Ήταν ωραίος!
Έτσι νόμιζε….
Ήταν έξυπνος!
Αυτή την εντύπωση είχε…
Ήταν περιζήτητος!
Έτσι ήθελε να πιστεύει…
Έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι στην μικρή επαρχία όπου ζούσε, ο πολιτισμός είχε καθυστερήσει να τους επισκεφθεί μισό αιώνα και βάλε. Οι υποψήφιες νύφες έβαζαν στο μάτι τους υποψήφιους γαμπρούς απ’ τα 14.
Αυτή η κολακεία ήταν που τον έκανε να καβαλήσει το καλάμι και να πιστέψει ότι ήταν ο καλύτερος!
Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο, από δουλειά τεμπέλαρος, αφού ήταν ωραίος ντε…
Με τα πολλά, παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά κι άνοιξε ένα βενζινάδικο.
Σύντομα όμως το έκλεισε ή μάλλον του το έκλεισαν καθώς τον έπιασαν να κλέβει στην αντλία εφοδιασμού.
Το γεγονός αυτό ήταν που τον ώθησε να βρει την κλίση του.
Έγινε μελισσοκόμος. Του αγόρασαν τις κυψέλες κι αυτός έπρεπε να ασχολείται με την μελισσοκομία.
Έλα μου όμως που η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη;
Τα βρήκε σκούρα με τη δουλειά και τι έκανε ο μπαγάσας; Πήγαινε σε κοντινό εργοστάσιο συλλογής μελιού, αγόραζε από ‘κει και το πουλούσε για δικό του.
Μετά, συνάντησε άλλο εμπόδιο. Τον ανταγωνισμό. Έτσι, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει.
Τι έπρεπε να κάνει; Να παραμυθιάζει τον κόσμο, να λέει ψέματα, να ωραιοποιεί την αλήθεια, να κρύβει ότι δεν έπρεπε να μάθει ο πελάτης. Ευκολάκι, σκέφτηκε, θα τα καταφέρω, στο παραμύθι είμαι άσος!
Κατ’ αρχήν, βρήκε την ατάκα για να προσεγγίζει τον κόσμο: «από πούστε;» Προσέξτε, όχι «από πού ‘στε;» Και σαφώς όχι «από πού είστε;»
«Τι είναι αυτό;»
«Πευκόμελο. Από πούστε;» κι έτσι έπιανε κουβέντα.
Εν τη ρύμη του λόγου πετούσε και κάτι μαργαριτάρια που όποιος τά ‘πιανε άνοιγε χρυσοχοείο με τη μία.
«Από πού είναι αυτό το μέλι;»
«Αυτό το παίρνω από μακριά. Κατεβάζω τα μελίσσια νότια για το χειμώνα. Περνάω τη διώρυγα της Πελοποννήσου και φτάνω μέχρι την Καλαμάτα της Αρκαδίας»
Πλείστα τα γεωγραφικά σφάλματα. Λογικό θα μου πείτε, καθότι πολυταξιδεμένος ο άνθρωπος να μπερδεύεται…
Φεύγει αυτός ο πελάτης και στο καπάκι έρχεται ο επόμενος.
«Αυτό το ανοιχτόχρωμο μέλι από πού είναι;»
«Α, αυτό το παίρνω από την Άρτα. Εκεί κατεβάζω τα μελίσσια για να ξεχειμωνιάσουν.»
«Πού είναι η Άρτα;»
«Ε, στην Πελοπόννησο είναι, ναι, εκεί κάτω.»
Τα άλλαζε, δεν έλεγε τα ίδια σε όλους. Δεν ήθελε να επαναλαμβάνεται…
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκανε σπουδαίες ανακαλύψεις!
Εφηύρε το χιονόμελο! Το μέλι το καπνιστό! Το μέλι με επίγευση καραμέλας, αυτό το έμαθε απ’ το μάστερσεφ. Το μέλι με γεύση καζάν ντι πι.
Όλα κι όλα! Ο άνθρωπος ήταν επιστήμονας! Γνώριζε τα πάντα. Είχε άποψη επί παντός επιστητού έως και παραφυσικού φαινομένου.
Άκουγε ειδήσεις ή τον καιρό και τις άγνωστες λέξεις τις αντικαθιστούσε με δικές του που θεωρούσε ότι ταίριαζαν.
«ο πρωθυπουργός μετέβη στις Βρυξέλλες για τη σύνοδο κορυφής. Λόγω του έντονου υετού η πρες κόνφερανς δόθηκε υπό την σκέπη αλεξηλίων. Ο πρωθυπουργός έδωσε το λάκτισμα για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τρίτων χωρών. Γαία πυρί μιχθήτω, είπε αυτολεξί.»
-Άκουσες ειδήσεις χθες; Άκουσες τι έγινε; Ο πρωθυπουργός μετά είπε για την σύνοδο κορυφής που έγινε. Και δεν ήταν καλά λέει, έκανε εμετό κι έτσι για την συνέντευξη τον σκέπασαν με ειδικές κουβέρτες. Είπε για τον πόλεμο στην Αφρική, να τους δώσουμε λέει από μία Λάκτα! Εγώ λέει δεν είμαι ο Αλέξης να βάλω στο μίξερ γη για να βγει σπυρί! Χα χα χα, ό,τι να ‘ναι… Κι εμείς τους ψηφίζουμε!
