Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18: ΤΑ "ΥΛΙΚΑ"

 


        Το σχέδιο στο οποίο κατέληξε η αγέλη μας ήταν το εξής: θα γλυκαίνανε τις μοίρες. Φοβόντουσαν πολύ για να παίξουν τον πίνακα των φαντασμάτων. Για καλή τους τύχη, η αδερφή της Δήμητρας, η Ηρώ, ήταν έγκυος, οπότε, θα έπρεπε απλά να περιμένουν την γέννηση του μωρού  ώστε να δελεάσουν με γλυκά  τις μοίρες, στο δωμάτιο του νέου μέλους της οικογένειας. Διάλεξαν  το γλυκό τριαντάφυλλο, φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της Αθηνάς, τρία όμορφα πιατάκια από το γάμο της Ηρώς που βρισκόταν ήδη στο σπίτι, τρία ποτήρια κολονάτα για νερό και τρία για κρασί, το οποίο θα έφερνε ο Φοίβος. 

      Έπρεπε όμως να περιμένουν την γέννηση του μωρού, που δεν αργούσε και πολύ καθώς η κοιλιά της Ηρώς ήταν ήδη τουμπανιασμένη και έτοιμη να σκάσει για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Η αγέλη μας περίμενε καρτερικά το χαρμόσυνο γεγονός που θα γινόταν ακόμα πιο υπέροχο μόλις συναντούσαν τις μοίρες κι άλλαζαν στους παλιούς τους εαυτούς που τόσο είχαν υποτιμήσει. Η υπομονή είναι μεγάλη αρετή και ευτυχώς για την ξανά-ενωμένη αγέλη μας, ο ένας στήριζε τον άλλον σε αυτή την δίνη της αδημονίας. 

     Έπειτα από μια βδομάδα, έσπασαν τα νερά. Το μωρό θα ερχόταν σύντομα. Η Δήμητρα κάλεσε την κλίκα να είναι σε ετοιμότητα, με τα "υλικά" επ' ώμου και η ίδια,  ακολούθησε την οικογένεια της στο μαιευτήριο, σαν πρόσκοπος σε ετοιμότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι το θαύμα της ζωής είναι τόσο επώδυνο για την νέα μητέρα  ή ότι τα ουρλιαχτά της αδερφής της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα διάδρομο και μια κλειστή πόρτα. 

   Ο τοκετός κράτησε αρκετές ώρες, παραπάνω από ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Η Δήμητρα είχε λαγοκοιμηθεί σε μια από τις πλαστικές καρέκλες που ήταν βιδωμένες στον τοίχο, ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατα του πατέρα της. Άνοιξε τα μάτια της από έναν οξύ ήχο που ερχόταν από το δωμάτιο τοκετού, ήταν κλάμα. Κλάμα νεογέννητου. Τινάχτηκε στην καρέκλα της σαν ελατήριο και με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τριγύρω σαν να ήθελε κάποιος να της επιβεβαιώσει πως αυτό που άκουγε ήταν το κλάμα του ανηψιού της. Ένα ανήψι που δεν είχε δει και δεν καταλάβαινε πώς γίνεται αφού δεν το έχει δει, να νοιώθει τόση αγάπη γι΄αυτό. Να νοιώθει πως πρέπει να τρέξει να το προστατέψει, να το αγκαλιάσει και να το καθησυχάσει. Να σταματήσει να κλαίει, τα παιδιά δεν πρέπει να κλαίνε, πρέπει να είναι ευτυχισμένα… 

   Το εξιτήριο δεν θα αργούσε κι αυτό να έρθει. Μητέρα και μωρό έχαιραν άκρας υγείας και σύντομα θα πήγαιναν σπίτι. Η αγέλη μας είχε επισκεφθεί το νέο μέλος στο νοσοκομείο, νωρίς το πρωί την επόμενη της γέννησης του. Το κοιτούσαν όλοι αποχαυνωμένοι μπροστά απ' το τζάμι, να κοιμάται σε μια αίθουσα που φιλοξενούσε όλα τα νεογέννητα του νοσοκομείου. Ρίγη δέους τους διαπερνούσαν μπροστά στην νέα ζωή. Μαζί με την Δήμητρα, όλη η αγέλη, ζήτησε της Ηρούς να ετοιμάσουν το δωμάτιο του μωρού για το καλωσόρισμα του στο σπίτι και αυτή με τη σειρά της δέχθηκε μετά χαράς. Φαινόταν τόσο κουρασμένη αλλά έλαμπε, πανευτυχής και μόλις τα παιδιά πρόσφεραν τη βοήθεια τους έλαμψε μαζί της ολόκληρο το δωμάτιο. Ήταν πολύ περήφανη για την μικρή της αδερφή και την παρέα της. 

