Ετικέτες

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVII

 «Σήμερα το βράδυ, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ο κομήτης του Χάλεϋ θα περάσει απ’ τη γειτονιά μας!  Συγκεκριμένα, θα είναι ορατός στην Ελλάδα από τις δύο και πέντε έως τις δύο και τέταρτο. Ένα μοναδικό φαινόμενο που συμβαίνει κάθε εβδομήντα πέντε με εβδομήντα έξι χρόνια….»

Αυτά άκουσαν στο δελτίο ειδήσεων τα μέλη της γνωστής παρέας του χωριού.

Πήραν μπύρες, πατατάκια, φυστίκια και στραγάλια και την έστησαν στο γήπεδο για να δουν τον κομήτη που θα περνούσε πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Δύο και πέντε, δύο και δέκα, δύο και τέταρτο, τίποτα! Δυόμιση, τίποτα!

Πουθενά ο κομήτης, άφαντος!

Τότε αντιλήφθηκαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο! Τους την έφεραν! Πώς την πάτησαν έτσι;

Αποφάσισαν να πάρουν το αίμα τους πίσω.

Αφού είχαν πιει και δυο κάσες μπύρες, ήταν εύκολη απόφαση.

Μια και δυο, το κόβουν για το καφενείο του Μπούκουρα. 

-Ρεμάλια, όσο θα μιλάω στο τηλέφωνο, εσείς θα χτυπάτε τις καρέκλες και θα βρίζετε.

-Ναι, αστυνομία εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πλακώνονται και πέφτει ξύλο!

Σε δέκα λεπτά, ίου ίου ίου το περιπολικό, πάει στο δίπλα το χωριό. Τίποτα!

-Κάντε ησυχία τώρα, θα πάρω την πυροσβεστική.

-Ε, ρε, το παρατραβάς!

-Σκασμός, ρεμάλια!

-Πυροσβεστική εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πήρε φωτιά η αποθήκη του τάδε και έχει μέσα μπάλες άχυρο και εύφλεκτες ύλες.

Σε πολύ λίγο, ίου ίου ίου και η πυροσβεστική, πάει στο δίπλα το χωριό στην αποθήκη του τάδε, τίποτα!

-Άααααχ! Το ‘φχαριστήθηκα! 

-Μπούκουρα, φέρε μπύρες.

-Δεν γίνεται, κλείνω.

-Καλά, φέρε τις μπύρες και κλείσε. Εμείς θα κάτσουμε έξω και θα τις πιούμε!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVI

 Την επόμενη ξημέρωνε πρωταπριλιά. Μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εικοσάρηδες στο καφενείο του Μπούκουρα κι έστυψαν το μυαλό τους για μια καλή φάρσα.

Μετά από δυο κάσες μπύρες, το βρήκαν! Κατά τις δύο το πρωί διαλύθηκαν αλλά δεν πήγαν για ύπνο. Ο καθένας πήρε απ’ το σπίτι του τα απαιτούμενα, ξαναβρέθηκαν στο σχολείο και ξεκίνησαν για το διπλανό χωριό.

Ότι τα δύο χωριά ήταν στα μαχαίρια δεν χρειάζεται διευκρίνιση… Αφού ούτε γάμους δεν επέτρεπαν να γίνονται μεταξύ τους. Αν στράβωνε η τύχη και προβαλλόταν τέτοια επιθυμία, αν δηλαδή ένας νέος ήθελε μια κοπέλα απ’ το άλλο χωριό, έπεφταν πάνω στο ζευγάρι θεοί και δαίμονες και τους χώριζαν! Αν καμιά φορά ξέμενε κάποιος από ψωμί και πήγαινε στον φούρνο του άλλου χωριού, δεν του πουλούσαν.  Για κακή τους τύχη, μοιραζόντουσαν το ίδιο σχολείο και την ίδια εκκλησία. Δύο κτίρια που πολεοδομικά χώριζαν ή ένωναν τα δύο χωριά, όπως το πάρει κανείς!  Στο σχολείο τα παιδιά καθόντουσαν στα θρανία μόνο με παιδιά απ’ το χωριό τους. Στην εκκλησία είχαν χωρίσει στασίδια και καρέκλες ώστε να μην έχουν στενές επαφές. Τσακωνόντουσαν με τον παπά για το ποιο χωριό θα κοινωνήσει πρώτο. Μια φορά, αφού κοινώνησε το ένα χωριό,  έβαλαν τον παπά με το ζόρι να μεταλάβει ο ίδιος για να κοινωνήσει μετά και το άλλο χωριό! 

