Ο τσαγκάρης, το γεροντοπαλίκαρο του χωριού πήγε για τα πρωινά τσίπουρα στο σπίτι του γείτονα και φίλου του, του Γιάννη του υδραυλικού. Η σκιά της κληματαριάς χάριζε τη δροσιά της στους φίλους που τα έπιναν, χαζολογούσαν και κουτσομπόλευαν. Αν κάποιος νομίζει ότι οι άντρες δεν κουτσομπολεύουν κάνει λάθος οικτρό! Το κάνουν και μάλιστα καλύτερα από πολλές γυναίκες!
-Έλα ρε μπρατ, να σφίξουμε άλλο ένα!
-Να ζντράβια,
στην υγειά μας!
-Ωραία το στόλισαν όμως το σπίτι! Θα είναι ωραίος γάμος! Α, να κι η Ελενίτσα!
Η κοπέλα κατέβαινε γρήγορα τις σκάλες στο απέναντι σπίτι.
-Ελενίτσα,
πρόσεχε, μην κατεβαίνεις έτσι τις σκάλες. Θα πέσεις και θα στραμπουλίξεις το
πόδι σου. Της φώναξε ο τσαγκάρης. Αυτή τον χαιρέτισε ευγενικά και πήγε στη
δουλειά της. Μετά από λίγο γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει πάλι τρέχοντας τις
σκάλες. Το στραβοπάτημά της λόγω της πλαστικής σαγιονάρας την έριξε στη βάση
της σκάλας ευτυχώς με ένα μόνο διάστρεμμα.
-Φτου! Την
μάτιαξα ο βλαμένος!
-Δεν ξέρω τι
έγινε αλλά σίγουρα έβαλες το χεράκι σου! Απάντησε ο φίλος του.
Αυτό έγινε την Τετάρτη κι ο γάμος ήταν για το Σάββατο. Ο αστράγαλος της Ελενίτσας πρήστηκε σαν τούμπανο κι όλη τη νύχτα έψαχναν να βρουν γιατροσόφια για την νύφη.
Πώς θα χόρευε με το πόδι γκάιντα; Έβαλαν σπασμένα κρεμμύδια με λάδι, τίποτα. Έβαλαν ό,τι βοτάνια βρήκαν, σχεδόν τίποτα. Η μόνη τους ελπίδα ήταν ότι σε τρεις μέρες θα υποχωρούσε κάπως το πρήξιμο και θα μπορούσε τουλάχιστον για την στέψη να φορέσει τα γοβάκια της.
Την Πέμπτη έγινε το προγλέντι στο σπίτι της νύφης κατά το έθιμο. Καλεσμένοι ήταν το μισό χωριό. Το σπίτι λαμποκοπούσε σαν τούρτα με εκατό κεράκια και βεγγαλικά μαζί! Λουλούδια, κορδέλες στόλιζαν τις βεράντες και η ζωντανή ορχήστρα χρωμάτιζε έντονα την χαρούμενη ατμόσφαιρα. Τα τραπέζια στοιχισμένα στην αυλή με άσπρα τραπεζομάντηλα καλοδέχονταν τους καλεσμένους. Οι μπύρες, οι ρετσίνες και τα ουίσκι έρρεαν άφθονα κι οι σερβιτόροι έτρεχαν να προλάβουν τις παραγγελίες των καλεσμένων. Το χωριό άλλωστε δεν το ακολουθούσε άδικα η φήμη ότι οι κάτοικοί του ήταν δεινοί πότες. Αφού μάλιστα υπήρχε και αίθουσα δεξιώσεων η οποία τους είχε αποβάλλει. Δεν αναλάμβανε γάμους του χωριού επειδή έπιναν πολύ κι η επιχείρηση έμπαινε μέσα. Το φορτηγάκι της εταιρίας catering άρχισε να διανέμει το φαγητό κι οι μυρωδιές ξελίγωσαν τους φημισμένους πότες.
Οι μερίδες με το λαχταριστό κοτόπουλο και τα συνοδευτικά έφτασαν στα τραπέζια κι έπεσαν όλοι με τα μούτρα στην μασαμπούκα και την μπυροκατάνυξη.