      Η αγέλη, μόλις έφτασε στο σπίτι άρχισε να καταπιάνεται με τις ετοιμασίες του δωματίου. Έβαλαν ένα όμορφο κεντητό τραπεζομάντηλο επάνω στην συρταριέρα και τοποθέτησαν τα ποτήρια με το νερό και τα ποτήρια με το κρασί. Μοίρασαν ολόκληρο το γλυκό τριαντάφυλλο, ισόποσα στα τρία πιατάκια και τύλιξαν τρία κουταλάκια όμορφα σε χαρτοπετσέτες, τις οποίες άφησαν δίπλα στα γλυκά. Το ίδιο απόγευμα ήρθαν στο σπίτι η λεχώνα με το μωρό, το οποίο  έβαλαν κατευθείαν στην κούνια του. Έκατσαν για λίγο όλοι μαζί στο σαλόνι και συζητούσαν για διάφορα ώσπου η Ηρώ, βυθίστηκε σε ένα γαλήνιο ύπνο. 

        Μόλις είδαν την Ηρώ να κοιμάται, τα παιδιά σηκώθηκαν και περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, κατευθύνθηκαν στο παιδικό δωμάτιο. Πέρασαν τον διάδρομο σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον και προσπαθώντας να μην ακουστεί κιχ! Έφτασαν μπροστά στην πόρτα του παιδικού δωματίου. Ξαφνιάστηκαν που είδαν την πόρτα κλειστή και η Δήμητρα άπλωσε επιφυλακτικά το χέρι της στο πόμολο για να την ανοίξει. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε γύρω της, τους φίλους της, για να πάρει δύναμη και να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί το άγνωστο. Με το χέρι της Δήμητρας στο μάνταλο και της καρδιές όλων στο στόμα, άκουσαν μέσα στο δωμάτιο τα ποτήρια να τσουγκρίζουν. Ο φόβος για την ακεραιότητα του μωρού ήταν μεγαλύτερος από τον φόβο του αγνώστου. Η Δήμητρα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τα παιδιά αντίκρισαν τις τρείς μοίρες να δοκιμάζουν το κρασί. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17: ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ

 Τα πρώτα συγγνώμη στην αγέλη ξεστομίστηκαν από τον Φοίβο και την Δήμητρα. Πραγματικά συγγνώμη, που πήγαζαν από την μετάνοια που ένοιωθαν να καίει την ψυχή τους και την συγχώρεση ως μοναδική λύτρωση. Η οποία, βέβαια, δεν άργησε να έρθει μαζί  με τις υπόλοιπες ειλικρινείς συγγνώμες από τα άλλα μέλη της αγέλης. Όλοι μετάνιωσαν και όλοι συγχώρεσαν. Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι με πριν αλλά η καρδιά τους ήταν ακόμα καθαρή και έτσι έπρεπε να έχουν και την συνείδηση τους. Καθαρή και φωτεινή. 

       Ολοένα  καταλάβαιναν πόσο πιο όμορφη και απλή ήταν η ζωή τους πριν αλλάξουν. Άρχισαν να εκτιμούν τα μικρά αλλά σημαντικά πράγματα όπως η ηρεμία του μυαλού και η γαλήνη της ψυχής. Όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Όλη η βαβούρα που δημιουργούσαν τα περιζήτητα παιδιά για το "ποια είναι πιο όμορφη" ή ¨ποιος έχει τα μεγαλύτερα μπράτσα" εξαφανίστηκαν μόλις η αγέλη μας απομακρύνθηκε και κατάλαβε την σαχλότητα και την ελαφρότητα της επιφανειακής προσέγγισης των πραγμάτων.  Πριν, τουλάχιστον εκτιμούσαν τους εαυτούς τους για αυτό που ήταν, όχι για αυτό που φαινόταν παρά την περιθωριοποίηση από τους συμμαθητές και τους καθηγητές τους. Ήταν τόσο καλοί οι πραγματικοί τους εαυτοί που ακόμα και σαν περιθωριακοί κατάφεραν να ακούγονται στον κόσμο των περιζήτητων και ας ήταν οι "δέκα μικροί χαμένοι". Είχαν ακόμα και το δικό τους στέκι, το τσιμεντένιο παγκάκι στο τέλος της αυλής, απέναντι από το περίπτερο.       