Εκεί, κατά τις δυόμιση το πρωί, όταν πλέον είχαν κλείσει τα καφενεία και δεν κυκλοφορούσε ψυχή, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Σ’ ένα σημείο με αιωνόβια πλατάνια, στρώθηκαν στο σκάψιμο.  Αφού έσκαψαν έναν αρκετά μεγάλο λάκκο, έριξαν μέσα καμιά δεκαριά σκουριασμένους τενεκέδες που είχαν κουβαλήσει απ’ τα σπίτια τους.

Έπειτα, έριξαν και αρκετά κουρέλια, τα πιο παλιά λερωμένα πανιά που βρήκαν και τέλος, σκόρπισαν λιωμένα κεριά. Αφού περιποιήθηκαν το δημιούργημά τους, τα μάζεψαν κι έφυγαν. 

Την άλλη μέρα το πρωί, πρωταπριλιά, άρχισαν να μαζεύονται στα καφενεία της πλατείας οι κλασικοί θαμώνες. Δεν άργησαν να προσέξουν τα σκορπισμένα χώματα κάτω από τα πλατάνια. Πήγαν πρώτα δυο τρεις περίεργοι και οι φωνές τους κάλεσαν και τους υπόλοιπους. Σε πολύ λίγο, είχε μαζευτεί το μισό χωριό. 

Λίρες, λίρες! Τόσο καιρό κάτω απ’ την μύτη μας, πού να το ξέραμε! Μα, είστε σίγουροι; Ρωτούσαν οι πιο δύσπιστοι. Δεν βλέπεις; Να οι τενεκέδες, κοίτα σκουριά! Τόσα χρόνια θαμμένα στο χώμα! Να και τα κουρέλια που ήταν τυλιγμένα τα μασούρια, να και τα κεριά που τα είχαν κερωμένα. Α, ρε την ατυχία μας μέσα! Άρχισαν να χτυπιούνται και να αναθεματίζουν την κακή τους τύχη! 

Στο προαύλιο της εκκλησίας, η παρέα δεν κρατιόταν απ’ τα γέλια… Τους έβλεπαν από μακριά να χτυπιούνται και να αναλύουν τα αποδεικτικά στοιχεία, έβλεπαν την πικρία και την απογοήτευσή τους κι αυτό ήταν το αλατοπίπερο της φάρσας.

Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό τους ότι ήταν πρωταπριλιά!

Αντίθετα, για πολύ καιρό συνέχιζαν να αναρωτιούνται ποιος μπορεί να είχε κρύψει τον θησαυρό και, το σημαντικότερο, ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που τον ξέθαψε και τους τον πήρε μέσα απ’ τα χέρια!

Οι παππούδες θυμόντουσαν καπεταναίους απ’ τον εμφύλιο, άλλοι έλεγαν ότι ήταν τούρκικες, άκρη δεν έβγαινε. Αλίμονο σ’ αυτόν που πήρε τόσο μεγάλο θησαυρό, αν τον έβρισκαν θα τον έσκιζαν!

Μερικές μέρες μετά και αφού ακόμα σιγόβραζαν από θυμό και αγανάκτηση, ένα άλλο γεγονός ήρθε να τους ταράξει περισσότερο.

Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά στα πλατάνια, με τους τενεκέδες και τον λάκκο που ήταν ακόμα ανοιχτός, ακούστηκαν φωνές. Παππού, παππού φώναζε το ένα, μπαμπά το άλλο, δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός. Έτρεξαν εκεί δυο τρεις μεγάλοι. Βρήκαμε το χάρτη, βρήκαμε το χάρτη! Έλεγαν τραγουδιστά τα πιτσιρίκια. Ποιο χάρτη βρε σκασμένα; Φέρτε μου ‘δω να δω… Πράγματι, ήταν ένα κομμάτι πανί, μουτζουρωμένο και κουρελιασμένο και πάνω του ήταν χαραγμένα δρόμοι, σπίτια, σημάδια. Αμάν! Την κάναμε, μας έκατσε κι εμάς!

Οι τρεις πρώτοι που είδαν τον χάρτη, προσπάθησαν να τον κρύψουν, αλλά εις μάτην.

Στο τέλος, μοιράστηκαν το χάρτη καμιά δεκαριά νοματαίοι. 

Έκατσαν, με περίσσεια σπουδή και τον μελέτησαν. Μελέτησαν, μελέτησαν και μετά άρχισαν να ψάχνουν για τα σημάδια. Ένας μεγάλος βράχος στην άκρη του χωριού, το ποτάμι, κάποια παλιά τούρκικα σπίτια που υπήρχαν ακόμη, άλλα κατοικήσιμα και άλλα μισογκρεμισμένα…. Ευτυχώς το Χ ήταν σε σπίτι που είχε αναπαλαιωθεί και ήταν κατοικήσιμο. Εδώ όμως άρχιζαν τα δύσκολα!  Ήταν το σπίτι του προέδρου!