Μετά το φαγοπότι το έριξαν στο χορό, ώπα γιάλλα! Οι φίλοι του γαμπρού θέλησαν να τηρήσουν το παμπάλαιο έθιμο της κλοπής της κότας. Μα, ελλείψει κοτετσιού λόγω της πολιτισμικής εξέλιξης, ως γνήσιοι αγρο-teenagers, αποφάσισαν να κλέψουν το σαλόνι του σπιτιού. Σήκωσαν καναπέδες και πολυθρόνες. Μέσα στη σούρα τους όμως, δεν υπολόγισαν καλά τις διαστάσεις των επίπλων σε σχέση με την εξώπορτα.
-Ωραία, και πώς
τα βγάζουμε έξω αφεντικό;
-Σημαδεύεις
καλά και περνάς! Όπως κάνεις όταν περνάς με το αυτοκίνητο στενή γέφυρα!
-Με το ένα, με
το δύο, με το τρία, πάμε! Ο δυνατός κρότος τράβηξε την προσοχή όσων βρίσκονταν
κοντά και οι υπόλοιποι κοίταξαν εκεί που κοιτούσαν οι πρώτοι. Οι αδέξιοι
λωποδύτες είχαν βάλει τόση δύναμη στην προσπάθειά τους να περάσουν τα έπιπλα
από την εξώπορτα που την έριξαν κάτω μαζί με την κάσα. Ο καναπές, σμπαράλια!
Ο μπαμπάς της
νύφης έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του απελπισμένος. Άντε τώρα, τελευταία στιγμή
να βρει μαστόρους να διορθώσουν την ζημιά. Τι να διορθώσουν δηλαδή; Μάλλον
καινούργια εξώπορτα έπρεπε να πάρει.
Την μεγάλη μέρα, το Σάββατο, έγινε ο γάμος στην μεγάλη εκκλησία του χωριού. Υπήρχε και μια μικρότερη πιο κοντά αλλά ως γνήσιοι βλαχοσνόμπ επέλεξαν να στεφανωθούν με μεγαλεία και γκλαμουριά. Η νύφη, με το ασημοποίκιλτο νυφικό της, γεμάτο πέρλες και δαντέλες, έξω από την εκκλησία έβγαλε τις παντόφλες και φόρεσε τις γόβες της. Μετά την τελετή και τρία σακιά ρύζι, άλλαξε πάλι για να πάει στο γλέντι του γάμου άνετα, με παντόφλες. Την ώρα που έβγαινε το ζευγάρι από την εκκλησία, οι φίλοι του γαμπρού που ήταν σκαρφαλωμένοι στην σκεπή, έριξαν ακόμη ένα σακί ρύζι πάνω στα κεφάλια τους. Επειδή όμως ήταν ντίρλα, τους ξέφυγε το σακί κι έπεσε πάνω στο κεφάλι του γαμπρού. Έπεσε κάτω και έβλεπε όλους να στριφογυρίζουν σαν τον τροχό της τύχης. Στο κέντρο υγείας του φόρεσαν ένα κολάρο στον σβέρκο, του έδωσαν μερικά παυσίπονα και του συνέστησαν να μην πιει, να μην χορέψει και να μην ξενυχτήσει.
-Κανονικά,
πρέπει να ξαπλώσεις επειδή έχεις μια ελαφριά διάσειση, αλλά λόγω της ημέρας
μπορείς να συνεχίσεις, πρόσεχε όμως, να
ακολουθήσεις τις οδηγίες μου, του είπε ο εφημερεύων γιατρός γνωρίζοντας πως
μιλούσε μάταια.
-Φτου κακά! Ο
Χριστός κι η Παναγία!
Σκέφτηκες ποτέ αυτές τις "ιστορίες απ' το χωριό" να τις συγκεντρώσεις σε ένα βιβλίο ή να τις δώσεις σαν σενάριο για σήριαλ; Έχουν πολύ ενδιαφέρον και χιούμορ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ και όχι, η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφτεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή