Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

TO CAMPING

 Μεσοκαλοκαίρο. Καύσωνας. Τα τζιτζίκια έσκουζαν εκκωφαντικά  και πολύ σπάνια μια ελαφριά μπουκαδούρα ερχόταν από τη θάλασσα. Είχε παρκάρει το τροχόσπιτό της κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου, πρώτη θέση με θέα τη θάλασσα. Απολάμβανε την ησυχία της, που τόσο είχε ανάγκη κι ευλογούσε τον θεό για την ηρεμία και τη γαλήνη των διακοπών της.

Ώσπου, ένα πρωί με πολλή ζέστη όπως κάθε μέρα, τελείωσαν όλα!

Ήρθαν γείτονες! Κάμπινγκ είναι, θα κλείσουν οι θέσεις, λογικό είναι…

Άρχισαν να στήνουν, να στρώνουν, να εγκαθίστανται τέλος πάντων και τότε ξεκίνησε το μαρτύριο. Η μουσική! Και όχι ότι νά ‘ναι… είχε πρόγραμμα ο γείτονας! Ξεκινούσε με ροκιές του διεθνούς τοπ τεν. Συνέχιζε με ελληνικό ροκ του ’80 και κατέληγε εκεί κατά τη μία το μεσημέρι σε ώπα γιάλα λαϊκά! Δύο με πεντέμιση έκανε παύση, λόγω κανονισμού του κάμπινγκ όχι επειδή το ήθελε, και συνέχιζε με ελληνικό σύγχρονο ότι κάτσει ή μάλλον όποιος σταθμός ακουγόταν πιο καθαρά.

Ε, μουσική  είναι, όσο και να μη σ’ αρέσει, να σ’ έχει κουράσει, θα την ανεχτείς.

Το πιο δύσκολο ήταν οι φωνές.

Μαριάαααααααααααα, Μαριάααααααααααααααααα, ρε Μαρία, δεν ακούς;

Η Μαρία είχε μια τσιριχτή φωνή με γκρινιάρικη χροιά που τσίτωνες ακούγοντας το πρώτο φωνήεν.

Τι θες ρε Τάσο και φωνάζεις πάλι; Αμάν! Έχω δουλειά….

Έλα να με βοηθήσεις να στήσω την ομπρέλα.

Έτρεχε η Μαρία.

Μετά από λίγο: Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααααααα, Μαρρρρρρίαααααα!

Τι θέλεις; Άσε με, μαγειρεύω….

Έλα να μου βάλεις αντηλιακό!

Σκούπισες εδώ; Δεν σκούπισες! Αμάν βρε Μαρία, όλα εγώ πρέπει να τα κάνω;

Παίρνει η Μαρία τη σκούπα και σκουπίζει.

«Εντάξει τώρα; Θέλεις τίποτ’ άλλο; Να πάω να συνεχίσω το μαγείρεμα».

«Τι φαί κάνεις;»

«Κρέας με μπάμιες»

«Άλλο;»

«Θα κάνω και μια γαριδομακαρονάδα»

«Α, ωραία. Να βάλεις και σκόρδο»

Έφευγε η Μαρία, επιτέλους κι εκεί που έλεγε θα ησυχάσει η γειτόνισσα, ακούει:

Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, πού είσαι ρε ψυχή; Πόσο καιρό έχω να σε δω;

Κάνεις διακοπές εδώ; Έλα να παίξουμε ένα ταβλάκι!

Εκτός απ’ το ντράγκα ντρουγκ του λαϊκού άσματος, είχε τώρα και τα τράκα τρούκα που έκαναν τα πούλια πάνω στο ξύλο. Λες και το έκαναν επίτηδες, τα χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη  κι ακόμα παραπάνω.

Άσε τα επιφωνήματα και τις ανταγωνιστικές εξυπνάδες. Μόλις πήγαινε έντεκα εντεκάμιση το πολύ, έφτανε η ώρα του τσίπουρου.

«Α, δεν σηκώνω όχι, θα κάτσεις να πιούμε ένα τσίπουρο, τό ‘φερα απ’ το χωριό!»

Άντε πάλι….

Μαριάαααααααα, Μαριάααααααα, φέρε τσίπουρο και μεζέ!

Κι άρχιζε η Μαρία να φέρνει. Να οι τσίροι, να και τα σκουμπριά, να και λίγο σαγανάκι που περίσσεψε από χθες, να και ψωμί ψημένο και λίγη πατατοσαλάτα που είχαμε στο ψυγείο.

Η περιγραφή ήταν λάιβ ώστε να ακούει το μισό κάμπινγκ.

Μα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Ηχεία είχαν καταπιεί; Και το σόου συνεχιζόταν.

Έως ότου τελειώσουν με τα τσίπουρα έφτανε η ώρα του φαγητού.

Η μουσική χαμήλωνε, οι φωνές όμως διατηρούσαν σταθερή ένταση.

Μαριάααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρίααααα;

Έεεεεεεεεεελααα, τί ‘ναι;

Δεν φέρνεις εκείνη τη γαριδομακαρονάδα να την τσακίσουμε;

Ε, πού ‘σαι; Φέρε και καμιά σαλάτα. Και ψωμί.

Μπορεί μέχρι εκείνη την ώρα να είχαν μαζευτεί παρέα τέσσερα πέντε άτομα.

Έφερνε η Μαρία και μετρούσε κεφάλια για να φέρει και πιάτα.