          Η αναφορά στο στέκι, έκανε την αγέλη μας να επαναπατριστεί στον χώρο της αυλής και να ενωθεί για άλλη μια φορά, πιο δυνατή από πριν. Πλέον, τα περιζήτητα παιδιά δεν τους άγγιζαν, είχαν όλοι τους φτάσει σε άλλο επίπεδο. Άκουγαν τους ψίθυρους γύρω τους να εξαπλώνονται, να αιωρούνται και να εξαϋλώνονται όταν άλλαξαν θέσεις και επέστρεψαν στα παλιά τους θρανία, με τους παλιούς τους διπλανούς. Η αγέλη μας δεν έδινε πια σημασία. Αυτό που τους έτρωγε το είναι, ήταν ότι δεν μπορούσαν να δούνε πια το περίπτερο. Περνούσαν μάταια τα διαλείμματά τους κοιτώντας το κενό.

           Στις εβδομάδες που είχαν περάσει, όταν είχαν χωριστεί σε στρατόπεδα, η αγέλη μας δεν αναλωνόταν μόνο στις φάρσες και στα καψόνια. Στον προσωπικό τους χρόνο έκαναν λίγο ψάξιμο για αυτό που είχαν πάθει. Για το περίπτερο. Στο στέκι, λοιπόν, ακούστηκαν διάφορες τρελές θεωρίες όταν το συζήτησαν όλοι μαζί. Η Αθηνά είχε διαβάσει για σκουληκότρυπες κι απέραντα παράλληλα σύμπαντα, αλλά συνήθως δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί οπότε  αποκλείστηκε αυτή η θεωρία. Ο Οδυσσέας άκουσε έναν αστικό μύθο για το περίπτερο από τον παππού του, πως υπήρχαν, λέει,  κι άλλοι που το είχαν δει πριν από αυτούς και ότι ήταν μαγεμένο από τις μοίρες και  όποιος το είδε τα πήγε περίφημα στη ζωή του αλλά υπήρχε τίμημα στις ζωές αυτών που αγαπούσαν. Κάτι ανάλογο είχε ακούσει κι ο Πέτρος από τον πατέρα του. Δήθεν, πως το περίπτερο το μάγεψαν οι μοίρες και πως όποιος το έβλεπε δεν είχε πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει. Ο Ερμής άρχισε να μιλά για ταξίδια στον χρόνο αλλά πολύ γρήγορα σταμάτησε γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει τις αλλαγές. Ο πατριός της Κοραλίας, επίσης ανέφερε τις μοίρες σε μια τρομακτική ιστορία αλλά δεν θυμόταν σε ποια. Επειδή όμως ένα ίσον κανένα και άνω του ενός δεν είναι σύμπτωση και καθώς συμπτώσεις δεν υπάρχουν, το συμπέρασμα ήταν ένα: Πολύ μεγάλη σύμπτωση για να είναι όντως σύμπτωση.

         Ήθελαν την παλιά τους καθημερινότητα πίσω και αφού το ήθελαν έπρεπε να βρουν μερικές απαντήσεις για τις μοίρες ή τις ίδιες τις μοίρες. Άρχισαν με εγκυκλοπαίδειες και λήμματα και γρήγορα εμβάθυναν σε αρχαία κείμενα του Ησιόδου και λαϊκές παραδόσεις από όλη την χώρα. Βρήκαν κάποια ενδιαφέροντα θέματα, κάποια τρομακτικά και κάποια εντελώς ανόητα. Στα ενδιαφέροντα θέματα ανήκε η κοινή λαϊκή δοξασία πως οι μοίρες έρχονται στην γέννηση κάθε παιδιού για να του μοιράσουν τα αγαθά τους, αλλά σε κάθε περιοχή η μέρα της επίσκεψης άλλαζε. Αλλού έλεγαν την πρώτη νύκτα, αλλού την τρίτη κι αλλού την έβδομη. Επίσης,  σε αυτή την δοξασία αναφερόταν  πως μπορούσες ακόμα και να δελεάσεις τις μοίρες κυρίως με γλυκό του κουταλιού, με φαγητό ή κρασί που θα ήταν αφημένο περιποιημένα σε ένα τραπεζάκι στο δωμάτιο του μωρού. Στα τρομακτικά θέματα ανήκαν οι διάφορες επικλήσεις με διάφορα μέσα, με πιο διαδεδομένη αυτή του πίνακα των φαντασμάτων. Στην ουσία ήταν ένας πίνακας με γραμμένη κυκλικά την αλφάβητο, ένα "ναι", ένα "όχι" και ένα "αντίο" ενώ χρειαζόταν και ένα ποτήρι που θα άγγιζαν όλοι για να καλέσουν αυτό που θέλουν. Το τρομακτικό, ήταν η αμφιβολία πως αν αυτό που θα καλούσαν, θα ήταν ίδιο με αυτό που θα απαντούσε.  Ως εντελώς ανόητα θεώρησαν κάποιες μυθοπλασίες όπως τα τζίνι με τις τρείς ευχές, τα πηγάδια που απαντούν και τις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις με το είδωλο σου μπροστά σ' έναν καθρέφτη. 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16: ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΙΙΙΙ

