Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ Χ

 Ήταν ωραίος! 

Έτσι νόμιζε….

Ήταν έξυπνος!

Αυτή την εντύπωση είχε…

Ήταν περιζήτητος!

Έτσι ήθελε να πιστεύει…

Έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι στην μικρή επαρχία όπου ζούσε, ο πολιτισμός είχε καθυστερήσει να τους επισκεφθεί μισό αιώνα και βάλε. Οι υποψήφιες νύφες έβαζαν στο μάτι τους υποψήφιους γαμπρούς απ’ τα 14. 

Αυτή η κολακεία ήταν που τον έκανε να καβαλήσει το καλάμι και να πιστέψει ότι ήταν ο καλύτερος!

Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο, από δουλειά τεμπέλαρος, αφού ήταν ωραίος ντε…

Με τα πολλά, παντρεύτηκε, έκανε και δυο παιδιά κι άνοιξε ένα βενζινάδικο. 

Σύντομα  όμως το έκλεισε ή μάλλον του το έκλεισαν καθώς τον έπιασαν να κλέβει στην αντλία εφοδιασμού.

Το γεγονός αυτό ήταν που τον ώθησε να βρει την κλίση του.

Έγινε μελισσοκόμος. Του αγόρασαν τις κυψέλες κι αυτός έπρεπε να ασχολείται με την μελισσοκομία.

Έλα μου όμως που η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη;

Τα βρήκε σκούρα με τη δουλειά και τι έκανε ο μπαγάσας; Πήγαινε σε κοντινό εργοστάσιο συλλογής μελιού, αγόραζε από ‘κει και το πουλούσε για δικό του.

Μετά, συνάντησε άλλο εμπόδιο. Τον ανταγωνισμό. Έτσι, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει.

Τι έπρεπε να κάνει; Να παραμυθιάζει τον κόσμο, να λέει ψέματα, να ωραιοποιεί την αλήθεια, να κρύβει ότι δεν έπρεπε να μάθει ο πελάτης. Ευκολάκι, σκέφτηκε, θα τα καταφέρω, στο παραμύθι είμαι άσος!

Κατ’ αρχήν, βρήκε την ατάκα για να προσεγγίζει τον κόσμο: «από πούστε;» Προσέξτε, όχι «από πού ‘στε;»  Και σαφώς όχι «από πού είστε;» 

«Τι είναι αυτό;»

«Πευκόμελο. Από πούστε;» κι έτσι έπιανε κουβέντα.

Εν τη ρύμη του λόγου πετούσε και κάτι μαργαριτάρια που όποιος τά ‘πιανε άνοιγε χρυσοχοείο με τη μία.

«Από πού είναι αυτό το μέλι;»

«Αυτό το παίρνω από μακριά. Κατεβάζω τα μελίσσια νότια για το χειμώνα. Περνάω τη διώρυγα της Πελοποννήσου και φτάνω μέχρι την Καλαμάτα της Αρκαδίας»

Πλείστα τα γεωγραφικά σφάλματα. Λογικό θα μου πείτε, καθότι  πολυταξιδεμένος ο άνθρωπος να μπερδεύεται…

Φεύγει αυτός ο πελάτης και στο καπάκι έρχεται ο επόμενος.

«Αυτό το ανοιχτόχρωμο μέλι από πού είναι;»

«Α, αυτό το παίρνω από την Άρτα. Εκεί κατεβάζω τα μελίσσια για να ξεχειμωνιάσουν.»

«Πού είναι η Άρτα;»

«Ε, στην Πελοπόννησο είναι, ναι, εκεί κάτω.»

Τα άλλαζε, δεν έλεγε τα ίδια σε όλους. Δεν ήθελε να επαναλαμβάνεται…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκανε σπουδαίες ανακαλύψεις!

Εφηύρε το χιονόμελο! Το μέλι το καπνιστό! Το μέλι με επίγευση καραμέλας, αυτό το έμαθε απ’ το μάστερσεφ. Το μέλι με γεύση καζάν ντι πι.

Όλα κι όλα! Ο άνθρωπος ήταν επιστήμονας! Γνώριζε τα πάντα. Είχε άποψη επί παντός επιστητού έως και παραφυσικού φαινομένου.

Άκουγε ειδήσεις ή τον καιρό και τις άγνωστες λέξεις τις αντικαθιστούσε με δικές του που θεωρούσε ότι ταίριαζαν.

«ο πρωθυπουργός μετέβη στις Βρυξέλλες για τη σύνοδο κορυφής. Λόγω του έντονου υετού η πρες κόνφερανς δόθηκε υπό την σκέπη αλεξηλίων. Ο πρωθυπουργός έδωσε το λάκτισμα για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τρίτων χωρών. Γαία πυρί μιχθήτω, είπε αυτολεξί.»

-Άκουσες ειδήσεις χθες; Άκουσες τι έγινε; Ο πρωθυπουργός μετά είπε για την σύνοδο κορυφής που έγινε. Και δεν ήταν καλά λέει, έκανε εμετό κι έτσι για την συνέντευξη τον σκέπασαν με ειδικές κουβέρτες. Είπε για τον πόλεμο στην Αφρική, να τους δώσουμε λέει από μία Λάκτα! Εγώ λέει δεν είμαι ο Αλέξης να βάλω στο μίξερ γη για να βγει σπυρί! Χα χα χα, ό,τι να ‘ναι… Κι εμείς τους ψηφίζουμε!

-Καλά, είπε τέτοια πράγματα;

-Ε, τι, δεν άκουσες; Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, να καταλαβαίνετε τι ακούτε. Μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Χαμένοι από χέρι είμαστε, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!