Μόλις χανόταν από το οπτικό του πεδίο, φώναζε:

Μαριάαααααα, Μαριάαααα, φέρε και ποτήρια! Και πηρούνια!

Έφερνε η Μαρία.

Μετά ξανά.

Μαριάαααααα, Μαριάααααααααα, φέρε και παγάκια από πίσω. 

Έφερνε η Μαρία.

Δεν είχε φρένο όμως και συνέχιζε:

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααααα, Μαρρρρρρρρρρία!

Έλα βρε Τάσο, τι θέλεις πάλι;

Φέρε το αλάτι. Και ξύδι. Και το μπούκοβο.

Τα έφερνε η Μαρία.

Ακολουθούσε η γνωστή επανάληψη:

Μαριάααααααααα, Μαριάααααααααα, ρε Μαρρρρρρρρρία!

Φέρε ψωμί.

Μετά τη γαριδομακαρονάδα αραίωνε λίγο η παρέα κι έμεναν δυο τρία άτομα μόνο για το κυρίως πιάτο.

Μαριάααααααα, Μαριάαααααααααα, ρε Μαρρρρρρρία!

Φέρε τις μπύρες, κοίτα αυτές που είναι παγωμένες όχι τις ζεστές που έβαλες το πρωί.

Να ξεπλύνουμε το τσίπουρο!

Κατά τις 7 το απόγευμα, συνήθως, τελείωνε το τσιμπούσι κι επιτέλους ο Τασούλης σηκωνόταν από την καρέκλα.

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα! 

Και πήγαινε για ύπνο. Για κανένα δίωρο, γιατί από τις εννιά ως τις έντεκα, πάλι το ωράριο του κάμπινγκ έσωνε την κατάσταση, είχε βραδινό πρόγραμμα.

Αυτό γινόταν καθημερινά. Μετρούσε η γειτόνισσα, πρώτη μέρα, δεύτερη, τρίτη….

Μα, δεν θα μιλήσει επιτέλους αυτή η Μαρία; Πώς τον ανέχεται; Και άλλα τέτοια φεμινιστικά!

Τέταρτη μέρα, πέμπτη, μια βδομάδα, τίποτα… αλλαγή καμία!

Την όγδοη μέρα, έχοντας μάθει απ’ έξω το πρόγραμμα των φασαριόζων γειτόνων της, παραφύλαξε.

Εκεί γύρω στις εφτά, ο Τασούλης σηκώθηκε απ’ την καρέκλα επαναλαμβάνοντας:

Ω, ρε, πάλι δεν κάναμε μπάνιο σήμερα!

Κι όπως έβαζε τα χέρια για να σηκώσει το σορτσάκι του μέχρι το σημείο που επέτρεπε η μπυροκοιλιά, αισθάνεται υγρά πράγματα να κυλούν επάνω του από την αραιωμένη καραφλοκοτσίδα μέχρι κάτω. Ήταν υγρά και μύριζαν άσχημα. Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν! 

Βοήθεια, βοήθειαααααα, Μαριάαααααααααα, Μαριάαααααα, βοήθειαααα, τυφλώθηκα!

Έχασα το φως μου!

Βγαίνει η Μαρία ανάστατη και τι να δει; Τον άντρα της στεφανωμένο με τον κουβά των σκουπιδιών μέχρι τους ώμους.

-Άντε, πήγαινε να κάνεις το μπάνιο που δεν έκανες μια βδομάδα τώρα! Με τις υγείες σου!

Του ευχήθηκε η γειτόνισσα.


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙΙ

 Τρία πρώτα ξαδέρφια γεννημένα την ίδια χρονιά.  Τα δύο ζούσαν στο χωριό και το ένα στην κοντινή μεγαλούπολη. Μεγάλη οικογένεια, οπότε, τα παιχνίδια και τα χαϊδέματα από τους θείους πολλά. Κι επειδή η ιστορία αυτή ξεκινά να εκτυλίσσεται από την δεκαετία του ’60, μην φανταστείτε τα παιχνίδια ως αντικείμενα αλλά ως δράσεις.

Στην ηλικία των τεσσάρων ετών, ο θείος τους ο Σάκης, ανύπαντρος ακόμα,  τους έστησε και τους τρεις πάνω στον μαρμάρινο πάγκο της κουζίνας του χωριατόσπιτου των γονιών του και τους είπε θέλοντας να βγάλει γέλιο από τις ντοπιολαλιές:

«Θα σας ρωτάω έναν έναν και θα μου απαντάτε, καλά;»

«Καλά»

«Αλέξη, τι είναι αυτό;» ρώτησε δείχνοντας ένα γαϊδούρι.

«Γουμάρ’!» απάντησε ο Αλέξης που μεγάλωνε στο χωριό.

«Τίμο, τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε δείχνοντας το γαϊδούρι.

«Γαϊδούρι!» απάντησε ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη.

«Τάκη, τι είναι αυτό;» επανέλαβε δείχνοντας ξανά το ζώο.

«Γκάτζος!» απάντησε ο Τάκης που μεγάλωνε κι εκείνος στο χωριό αλλά σε οικογένεια χαμηλότερης μόρφωσης ή κοινωνικότητας, πείτε το όπως θέλετε.

Έως  εκείνη τη στιγμή, τα μικρά παιδιά ένιωθαν την μοναδικότητά τους από την αγάπη που προσλάμβαναν από τον στενό και τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας.