 


          Ο μικρός Οδυσσέας έπειτα από τις αγκαλιές και τα φιλιά των γονιών του, έκατσε στο τραπέζι με τον πατέρα του. "Τρείς μέρες;" ρώτησε και ο πατέρας του αποκρίθηκε θετικά με ένα νεύμα του κεφαλιού του. "Μα πώς..." σκέφτηκε ο μικρός. Η μητέρα του άφησε ένα πιάτο με πατάτες γιαχνί μπροστά του, του χάιδεψε τα μαλλιά και έκατσε απέναντι του, δίπλα στον άντρα της. "Πού ήσουν;" ρώτησε ο πατέρας αφήνοντας μια βαθιά ανάσα να βγει από τα πνευμόνια του. Ο Οδυσσέας σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε με βλέμμα που δήλωνε τύψεις και δειλά ψέλλισε "βόλτα" παίρνοντας τα μάτια του από πάνω τους και στερεώνοντάς τα ενοχικά στις παλάμες του. "Καλά", απάντησε ο πατέρας του "φάε τώρα και άντε να ξεκουραστείς". Ο μικρός, μετά το φαγητό, πήγε και ξάπλωσε όπως του υπέδειξαν οι γονείς του, ενώ αυτοί στεκόντουσαν και τον παρατηρούσαν στο κρεβάτι του. Πόσο είχε ψηλώσει και πώς το πρόσωπό του έμοιαζε διαφορετικό! Η μητέρα ανησυχούσε κι έτσι για καλό και για κακό είπε στον άντρα της το επόμενο πρωί, πριν ο Οδυσσέας πάει στο σχολείο, να έρθει ο γιατρός να τον εξετάσει. Ο πατέρας συμφώνησε και μάλιστα υποσχέθηκε πως στον δρόμο  για την εργασία του, θα σταματούσε από το ιατρείο να φωνάξει τον γιατρό για κατ' οίκον εξέταση.

Την επόμενη μέρα, η μητέρα ξύπνησε τον Οδυσσέα πολύ νωρίς. Τον σήκωσε και τον έστειλε να πλυθεί και να καθαριστεί γιατί στην κουζίνα τον περίμενε ο γιατρός. Γεμάτος απορία σηκώθηκε, πλύθηκε, καθαρίστηκε και πήγε στην κουζίνα να πει στον γιατρό πως αισθάνεται μια χαρά και πως η παρουσία του τον προβλημάτιζε. Από την χαραμάδα της μισάνοιχτης  πόρτας είδε τη μητέρα του να ευχαριστεί τον γιατρό ενώ κάτι πάνινες τσάντες ήταν τοποθετημένες πάνω στο τραπέζι. Ο γιατρός πρόσεξε τον μικρό να κοντοστέκεται στην πόρτα και τον προσκάλεσε μέσα. Όταν έφτασε αρκετά κοντά του, ο γιατρός τον άρπαξε από τις μασχάλες και τον κάθισε επάνω στο τραπέζι δίπλα στις τσάντες. Έβγαλε ένα μικρό σφυράκι από την δερμάτινη καφέ του τσάντα και άρχισε να χτυπά ελαφρά γόνατα κι αγκώνες. Έπειτα, έβγαλε ένα ξυλάκι και του ζήτησε να ανοίξει το στόμα του. Όσο ο γιατρός εξέταζε στόμα, αυτιά και μύτες η μητέρα κοιτούσε με αγωνία και από μέσα της προσευχόταν για την υγεία του παιδιού της. Μόλις τελείωσε ο γιατρός έδωσε στον μικρό ένα γλειφιτζούρι και τον έστειλε στο δωμάτιο με τις τσάντες που ήταν δίπλα του, να τις ανοίξει και να φορέσει ότι τραβάει η ψυχή του. Ο Οδυσσέας θαμπώθηκε από το περιεχόμενο, ήταν όλα ρούχα, πανάκριβα και ολοκαίνουργια. Αναρωτιόταν καθώς ντυνόταν, πού τα βρήκε όλα αυτά τα ρούχα ο γιατρός και γιατί τα έφερε σε αυτόν. Αργότερα η μητέρα του ξεπροβοδίζοντάς τον για το σχολείο, του εξήγησε πως αυτά τα ρούχα τα έδωσε κάποια πλούσια οικογένεια στον γιατρό για να τα χαρίσει σε κάποια άλλη. Αυτό που του έκρυψε ήταν πως το παιδάκι απ' όπου ερχόταν αυτά τα ρούχα δυστυχώς δεν ήταν σε θέση να τα φορέσει πια.