Μια μέρα, μπήκαν στο μαγαζί του κάτι τουρίστες απ’ το Ισραήλ. Αυτός για να τους εντυπωσιάσει, αποφάσισε να τους πουλήσει ένα δυσεύρετο μέλι. Με τα λιγοστά αγγλικά του, προσπάθησε να τους πει ότι είναι μέλι ερείκης. «Δις…………….., φρομ έρικα! Έρικα!» Εξαφανίστηκαν οι εβραίοι σε χρόνο ντε τε. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Όποτε έβλεπε εβραίους προσπαθούσε να τους πουλήσει μέλι ‘Ερικα κι αυτοί γίνονταν καπνός!

Το δούλεψε στο μυαλό του ξανά και ξανά, δεν έβγαζε νόημα. Δεν μπορούσε και να ρωτήσει όμως γιατί πληγωνόταν ο εγωισμός του. Τι, να έδινε δικαίωμα στους άλλους ότι υπήρχε κάτι που δεν ήξερε ή δεν καταλάβαινε; Ποτέ!

Κάποτε, αφού είδε κι απόειδε ότι μόνο με το μέλι μεροκάματο δεν βγαίνει άρχισε να πουλάει και σαπούνια ελαιολάδου με μέλι φτιαγμένα «με συνταγή της γιαγιάς» τα οποία και καλά έφτιαχνε η γυναίκα του η οποία είχε και 7 πτυχία! Την πάτησε κι από κει καθώς τα σαπούνια μόλις έρχονταν σε επαφή με το νερό γινόντουσαν σούπα. Άρχισε να λέει στους πελάτες ότι μετά τη χρήση έπρεπε να τα στεγνώνουν και να τα αφήνουν σε μέρος χωρίς υγρασία! Πάει κι αυτό. Δεν είχε επαναλήψεις στις πωλήσεις του.

 Μια μέρα ήρθαν στο μαγαζάκι του κάτι ρωσίδες. Πώς να συνεννοηθεί τώρα; Ε, καλά, με τα αγγλικά τα κατάφερνε, αλλά ρώσικα; Δεν τό ‘βαλε κάτω. Αυτό του το αναγνωρίζουμε.

Μαζί με τα σαπούνια είχε βάλει και κάτι άλλα παρεμφερή πραγματάκια μπας και δουλέψει.

Έπρεπε εκείνη τη στιγμή, να πει στις ρωσίδες ότι αυτό που κοιτούσαν ήταν εντομοαπωθητική λοσιόν. Τη λοσιόν την ήξερε… την εντομοαπωθητική όμως;

Κάνοντας παντομίμα με τα χέρια του, είπε: «τσιμ, τσιμ, ξουτ, ξουτ!!!»



Μετά, βρήκε κάποιον παραγωγό υδρομελιού και δίνοντάς του μέλι έβαλε τη φίρμα του πάνω στα μπουκάλια. Το προωθούσε λέγοντας «αυτό είναι το αρχαίο ποτό των Ελλήνων!»

Βέβαια, πάτωσε και αυτό.

«Δεν έχει λεφτά ο κόσμος!» Συνήθιζε να λέει για να δικαιολογήσει τις αποτυχίες του.

«Δεν βλέπετε τι γίνεται  στον κόσμο; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσείς τρέχετε στις εκκλησίες. Τι να σου κάνει ο θεός; Τα μεγάλα κεφάλια αποφασίζουν για μας. Εεεεεεεεεεεεεεεεε, βάλτε μυαλό, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε……»

Κι αφού τελείωνε την διάλεξή του με ότι είχε ακούσει ή νόμιζε ότι άκουσε στις βραδινές ειδήσεις, κλεινόταν στο μαγαζάκι του και μιλούσε ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο.

Μια χρονιά, πήγε διακοπές με την οικογένειά του σε ένα νησί. Η γυναίκα του με τα παιδιά έμειναν κοντά στη θάλασσα κι αυτός πήρε τα βουνά επειδή του είπαν κάποιοι επιτήδειοι που τον πήραν χαμπάρι ότι εκεί έχει κυνήγι. Δυο βδομάδες κυνηγούσε χωρίς να χτυπήσει τίποτα! Πλήρωσε τους οδηγούς που τον συνόδευαν και γύρισε πληγωμένος. Έχασε και τις διακοπές του.

Είναι ευτυχισμένος…. ή έτσι νομίζει!

Όλα πάνε καλά… αυτή την εντύπωση έχει!

Είναι πανέξυπνος… το πιστεύει ακράδαντα!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ IX

 Πάμφτωχοι αγρότες οι γονείς του. Το μόνο που ήξεραν ήταν η σκληρή δουλειά.

Ονειρευόντουσαν για τον κανακάρη τους όμως, τα καλύτερα.

Με το ζόρι και πολύ σκούντημα για να βγάλει το σχολείο. Μέχρι και δώρο αποφοίτησης για το Λύκειο του είχαν πάρει, ένα αυτοκίνητο! Αυτοκίνητο την εποχή που οι φίλοι του δούλευαν τρία χρόνια με σκληρές οικονομίες για να πάρουν ένα μηχανάκι!

Από μικρός το είχε το κουσούρι… Ρουφιάνευε, εξαπατούσε, κορόιδευε, χρησιμοποιούσε πλάγια μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Προσπαθούσε να χειραγωγήσει αλλά γι’ αυτό είναι απαραίτητη και μια άλφα οξυδέρκεια που δεν την διέθετε. Διέθετε όμως πονηριά.  Και τεμπελιά, πολλή τεμπελιά. Δεν τού ‘φταναν όλα τα κακά της μοίρας του, ήταν και φοβητσιάρης. Όταν λέμε φοβόταν και τον ίσκιο του, κυριολεκτούμε! Από μικρός, βράδυ κυκλοφορούσε μόνο με παρέα ακόμη και μέσα στο χωριό.