Από εκείνο το αστείο παιχνίδι και μετά όμως, άρχισαν να νιώθουν και κάτι άλλο. Τον διαχωρισμό σε ανώτερο και κατώτερο βάσει της διαφορετικότητας, της καταγωγής, του οικονομικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου των γονιών τους.

Από τότε, αν και η αγάπη που είχε εμφυτευθεί μεταξύ τους δεν έσβησε, δημιουργήθηκε ενός είδους αντιπαλότητα, ένας ανταγωνισμός.

Ο Τίμος που μεγάλωνε στην πόλη, ένιωθε ξεχωριστός καθώς είχε τα πιο πολλά και καλά παιχνίδια. Την εποχή που στο χωριό ακόμα κυκλοφορούσαν με κάρα, αυτός είχε τηλεόραση πριν αρχίσουν να εκπέμπουν κανονικά οι δύο πρώτοι σταθμοί, είχε παιδικό πικάπ όταν ακόμη και για τους εικοσάρηδες ήταν όνειρο απατηλό και χίλια δυο παιχνίδια όπως πλαστικά αυτοκινητάκια, φαγάνες, τραινάκια, μαϊμουδάκια κυμβαλοκρούστες, διέθετε ακόμη και ένα κάμπριο κόκκινο αυτοκινητάκι με πετάλια και είχε και ποδήλατο!

Όλα αυτά ήταν μαγικά όχι μόνο για τα ξαδέρφια του αλλά και για τους φίλους του στην πόλη. Είχε όμως και τους γονείς του στην Γερμανία που του έστελναν όλα αυτά τα δώρα και μεγάλωνε με την γιαγιά του.

Ήταν ξεχωριστός λόγω των αποκτημάτων του και έπρεπε να διατηρήσει αυτή την μοναδικότητά του. 

Ο Αλέξης, άργησε λίγο αλλά βρήκε κι αυτός με ποιον τρόπο θα ξεχώριζε στην ηλικία των δώδεκα, όταν πήγε στο γυμνάσιο. Το έριξε στο ντύσιμο. Ντυνόταν καλύτερα και με τα ακριβότερα ρούχα σε όλο το χωριό ενώ ξεχώριζε ακόμα  ανάμεσα και  στα παιδιά της μεγαλούπολης.

Ο Τάκης, ήθελε κι αυτός να ξεχωρίζει αλλά δεν μπορούσε. Δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η στιγμή του έφτασε πολλά χρόνια αργότερα. Όταν γύρισε από φαντάρος και αφού δεν το είχε με τα γράμματα, απαρνήθηκε τη γεωργία με την οποία ασχολούνταν ο πατέρας του κι έγινε οδηγός νταλίκας.

Με το επάγγελμα αυτό, ταξίδεψε στο εξωτερικό και είδε από κοντά όλα όσα έβλεπε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Μέσα σ’ ένα χρόνο, γύρισε όλη την Ευρώπη και στα δυο  χρόνια, είχε μάθει όλα τα κατατόπια κυρίως τα πονηρά! Τότε ήταν που προέκυψε ένα δρομολόγιο για Παρίσι, μια πόλη που δεν είχε πάει ως τότε. Γυρνώντας με ένα φορτίο τυριών από την Ολλανδία έπρεπε να περάσει από το Παρίσι να ξεφορτώσει κάποια και να φορτώσει κάποια άλλα για να τα φέρει τέλος όλα στην Ελλάδα. Η όλη διαδικασία θα έπαιρνε περίπου τρεις μέρες. Τι να κάνει λοιπόν τρία μερόνυχτα στο Παρίσι; Κάπως έπρεπε να περάσει τον χρόνο του. Ρωτώντας, ανακάλυψε το Μουλέν Ρουζ. Διότι, δεν θα πήγαινε όπου νά ‘ναι! Μόνο στο καλύτερο! Λεφτά είχε μαζί του, οπότε κανένα πρόβλημα!

Στο Μουλέν Ρουζ ο Τάκης διέπρεψε! Να οι σαμπάνιες, τι μία μία που τις άνοιγαν οι ευρωπαίοι, δυο δυο τις άνοιγε τις σαμπάνιες ο Τάκης! Να και οι χορεύτριες στα γόνατα του Τάκη πράγμα που για να συμβεί πρέπει να ξοδέψεις απίστευτα πολλά! Οι τρεις μέρες πέρασαν αλλά σιγά μην άφηνε ο Τάκης τέτοια μπερεκέτια! Πήρε τηλέφωνο στο αφεντικό ότι καθυστερούν κι άλλο οι φορτοεκφορτώσεις και συνέχισε τα γλέντια. Αυτός το άνοιγε και το έκλεινε το μαγαζί! Του τελείωσαν όμως και τα λεφτά. Δεν το σκέφτηκε πολύ, σχεδόν καθόλου, πούλησε όλο το εμπόρευμα, πούλησε και την νταλίκα! Πολλά λεφτά, θα σκεφτεί κάποιος και με το δίκιο του. Όοοοοχι! Όχι για τον Τάκη στο Μουλέν Ρουζ! Οι σαμπάνιες έρρεαν ποτάμια και τα κορίτσια χόρευαν για πάρτι του. Κάποια στιγμή, του τελείωσαν κι αυτά τα χρήματα. Σε μια βδομάδα τα είχει φάει όλα! Τού ‘δωσε και κατάλαβε! Αφού στον κύκλο των νταλικέρηδων έγινε μύθος! Ακόμα και σήμερα αναφέρουν το περιστατικό στις ιστορίες τους.