-Καλά, είπε τέτοια πράγματα;
-Ε, τι, δεν άκουσες; Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, να καταλαβαίνετε τι ακούτε. Μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Χαμένοι από χέρι είμαστε, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!
Μια μέρα, μπήκαν στο μαγαζί του κάτι τουρίστες απ’ το Ισραήλ. Αυτός για να τους εντυπωσιάσει, αποφάσισε να τους πουλήσει ένα δυσεύρετο μέλι. Με τα λιγοστά αγγλικά του, προσπάθησε να τους πει ότι είναι μέλι ερείκης. «Δις…………….., φρομ έρικα! Έρικα!» Εξαφανίστηκαν οι εβραίοι σε χρόνο ντε τε. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Όποτε έβλεπε εβραίους προσπαθούσε να τους πουλήσει μέλι ‘Ερικα κι αυτοί γίνονταν καπνός!
Το δούλεψε στο μυαλό του ξανά και ξανά, δεν έβγαζε νόημα. Δεν μπορούσε και να ρωτήσει όμως γιατί πληγωνόταν ο εγωισμός του. Τι, να έδινε δικαίωμα στους άλλους ότι υπήρχε κάτι που δεν ήξερε ή δεν καταλάβαινε; Ποτέ!
Κάποτε, αφού είδε κι απόειδε ότι μόνο με το μέλι μεροκάματο δεν βγαίνει άρχισε να πουλάει και σαπούνια ελαιολάδου με μέλι φτιαγμένα «με συνταγή της γιαγιάς» τα οποία και καλά έφτιαχνε η γυναίκα του η οποία είχε και 7 πτυχία! Την πάτησε κι από κει καθώς τα σαπούνια μόλις έρχονταν σε επαφή με το νερό γινόντουσαν σούπα. Άρχισε να λέει στους πελάτες ότι μετά τη χρήση έπρεπε να τα στεγνώνουν και να τα αφήνουν σε μέρος χωρίς υγρασία! Πάει κι αυτό. Δεν είχε επαναλήψεις στις πωλήσεις του.
Μια μέρα ήρθαν στο μαγαζάκι του κάτι ρωσίδες. Πώς να συνεννοηθεί τώρα; Ε, καλά, με τα αγγλικά τα κατάφερνε, αλλά ρώσικα; Δεν τό ‘βαλε κάτω. Αυτό του το αναγνωρίζουμε.
Μαζί με τα σαπούνια είχε βάλει και κάτι άλλα παρεμφερή πραγματάκια μπας και δουλέψει.
Έπρεπε εκείνη τη στιγμή, να πει στις ρωσίδες ότι αυτό που κοιτούσαν ήταν εντομοαπωθητική λοσιόν. Τη λοσιόν την ήξερε… την εντομοαπωθητική όμως;
Κάνοντας παντομίμα με τα χέρια του, είπε: «τσιμ, τσιμ, ξουτ, ξουτ!!!»
Μετά, βρήκε κάποιον παραγωγό υδρομελιού και δίνοντάς του μέλι έβαλε τη φίρμα του πάνω στα μπουκάλια. Το προωθούσε λέγοντας «αυτό είναι το αρχαίο ποτό των Ελλήνων!»
Βέβαια, πάτωσε και αυτό.
«Δεν έχει λεφτά ο κόσμος!» Συνήθιζε να λέει για να δικαιολογήσει τις αποτυχίες του.
«Δεν βλέπετε τι γίνεται στον κόσμο; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς τρέχετε στις εκκλησίες. Τι να σου κάνει ο θεός; Τα μεγάλα κεφάλια αποφασίζουν για μας. Εεεεεεεεεεεεεεεεε, βάλτε μυαλό, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε……»
Κι αφού τελείωνε την διάλεξή του με ότι είχε ακούσει ή νόμιζε ότι άκουσε στις βραδινές ειδήσεις, κλεινόταν στο μαγαζάκι του και μιλούσε ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο.
Μια χρονιά, πήγε διακοπές με την οικογένειά του σε ένα νησί. Η γυναίκα του με τα παιδιά έμειναν κοντά στη θάλασσα κι αυτός πήρε τα βουνά επειδή του είπαν κάποιοι επιτήδειοι που τον πήραν χαμπάρι ότι εκεί έχει κυνήγι. Δυο βδομάδες κυνηγούσε χωρίς να χτυπήσει τίποτα! Πλήρωσε τους οδηγούς που τον συνόδευαν και γύρισε πληγωμένος. Έχασε και τις διακοπές του.
Είναι ευτυχισμένος…. ή έτσι νομίζει!
Όλα πάνε καλά… αυτή την εντύπωση έχει!
Είναι πανέξυπνος… το πιστεύει ακράδαντα!