Θα περίμεναν. Κάθε χρόνο, ο πρόεδρος με την προεδρίνα και τα προεδράκια, Ιούλιο με Αύγουστο, πήγαινε διακοπές για μια δυο βδομάδες. Καλύτερα, έτσι. Είχαν και χρόνο να οργανωθούν. Πέρασε ο καιρός, έφυγε για διακοπές ο πρόεδρος, ο θόρυβος για τον κλεμμένο θησαυρό είχε κοπάσει εδώ και αρκετές βδομάδες, και οι δέκα νοικοκυραίοι έφυγαν για ξύλα στο βουνό, υποτίθεται….

Απ’ το πρώτο βράδυ, μπήκαν στο σπίτι κανονικά από την πόρτα χωρίς να την παραβιάσουν κι έβαλαν μπρος τα μηχανήματα. Έλα μου όμως που τα αναθεματισμένα που χτυπούσαν συνέχεια; Όπου και να τα γύριζαν, σφύριζαν. Εμ, βέβαια, παλιό το σπίτι, παντού καρφιά…

Τώρα; Συνεδρίασαν. Θα ξεκινούσαν από το κατώι και μετά βλέπουμε, είπαν. Άρχισαν να γκρεμίζουν εκεί που τα μηχανήματα χτυπούσαν πιο δυνατά. Τίποτα! Καρφιά… Να και παραδίπλα, να και παραπέρα, να και σ’ αυτόν τον τοίχο, να και στην άλλη μεριά, τρύπες παντού. Λαμπόγυαλο το σπίτι! Δεν αποθαρρύνθηκαν όμως. Ανέβηκαν και στο ανώι. Ήταν σίγουροι πως εκεί θα έβρισκαν το θησαυρό. Μπαμ και μπουμ, γκαπ και γκουπ, δύσκολη δουλειά καθώς δούλευαν μόνο τις ώρες που οι γείτονες ήταν στα χωράφια για να μην τους ακούσουν. Ύστερα, δέκα άντρες κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα μέσα στο κατακαλόκαιρο, δεν είναι εύκολο πράγμα!

Με τα πολλά, το έκαναν θερινό και το πάνω πάτωμα και πάλι δεν βρήκαν τίποτα. Δεν έμενε άλλο από τη σκεπή… Άρχισαν να ξηλώνουν και τα ταβάνια. Τζίφος! Είχαν περάσει κι οι μέρες, έπρεπε να φύγουν. 

Γύρισε ο πρόεδρος, τι να βρει; Το σπίτι ρημαδιό, γιαπί!

Αστυνομίες, έρευνες, δεν άργησαν να βρουν τους υπαίτιους και τον περιβόητο χάρτη.

Η παρέα εν τω μεταξύ, έγραφε ιστορία απ’ το πολύ το γέλιο.

Ο πρόεδρος απ’ την άλλη, επειδή ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο και όχι μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι ανώτερος από όλους στο χωριό, βγήκε και είπε:

Στο πηγάδι ήταν ο θησαυρός, τον είχαν βρει άλλοι πριν απ’ αυτούς και τον είχαν πάρει!

Από τότε, τέτοια πρωταπριλιά που να κράτησε πέντε μήνες δεν ξαναματάγινε κι ακόμα συζητιέται… Στο ένα χωριό για την πλάκα που σπάσανε και στο άλλο για το άδικο που τους βρήκε! Κι ακόμα δεν έχουν καταλάβει, είναι σίγουροι ότι υπήρξε θησαυρός και ότι τους τον άρπαξαν μέσ’ από τα χέρια!


Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 Μήπως ζούμε σε μια ασπρόμαυρη κοινωνία; Μήπως πέφτουμε καθημερινά θύματα του ασπρόμαυρου; Γιατί να υπάρχει μόνο καλό ή μόνο κακό; Μόνο ηθικό ή ανήθικο; Και ποιος είναι αυτός που ορίζει στις μικρές λεπτομέρειες τί είναι καλό και κακό, ποιο είναι το ηθικό και ποιο όχι; Ποιος ορίζει για μένα; 

Φυσικά υπάρχουν ασπρόμαυροι κανόνες που ακολουθεί ο περισσότερος κόσμος βάση λογικής, για παράδειγμα, ο φόνος είναι ανήθικη πράξη. Και όσο σκέφτεσαι αυτό, δηλαδή τη λογική πίσω από το ότι ο φόνος είναι κακό, ξεπηδά το γκρι. Και αν δεν είναι κακός; Αν είναι δικαιολογημένος; Δεν είναι προμελετημένος και τον διέπραξε ένα θύμα προς το θύτη του; Πόσο αυτός ο φόνος είναι κακός; 

Νομικά είναι φόνος όσα ελαφρυντικά και να υπάρχουν αλλά είναι ανήθικος; Δεν θα κατέβει ποτέ κάποιος Θεός να μας απαντήσει. Άλλωστε αυτές τις απαντήσεις δεν τις βρίσκεις στο Θεό αλλά μέσα σου.  Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του αντιλήψεις για το σωστό και το λάθος. Δεν υπάρχει ένα βιβλίο να μοιράζεται στα σχολεία και να έχουν όλοι ίδιες απόψεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα.