Όταν του τελείωσαν τα λεφτά και του έμειναν μόνο για το εισιτήριο της επιστροφής, τηλεφώνησε στον πατέρα του. Τι να κάνει κι εκείνος ο καημένος; Πλήρωσε τα γλέντια του κανακάρη του αντικαθιστώντας το εμπόρευμα και το αυτοκίνητο!

Μην νομίζετε όμως ότι αυτό ήταν το τελευταίο που έκανε…. Μπορεί να ήταν το αποκορύφωμα, αλλά τις τρέλες τις συνέχισε. Τις συνέχισε γιατί έτσι ένιωθε ξεχωριστός!

Κάποια στιγμή, ήρθε ο καιρός να παντρευτεί. Αρραβωνιασμένος γαρ και η μνηστή έγκυος.

Του δίνει ο μπαμπάς του ένα εκατομμύριο δραχμές τότε, σήμερα να πούμε δέκα χιλιάδες ευρώ όχι σε ονομαστική αλλά σε αγοραστική αξία.

Πάει ο Τάκης στην πόλη για να αγοράσει τα γαμπριάτικα. Κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, παπούτσια, κάλτσες, κολώνιες, τα πάντα. Μπαίνει σε ένα πολυκατάστημα από αυτά που σε κάθε όροφο έχουν διαφορετικά είδη. Χρόνο έχει μπόλικο, χασομεράει χαζεύοντας. Βλέπει κάτι αξεσουάρ του σκι φανταστικά! Του άρεσαν πολύ! Πάει στον άλλο όροφο, βλέπει, προβάρει και τα γαμπριάτικα. Εντάξει, αποφάσισε, θα τα πάρει!

Γυρνάει το βράδυ στο χωριό που τον περιμένουν με αγωνία να δουν τα ψώνια του.

Ανοίγει τις σακούλες και τα κουτιά και τι να δουν. Στολή του σκι, χιονοπέδιλα κι όλα τα αξεσουάρ! 

«Καλά βρε παιδί μου, εμείς κοστούμι σε στείλαμε ν’ αγοράσεις!»

«Ναι, για κοστούμι πήγα και το δοκίμασα κιόλας αλλά αυτά τα ήθελα πόσο καιρό τώρα και δεν μπορούσα να τα πάρω γιατί ήταν πολύ ακριβά!»

Άντε την άλλη μέρα, με άλλο  ένα εκατομμύριο για κοστούμι!

Και, μετά, ο Τάκης παντρεύτηκε! Όλως παραδόξως η γυναίκα του τον έστρωσε. Τού ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι που λένε.

Βέβαια, τις τρέλες τις συνέχισε αλλά άλλου είδους. Όχι τόσο επιζήμιες!


Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΖΗΤΑΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗ

 Ίσως η πιο γνωστή συμβουλή από ειδικούς και ψυχολόγους, όταν προσπαθούμε να βελτιώσουμε τον τρόπο ζωής μας είναι να σταματήσουμε να απολογούμαστε και να λογοδοτούμε. Αλλά ποιες απολογίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τοξικές για να απαλλαχθούμε από αυτές; Όλα είναι θέμα ορίων. Τα όρια που θέτουμε στον εαυτό μας και τα όρια που θέτουμε στους γύρω μας. Όταν δεν υπάρχουν αυτά τα όρια η απολογητική στάση μπορεί να γίνει στάση ζωής και γρήγορα να οδηγηθεί στην ανάπτυξη μιας ενοχικής υποβόσκουσας συνείδησης που κατατρώει σαν έκφυλη ασθένεια το μυαλό, την ψυχή και το σώμα. 

Η οριοθέτηση για το κάθε άτομο είναι διαφορετική, κάποιοι μπορεί να δέχονται εύκολα τον σαρκασμό για παράδειγμα ενώ κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται άνετα με αυτήν την μορφή έκφρασης. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν, η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων θα πρέπει να βάλουν τα "στοπ" τους, απαγορεύοντας πάντα με ευγένεια, ώστε να μην καταπατηθούν και τα όρια του συνομιλητή, τον σαρκασμό προς το πρόσωπο τους ή φεύγοντας από την συζήτηση. Σε καμία των περιπτώσεων όμως δεν οφείλουν να απολογηθούν για τα αισθήματα τους καθώς πρέπει αυτά να γίνονται αποδεκτά από το ίδιο άτομο και να αναγνωρίζονται ως αξιόλογο κομμάτι της ψυχοσύνθεσης του. Το ίδιο σεβαστά και αποδεκτά θα πρέπει να είναι και τα όρια που θέτουμε στους άλλους για να μην πληγωθεί αυτή η ντελικάτη πτυχή των εαυτών μας.  

Οπότε οι "τοξικές" απολογίες είναι αυτές που εκφράζονται κατά κάποιο τρόπο εξαναγκαστικά ή χειριστικά. Η συγγνώμη η οποία προέρχεται από χειριστική συμπεριφορά πιέζει ακόμα περισσότερο τον ψυχικό μας κόσμο καθώς ο δέκτης αξιολογεί τα αισθήματα του χειριστή του σαν πρωτεύοντα και τα δικά του ως δευτερεύοντα με αποτέλεσμα το μυαλό σε ένα επίπεδο να μην δέχεται την ύπαρξη του ως αυτόβουλη μονάδα αλλά ως ακολουθητική υποστηρικτηκή του χειριστή της, τα μόνα ενοχικά αισθήματα που δημιουργεί είναι προς τον εαυτό του που δεν λειτουργεί αυτοβούλως με αυτοκαταστροφικά συνήθως αποτελέσματα.  Η πραγματική έννοια της συγχώρεσης είναι η μετάνοια και όχι η ενοχή, οπότε οποιαδήποτε ενοχική έκφραση δεν θα έπρεπε να προφέρεται γρήγορα και απερίσκεπτα με ένα συγγνώμη, αλλά θα πρέπει να γίνει ενδοσκόπηση και να βρεθεί η πραγματική αιτία της ενοχής και να μετατραπεί σιγά σιγά σε μετάνοια με προσωπική προσπάθεια και εσωτερική εργασία.  

Και για να φέρουμε τα πράγματα ακόμα περισσότερο προς την γη, όπως έγραψε και ο Αριστοτέλης περί ηθικής,(ελευθ. μεταφ.) "Ηθική είναι η πράξη που σε κάνει να νοιώθεις καλά, ανήθικη πράξη είναι αυτή που σε κάνει να νοιώθεις άσχημα." Όταν ζητάς λοιπόν, συγγνώμη θα πρέπει να νοιώθεις καλά γιατί τότε θα έχεις βρει την πραγματική αιτία και όχι την αφορμή, όταν ζητάς συγγνώμη και δεν νοιώθεις καλά γι' αυτό, τότε είναι απλά λόγια που πρέπει να ειπωθούν χωρίς καμία εσωτερική βελτίωση. 

ΜΉΠΩΣ ΕΊΜΑΙ ΘΎΜΑ ΧΕΙΡΑΓΏΓΗΣΗΣ; /10 ΣΗΜ'ΑΔΙΑ ΑΝΘΡ'ΩΠΩΝ ΜΕ ΧΕΙΡΙΣΤΙΚΉ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΆ.

 Η χειραγώγηση είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ο χειριστής συνειδητά προσπαθεί να επηρεάσει ή να διαχειριστεί, με έξυπνο ή ύπουλο αλλά επιδέξιο τρόπο τον συνάνθρωπό του. Η χειραγώγηση σαν έννοια, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων και εξελίχθηκε στους τομείς της χειραγώγησης των μαζών, πολιτική χειραγώγηση, νομική χειραγώγηση, συναισθηματική χειραγώγηση. Τα άτομα τα οποία χρησιμοποιούν αυτήν την τακτική επιρροής εμφανίζουν και κάποια σημάδια κοινής συμπεριφοράς όπως:

1. Διαθέτουν την στάση του διπλωμάτη, δηλαδή ποτέ δεν είναι ακριβώς ειλικρινείς, μιλούν με διαλλακτικότητα και πάντα έχουν μια τάση να απλοποιούν τις καταστάσεις τόσο ώστε να ευνοούν αυτούς χωρίς να υπολογίζουν το κόστος των συνεπειών προς τους συνανθρώπους του.

2.Χρησιμοποιούν λεξιλόγιο και εκφράσεις λόγου που σε κάνουν να νοιώθεις αμήχανα, για παράδειγμα οι λέξεις "πάντα" και "ποτέ" μπορούν να ειπωθούν χειριστικά ως "Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα αυτό , ενώ εσύ...." ή "Γιατί το κάνεις πάντα αυτό", επίσης η έκφραση "να σου ζητήσω μια χάρη" έπειτα από δύο συνεχόμενες φορές σταματά να είναι χάρη.

3.Συχνή επίκληση του ενοχικού συναισθήματος, δηλαδή σε κάνουν να νοιώθεις ένοχος για την κατάσταση τους "Δεν νοιώθω καλά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό".

4. Αποποιούνται των ευθυνών τους. Ίσως το πιο κοινό "σύμπτωμα" στα άτομα με χειριστικό χαρακτήρα. Ο κόσμος των συνεπειών και των ευθυνών είναι ένα μακρινό σύμπαν γι' αυτούς και προτιμούν να το κρατούν σε απόσταση. 

5. Δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τους γύρω τους. Τα μόνα προβλήματα ,οι μόνες δυσκολίες και οι μόνες ανάγκες που αναγνωρίζουν είναι οι δικές τους. Δεν μπορούν να ενδιαφερθούν πραγματικά για κάποιον άλλον βαθύτερα του σκοπού τους, που δεν είναι άλλος από την κάλυψη των δικών τους εγώ. 

6. "Τρώνε" την ενέργεια σου. Η χειραγώγηση είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία καθώς κλονίζει την προσωπικότητα του χειριζόμενου, εκμεταλλευόμενοι οι χειριστές αυτή την "τρύπα" στον ψυχικό κόσμο, καταναλώνουν αδηφάγα ότι καλό και θετικό μπορούν να βρούνε μεταβάλλοντας το σε κάτι κακό και σκοτεινό. 

7. Βίαια ξεσπάσματα ή αποσιώπηση και απομόνωση στην αποκάλυψη αληθινών γεγονότων. Όταν προσπαθείς να τους προβάλλεις ένα μειονέκτημά τους ή μια έλλειψη τους, η συμπεριφορά τους γίνεται ακραία, κάποιοι ξεσπούν βίαια και με θυμό, τόσο σε τρίτους λεκτικά όσο και σε αντικείμενα. Ένας χειριστικός χαρακτήρας δεν θα προβεί σε αυτοκαταστροφή παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και όταν θα είναι σίγουροι πως δεν ρισκάρουν τη ζωή τους και το αποτέλεσμα θα αποβεί υπέρ των σκοπών τους. Επίσης μια άλλη τακτική απέναντι στην προβολή των μειονεκτημάτων και των ελλείψεων είναι η αποσιώπηση και η απομόνωση δίνοντας την εντύπωση πως το άτομο σε αυτή την περίοδο θα κάνει μια ενδοσκόπηση για αυτά που του έχουν επισημανθεί. Ακόμα και εάν γίνει η ενδοσκόπηση, βρίσκουν ελαφρυντικά για τον εαυτό τους καθώς δεν μπορούν να αναλάβουν ευθύνες και έτσι δεν υπάρχει κάποια βελτίωση.