  Η επιστροφή του στο σχολείο ήταν περίεργη για όλους ακόμα και για τον ίδιο. Τα καψόνια σταμάτησαν από την πρώτη μέρα κι αυτοί που του φερόταν άσχημα άρχισαν να του μιλούν και να τον συμβουλεύονται. Οι καθηγητές του έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή και τον εγκωμίαζαν ό,τι κι αν έκανε. Τα κορίτσια περνούσαν από μπροστά του, τον κοιτούσαν, κοκκίνιζαν και χαχάνιζαν. 

Κάθε φορά όμως που πήγαινε να πλησιάσει τους φίλους του, τους ίδιους φίλους που πριν μια εβδομάδα έπαιζαν όλοι μαζί, αυτοί τον απέφευγαν με μισόλογα. Έτσι, άρχισε να κάνει παρέα με τα πλουσιόπαιδα και τους προνομιούχους. Σε λίγες εβδομάδες κιόλας είχε σχεδόν ξεχάσει την προηγούμενη μιζέρια του και είχε αναγεννηθεί σαν φοίνικας. Δεν του  επιτέθηκαν ξανά και δεν  έμεινε ποτέ ξανά νηστικός εξαιτίας κάποιου άλλου συμμαθητή του. Τα υπόλοιπα γυμνασιακά του χρόνια εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Αλλά μόνο τα γυμνασιακά χρόνια...

Ο μικρός Οδυσσέας μεγάλωσε κι έγινε άντρας. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο όμως, δεν έπεσε στα μαλακά. Η οικονομία της χώρας ήταν στον πάτο, γύρω του υπήρχαν άνθρωποι δίχως σπίτι και παντού πείνα και πόνος. Η ζωή του ξεκίνησε μεροδούλι, μεροφάι. Τουλάχιστον αυτός, δεν πήγε στον πόλεμο όπως τα αδέρφια του. Μια ανοιξιάτικη μέρα, έκανε μερεμέτια στο σπίτι μιας οικογένειας που είχε μια κόρη. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και μετά από ένα μήνα, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να ζητήσει το χέρι της καλής του. Ο έγγαμος βίος μπορεί να μην είχε υλικό πλούτο αλλά το νεαρό ζευγάρι είχε όλη την ευτυχία που χρειαζόταν.

Αυτή την ευτυχία γρήγορα την συμπλήρωσε ένα παιδί. Ένας γιός που παίδεψε τη μάνα του εννιά μήνες στη κοιλιά κι άλλες δεκαοχτώ ώρες τη μαμή. Φυσικά η γέννα έγινε στο σπίτι με τον Οδυσσέα να βηματίζει πάνω κάτω έξω από την πόρτα και με κάθε αγκομαχητό οδύνης της όμορφης γυναίκας του να του κόβονται ήπατα και γόνατα μαζί. Όταν άκουσε το πρώτο κλάμα του γιού του βάλθηκε να κλαίει κι αυτός σαν μωρό. Η μαμή τον έβαλε στο δωμάτιο και στο κρεβάτι αντίκρισε τη γυναίκα του εξαντλημένη, να μισογελάει και να μισοκλαίει και στα χέρια της να κρατά ένα τόσο δα πλασματάκι. Ένα ροζ μωράκι τυλιγμένο σε μια λευκή κουβερτούλα, που ούτε τα ματάκια του δεν είχε ανοίξει ακόμα καλά. Ο Οδυσσέας έσκυψε πάνω από τη γυναίκα του και την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο, έπειτα έσκυψε και φίλησε το κεφαλάκι του γιού του. Έμεινε δίπλα τους όλο το βράδυ. 