Κάποιοι είναι δεξιά, κάποιοι αριστερά. Κάποιοι πάνω και άλλοι κάτω.  Κάποιοι είναι φανατικοί και τα βλέπουν άσπρα, άλλοι είναι αδιάφοροι και τα βλέπουν μαύρα. Με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό, σε όλα τα επίπεδα. Διαίρει και βασίλευε σε ασπρόμαυρο κόσμο. Έναν κόσμο που αποτάσσομαι γιατί εγώ ζώ στο γκρι. Στα θολά σημεία του κόσμου, στο ενδιάμεσο και στο συνολικό.   

Η ΜΌΔΑ, ΤΟ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΔΕΙΝΆ...

 Εμπρός στα κάλλη, τί είναι ο πόνος, λέγεται συχνά. Αλλά η μόδα δεν είναι απαραίτητα μόνο πόνος. Από την μόδα ο καθένας διαλέγει ένα στύλ που τον εκφράζει και τον αντιπροσωπεύει, άλλωστε κι αυτό ένα είδος μόδας είναι. Από το πάνκ και το γκράντζ μέχρι το κυριλέ και το έξτραβαγκάντζα μέχρι ακόμα και την παντρειά τους όλα είναι στύλ που υιοθετήθηκαν από μια μόδα.

 Αν έλεγες στην Κοκό Σανέλ στην αρχή της καριέρας της πως το 2021 οι γυναίκες θα φορούσαν φορέματα του οίκου της με σνίκερ παπουτσάκι, θα τράβαγε τα μαλλιά της και πιθανόν να μην έραβε ξανά ποτέ! Αλλά για τη σημερινή καθημερινή γυναίκα αυτό είναι ένα στύλ που την εξυπηρετεί. Ο άνθρωπος σήμερα είναι πολυάσχολος, οι γυναίκες με ταγέρ και χαμηλό τακουνάκι όπως και οι άντρες με κουστούμι και γραβάτα τείνουν να γίνουν είδη υπό εξαφάνιση.

 Σήμερα, ο άνθρωπος κάνει την μόδα. Ναι, το φόρεμα με τις παγιέτες μπορείς να το βάλεις με απλό αθλητικό παπούτσι και να πας για απογευματινό καφέ. Ναι, μπορείς να φορέσεις τζίν στη δουλεία και να κουβαλάς τσάντα πλάτης αντί για χαρτοφύλακα. Ναι, μπορείς να σπάσεις τους κανόνες και να δημιουργήσεις ένα σύνολο ανάλογα με την ψυχοσύνθεση σου  και το δικό σου στύλ. Ναι, επιτέλους φτάσαμε στη στιγμή όπου η μόδα ακολουθεί τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι το αντίθετο. 

Όπου τα σώματα που βλέπουμε σιγά σιγά αρχίζουν να μοιάζουν με τα δικά μας, με ατέλειες και ψεγάδια. Γιατί σε αυτό τον κόσμο. μπορεί να αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει το τέλειο και το ιδεατό. Υπάρχει όμως το τέλειο κατά προσέγγιση, αυτό που είναι τέλειο κατά κάποιο τρόπο για τον καθένα μας και αυτό που με το στύλ μας προσπαθούμε να φτάσουμε και να εκφράσουμε, όποιο κι αν είναι αυτό. 

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧV

 Είχε μπάρμπα…

Το σχολείο το τελείωσε με χίλια ζόρια και με μέσον!

Μπόρεσε τουλάχιστον κι έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Πώς τα κατάφερε; Άγνωστον!  Μπορεί να έβαλε μέσον κι εκεί, κανείς όμως δεν μπορεί να το πει στα σίγουρα.

Είχε ένα βηματισμό, παράξενο! Αυτό που λέμε, τα ζώα μου τ’ αργά ή, μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι βρωμούσε τ’ άλλο.

Δεν ήταν χοντρός, ήταν ψηλός και εύσωμος.

Αλλά, βαριόταν. Βαριόταν πολύ!

Στο χωριό δεν έκανε τίποτα. Τεμπέλιαζε δεξιά κι αριστερά και ζούσε για το καφενείο. Εκεί, καθόταν με τις ώρες κι έπινε καφέδες.