8. Αγαπούν να δημιουργούν και να εμπλέκονται σε προβληματικές καταστάσεις. Οι προβληματικές καταστάσεις δημιουργούν σύγχυση, ίντριγκες και δράμα, θέματα που τους διασκεδάζουν και τους γεμίζουν ειδικά όταν αφορούν τρίτους. Συνήθως δημιουργούν τέτοιες καταστάσεις μιλώντας πίσω από την πλάτη κάποιου ή βάζοντας λόγια στο στόμα του. 

9. Δεν αναγνωρίζουν τα όρια. Των άλλων. Όπως και οι ευθύνες και οι συνέπειες έτσι και τα όρια, που θέτει κάποιος τρίτος για την προστασία της προσωπικής του ψυχικής υγείας, βρίσκονται σε ένα άλλο μακρινό σύμπαν, που και αυτό προτιμούν να μείνει επίσης  μακριά τους. 

10. Παρόλο που δεν ενδιαφέρονται για τον συναισθηματικό κόσμο του άλλου ή και γενικά για τον άλλον, τους αρέσει να ελέγχουν συνέχεια. Που βγαίνεις, με ποιους κάνεις παρέα, πόσα ξοδεύεις και άλλα πολλά που μπορούν να τους δώσουν κάποιον έλεγχο πάνω στη ζωή του συνανθρώπου. 

Η πρώτη προσέγγιση ενός χειριστικού χαρακτήρα μπορεί να μπερδέψει και να περαστεί ως ένας συμπαθής/συμπονετικός χαρακτήρας, τα σημάδια όμως είναι πάντα εκεί. Ένας συμπαθής/συμπονετικός χαρακτήρας θα ακούσει προσεκτικά το πρόβλημα, την δυσκολία και θα προσπαθήσει να προσφέρει βοήθεια και όχι να εκμεταλλευτεί τα δεδομένα προς όφελος του, δεν θα αποποιηθεί τις ευθύνες του και εφόσον συμπαθής συλλογίζεται συχνά τα συναισθήματα του περίγυρου του και ίσως η πιο βασική διαφορά αναγνωρίζει τα όρια και δεν πιέζει καταστάσεις.       




ΥΠΑΚΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ

 


                  Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και αστικής έλξης και συχνά ξεχνάμε από που ξεκίνησε το ανθρώπινο γένος. Η πρώτη ουσιαστική επαφή του ανθρώπου ήταν αυτή με την φύση. Τα πρώτα του βήματα συγχρονίστηκαν και εναρμονίστηκαν με τους φυσικούς κύκλους οπότε στην σημερινή εποχή που όλα σχεδόν καλύπτονται από τσιμέντο υπάρχουν πολλές φορές που ξεχνάμε τους φυσικούς νόμους και αποκλίνουμε από αυτούς. Οι φυσικοί νόμοι είναι απλοί. Όλα έχουν αρχή και τέλος, γεννιούνται, ανθίζουν, ψηλώνουν, καρποφορούν και ωριμάζουν, σαπίζουν, πεθαίνουν. Το πιο όμορφο όμως στη φύση είναι πως αυτή η διαδικασία δεν γίνεται μόνο μια φορά αλλά επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, μέσα από τις εποχές. Κάθε χρόνο η γη έχει την ευκαιρία να καρποφορήσει και να θρέψει. 

              Πρέπει να καταλάβουμε πως όπως ο κύκλος της φύσης υπάρχει έξω, στα βουνά στις θάλασσες, στα ποτάμια και στις πεδιάδες, αλλά υπάρχει και μέσα μας. Στο ένστικτο της επιβίωσης και της θρέψης, στην ανάγκη για αναπαραγωγή, στο τέλος. Οπότε κάθε φορά που απομακρυνόμαστε από αυτά που μας λέει η φύση μέσα μας, πληγώνουμε τόσο τον εαυτό μας αλλά και αλλάζουμε και την φυσική ροή των πραγμάτων. Υπάρχουν λόγοι που η φύση μας έχει προικίσει με μικρά βιολογικά ρολογάκια κι αυτός είναι για να μην ξεφεύγουμε σωματικά, συναισθηματικά και πολλές φορές και χρονικά. 

           Υπάρχουν κάποια μέσα που μπορούν να μας βοηθήσουν να ξανά βρούμε την χαμένη επαφή με την φύση κι αυτά είναι τα εξής: η παρατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, η ουσιώδης επικοινωνία και η εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον. Η παρατήρηση του περιβάλλοντος γύρω μας, μας βοηθάει στην κατανόηση των φυσικών νόμων και στη συμπεριφορά της φύσης. Η ουσιώδης επικοινωνία βοηθάει στην συναισθηματική και ψυχική ανάπτυξη. Τέλος, με την εναρμόνιση στο περιβάλλον είναι σαν να συμμετέχουμε και οι ίδιοι στο κοσμικό σχέδιο. 