Μια μέρα, ή μια νύχτα καλύτερα ο Αργύρης γυρνούσε με τα πόδια απ’ την καφετέρια.

Από ένα άνοιγμα ανάμεσα στους μπαξέδες τον είδε που έβγαινε απ’ το σπίτι, στολισμένος για έξω. Μόνος του! Πολύ σπάνια περίπτωση. Αμέσως στρόφαρε να του κάνει χουνέρι.

Έτρεξε και κρύφτηκε μέσα σε κάτι πολύ πυκνούς θάμνους που υπήρχαν λίγο πριν την στροφή του κεντρικότερου δρόμου που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού.

Το σπίτι πίσω από τους θάμνους ήταν άδειο από καιρό καθώς οι ιδιοκτήτες του είχαν πεθάνει. Όταν πλησίασε στα δύο βήματα, βλέπει τους θάμνους να κουνιούνται.

Σταματάει! Η καρδιά του ανεβάζει παλμούς, κοντεύει να σπάσει! Κοιτάει δεξιά αριστερά, κανείς! Ψυχή ζώσα! Τώρα; Τι να κάνει; Ούτε για μπροστά είναι, ούτε για πίσω…

Προσπαθεί να κάνει ένα βήμα μπροστά ζυγίζοντας τις αποστάσεις. Σε τρία μέτρα στρίβω και βγαίνω στον κεντρικό, σκέφτεται. Μ’ ένα γερό κατοστάρι γλίτωσα! 

Μα, νά ‘το! Πάλι κουνιούνται οι θάμνοι και τα χόρτα. Σαν κάποιος να είναι εκεί.

Θεούλη μου, θα τα κάνω πάνω μου! Τι να κάνω; 

Τώρα οι θάμνοι κουνιούνται δυνατά. Μμμμμμμμμμμμμμμμμμ, ακούγεται μια βαθιά φωνή, απόκοσμη, γεμάτη κακία και μένος!

Αυτό ήταν… Ποιο ροντράνερ; Καπνός έγινε, εξαφανίστηκε!

Έφτασε στην καφετέρια και αλαφιασμένος, κάτασπρος σαν τον μπερντέ του καραγκιόζη, εξιστόρησε τα συμβάντα στους φίλους του.

Το δούλεμα έπεσε βροχή. Δεν σταμάτησε να επιμένει μέχρι που τους πήρε και τους πήγε στο σημείο. Τίποτα!

«Ε, μια που ήρθατε ως εδώ δεν με πάτε και στο σπίτι; Δυο βήματα είναι…»

Ο Αργύρης έπεσε για ύπνο και την άλλη μέρα έμαθε τα καθέκαστα.

Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε πως τον φώναζαν Γκούρα στο χωριό, στα χωριά όλοι έχουν παρατσούκλια, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε και παιδιά.

Δυστυχώς όμως, γι’ αυτόν και την οικογένειά του, όσο μεγάλωνε χειροτέρευε σαν άνθρωπος αντί να εξελίσσεται. Μάλλον εξελίχθηκε με την όπισθεν.

Στις δουλειές που έκανε, έκλεβε το ταμείο και έριχνε τις ευθύνες σε άλλους. Έπινε πολύ, μεθούσε και δεν ήξερε τι έλεγε ούτε τι έκανε. Τό ‘ριξε και στον τζόγο.

Ήθελε να έχει πάντα αρκετά χρήματα για να πίνει, να κερνάει, του άρεσε πολύ να κερνάει, έτσι έπαιρνε μια δόση ανωτερότητας, να παίζει στα φρουτάκια και να βάζει στοιχήματα μεγάλα. Οι επιτήδειοι που τον ήξεραν, του τα μασούσαν κανονικότατα!

Μια φορά ο αθεόφοβος, αφού είχε παίξει όλες τις εισπράξεις της ημέρας του ποτοποιείου όπου δούλευε, ήθελε ν’ αφήσει αμανάτι την βέρα του στον καφετζή που είχε τα φρουτάκια.

Ευτυχώς ήταν εκεί κάποιος πραγματικός φίλος και ανάγκασε τον καφετζή να μην δεχτεί το αλισβερίσι.

Όποτε ήθελε λεφτά, πήγαινε στο σπίτι του κι έκανε φασαρία. Απειλούσε θεούς και δαίμονες για να πάρει ό,τι ζητούσε. Καβγάδες ομηρικοί, ακουγόταν σ’ όλο το χωριό.

Έσπαγε τραπέζια, πετούσε καρέκλες, σήκωνε την καραμπίνα και απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς του αν δεν του έδιναν όσα ήθελε. Έτρεχαν τα γερόντια αλαφιασμένα στην αυλή για να γλιτώσουν απ’ τα χέρια του. Έπαιρνε με το έτσι θέλω τους μισθούς και τα μεροκάματα όλης της οικογένειας. Άφηνε τα παππούδια να πληρώσουν λογαριασμούς και υποχρεώσεις και τα υπόλοιπα τα έκανε μούχτι. Απαιτούσε τους μισθούς της γυναίκας και των παιδιών του κι όποτε τύχαινε να κάνει κι αυτός κανένα μεροκάματο στα χωράφια, πήγαινε στο καφενείο και παινευόταν: «έξι μεροκάματα πέφτουν σήμερα!»

Αν τυχόν και αρνούνταν κάποιος να του δώσει χρήματα, έπινε και όποιον πάρει ο χάρος.

Μια φορά, κυνηγούσε την γυναίκα του στον δρόμο με μαχαίρι. Αυτή, τυλιγμένη με την κουρτίνα του μπάνιου, έτρεχε ξεψυχισμένη στη γειτονιά για να σωθεί απ’ τα χέρια του.

Μετά από αυτό το επεισόδιο, αποφάσισε να τον αφήσει και να πάει στους γονείς της.

Ποιος έχασε το μυαλό όμως για να το βρει η γυναίκα του Γκούρα; Μετά τρεις  μήνες ξαναγύρισε σπίτι αφού της υποσχέθηκε πως θα στρώσει και θ’ αλλάξει!

Τι λέει το ρητό; Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς!

Ένα ωραίο πρωινό, η κόρη του ανακοίνωσε πως θα έρθει ένα καλό παιδί απ’ το χωριό να τη ζητήσει.

Αμέσως το μυαλό του δούλεψε όπως πάντα. Πώς θα μπορούσε να κερδίσει ο ίδιος από αυτό το ενδεχόμενο; Όπως ήξερε, ήταν η απάντηση.

Άρχισαν οι ετοιμασίες για τον αρραβώνα, έβαψαν, συμμάζεψαν, του  έδωσε η γυναίκα του λεφτά να πάει να πληρώσει τα καινούργια ηλεκτρικά που είχαν παραγγείλει.

Μα, χριστιανή μου δεν ξέρεις τι φίδι έχεις στον κόρφο σου;

Πήρε τα λεφτά και φυσικά πήγε και τα έπαιξε. Ότι τα έχασε είναι αυτονόητο!

Να, καβγάδες και φασαρίες να τους ακούει όλο το χωριό.

Οι γιαγιάδες απέναντι είχαν στήσει και τα σκαμνάκια τους, με πασατέμπο στο χέρι κι άλλες με το πλέξιμο για ξεκάρφωμα, παρακολουθούσαν θέατρο σε ανεξέλεγκτο αυτοσχεδιασμό!

Αφού είχαν βγάλει και πρόγραμμα. Πότε πληρώνονται οι συντάξεις; Μην ξεχάσετε, το βράδυ στου Γκούρα για την παράσταση, έκλειναν ραντεβού οι γιαγιάδες.

Με τα πολλά, ο αρραβώνας έγινε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ο Γκούρας κι όλη του η οικογένεια για το τυχερό της κόρης του. Μόνο που αυτός είχε κι άλλους λόγους να χαίρεται.

Υπολόγιζε στο άρμεγμα του συμπέθερου που είχε το κατιτίς του.

Πράγματι, να κάτι μεροκάματα απ’ το πουθενά χωρίς να κάνει τίποτα, έπαιζε και τον επιστάτη, έκανε μόστρα με μοντέρνα μηχανήματα, να και εμπορεύματα τζάμπα, να και πιστώσεις πιστόλι, τα βόλεψε μια χαρά, καλύτερα απ’ ότι είχε σχεδιάσει.

Ώσπου, ήρθε η καταστροφή! Η κόρη του κεράτωσε τον αρραβωνιαστικό κι αυτός τη χώρισε!

Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί! Δεν το σήκωνε ο οργανισμός του!

Τέτοια προσβολή! Να χωρίσουν την κόρη του!

«Έχασα την αξιοπρέπειά μου!» διαλαλούσε όπου καθόταν και βρισκόταν.

Κι όλοι αναρωτιόντουσαν. Ποια αξιοπρέπεια; Πού την έχασε; Πότε την είχε για να την χάσει;

Για έναν χρόνο περίπου έψαχνε ο Γκούρας την χαμένη του αξιοπρέπεια.  Δυστυχώς, δεν την βρήκε και είναι αμφίβολο αν θα τη βρει ποτέ….


Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΕΝΑ ΜΑΤΙ/ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

 Η σημερινή βάση της κοινωνίας έχει έναν καθαρό εγωκεντρικό χαρακτήρα που πολλές φορές οι άνθρωποι τον απορροφούν και τον ενστερνίζονται ασυνείδητα και έτσι καταλήγουν να περπατάν αμέριμνοι στον δρόμο σκεπτόμενοι μόνο τον εαυτό τους. Πολλές φορές δρουν κι έτσι, βολικά ξεχνούν τις ανάγκες των συνανθρώπων τους και τις παραμερίζουν σαν ψιχουλάκια από το τραπεζομάντηλο τους. Εκεί έξω όμως δεν υπάρχουν μόνο αρτιμελή άτομα και ο πληθυσμός των ατόμων που θέλει να αλλάξει τον κόσμο είναι λειψός και λόγω της προπαγάνδας που έχει μασήσει, χωρίς πραγματικά κίνητρα για να το πραγματοποιήσει. Οπότε τι πρέπει να κάνει ένα άτομο με αναπηρία για να επιβιώσει σε μια κοινωνία που τους θέλει όλους τέλειους και τι πραγματικά βιώνει καθημερινά στον εσωτερικό του κόσμο;

Το πιο συχνό πρόβλημα για τα άτομα με αναπηρίες και ειδικά γι' αυτά που μένουν σε μεγαλουπόλεις είναι η κίνηση στους δρόμους. Η κακή οδηγική συμπεριφορά και η καταπάτηση του Κ.Ο.Κ. συχνά εμποδίζει στην σωστή κυκλοφορία ατόμων με αναπηρικά αμαξίδια, τυφλούς και άτομα με βοηθητικά μέσα βαδίσματος. Ωστόσο και το κράτος δεν έχει προνοήσει όπως θα έπρεπε για αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Δυστυχώς δεν έχουν όλα τα δημόσια κτίρια ράμπες, σχεδόν κανένα φανάρι δεν έχει ακουστική σήμανση και το μόνο που προσφέρει είναι μια ελάχιστη μοριοδότηση για εργασία και ένα πενιχρό ποσό για οικονομική βοήθεια το οποίο το παίρνεις εφόσον περάσεις δημόσια ιατρική επιτροπή και εάν σε "βαθμολογήσουν" με άνω των 67% αναπηρία. Το εντόνως ειρωνικό είναι πως η επιτροπή είναι ετήσια και το κάθε άτομο πρέπει να πηγαίνει κάθε χρόνο να επανεξετάζεται και να επαναξιολογείται, γιατί στην Ελλάδα του 2021 ένας νεφροπαθής με ανεπάρκεια άνω της τάξεως του  50% μπορεί το επόμενο έτος να γιατρευτεί.