Είδε κι απόειδε ο μπάρμπας του, ανώτερος δικαστικός στην Αθήνα, κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτόν τον ρεμπεσκέ, σκέφτηκε. Του τηλεφώνησε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να τον βολέψει. Του αγόρασε μισό ταξί και τον έστρωσε στη δουλειά. Αυτή την εντύπωση είχε…

Ο, ας τον πούμε Μπάμπης έπαιρνε το ταξί στην βάρδια του κι έκοβε βόλτες. Σε μια γειτονιά είχε βρει ένα καφενείο που άραζε κι έπινε τους καφέδες του, μια χαρά!

Αν είχε κέφι, έπαιρνε και κανέναν πελάτη. Αλλιώς, προσπερνούσε και δεν τον ένοιαζε καθόλου. Βαριόταν!

Με πελάτη ή χωρίς, έπιανε δεξιά και πήγαινε κυριολεκτικά με πέντε. Πολλοί πελάτες αγανακτούσαν και κατέβαιναν απ’ το ταξί. Σιγά μην κάτσει ν’ ασχοληθεί με τους σάχλες. Πολύ βαρετή ασχολία. Μ’ αυτή την κατάσταση να παίρνει διαστάσεις, ο συνεταίρος στο ταξί διαμαρτυρήθηκε κι έτσι ο μπάρμπας του αναγκάστηκε να του πουλήσει το μερίδιό του. Του βρήκε άλλη δουλειά. Οδηγός σε λεωφορείο αεροπορικής εταιρείας. Έπαιρνε τους επιβάτες απ’ το κέντρο της πόλης και τους πήγαινε στο αεροδρόμιο.

Είναι δυνατόν όμως να βάλει μυαλό ο Μπάμπης;

Είναι δυνατόν ν’ αλλάξει νοοτροπία και συνήθειες;

Πώς το σκέφτηκες αυτό ρε μπάρμπα;

Στηνόταν ο Μπάμπης στην Ομόνοια, ανέβαιναν οι επιβάτες και ξεκινούσε.

Όοοοοοχι πρωινή βάρδια……. Τι φανταστήκατε; Στις δώδεκα έπιανε δουλειά!

Ξεκινούσε λοιπόν ο Μπάμπης, αργά αργά, από δεξιά και προσεκτικά, κούτσα κούτσα, έκαναν τα στραβά μάτια από την αεροπορική εταιρεία στα παράπονα των πελατών λόγω υποχρέωσης στον μπάρμπα του, και η δουλειά έβγαινε δύσκολα.

Ώσπου μια μέρα ο Μπάμπης βαριόταν πολύ! Περισσότερο απ’ τις άλλες μέρες! Πήρε τους επιβάτες και αργά αργά και από δεξιά, ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.

Στο δρόμο ξαφνικά, ανάβει αλάρμ, σταματάει δεξιά, αφήνει αναμμένη τη μηχανή και κατεβαίνει κάτω. Οι επιβάτες τον βλέπουν ν’ απομακρύνεται και φωνάζουν:  «Ε, πού πας; Γύρνα πίσω. Θα χάσουμε την πτήση! Έλα ‘δω ρε βλαμμένε!»

Τίποτ’ αυτός. Απτόητος, μπήκε μες στο καφενείο λίγο πιο πάνω, έκατσε και παρήγγειλε καφέ! Τι κι αν φώναζαν απ’ το λεωφορείο… τους είχε βάλει στο mute. Αφού ήπιε τον καφέ του, σχετικά γρήγορα, πρέπει να το αναφέρουμε αυτό, ανέβηκε στο λεωφορείο και συνέχισε τον δρόμο του.

Βέβαια, οι επιβάτες έχασαν την πτήση τους και μ’ αυτή την αφορμή, ο Μπάμπης απολύθηκε.

Έτσι, ξαναγύρισε στο χωριό. Τι να κάνει κι ο δόλιος ο μπάρμπας του; Τού ‘κοψε ένα επίδομα, φρόντισε να τον βγάλει και στην σύνταξη και αφού θεώρησε πως έκανε ότι μπορούσε γι’ αυτόν, τον άφησε στην τύχη του.

Με τα έξοδά του καλυμμένα, ο Μπάμπης στο χωριό έκανε ότι γούσταρε, δηλαδή βαριόταν!

Ένα μεσημεράκι μπαίνει στο καφενείο του Μπούκουρα ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν το ταξί του Μπάμπη. Απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του τον έπαιρνε με το αυτοκίνητο, μπροστά στην πόρτα του καφενείου τον άφηνε. Από την πόρτα του καφενείου τον έπαιρνε, μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού του τον άφηνε.

Ούτε βήμα δεν πήγαινε χαμένο!

-Τι γίνεται ρε Μπάμπη; Πώς πάει;

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια ο Μπάμπης απάντησε, «ζόρικα!»