           Τα υπέρ όταν έρχεσαι κοντά με το φυσικό περιβάλλον είναι προφανώς πάρα πολλά για να τα απαριθμήσουμε όλα, αλλά τα πιο σημαντικά είναι η ηρεμία που σε κατακλύζει και η ευαισθησία που σου δημιουργείται για τα βαθύτερα νοήματα της ζωής, η αντίληψη των αρχικών μας ενστίκτων και η αποδοχή τους, η μηδαμινή σημασία των υλικών αγαθών μπροστά στην αιωνιότητα και η υπενθύμιση της ακαταλληλότητας της πόλης για κοινωνικό περιβάλλον.

        Στους καιρούς που ζούμε όμως η πόλη είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας για πολλούς και διάφορους λόγους και η φύση που υπάρχει μέσα της είναι μόνο ένα δείγμα. Υπάρχει λύση όμως, να φέρουμε τη φύση σπίτι μας. Ας μην ξεχνάμε πως με τον όρο φύση δεν εννοούνται μόνο τα φυτά αλλά ότι υπάρχει σε αυτήν. Δηλαδή αν κάποιος δεν μπορεί να συντηρήσει φυτά μπορεί να πάρει ένα ενυδρείο ή κάποιο άλλο κατοικίδιο, αρκεί αυτό το μικρό τρίκ για να βρισκόμαστε πάντα κοντά στη φύση.   

         Η φύση άλλωστε είναι παντού. Στον ουρανό, στον καιρό που αλλάζει, στα ζώα, μέσα μας. Η φύση είναι παντού γιατί κι εμείς είμαστε κομμάτι αυτής και την κουβαλάμε σαν αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας, όποιος κι αν είναι ο προορισμός, όσες φορές κι αν αλλάξει. 


Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙΙ

 Β’ ερασιτεχνική, ντέρμπι μεταξύ αιωνίων και μη χειρότερα!

Το παιχνίδι και για τις δύο ομάδες είναι πολύ κρίσιμο.

Και στις δύο έδρες, πάντα υπήρχε μεγάλη ένταση μεταξύ των ομάδων, των οπαδών και των χωριών γενικότερα. Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες είναι πολύ ελαφριά εκδοχή σε σύγκριση με αυτή την αντιπαλότητα!

Άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι, γέροι, ακόμα κι οι παπάδες ζούσαν γι’ αυτό το παιχνίδι!

Ήταν τόσο παθιασμένοι, που οι ιερείς ήταν αυτοί που οργάνωναν τις κερκίδες ώστε να έχουν περισσότερο κόσμο και καταμερισμένο ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.

Η χορωδίες της εκκλησίας ξεκινούσαν με προσευχές και άσματα κι ανάλογα με την έκβαση του αγώνα, το γύριζαν στο αντάρτικο και στα μελοποιημένα συνθήματα.

Οι παπάδες σαν διευθυντές ορχήστρας έδιναν τον τόνο και οι φωνές ξεχύνονταν στον αέρα και τις βουνοπλαγιές.

Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, κατά το εικοστό λεπτό προηγούνται οι γηπεδούχοι με 1 – 0! Ξέφρενοι πανηγυρισμοί στις κερκίδες, αλληλούια απ’ την χορωδία, χαλασμός απ’ τον κόσμο κι ο αντίπαλος παπάς να φωνάζει χειρονομώντας: «τι χαίρεστε ρε, νωρίς είν’ ακόμα, θα σας ξεσκίσουμε, στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό, ….»

Το ημίχρονο έληξε με 1-0 υπέρ των γηπεδούχων.

Το Β’ ημίχρονο ξεκίνησε ομαλά αλλά όσο περνούσε η ώρα το παιχνίδι σκλήραινε με πολλές κλωτσιές και ξύλο μεταξύ των παιχτών. Δύο λεπτά πριν τη λήξη ισοφάρισαν οι φιλοξενούμενοι. Ο αγώνας έληξε ισόπαλος. Και το ξύλο που ακολούθησε ισόπαλο ήταν τόσο μεταξύ των παικτών όσο και των οπαδών.

Γυναίκες μαλλιοτραβιούνταν, ο ένας βαρούσε τον άλλο με ότι έβρισκε μπροστά του, τα παιδιά τό ‘ριξαν στο κυνηγητό με πέτρες, οι γιαγιάδες τραβούσαν τα τσεμπέρια και τ’ ανέμιζαν στον άερα, οι παππούδες σήκωναν τις μαγκούρες κι όποιον πάρει ο χάρος!

Οι δυο παπάδες, στη μέση του γηπέδου, απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον, με ανοιχτά τα πόδια, τους αγκώνες στα πλευρά και με τις γροθιές σφιγμένες και τον κορμό προτεταμένο – στη γνωστή σκωτσέζικη στάση, φώναζαν ο ένας στον άλλον.

«Σας ξεσκίσαμε» πάρ’ την έλεγε η γλώσσα του σώματος με ελαφρύ πηδηματάκι.

«Σας γαμήσαμε» πάρ’ την εσύ επαναλάμβανε ο άλλος με τη γνωστή χειρονομία.

«Σας πήραμε τα σώβρακα» να πάλι το ελαφρύ πηδηματάκι.

«Και τα κομπινεζόν» πάρε πίσω το υπονοούμενο.

«Πετάξτε τα σουτιέν σας» να σε σένα

«Σας κλέψαμε τα στρινγκ» και σε σένα ήρθε η ανταπόδωση με το πηδηματάκι.