Τον είχε πάρει ο ύπνος όταν άρχισε να ακούει ψιθύρους και μουρμουρητά. Άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε επάνω με αυτό που είδε. Τρείς γυναίκες, μια νέα, μια μεσήλικη και μια γιαγιά πάνω από το παιδί του. Το αστείο ήταν πως δεν τρόμαξε, ήταν τρείς άγνωστες πάνω από τον γιό το κι αυτός τις κοιτούσε σαν να ήταν παλιές φίλες της μαμάς του. Οι γυναίκες τον κοιτούσαν κι αυτές και τότε του ήρθε σαν αναλαμπή, το περίπτερο. Έκατσε ήσυχα πάλι πίσω στη θέση του πάντα κοιτώντας της γυναίκες και ευχόμενος για τον γιό του να μην χρειαστεί να ζήσει αυτά που έζησε κι αυτός. Οι τρείς γυναίκες σαν να άκουγαν τις σκέψεις του, κουνούσαν τον κεφάλι τους και συμφωνούσαν. Ο Οδυσσέας ξανά κοιμήθηκε γρήγορα και οι γυναίκες έμειναν εκεί να μοιράζουν στον γιό του ομορφιά, ευγλωττία, εξυπνάδα, αυτοπεποίθηση, ηθική και μέτρο. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15: ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

 


            Πολλά χρόνια πριν, γύρω στο 1939 με 1940 που δεν είναι και τόσο μακρινό, τρεις αδερφές, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος, οι μοίρες,  έπρεπε να κρυφτούν όπως και τα περισσότερα μαγικά πλάσματα.  Πριν κρυφτούν, αποφάσισαν να στήσουν ένα παιχνίδι για όλα τα παιδιά, που αγαπούσαν τόσο. Το "παιχνίδι" ήταν στην ουσία ένα περίπτερο γεμάτο χαρίσματα που  επέτρεπε μετά την είσοδο σε αυτό να αλλάξει κανείς αρετές. Αυτό το περίπτερο το έχτισαν για τα παιδιά που ζούσαν στο περιθώριο ή που τα έσπρωχναν εκεί οι συνομήλικοι τους. Έτσι, αυτά τα παιδιά, οι περιθωριακοί, θα μπορούσαν, επισκεπτόμενοι το περίπτερο να αλλάξουν τις αρετές τους με αυτές που ένοιωθαν πως τους έλειπαν.  Δίχως όμως οι ίδιοι να το καταλαβαίνουν, παρά μόνο μετά την έξοδο τους από αυτό. Η αλλαγή θα γινόταν μαγικά, δηλαδή το περίπτερο θα διαισθανόταν το παιδί και θα αφουγκραζόταν τον εσωτερικό του κόσμο κι έτσι, όση ώρα ήταν εντός του, θα του χάριζε της αρετές που άκουγε από την ψυχή του παιδιού να ποθεί.  

          Οι μοίρες δέθηκαν με το περίπτερο μόλις το έχτισαν, με μαγική ενσυναίσθηση για να καταλαβαίνουν πότε ένα παιδί αλλάζει. Αλλά δεν μπορούσαν να ελέγχουν όλα τα παιδιά που έμπαιναν στο περίπτερο ή να παρεμβαίνουν ενεργά και άμεσα στις ζωές των ανθρώπων αν κάτι πήγαινε στραβά, έτσι, έπρεπε να βρουν κάτι ή κάποιον για να επικοινωνεί μαζί τους αν τα πράγματα πήγαιναν πολύ, πολύ άσχημα. Απέναντι από το περίπτερο, υπήρχε ένα σχολείο. "Τι καλύτερο" σκέφτηκαν οι τρείς αδερφές,  "από ένα σχολείο να προσέχει όλα τα παιδιά του".  

 Χάρισαν στο σχολείο αγάπη και σοφία, υπομονή και γερούς τοίχους  που όσο και να ξεφλούδιζαν από τα πολλά χέρια βαψίματος θα στεκόταν ακέραιοι, φωνή που ερχόταν μέσα από τους σκουριασμένους σωλήνες του και τα τριξίματα στις ξύλινες πόρτες, και το ζωντάνεψαν. Το Γυμνάσιό μας ήταν καλό και πρόσχαρο και κυρίως, ολοζώντανο. Ένοιωθε, άκουγε κι έβλεπε. Σκεφτόταν και επικοινωνούσε. Δονούταν όταν ήταν χαρούμενο, βριχόταν στις αδικίες  και έτρεμε όταν φοβόταν για τα παιδιά του!  Όταν οι μοίρες του ανακοίνωσαν την αποστολή του, το Γυμνάσιό μας επισήμανε, πως αν και ζωντανό πλέον, δεν ήταν  παρά  ένα τσιμεντένιο κτίριο και ως τέτοιο, δεν ήταν πολύ ευέλικτο και ευκίνητο. Οι μοίρες, αντιλαμβανόμενες ότι το Γυμνάσιό μας δεν μπορούσε να εκτελέσει την αποστολή, το άφησαν να ζήσει και του προσέφεραν την θεϊκή προστασία που είχαν όλα τα πλάσματα με ψυχή. Μάγεψαν την αυλή του για να μην την μικρύνει ποτέ κανείς και του έδωσαν νέα αποστολή, να προσέχει και να αγαπά όλα τα παιδιά του, μια αποστολή που ακολουθούσε πάντα πιστά.

