ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΜΑ «ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΉ ΜΈΡΑ»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΜΠΑΛΤΑΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑ
Οι κόκκινες Χριστουγεννιάτικες μπάλες που
ήταν κρεμασμένες στο έλατο αντικατόπτριζαν τις πολύχρωμες λάμψεις που έριχναν
χαρούμενα πάνω τους τα λαμπιόνια. Η
Μερσίνα καθώς στόλιζε το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έστρεψε το βλέμμα της έξω
από το παράθυρο στο χιονισμένο τοπίο πλημμυρισμένη από ελπιδοφόρες σκέψεις και
δυσάρεστες αναμνήσεις. Πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που είχαν
γιορτάσει όλοι μαζί; Ο πατέρας των παιδιών της ήταν πολύ καιρό απών από τη ζωή
τους. Το διαζύγιο είχε κοστίσει σε όλους αλλά περισσότερο στον μικρό Δημήτρη. Η
Λίλα αν και μικρότερή του, το αντιμετώπισε με ενήλικη ωριμότητα ενώ ο αδερφός
της θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για τον χωρισμό τον γονιών του. «Τι ευτυχία
που θα είμαστε πάλι όλοι μαζί αυτές τις Άγιες ημέρες» σκεφτόταν η Μερσίνα. Τα
πορσελάνινα σερβίτσια, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα
πυρολαμπύριζαν στο τραπέζι δημιουργώντας μια ασύλληπτη ευφορία στην καρδιά της
μητέρας. Τα τελευταία χρόνια ο Δημήτρης λόγω της χρήσης ουσιών είχε
απομακρυνθεί από την οικογενειακή θαλπωρή, πράγμα που λυπούσε απερίφραστα την
μητέρα και την αδερφή του. «Θεέ μου, σε ευχαριστώ που θα έχω και τα δύο παιδιά
μου σήμερα μαζί μου».
Ένα
μήνα πριν, το τηλέφωνο της Μερσίνας ήχησε. Στην γραμμή ήταν ο Δημήτρης, ο
οποίος της εξήγησε πως ένα από τα βήματα της απεξάρτησης ήταν η απολογία σε
αυτούς που αγαπούσε και είχε πληγώσει. Η Μερσίνα με δάκρυα χαράς για το
αισιόδοξο βήμα τον κάλεσε να περάσουν οικογενειακά τις γιορτινές ημέρες.
Πρόσθεσε στο τραπέζι τα ασημένια κηροπήγια που ήταν προίκα της φυλαγμένη από
την προ-γιαγιά της και συλλογίστηκε αν τα φαγητά που είχε προετοιμάσει θα ήταν
αρκετά. Ιδιαίτερα για τον γιό της που η όρεξή του για την εξαιρετική μαγειρική
της μητέρας του, πριν την χρήση τουλάχιστον, ήταν ακόρεστη.
Η Λίλα είχε διαλέξει δώρο για την μητέρα της
ένα συλλεκτικό κρυστάλλινο σετ μικρογραφιών γνωστής φίρμας. Υποψιαζόταν πως ο
αδερφός της δεν θα έφερνε κάτι κι έτσι αγόρασε εκ μέρους του έναν πίνακα
διάσημου καλλιτέχνη. Ήταν περήφανη για τις επιλογές της αφού γνώριζε το
εκλεπτυσμένο γούστο της μητέρας της. Το χρονόμετρο του φούρνου που χτυπούσε
δυνατά έβγαλε την Μερσίνα από τις σκέψεις της. Έτρεξε γρήγορα να ελέγξει την
παραδοσιακή γεμιστή γαλοπούλα που αργοψηνόταν. Το χοιρινό μπούτι που το είχε
μαγειρέψει με σκόρδο και δεντρολίβανο
ήταν ήδη έτοιμο και σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο για να μην πέσει η θερμοκρασία του. Οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και οι
δίπλες ήταν ήδη τοποθετημένα στις Χριστουγεννιάτικες πιατέλες επάνω στο
τραπεζάκι του σαλονιού ανάμεσα σε διακοσμητικά αγγελάκια και ελαφάκια.
Κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα
στο τζάκι προσμένοντας την άφιξη των παιδιών της. Αθέλητα ευχάριστες αναμνήσεις
ξεπήδησαν στο μυαλό της. Θυμήθηκε εκείνη την χρονιά που αντικατέστησε το
ευτελές δώρο της νονάς του Δημήτρη με το παιχνίδι που λαχταρούσε ικανοποιώντας
την επιθυμία του γιού της. Μέχρι και σήμερα, στα αυτιά της αντηχούσε ο γάργαρος
ήχος του γέλιου του και η εικόνα από το φωτισμένο προσωπάκι του όταν ανυπόμονα
άνοιξε το δώρο του.
Σήμερα, κάτω από το δέντρο είχε τοποθετήσει
αρκετά πακέτα. Κάποια ήταν για τα παιδιά της και τα υπόλοιπα προοριζόταν για τα
παιδιά των φίλων της. Τα είχε διαλέξει όλα ένα προς ένα και τα είχε αμπαλάρει
με Χριστουγεννιάτικα περιτυλίγματα. Για την Λίλα είχε προμηθευτεί ασημένιες
κορνίζες στις οποίες είχε ήδη περάσει οικογενειακές φωτογραφίες. Υπήρχε άλλο
ένα πακέτο για την Λίλα που περιείχε ένα χρυσό μενταγιόν με ρουμπίνι που κάποτε
ανήκε στην γιαγιά της. Για τον Δημήτρη είχε διαλέξει ένα έξυπνο ρολόι χειρός
που της το είχε προτείνει ο υπάλληλος του καταστήματος αφού η ίδια δεν διέθετε
γνώσεις σχετικά με την μοντέρνα τεχνολογία. Το δεύτερο δώρο του Δημήτρη ήταν η
εκπλήρωση της παιδικής του επιθυμίας να αποκτήσει το αρχείο του παππού του από
τον πόλεμο ώστε να γράψει ένα βιβλίο για την ιστορία της οικογένειάς του. Εδώ
και πολλά χρόνια η Μερσίνα φύλαγε το αρχείο σαν θησαυρό για να το παραδώσει
στον γιο της, όταν εκείνος θα ήταν έτοιμος.
Τα γιορτινά στολίδια της θύμισαν τα
Χριστούγεννα που η Λίλα είχε σπάσει το πόδι της. Ο Δημήτρης ζωγράφιζε επάνω
στον γύψο Άγιο-Βασίληδες και έλκηθρα. Τα αδέρφια άρχισαν να μαλώνουν για έναν
χιονάνθρωπο που ο Δημήτρης ήθελε να σχηματίσει μόνο το περίγραμμά του ενώ η
Λίλα ήθελε να τον βάψουν μπλε. Γέλασε με την ανάμνηση από τα καμώματα των
παιδιών της. Με το χαμόγελο ακόμη στα χείλη και συνεπαρμένη από τις
Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να προσθέσει
ξύλα στο τζάκι και να αναθερμάνει την φλόγα. Η μυρωδιά του φαγητού από την
κουζίνα έφτασε στα ρουθούνια της κι έσπευσε να το βγάλει από τον φούρνο.
Οι ώρες της αναμονής έμοιαζαν ατελείωτες. Αναρωτήθηκε μήπως τα παιδιά της είχαν αλλάξει
γνώμη. Δεν θα άντεχε να περάσει άλλα Χριστούγεννα μόνη της. Η πολυθρόνα της,
της πρόσφερε για άλλη μια φορά τη ζεστασιά που αποζητούσε. Κοίταξε με κενό
βλέμμα τον τοίχο επάνω από το τζάκι και ο νους της ταξίδεψε στα πρώτα
Χριστούγεννα που έγινε φανερός ο εθισμός του Δημήτρη. Το παιδί είχε γυρίσει στο
σπίτι χάλια κι απειλούσε να βάλει τέρμα στη ζωή του. Μητέρα και κόρη τον
αντιμετώπισαν συγκρατημένα χωρίς επιτυχία. Η ένταση του νεαρού συνεχίστηκε με
αποκορύφωμα να κόψει τις φλέβες των χεριών του μπροστά τους. Εκείνα τα
Χριστούγεννα, η Μερσίνα ευχόταν, να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Με την ψύχραιμη
καθοδήγηση της μητέρας της, η Λίλα έτρεξε στο μπάνιο κι έφερε το κουτί των
πρώτων βοηθειών για να τον περιθάλψουν. Οι δύο γυναίκες μαζί περιποιήθηκαν κι
έδεσαν τα τραύματα του νεαρού ο οποίος παραληρούσε.
