ’ τον κι αυτόν τον μπινέ. Έξι χιλιάδες ξόδεψα  στα δικαστήρια αλλά τώρα τη βρήκα την άκρη. Δεν ξέρει τι τον περιμένει κι αυτός. Πού να δείτε τι του ετοιμάζω…

Αυτόν που τον έχετε όλοι για νοικοκύρη, ξέρετε τι έκανε; Εγώ τον έσωσα. Εγώ έσωσα την οικογένειά του. 

-Σώπα ρε Γκούρα; Τι έγινε; Πώς;

-Αυτός που λέτε, ήταν δεν ήταν τέσσερα πέντε χρόνια παντρεμένος όταν μάθαμε ότι πηδούσε την αδερφή της πεθεράς του (σ.σ. θεία του Γκούρα, αδερφή του μπαμπά του).

Το ανακάλυψε η Τούλα (η γυναίκα του Παρμενίδη) και ήθελε να τον διώξει. Καυγάς μεγάλος, φασαρία, χαμός. Ευτυχώς που μπήκα εγώ στη μέση και τους τα έφτιαξα κι έσωσα το σπίτι τους. Ότι έφτιαξαν σε μένα το χρωστάνε…

-Καλά ρε Γκούρα, τη θεία σου; Πώς μιλάς έτσι για την αδερφή του μπαμπά σου; Άντε, αυτός είναι ξένος, αλλά το αίμα σου;

-Ποια είναι θεία μου;

-Η πεθερά του Παρμενίδη

-Εεεεεε, σαν θεία καλή ήταν δεν λέω, αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Το θέμα είναι αυτός τι έκανε, όχι η Λενιώ!

-Γκούρα το παράκανες, αυτά τα πράγματα δεν λέγονται.

-Τι δεν λέγονται μωρέ; Τι ξέρετε εσείς; Γατάκια! Την αλήθεια λέω…

…συνέχισε να φωνάζει μπερδεύοντας τα λόγια του και στολίζοντας όσους δεν χώνευε με διάφορα άκοσμα επίθετα. 

Ένας ένας οι χωριανοί άρχισαν να φεύγουν μην αντέχοντας άλλο βόθρο. Αυτή η δόση ήταν αρκετή γι’ αυτόν τον μήνα. Η συνέχεια τον άλλο μήνα πάλι, που θα ξαναπληρωθεί…


ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Τι είναι ο πολιτισμένος κόσμος; Οι βόθροι; Τα φαστφουντάδικα; Οι θρησκείες; Τα τσιμέντα στις πόλεις; Πολιτισμός είναι ο πόλεμος; Τα ορφανά; Η πείνα και η εκμετάλευση; Τόσα χρόνια νόμιζα πως ο πολιτισμός δεν έχει να κάνει με τις δομές αλλά με τους ανθρώπους και το πώς αυτοί ενεργούν και αλληλεπιδρούν στην κοινωνία. Πως (ο πολιτισμός) είναι η γνώση, η καλοσύνη, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση. Ένας ας πούμε αγενής άνθρωπος είναι και απολίτιστος. Η έλλειψη παιδείας είναι και αυτή δείγμα έλλειψης πολιτισμού! Ας πάρουμε για παράδειγμα τη χώρα μας, από τα βάθη των αιώνων έχει πολιτισμό ο οποίος φυσικά δεν αντικατροπτίζεται στον σημερινό Έλληνα. Στην «πτώση» του νεοέλληνα δεν έχει συμβάλει όμως μόνο η έλλειψη παιδείας - για να γίνει ξεκάθαρο, άλλο ο αναλφαβητισμός, άλλο η έλλειψη παιδείας - αλλά και η τάση για αδιαφορία όπως και η ιδέα του εύκολου χρήματος. Βέβαια, αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν σε πολλούς λαούς σήμερα! Άλλο παράδειγμα το American dream, όπου προμόταρε την εργασία για όλους, την ελευθερία και τις ίσες ευκαιρίες. Εκτός φυσικά, από τους Ινδιάνους ή τους Αφρικανούς! Ο πολιτισμός εφαρμόζεται ελιτίστικα και βάση χρώματος σε αυτήν την περίπτωση. Ακόμα κι αυτό υποδεικνύει πόσο απολίτιστοι ήμασταν! Και συνεχίζουμε να είμαστε! Οι «πολιτισμένοι» χριστιανοί τσιρίζουν λόγους μίσους κατά των μουσουλμάνων, οι «πολιτισμένοι» μουσουλμάνοι αντεπιτίθενται! Και όλα αυτά σήμερα, όχι μόνο πριν 100 χρόνια. Μήπως τελικά ο «πολιτισμένος» κόσμος είναι μια ουτοπία; Καθώς όσο υπάρχει άνθρωπος, θα υπάρχει πόνος, μίση,  πάθη, συμφέροντα, διαχωρισμοί, λάθη. Ίσως για να πετύχουμε την ουτοπία θα πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα παλιά μίση και απωθημένα, γιατί στην πραγματικότητα αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. 

Ο ιδεατός πολιτισμός δεν επιτυγχάνεται με την καθυπόταξη των μαζών 

όπως επιχειρείται σήμερα παγκοσμίως.  Η ολοκλήρωση της ανθρώπινης οντότητας ορίζεται από το είναι του κάθε ατόμου ξεχωριστά και αυτό χτίζεται μόνο από κοινωνίες και άτομα που σέβονται τον εαυτό τους.

Όταν λοιπόν, το ψάρι θα πάψει να βρωμάει απ’ το κεφάλι, σύμφωνα με τη λαϊκή ρήση, τότε οι κοινωνίες και τα άτομα θ’ αρχίσουν να ανυψώνονται. 

Ο κοινωνικός ευδαιμονισμός είναι αυτό που οδηγεί στον ιδεατό πολιτισμό και όχι ο ατομικισμός με τα πάθη που τον συνοδεύουν.


ΤΟ ΥΠΌΓΕΙΟ