-Τι εννοείς; Επιμένει ο Ηλίας

-Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για ν’ ανασάνω; Και, βαριέμαι!

-Τι λες ρε π’ ανάθεμά σε; Βαριέσαι ν’ ανασάνεις; Θα πεθάνεις…

-Βαριέμαι, είπε κι ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΙV

 Δούλευε σε σιδηρουργείο γι’ αυτό τον φώναζαν Τσίγκο!

Ήταν ένα κλασικό χωριατόπαιδο. Ζορίστηκε πολύ να βγάλει το δημοτικό κι αυτό με βαθμό απολυτηρίου έξι! Αφού δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, τον έστειλε ο πατέρας του να μάθει μια τέχνη. Μάθε τέχνη κι άστηνε, που λένε; Αυτό!

Μεγάλος πια ο Τσίγκος, είκοσι χρονών, άρχισε να ανεξαρτητοποιείται. Όχι πως ήξερε τι σημαίνει αυτό, ή τι κάνει στην κυριολεξία, απλά, ακολούθησε τη φυσική ροή της ζωής.

Η παρέα του, συνομήλικοί του πάνω κάτω που γνωρίζονταν από παιδιά.

Έβγαιναν τα βράδια, πήγαιναν για μπύρες, μιλούσαν για κορίτσια και περνούσαν την ώρα τους με όνειρα όπως να είχαν χρήματα, να ήταν πλούσιοι, να είχαν μοντέρνα αυτοκίνητα και μηχανές, να ταξίδευαν, να πήγαιναν στα νησιά να έβλεπαν από κοντά τουρίστριες και τέτοια. Ανάμεσα σ’ αυτά τα όνειρα μια συζήτηση κυριαρχούσε περισσότερο. Ανασκαφές για λίρες! Άκουγαν ιστορίες απ’ τους μπαμπάδες, τους παππούδες, τους μπαρμπάδες και τις μετέφεραν στις μεταξύ τους κουβέντες. Σιγά σιγά, άρχισαν ν’ ασχολούνται διεξοδικά με την ανεύρεση θησαυρών. Αγόρασαν μηχανήματα και τα σαββατοκύριακα ανέβαιναν στο βουνό. Πήγαιναν στα σημεία που ανέφεραν οι ιστορίες που άκουγαν. Όπως είναι φυσικό, δεν έβρισκαν τίποτα. Για έναν περίπου χρόνο εξερεύνησαν τα δικά τους τα μέρη.  Μετά, άρχισαν να ξανοίγονται. Άρχισαν να ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά για να βρουν τον θησαυρό τους. Αυτά τα ταξίδια άνοιξαν μεν τους ορίζοντές τους αλλά δυστυχώς μόνο ως προς τον στόχο τους. Η ανεύρεση θησαυρού τους είχε γίνει αυτοσκοπός.

Ο καιρός περνούσε όμως και θησαυρό δεν έβρισκαν. 

Απογοητευμένος ο Τσίγκος,  άρχισε να δουλεύει έναν άλλο τρόπο στο μυαλό του για να βγάλει χρήματα γρήγορα κι εύκολα.

Όταν κάποια στιγμή είχαν πάει στην Βεργίνα, είχε δει πως οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν σιδερένια ξίφη. Αγόρασε λοιπόν, σχετικά βιβλία, ξεπατίκωσε τα σχέδια, κι αποφάσισε να φτιάξει ένα πανομοιότυπο ξίφος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το φτιάξει. Σιγά το δύσκολο, σκεφτόταν!

Έτσι, τό ‘βαλε μπρος και το δούλευε. Όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρος ότι τό ‘φτιαξε τέλεια! Ωραία, το ξίφος το έφτιαξε. Τώρα;

Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο να το πουλήσει. Πώς όμως και σε ποιον; Δεν ήξερε από τέτοια πράματα ο Τσίγκος. Αποφάσισε να βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες.

«Όποιος ενδιαφέρεται για σημαντικό εύρημα να με πάρει τηλέφωνο» έγραψε.

Σε δυο μέρες χτυπάει το τηλέφωνο, ένας ο ενδιαφερόμενος. Μετά ξαναχτυπάει, κι άλλος ενδιαφερόμενος. Κλείνει ραντεβού ο Τσίγκος και με τους δυο. Πάει στον πρώτο, του λέει τι  και πως, παραμύθια που έβγαλε απ’ το κεφάλι του, τα φούσκωσε και λίγο απ’ τον ενθουσιασμό του, θα το σκεφτώ του λέει ο άλλος, φεύγει. Πάει στον δεύτερο, του λέει το ίδιο παραμύθι, τα φουσκώνει και λίγο παραπάνω, βλέπει τον ενδιαφερόμενο ενθουσιασμένο. Γίνεται να το δω; Τον ρωτάει. Βέβαια, του λέει ο Τσίγκος, αύριο την ίδια ώρα εδώ. Εκείνη τη στιγμή, σκάνε μύτη από πίσω του δυο γομάρια, τον αρπάζουν απ’ τον γιακά και τον μπουζουριάζουν στο τμήμα της περιοχής.