Δεν γίνονται θαύματα όμως και όλα αυτά τα άτομα που υποφέρουν, έχουν σταματήσει να πιστεύουν σε αυτά. Στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλύτερα. Συνήθως τα άτομα με αναπηρίες που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα αποκρύπτουν το πρόβλημά τους. Εντελώς αντιδεοντολογικό και αντιεπαγγελματικό. Τόσο, όσο και το να σε απολύσουν λόγω της αναπηρίας.  Οι νεφροπαθείς, οι καρκινοπαθείς μπορεί να είναι αρτιμελείς αλλά όχι απολύτως υγιείς. Ναι είναι και αυτά άτομα με αναπηρίες που παλεύουν σε έναν κόσμο από τέλειους ανθρώπους. Που δεν μπορούν να εργαστούν ή να αθληθούν ή να κινηθούν όπως οι υπόλοιποι. Που τους κοιτάνε υποτιμητικά και περιφρονητικά ή με οίκτο.

Πρόβλημα νούμερο ένα λοιπόν η μετακίνηση, πρόβλημα νούμερο δύο η εργασία. Ήδη δηλαδή τα άτομα αυτά ξεκινάνε την ζωή τους με δύο προβλήματα βασικά ως προς την επιβίωση. Όταν τα δεδομένα σου είναι προβληματικά λοιπόν πώς μπορείς να μένεις ανεξάρτητος και ανεπηρέαστος της "κακής" τύχης και αισιόδοξος; Πώς παραμένεις λογικός και δεν ξεφεύγεις; Πολύ απλά διότι αυτά ήταν τα δεδομένα που υπήρχαν πάντα. Ένας εκ γενετής τυφλός δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα της έλλειψης όρασής του γιατί πολύ απλά ποτέ δεν την είχε. Ξεκινώντας με "εσφαλμένα" δεδομένα χτίζουν έναν κόσμο καλύτερο για την προστασία τους αφού ήδη γνωρίζουν το πόσο σκληρός και κακός μπορεί να γίνει. Εξασφαλίζουν την μοναξιά τους ή μικρές παρέες με ίδια προβλήματα για να μην πληγωθούν. 

Δεν σταματούν όμως να ρισκάρουν, να νοιώθουν και να ζουν. Δεν σταματούν να ελπίζουν όχι για τους εαυτούς τους αλλά για τον κόσμο που ζούνε. Γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί επαναστάτες, άνθρωποι με προβλήματα περίσσια που παραμένουν λογικοί και κυρίαρχοι του εαυτού τους. Που προσπαθούν για το καλύτερο μόνοι τους σε έναν κόσμο τέλειων, γιατί στο κάτω κάτω ίσως να είναι και οι μοναδικοί που πραγματικά βλέπουν τις ατέλειες μας. 


ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΔΕΙΑ/ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ

 Ο Ευριπίδης το 214 με 266 π.Χ. παρουσίασε στο ελληνικό κοινό ένα έργο το οποίο από την μυθολογία το πλήθος ήδη γνώριζε. Την γνώρισε αρχικά, μυθολογικά μέσω της Αργοναυτικής εκστρατείας που βοήθησε τον Ιάσωνα, τον άντρα που ερωτεύτηκε, να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας, την είδε έπειτα να ταξιδεύει μαζί του για την Ελλάδα. Η Μήδεια όμως και ο γνωστός μύθος της έχει μείνει εως σήμερα στις μνήμες μας όχι γιατί βοήθησε τον Έλληνα ήρωα αλλά από την αποτρόπαιη πράξη της παιδοκτονίας. Αλλά ποια ήταν η Μήδεια; 

       Η Μήδεια ήταν πριγκίπισσα της Κολχίδας, κόρη του βασιλιά Αιήτη και της θεάς Εκάτης. Θεία της και δασκάλα της η μάγισσα Κίρκη. Δυναμική, ανεξάρτητη, πλήρης ευθυνών του εαυτού της και προικισμένη με φυσικά και παραφυσικά χαρίσματα. Μια γυναίκα που ήταν ίσως μπροστά από την εποχή της καθώς σ' ένα πατριαρχικό σύστημα αυτή τολμούσε να λάβει αποφάσεις και να πράξει αυτοβούλως. 

                  Στον αρχαίο κόσμο ήταν ελάχιστα τα μέρη τα οποία ήταν μητριαρχικά. Δηλαδή στον οίκο, η μητέρα ήταν η κεφαλή. Η μητριαρχική οικογένεια δεν μπορεί να είναι σκληρή και άσπλαχνη. Μαθαίνει στα παιδιά την φροντίδα, την αγάπη και να μην εγκαταλείπουν αυτά στα οποία έχουν δοθεί. Η πατριαρχική οικογένεια αποπνέει μια σκληρότητα που καμία σχέση δεν έχει με το μητρικό χάδι. Ένας πατέρας εκείνης της εποχής απαιτούσε τα αρσενικά τέκνα να μορφωθούν και να πολεμήσουν και τα θηλυκά να διδαχθούν την τέχνη της οικοκυρίας, να καλό- νυμφευθούν ή να "αγοράσουν" τον άντρα τους με προίκα και να αποκτήσουν υγιείς απογόνους.