            Έπειτα,  έθεσαν κάποια παραπάνω κριτήρια για τα παιδιά που θα μπορούσαν να μπουν  στο περίπτερο τους και να ζήσουν τη μαγεία του. Τα κριτήρια ήταν απλά, θα έπρεπε το παιδί να έχει αγνή ψυχή και καθαρή συνείδηση, να είναι σίγουρο για τον εαυτό του, να γνωρίζει την αγάπη και να πιστεύει στο απίστευτο, στο απίθανο και στο μαγικό.

 Είχαν όμως και μια τεράστια ανησυχία. Δεν θα ήταν εύκολο για έναν ενήλικα, πόσο μάλλον για ένα παιδί, να αλλάξει τις αρετές του, να συμμορφωθεί στις νέες και να εξελιχθεί σε καλύτερο άνθρωπο βαδίζοντας με εντελώς νέα δεδομένα. Ο ψυχικός κόσμος και η λογική μπορεί να κλονιστούν  και να υπάρξει χάσμα. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μιαστεί το άτομο με άσχημες και σκοτεινές σκέψεις. Να παρασυρθεί σαν άλλη Πανδώρα και να ανοίξει το κουτί με τα δεινά για τον εαυτό του.  Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, οι μοίρες καταλάβαιναν πως ήταν πολλά τα προβλήματα που προέκυπταν. Περισσότερο δε, για ένα παιδί  που έπρεπε να δεχθεί και να εξελίξει  νέες αρετές, χάρες και δεξιότητες, ειδικά στην εφηβεία του και σε μειονεκτική θέση, παραγκωνισμένο από τους συνομηλίκους του. Έκαναν λοιπόν μια νέα σύσκεψη. 

        Τρία μερόνυχτα κράτησε αυτή η σύσκεψη, λέγαν και ξε-λέγαν, γράφαν και ξε-γράφαν, ώσπου κατάλαβαν τι έπρεπε να κάνουν αν ήθελαν το περίπτερό τους, στον κόσμο των ανθρώπων. Έπρεπε να το καμουφλάρουν. Στην αρχή, του έριξαν έναν αόρατο μανδύα που  το έκανε ορατό μόνο σε όσους το είχαν πραγματικά ανάγκη.  Αυτό ήταν κάτι απλό στον κόσμο τους, κάτι που έκαναν σχεδόν όλα τα μαγικά πλάσματα με τα μαγεμένα  αντικείμενα  που άφηναν στον κόσμο των ανθρώπων. Ήθελαν κάτι πιο πρωτοποριακό και μοναδικό. Το έκαναν λοιπόν σβούρα! Σε όλα τα παιδιά αρέσουν οι σβούρες και γενικά τα παιχνίδια που γυρίζουν. Το έκαναν λοιπόν να σβουρίζει γύρω από τον άξονα του, τόσο γρήγορα, που το έκανε σχεδόν αόρατο. Θα σταματούσε να γυρνά, μόνο στα μάτια όσων πραγματικά πίστευαν πως κάτι υπάρχει πέρα από αυτό που βλέπουν. Σαν αποτέλεσμα αυτού του καμουφλάζ, έθεσαν και ένα νέο και τελευταίο κριτήριο, το παιδί θα πρέπει να είναι σίγουρο γι' αυτό που βλέπει. 