«Εύχομαι καμία μάνα να μην περάσει αυτά που
πέρασα εγώ» μονολόγησε σαν προσευχή. Κούνησε το κεφάλι της σε μια προσπάθεια να
διώξει τις δυσάρεστες αναμνήσεις. Ανακάλεσε την ημέρα των γενεθλίων του Δημήτρη
που σήμανε την ενηλικίωση του. Η Λίλα είχε φέρει μια μεγάλη τούρτα της
ποδοσφαιρικής ομάδας που υποστήριζε ο αδερφός της. Του είχαν ετοιμάσει πάρτι
έκπληξη και μαζί με τους καλεσμένους τον περίμεναν να γυρίσει σπίτι. Ένα
τηλεφώνημα ανέτρεψε τα σχέδιά τους. Ο Δημήτρης βρισκόταν στο νοσοκομείο από
υπερβολική δόση. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της για εκατομμυριοστή φορά και
προσπάθησε να αποδιώξει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της.
Εγκατέλειψε την ζεστή της γωνία για να
ετοιμαστεί. Είχε διαλέξει προσεκτικά τα ρούχα που θα φορούσε αυτήν την
σημαντική ημέρα. Ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να μείνουν χαραγμένα στην ψυχή των
παιδιών της παντοτινά. Έπρεπε να είναι όλα μοναδικά και υπέρλαμπρα. Αφού άλλαξε,
επέστρεψε στην τραπεζαρία κι έκανε έναν γύρο από το τραπέζι προσπαθώντας να διορθώσει
και την παραμικρή ατέλεια ενώ ταυτόχρονα πίεζε τον εαυτό της να εξορίσει κάθε
τοξικότητα που είχε υπάρξει στη ζωή την δική της και των παιδιών της.
Το ρολόι του τοίχου σήμανε δώδεκα. Από στιγμή
σε στιγμή περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να αντικρύσει τα αγαπημένα
πρόσωπα των παιδιών της. Η κούραση βάρυνε τα μάτια της κι έκλεισε τα βλέφαρα
της για να ξεκουραστεί. Πριν την πάρει ο ύπνος, οι χαρούμενες φωνές των παιδιών
της την σήκωσαν για άλλη μια φορά από τη θέση της και με ανείπωτη αγωνία έτρεξε
στην πόρτα. Έπιασε το χερούλι με ένα μικρό τρέμουλο στα χέρια και πριν ανοίξει διάπλατα
η κόρη της ήταν ήδη μέσα στην αγκαλιά της. Πίσω από την Λίλα, στεκόταν ο
Δημήτρης αμήχανος ρίχνοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Η Μερσίνα
άνοιξε τα χέρια της κοιτάζοντας τον γιο της στα μάτια. Η μητρική στοργή τον
τράβηξε σαν μαγνήτης και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της απολαμβάνοντας το
μητρικό χάδι που τόσο του είχε λείψει.
«Συγγνώμη μανούλα, συγγνώμη για όλα.