             Η Μήδεια μεγάλωσε στην Κολχίδα, στον πατριαρχικό τύπο οικογένειας χωρίς όμως να στερείται κάτι, καθώς ανήκε σε ευγενή τάξη. Όταν ερωτεύθηκε τον Ιάσωνα, που χάρη στον Ευριπίδη επιτυχώς τον απομυθοποίησε, για χάρη του δολοφόνησε και κομμάτιασε τον αδερφό της Άψυρτο και τον σκόρπισε στην θάλασσα, για να ξεφύγουν με τα λάφυρα, το Χρυσόμαλλο δέρας και την ίδια, από την Κολχίδα και να μην τους κυνηγήσει ο πατέρας της. Στην Ιωλκό, έβαλε της κόρες του Πελία να τον σφάξουν, να τον τεμαχίσουν και να τον βράσουν ξεγελώντας αυτές πως έτσι θα μείνει για πάντα νέος, επειδή της το ζήτησε ο Ιάσωνας. Της ζήτησε να εκδικηθεί τον Πελία για τους φόνους του πατέρα και του αδελφού του και αυτή πιστή και αφοσιωμένη εκτέλεσε το έργο. Καταδιώχθηκαν στην Κόρινθο με τους δύο τους γιούς όπου και ο Ιάσωνας την εγκαταλείπει για την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη. Τρελαμένη από το πάθος της για τον άντρα της, στέλνει γαμήλια δώρα που σκοτώνουν την Γλαύκη και τον Κρέοντα. 

               Μα ούτε αυτό έφερε τον Ιάσωνα πίσω. Έτσι, τον εκδικήθηκε με τον μόνο τρόπο που σαν γυναίκα είχε. Εγκαταλελειμμένη, μόνη, προδομένη, δολοφόνος και χωρίς πατρίδα. Σκότωσε τα τέκνα του. Τον Φέρητα και τον Μέρμερο.  Ήθελε να τον κάνει να νιώσει τον πόνο της, τον πόνο της απώλειας και την απελπισία της. Μα ούτε αυτό τον έφερε πίσω, έτσι έφυγε αυτή, αιώνια καταδιωγμένη να φέρει ένα όνομα που προκαλεί φόβο και τρόμο στο άκουσμά του.

             Το σύνδρομο της Μήδειας δεν έχει καταγραφεί ποτέ σαν ψυχιατρική διαταραχή  στην διεθνή ταξινόμηση ψυχιατρικών διαταραχών. Οπότε τι κάνει αυτές τις γυναίκες να σκοτώνουν τα παιδιά τους; Η έλλειψη παιδείας; Η έλλειψη του μητρικού ενστίκτου και φίλτρου; Η απόγνωση; Η μοναξιά; Η προδοσία;  Ή ότι κοινωνικά είναι στιγματισμένη μ' ένα διαζύγιο κι ένα παιδί; Ότι η ζωή της δεν θα είναι ποτέ πια ίδια και δεν έχει κανέναν σύντροφο να της σταθεί; Ότι έχει μάθει από τους γονείς της πως είναι ντροπή να χωρίζεις; Ότι πιθανόν ούτε αυτοί θα της σταθούν; Μήπως η ζήλια, που ο άλλος συνεχίζει την "ζωούλα" του χωρίς ευθύνες και αρνητικές ταμπέλες στο κοινωνικό σύστημα; Ίσως όλα τα παραπάνω. Ίσως τίποτα από αυτά. Αλλά το πραγματικό ερώτημα που γεννάται είναι, πόσα παιδιά πρέπει ακόμα να πεθάνουν για να αρχίσουμε να επιστρατεύουμε τις δυνάμεις για έναν πιο ανθρώπινο και καλύτερο κόσμο;  



ΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

 Σύμφωνα με τους φυσικούς κανόνες, κάθε δράση φέρνει και την αντίστοιχη αντίδραση οπότε η κάθε πράξη έχει ένα αντίκτυπο στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο τόσο τον δικό μας αλλά και όσων ατόμων επηρεάζουμε γύρω μας. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν η συμπεριφορά κάποιου γίνεται υπέρμετρα δεκτική σε βαθμό που καλομαθαίνει τους γύρω του; Δημιουργεί τέρατα που δεν γνωρίζουν την μαγεία της δοτικότητας αλλά έχουν μάθει μόνο να παίρνουν και να "τρώνε" ανεξάντλητα καθώς κανείς δεν τους σταματά. Γίνεται κατανοητό πως μια τέτοια συμπεριφορά είναι ψυχοφθόρα για το άτομο που δίνει, όσο για το άτομο που μόνο παίρνει βρίσκεται σε μια συνεχόμενη έξαρση εγωπάθειας και εγωκεντρισμού. 

                   Η δοτικότητα από μόνη της δεν είναι καθόλου κακή, ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Η υπέρμετρη δοτικότητα όμως μπορεί να μας οδηγήσει σε εθελοτυφλία στα ελαττώματα των ανθρώπων που αγαπάμε και σε τυφλή εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα ακόμα και αν έχουμε όλες τις καλές προθέσεις να βοηθήσουμε να μην μπορούμε να δούμε την πραγματική έκταση του προβλήματος. Ενός προβλήματος που μπορεί και εν μέρει να έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι. Αυτό, από ένα δοτικό άτομο που δεν μπορεί να βοηθήσει στην άμεση λύση του προβλήματος γιατί δεν αντιλαμβάνεται ολόκληρη την έκταση και γιατί εμπλέκεται και το ίδιο, μπορεί να μεταφραστεί στην ψυχοσύνθεση του ως αποτυχία και απογοήτευση προς τρίτους. Τα πρώτα βήματα λοιπόν, είναι τα όρια που έχουμε θέσει ή θέτουμε και οι αποστάσεις. Για να δεις ένα πρόβλημα σφαιρικά πρέπει να απομακρυνθείς από αυτό και να το κοιτάξεις από πιο αντικειμενική σκοπιά.