Ανάκριση στην ανάκριση και κόντρα ανάκριση, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε, την αλήθεια δηλαδή!

Αυτό κράτησε όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πάνε και μπαγλαρώνουν όλη την παρέα.

Ανάκριση και κόντρα ανάκριση, τους άφησαν ελεύθερους αφού έβγαλαν την άκρη, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους!

Τραβάνε τον Τσίγκο στο αυτόφωρο. Εξιστορείται όλο το σκηνικό και ο δικαστής ακούγοντας τα καθέκαστα κρατιέται να μην γελάσει. Αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειται, του λέει:

-Τι να σου πω, παιδί μου! Απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας!


Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΓΕΝΙΕΣ ΒΙΑΣ

 Κάθε στρεσογόνος παράγοντας συντελεί στην ανάπτυξη και εκδήλωση βίας.

Θέλετε να έχετε υγιή παιδιά;  Φροντίστε να τους μάθετε τρόπους ώστε να μην επηρεάζονται από τα άγχη που σίγουρα θα εκδηλωθούν στις ζωές τους.

Αυτή είναι η δευτερεύουσα δικλείδα ασφαλείας με την οποία θα θωρακίσετε τα παιδιά σας ώστε να μην εκδηλώσουν βίαιες συμπεριφορές.

Η πρωτεύουσα δικλείδα είναι τα πρότυπα που δημιουργούμε στα παιδιά μας μέσω του παραδειγματισμού που πηγάζει από τις δικές μας συμπεριφορές και κοινωνικές εκδηλώσεις ή ακόμη και από τις λεκτικές παραινέσεις, συμβουλές και νουθεσίες.

1970

Ακούγεται το κλειδί στην πόρτα και η μητέρα κάνει νόημα με το χέρι στον μοναχογιό της να κάτσει ήσυχος. Έξι χρονών παιδάκι, ζωηρό και διψασμένο για να εξερευνήσει και να μάθει.

Είχε συνηθίσει να βλέπει τη μητέρα του με μαυρισμένα μάτια, πότε απ’ τις σφαλιάρες και πότε απ’ το κλάμα. Δεν του φαινόταν παράξενο. 

Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο πατέρας με μια κυρία. Γυναίκα, τι φαί έκανες; Βάλε μας να φάμε…

Σερβίρει η σύζυγος προσπαθώντας με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυά της και αποσύρεται με το αγοράκι της στο υπνοδωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Το ζευγάρι έφαγε και έφυγε με ένα: Γυναίκα, εμείς φεύγουμε!

Είχε ανεχθεί πολλά…. Αλλά να της φέρνει την ερωμένη του στο σπίτι και να την αναγκάζει να τους σερβίρει, ήταν απολύτως εξευτελιστικό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεχίστηκε η ζωή τους. Το παιδί μεγάλωνε σ’ αυτό το περιβάλλον της αναίτιας ανεκτικότητας, της λεκτικής και της σωματικής βίας.

Μετά από πολλά χρόνια, γέρος πια, ο πατέρας παινευόταν: Ξέρετε πόσα λεφτά έχω φάει εγώ στα μπουζούκια; Ξέρετε πόσα ξόδεψα σε μια βραδιά για τα μπούτια της Σαπουντζάκη;

Κι ερχόταν η απάντηση της συζύγου, γερασμένης πια επίσης: ναι, κι άφηνες το παιδί σου νηστικό!

2000

Το αγοράκι μεγάλωσε, έγινε άντρας, παντρεύτηκε κι έκανε κι αυτός παιδιά.

Στις πρώτες δυσκολίες που αντιμετώπισε, όπως όλοι οι άνθρωποι στους γάμους τους, ακολούθησε την πεπατημένη. Αυτά που είχε διδαχθεί δηλαδή, από τους γονείς του.

Ξεκίνησε σηκώνοντας χέρι πρώτα στα παιδιά. Τον ενοχλούσαν οι φωνές τους, τα παιχνίδια τους, οι απαιτήσεις τους, τα ρούχα τους, η μουσική τους, γενικά, τα πάντα…

Μετά, ακολούθησε η λεκτική βία προς τη σύζυγο. Όσο αυτή ανεχόταν τις προσβολές του τόσο πιο έντονες γινόταν.

Στις πρώτες δυσκολίες του γάμου του, δεν άργησε να βρει παρηγοριά σε άλλες αγκαλιές.