Πηδηματάκι στο πηδηματάκι, έφτασαν μούρη με μούρη. 

«Τι κάνουμε αδερφέ; Ο Θεός να μας συγχωρέσει!»

«Αμήν!»

Άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Όσοι τους είδαν άρχισαν να σταυροκοπιούνται κι αυτοί ώσπου οι παπάδες έδωσαν το σύνθημα:

Θα τα πούμε στον επόμενο αγώνα. Φτάνει για σήμερα, διαλυθείτε ησύχως!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙ

 Όποιος δεν έχει παρακολουθήσει ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο δεν είναι σωστός φίλαθλος!

Ποδοσφαιρικός αγώνας Β’ ερασιτεχνικής κατηγορίας.

Για τους φιλοξενούμενους ήταν άνευ βαθμολογικής αξίας. Για τους γηπεδούχους όμως ήταν υποβιβασμός κατηγορίας σε περίπτωση ήττας τους.

Λόγω κακής προϊστορίας μεταξύ των δύο αντιπάλων, πάντα στα παιχνίδια μεταξύ τους, υπήρχε ένταση. Ένα ντέρμπι αιωνίων σε σμίκρυνση.

Απειλές εκτοξεύονταν εκατέρωθεν. Θα σας ξεσκίσουμε, θα σας κάνουμε, θα σας δείξουμε, θα σας πάρουμε τα σώβρακα, θα σας μαλακώσουμε τα κόκαλα, και άλλα τέτοια αντρικά εργαλεία διασκέδασης.

Ενδεικτικό αυτής της αντιπαλότητας ήταν ότι οι φιλοξενούμενοι, προερχόμενοι από ένα χωριό 700 κατοίκων συνολικά, είχαν νοικιάσει 3 λεωφορεία τα οποία συνόδευαν και 70 περίπου αυτοκίνητα.  Όπως ήταν φυσικό, οι φιλοξενούμενοι φίλαθλοι ήταν υπεράριθμοι των γηπεδούχων.

Στο Α’ ημίχρονο, οι φιλοξενούμενοι κατάφεραν να προηγούνται με 0 – 1!

Στη μέση του Β’ ημιχρόνου και σε μία διεκδίκηση της μπάλας, ο αμυντικός των φιλοξενουμένων, ένα θηρίο ύψους 1,90 και με σοβαρό εκτόπισμα, κέρδισε την μπάλα δίνοντας μια σκουντιά με τον ώμο του στον αντίπαλο που του έκανε στενό μαρκάρισμα.

Εκείνος, κατηγορία φτερού, απογειώθηκε πάνω από τα σύρματα και προσγειώθηκε σε κάτι θάμνους με αγκάθια. Με δυσκολία σηκώθηκε ματωμένος και κουρελιασμένος, βγάζοντας τριβόλια από πάνω του.

«Ε, όχι κι έτσι, ρε φίλε!»

«Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Δεν έπαθες και τίποτα…» Απάντησε ο αμυντικός που ήταν τύπος Οβελίξ, χωρίς αίσθηση της δύναμής του.

Μετά από αυτό το άτυχο συμβάν, ο Κυριλές, οπαδός των φιλοξενουμένων, άρχισε να προκαλεί ανερυθρίαστα.

«Ελάτε ρε κότες να σας δείξουμε πού μπαίνει η μπάλα, η μπάλα είναι στρογγυλή κι όχι γυναίκα στρουμπουλή, κάτω κάτω και πιο κάτω φάτε μια να πάτε παρακάτω,» και άλλα τέτοια γραφικά, εκτός των κλασικών περιγραφών οι οποίες περιελάμβαναν αναλυτικά ό,τι επρόκειτο να τους κάνουν,  και που ήταν εμβόλιμες των συνθημάτων.

Οι γηπεδούχοι δεν άργησαν να ανταποδώσουν τις ευχές με αποτέλεσμα να ακολουθήσει γενική σύρραξη.

Οι φίλαθλοι άρχισαν να πλακώνονται μεταξύ τους ενώ οι παίκτες μετέτρεψαν το γήπεδο σε ρινγκ.

Στην εστία των γηπεδούχων, ο τερματοφύλακας για να γλυτώσει τις φάπες, σκαρφάλωσε πάνω στο τέρμα σαν τον κόκορα. Ένας οπαδός των φιλοξενουμένων εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και πήγε κάτω από την ξύλινη εστία.

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Όχι, δεν κατεβαίνω»

«Κατέβα ρε!»

«Έλα να με κατεβάσεις αν μπορείς»

Ο φίλαθλος, που λέει ο λόγος, ένα γομάρι εκατό κιλών, ταρακουνάει το δοκάρι, μια, δυο, τρεις, πάρε την εστία κάτω μαζί με τον τερματοφύλακα! 

Τώρα, γιατί έφαγε ο ταλαίπωρος το ξύλο της αρκούδας, είναι ανεξήγητο!

Ακολούθησε ένα τουρλουμπούκι. Φίλαθλοι και παίχτες έγιναν ένα κουβάρι.

Ποιος διαιτητής και ποιοι παράγοντες; Έγιναν καπνός μην αρπάξουν κι αυτοί καμιά ξανάστροφη. Ο αγώνας διεκόπη εξ αποστάσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η νίκη κατακυρώθηκε στους γηπεδούχους.

Α, ρε Κυριλές, εσύ για όλα φταις!


ΤΟ ΥΠΌΓΕΙΟ