               Βασικό επίσης είναι να μάθουμε να λέμε όχι, έτσι διαφυλάσσουμε την ψυχική μας υγεία, τα όρια τα οποία έχουμε θέσει και κυρίως συμμορφώνουμε τους ανθρώπους γύρω μας να μην απλοποιούν τα δικά μας θέλω και τις δικές μας ανάγκες και να μην βάζουμε αυτά τα τόσο σημαντικά στοιχεία για την προσωπικότητα μας σε δευτερεύουσα μοίρα για  χάρη των υπολοίπων. Αυτή η μοναδική και τόσο μικρή λέξη, λόγω της τεράστιας δύναμης της, αρκεί για να θεμελιώσει τα όρια που θέτουμε στους τρίτους και να διατηρηθούν αμοιβαία.  

      Η απόσταση βοηθά πολύ παραπάνω απ' το να αντικρύσουμε το μέγεθος του προβλήματος. Με την απόσταση μπορούμε να καταλάβουμε, και καλό θα ήταν και να τα επισημαίνουμε στους υπολοίπους, τα ελαττώματα και τις δυσαρμονίες που υπάρχουν σε μια ανθρώπινη σχέση. Δεν φτάνει όμως να αναγνωρίζουμε τα λάθη των άλλων, θα πρέπει να αναγνωρίζουμε και τα δικά μας και να μην τα παραβλέπουμε ελαφρά την καρδία, γιατί όπως απαιτούμε από τον άλλον να γίνει καλύτερος πρέπει το ίδιο να απαιτούμε και από τους εαυτούς μας. Πρέπει, λοιπόν, έπειτα από την απόσταση και τα όρια να αναλάβουμε το βάρος των πράξεων μας. Να παραδεχθούμε τα λάθη μας και να προσπαθήσουμε να τα διορθώσουμε. Έτσι δεν θα γίνουμε μόνο καλύτεροι ως προς τον εαυτό μας αλλά και προς του γύρω μας και με την μεγαλύτερη κατανόηση που θα έχουμε αποκτήσει για τον κόσμο, θα γίνει πιο εύκολη η βοήθεια που θα παρέχουμε και κυρίως πιο υγιής.

                Κάτι το οποίο πρέπει να αποδεχθούμε είναι πως υπάρχουν τοξικές σχέσεις και τοξικοί άνθρωποι αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και αυτά δεν μπορούν να αλλάξουν. Εάν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος, όπως λέει και ο σοφός λαός. Εάν όμως δεν υπάρχει καν η θέληση έστω και από την μία πλευρά δεν θα υπάρχει και τρόπος. Δυστυχώς αν δεν υπάρχει καμία αλλαγή έπειτα από όλες τις μεθόδους προσέγγισης, αυτές οι σχέσεις και αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να απομακρύνονται. Μπορεί να είναι αρκετά σκληρό και επίπονο αλλά είναι το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον ψυχισμό του. 

                 Τέλος, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσει ο καθένας είναι πως ο χρόνος στην ζωή είναι λίγος και πολύτιμος και δεν αξίζει να σπαταλάς ενέργεια και χρόνο για κάποιον που μπορεί να μην το εκτιμήσει και ποτέ. Οτιδήποτε έχει χαθεί μπορεί να ξανά βρεθεί, εκτός από τον χαμένο χρόνο. 

    

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VIII

 Τουριστικό θέρετρο στο βουνό με πολλά δέντρα  και νερά, κυριολεκτικά μέσα στη φύση!

Έρχεται ο κύριος με τη σύζυγο και το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό τους. Μόλις το αγόρασαν. Το πρώτο τους ταξίδι! Αφού τα καθίσματα ήταν ακόμη με τις ζελατίνες.

Ο χώρος, λόγω ημέρας και ώρας είναι άδειος. Δεν κυκλοφορεί ούτε πατίνι μέσα στα 16 στρέμματα του θερέτρου.

Επιτέλους, έφτασαν! Πρέπει να παρκάρει. Πού να το βάλει όμως;

Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω που λέει κι ο λαός.

Πάει και το παρκάρει απέναντι από το μουσείο. Βγαίνει έξω, κοιτάει, δεν του αρέσει. Το χτυπάει ο ήλιος. 

Πάει από την άλλη μεριά κάτω από ένα πλατάνι. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι δεν του αρέσει. 

Κι αν πέσει κανένα κλαδί;

«Ασ’ το χριστιανέ μου, μια χαρά είναι εδώ» του φωνάζει η γυναίκα του.

«Όοοοοχι, δεν είναι καθόλου καλά»

Πάει λίγο πιο πάνω και παρκάρει δίπλα σε μια βρύση. Βγαίνει έξω, κοιτάει, στραβομουτσουνιάζει, δεν του αρέσει. Έχει βράχια από πάνω. Κι αν ξεκολλήσει κανένας βράχος και πέσει πάνω στο αυτοκίνητό του;

«Πάλι; Ασ’ το βρε άνθρωπε, τι θα πάθει;» η γυναίκα άρχισε να παλαβώνει.

Πάει λίγο παραπάνω σ’ ένα πλάτωμα και παρκάρει. Βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι κλαδιά, δεν του αρέσει, φεύγει κι από ‘κει.

Η γυναίκα του έχει ανεβάζει πίεση και βγάζει αφρούς.

Πάει παραδίπλα, παρκάρει, βγαίνει έξω, κοιτάει, πάλι βράχια, δεν του αρέσει, βάζει μπρος και φεύγει.

Η γυναίκα του παραμιλάει.