Συγγνώμη για όλες τις φορές που σε πλήγωσα και για την θλίψη που σου προκάλεσα»
είπε ο Δημήτρης κλαίγοντας. «Αγόρι μου,» είπε η Μερσίνα, «δεν υπάρχει τίποτα να
σου συγχωρήσω, μου αρκεί που είσαι εσύ καλά. Ήταν το μόνο για το οποίο
προσευχόμουν και προσεύχομαι ακόμα». Τα δάκρυα στα μάτια του γιού της έσφιξαν
την καρδιά της και με τα δάχτυλά της προσπάθησε να τα διώξει, να τα εξαφανίσει
από την ζωή του και τη ζωή της οικογένειας. Ο Δημήτρης βρήκε τον τρόπο να
εκφράσει την έκρηξη των συναισθημάτων του τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη
μέση της μητέρας του και σηκώνοντάς την ψηλά. Η Μερσίνα γέλασε ευτυχισμένη κι ο
γιος της ανταπέδωσε την χαρά της. Το γέλιο και η ευτυχία πέρασε και στους τρεις
τους και όλο το σπίτι έλαμψε από το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Στην τραπεζαρία η Μερσίνα άναψε τα κεριά και
η Λίλα την βοήθησε στο σερβίρισμα. Ο Δημήτρης επαινούσε την μητέρα του για το
γεμάτο γιορτινό, υπέροχο τραπέζι. Το δείπνο της επανένωσης έθεσε τα θεμέλια για
την δημιουργία καινούργιων ευχάριστων αναμνήσεων. Η Μερσίνα παρατηρούσε τα
βλέμματα των παιδιών της που συχνά έπεφταν στα πακέτα που βρισκόταν κάτω από το
δέντρο. Χαμογέλασε και τους ρώτησε «Χορτάσατε; Θέλετε να ανοίξουμε τα δώρα;» Η
Λίλα ενθουσιασμένη πετάχτηκε από την θέση της σαν ελατήριο κι έτρεξε προς το
στολισμένο δέντρο. Ο Δημήτρης που βρισκόταν στο κατόπι της την έσπρωξε
πειρακτικά για να περάσει δήθεν πρώτος όπως έκαναν όταν ήταν μικροί. Τα
συναισθήματα που ακολούθησαν τις επόμενες στιγμές ύστερα από το άνοιγμα των
δώρων εναλλάσσονταν από την έκπληξη στην ευγνωμοσύνη. Η Λίλα κι ο Δημήτρης μέσα
από την χειρονομία της μητέρας τους κατάλαβαν την αγάπη, την στοργή και την προσπάθεια
που είχε καταβάλει αυτή ώστε τα δώρα τους να είναι ανεκτίμητα και να σημάνουν
μια νέα αρχή για την οικογένεια τους.
Το ρολόι σήμανε δώδεκα και μισή. Η Λίλα είχε
χτυπήσει το κουδούνι αρκετές φορές και κατέληξε να ανοίξει το σπίτι της μητέρας
της με τα κλειδιά της. Πέρασε στο κρύο σαλόνι. Το τζάκι είχε σβήσει αφήνοντας μόνο
στάχτες. Η μητέρα της, βρισκόταν στην πολυθρόνα της με τα μάτια κλειστά. Την πλησίασε
ενώ οι χτύποι της καρδιάς της επιταχύνθηκαν επικίνδυνα. Την χάιδεψε στο μέτωπο κι
ένιωσε το δέρμα της μητέρας της κρύο κάτω από τα δάχτυλά της. «Είσαι καλά μανούλα;»
κατάφερε να πει από το σοκ την ώρα που συνειδητοποιούσε ότι η μητέρα της είχε
φύγει. Τα λαμπάκια στο δέντρο αναβόσβηναν επιμένοντας στην υλική τους
αδιαφορία. Γύρισε το βλέμμα της στον αδερφό της που την είχε ακολουθήσει στο
σαλόνι ψελλίζοντας με πόνο το όνομά του. «Δημήτρη;» Αυτός, παγωμένος την
πλησίασε, την αγκάλιασε από τους ώμους κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Η
Λίλα άπλωσε το χέρι της και σκούπισε το δάκρυ του αδερφού της προσπαθώντας να τον
παρηγορήσει. Ο Δημήτρης με τρεμουλιαστή φωνή είπε «Αδερφούλα βλέπεις ότι
χαμογελάει ή εμένα μου φαίνεται έτσι;» Η αδερφή του αποκρίθηκε κλαίγοντας
«Κοίτα, τα είχε όλα έτοιμα. Δες το τραπέζι, τα φαγητά στον φούρνο και τα δώρα
μας κάτω από το δέντρο. Μας αγαπούσε η μαμά.»
«Ξέρεις τι λένε αδερφούλα; Ότι όποιος φεύγει
τέτοια μέρα ήταν καλός άνθρωπος.»
ΤΕΛΟΣ