Δεν άργησε βέβαια η λεκτική βία να μετατραπεί σε σωματική απέναντι στη σύζυγό του.

Επειδή τα χρόνια είχαν αλλάξει και η σύζυγός του είχε μια σχετική μόρφωση, δεν ανέχθηκε περισσότερα. Χώρισαν.

2005

Η μητέρα νουθετεί τα παιδιά της εστιάζοντας στην βία που έχουν υποστεί. Αποθαρρύνει παρόμοιες συμπεριφορές, νουθετεί με λογική και γνώση τα παιδιά της που την ακούν προσεκτικά. Σε καθημερινή βάση σχεδόν, επισημαίνει και καταδικάζει τις βίαιες συμπεριφορές που εκδηλώνονται γύρω τους. 

Ο πατέρας από την άλλη έχει διακόψει κάθε επαφή με τα παιδιά και αλλάζει συντρόφους προσπαθώντας να βρει κάποια που να μοιάζει στη μητέρα του, με καθολική ανεκτικότητα.

Κάθε φορά που εκδηλώνει τον βίαιο εαυτό του, χωρίζει.

2010

Ο γιος του ζευγαριού μετά από τον πρώτο σοβαρό δεσμό, χωρίζει άσχημα.

Πέφτει στα ναρκωτικά. Ο πατέρας καλείται να βοηθήσει. Άδικος κόπος. Μάλλον κάνει τα πράγματα χειρότερα εξακολουθώντας να νουθετεί με βία και εκδικητικότητα.

2020

Ο γιος και εγγονός, κάνει χρήση περιστασιακά πλέον. Κατά τη διάρκεια της μέθης του μια μέρα, ξεσπά βίαια στη σύντροφό του και αυτή αποβάλλει.

Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έκανε, μετανιώνει οικτρά και προσπαθεί να επανέλθει στα πρότυπα που είχε διδαχθεί και όχι σε αυτά που είχε βιώσει.


Ποιος φταίει για τα παιδιά μας που σκοτώνουν τα παιδιά άλλων γονιών, άλλων μανάδων;

Εμείς! Εμείς φταίμε.

Εμείς οι μανάδες που δεν χωρίζουμε, που δεν σταματάμε τη βία στη γέννησή της, που δεν διδάσκουμε, δεν μαθαίνουμε, δεν μεγαλώνουμε σωστά τα παιδιά μας.

Ας μην βλέπουμε μόνο τα χειρότερα αλλά ας ρίχνουμε μια ματιά και στα καλύτερα. Τι κάνουν οι άλλες μανάδες πιο σωστά από εμάς και μεγαλώνουν, παραδίδουν στην κοινωνία σωστά και υγιή παιδιά; 

Ας μιμηθούμε αυτές τις μανάδες κι αυτούς τους πατεράδες.

Δεν είναι ώρα για εγωισμούς, ας δούμε τα λάθη μας και ας διορθώσουμε όσα μπορούμε.

Καμιά φορά, μια κουβέντα μόνο φτάνει. 

Ας ενθαρρύνουμε τα ωραία, τα όμορφα, τα υγιή χαρακτηριστικά των παιδικών ψυχών που έχουμε στα χέρια μας. Είναι εύπλαστα, σαν πλαστελίνη. Μπορούμε να τα πλάσουμε όπως θέλουμε. Ας το κάνουμε σωστά. Τόσο για τα παιδιά μας όσο και για μας. Γιατί μεγαλώνοντάς τα, υποφέρουμε κι εμείς με τις λανθάνουσες συμπεριφορές τους.

Αγκαλιάστε τα παιδιά σας, πείτε τους ότι τα αγαπάτε. Δείξτε την αγάπη σας θέτοντας όρια. Δείξτε τους το δρόμο και να είστε σίγουροι ότι θα είστε κι εσείς ευτυχισμένοι δίπλα τους.

Στο μεγάλωμα των  παιδιών δεν χωράνε νεύρα, όχι στα απωθημένα που κουβαλά ο καθένας στην ψυχή του.

Αν δεν μπορείτε να κάνετε αυτά τα απλά πράγματα, τότε μην κάνετε παιδιά!

Στο κάτω κάτω δεν είναι όλοι γεννημένοι ώστε να γίνουν άξιοι γονείς.

Άσχετα αν κάποιοι γίνονται άθελά τους. 

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πρέπει να γίνονται γονείς. 

Αναρωτηθείτε λοιπόν, μήπως εσείς ή το παιδί σας είστε ένας από αυτούς;

Και, πάρτε τα μέτρα σας.

 Ας μην κλάψουν άλλες μανούλες. Φτάνει πια!

Όχι άλλος φόνος! Όχι άλλη βία! Τέλος, εδώ!


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