Ανεβαίνει στην επάνω πλευρά του υψώματος, σ’ ένα μικρό πάρκινγκ. Είναι το μοναδικό αυτοκίνητο στο χώρο.

«Άμα έρθουν κι άλλα αυτοκίνητα και μου το χτυπήσουν πάρκαρε και ξαπάρκαρε σ’ αυτό το μικρό χώρο;» σκέφτεται.

Ξανά μέσα και στην κατηφόρα για πίσω στην αρχική του επιλογή.

Η κατηφόρα έχει μεγάλη κλίση, το δρομάκι στενό, μπερδεύεται κι αντί για φρένο πατάει γκάζι. Πάει και καρφώνεται στον βράχο απέναντι. Σμπαράλια το αυτοκίνητο!

Βγαίνει έξω κι αρχίζει να βρίζει το βράχο!

Ένας υπάλληλος που παρακολούθησε τη σκηνή απ’ την αρχή, του φωνάζει:

«Πες τα, αυτός ο πούστης φταίει που φύτρωσε μέχρι να πας επάνω»


Δυο τρία χρόνια μετά, εμφανίζεται μπροστά στον υπάλληλο ένας κυριούλης.

Τον κοιτάει επίμονα. Τα παίρνει ο υπάλληλος και του λέει:

«τι έγινε ρε φίλε, μήπως θέλεις να τη βρούμε;»

«Δεν με θυμάσαι;»

«πού να σε θυμάμαι με τόσο κόσμο που περνάει από ‘δω πέρα»

«είμαι αυτός με το αυτοκίνητο»

«ποιο αυτοκίνητο;»

«που έπεσε στον βράχο;»

«Α, ο μαλάκας!»

«Ναι, ο μαλάκας είμαι!»

«Και; Τι έγινε; Τι θέλεις;»

«Ήρθα να επιβεβαιώσω πόσο μαλάκας είμαι γιατί η γυναίκα μου κάθε μέρα μου το λέει κι είχα αμφιβολίες»


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ VII

 Η γιαγιά μου ήταν προχωρημένη για την εποχή της. Της άρεσαν πολύ οι χολιγουντιανές ταινίες και κυρίως οι ταινίες δράσης, κατασκοπίας, λάτρευε τον Τζέημς Μποντ, κι έβλεπε και γουέστερν. Αυτά την δεκαετία του 70 ήταν εξωπραγματικά γούστα για μια γιαγιά εβδομηνταφεύγα….

Είχε όμως ένα ελάττωμα. Μιλούσε. Μιλούσε με την τηλεόραση! Καλησπέρα έλεγε ο παρουσιαστής, καλησπέρα και σε σένα ανταπαντούσε η γιαγιά!

Αν δεν της άρεσε κάτι που έλεγαν στις ειδήσεις, πρόβαλε με ύφος τις διαφωνίες της.

«Τι λες καλέ, που θα κάνω εγώ ότι θέλετε εσείς; Εσείς είστε έξυπνοι και τα ξέρετε όλα κι εγώ τι είμαι; Βλάκας;»

Τσαούσα η γιαγιά!

Το πρόβλημα ξεκινούσε το βράδυ, όταν έβλεπε τις ταινίες που της άρεσαν.

«Κρύψου βρε, σε περιμένει στη γωνία ο καραφλός»

«Μην πας εκεί, είναι παγίδα»

«Ναι, του λες ότι τον αγαπάς και με τον ψηλέα βόσκεις κατσαρίδες»

«Ψέματα σου λέει, μην την πιστεύεις. Με τον αδερφό σου φιλιότανε, ου να χαθείς, ξετσίπωτη»

Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Έπρεπε να βοηθήσει τον πρωταγωνιστή, να τον ειδοποιήσει για τον επικείμενο κίνδυνο.

Αυτή η συνήθειά της, έγινε εντονότερη με τις σαπουνόπερες.

Ξεκίνησε με την «Δυναστεία» όπου η Κρουστάλλω – Κρίσταλ στο σήριαλ – ήταν συνεχώς αδικημένη και η γιαγιά μου διαρκώς την νουθετούσε. Από την άλλη, οι κατάρες που έφαγε η Αλέξις – γυναίκα με αντρικό όνομα, τι να περιμένεις; - ήταν αμέτρητες. 

Έτσι, σιγά σιγά άρχισε να βαφτίζει τους πρωταγωνιστές, να τους δίνει παρατσούκλια και βεβαίως πάντα να τους συμβουλεύει, να τους προειδοποιεί και να τους νουθετεί.

Με την Λάμψη του Φώσκολου, έγραψε ιστορία η γιαγιά.

Αν την είχε πάρει χαμπάρι ο συχωρεμένος θα πήγαινε άλλα δέκα χρόνια το σήριαλ και χωρίς επαναλήψεις στους διαλόγους.

«Κοίτα τώρα, αποκάλυψε τον δολοφόνο. Όχι έναν, τρεις θα έβαζα εγώ και τρέχα να τους βρεις άτυχε τηλεθεατή» Είχε γίνει πια εξπέρ.

Εκείνο που δεν άντεχε, ήταν τα ενδοοικογενειακά ζευγαρώματα στις σαπουνόπερες.

«Φτου! Να χαθείς, δεν ντρέπεσαι! Με τον γιο του άντρα σου;»

«Πώς θα πας να ξομολογηθείς; Τι θα πεις στον παπά; Στραβοπάτησα;»

Ως επί το πλείστον, τα έβαζε με τις γυναίκες ενώ συμπαραστεκόταν στους άντρες.

Ίσως να έφταιγε ότι έμεινε χήρα στα εικοσιένα της κι έμεινε πιστή στον άντρα της κι ερωτευμένη μαζί του έως τον θάνατό της!

Γιαγιά, σ’ αγαπώ!


ΤΟ ΥΠΌΓΕΙΟ