      Το περίπτερο ήταν ένα παιχνίδι δεύτερης ευκαιρίας των τριών αδερφών γιατί οι μοίρες ήταν θεϊκά πλάσματα, οπότε σπάνια έκαναν λάθη όταν μοίραζαν τα καλούδια τους στα νεοφερμένα στον κόσμο παιδιά, και με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να τους δώσουν το προνόμιο της αμφιβολίας. Γνώριζαν πως τα πραγματικά εφόδια για την ζωή δεν είναι αυτά που σε διευκολύνουν, όπως η εξωτερική ομορφιά, είναι αυτά που σε εξελίσσουν σαν άνθρωπο, όπως η υπομονή. Έτσι, φρόντιζαν σε κανένα παιδί να μην  λείψει κάτι στη ζωή του, για παράδειγμα αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά ήταν για λιγότερο κανάκεμα, του χάριζαν μυαλό για την νομική της Οξφόρδης ή αν τα φυσικά του χαρακτηριστικά, αντιθέτως, ήταν για πολύ κανάκεμα, του χάριζαν ταπεινοφροσύνη όμοια με του Ιησού. Καμιά φορά, μεγαλώνοντας ένα παιδί, ξεφεύγει, αλλά στην πορεία παίρνει το μάθημά του και βρίσκει την πραγματική του αλήθεια και τον πραγματικό του εαυτό. Άλλωστε, οι μοίρες έχουν μελετήσει για τα μελλούμενα πολύ καιρό πριν και γνωρίζουν τα μονοπάτια της ζωής και τις επιλογές που θέτουν στους ανθρώπους πάνω σε αυτά, χωρίς ποτέ όμως να επεμβαίνουν στην ελεύθερη βούληση τους. Γι' αυτό και μεριμνούν να εφοδιάζουν σωστά τους ανθρώπους  για κάθε μονοπάτι που κάποιος θα διαλέξει να βαδίσει στην ζωή του.   


Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Ο ΜΗΝΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

 Ο Χρήστος φορώντας ακόμα τον γύψο του, όπου επάνω του είχαν γράψει  αφιερώσεις διάφοροι «φίλοι», καθόταν στο δωμάτιο του και σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, τις φωνές, το υποτιμητικό του βλέμμα προς τον Φοίβο και το κρακ που ένοιωσε όταν έπεσε στο τσιμέντο από την τρικλοποδιά του κάποτε φίλου του. Αναλογιζόταν πόσο είχε αλλάξει, πόσο είχαν αλλάξει όλοι τους έπειτα από την επίσκεψη στο  περίπτερο. Έπαιζαν  σαν σκηνές από ταινία στο μυαλό του ξανά και ξανά τα γέλια τους σαν περιθωριακοί και οι καβγάδες τους σαν περιζήτητοι. Σκεφτόταν πως κάθε πρωί, στον καθρέφτη του μπάνιου, ακόμα και τώρα μετά από τόσο καιρό δεν αναγνώριζε το είδωλο του. Ξαφνικά εφόρμησε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα η μικρή του αδερφή, πήγε κοντά του, έπιασε το σπασμένο του χέρι και του είπε "μην στεναχωριέσαι αδερφέ μου, μόλις γίνεις καλά θα παίζω πιο ήσυχα μαζί σου  για να μην ξαναχτυπήσεις". Ο Χρήστος γέλασε και την αγκάλιασε. 

Ο Φοίβος στο δικό του δωμάτιο ένοιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Ενοχές και τύψεις! Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε κάνει. Είχε πραγματικά βλάψει κάποιον και δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν του άρεσε ο εαυτός του. Δεν μπορούσε να ζήσει με αυτό που γινόταν και φοβόταν. Είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη λογική του και στον συναισθηματικό του κόσμο. Θυμόταν τη στιγμή που ενώ ο Χρήστος πονούσε, αυτός γελούσε ειρωνικά. Του ήρθε αναγούλα. Η μητέρα του διέκοψε αυτές τις σκέψεις όταν χτυπώντας την πόρτα του δωματίου τον ρώτησε αν είναι καλά. Ο Φοίβος, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και σχεδόν κλαίγοντας αγκάλιασε την μητέρα του κι έπειτα την συμβουλεύτηκε γι' αυτό που είχε κάνει και για την άσχημη κατάσταση μέσα του. 

Ο Πέτρος καθόταν στο σαλόνι με τον πατέρα του που δεν χόρταινε το πόσο λαμπρός κι όμορφος νέος ήταν ο γιός του. Ο Πέτρος ήταν όσα δεν ήταν αυτός στην ηλικία του κι έτσι υπολόγιζε πως το μέλλον του παρά μόνο υπέροχο θα μπορούσε να είναι. Καθόταν στον καναπέ βλέποντας αδιάφορα τηλεόραση χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Ο πατέρας καμάρωνε κι ο γιός κορδωνόταν. Κάποια στιγμή γύρισε ο Πέτρος και ρώτησε τον πατέρα του αν πάντα ήταν τόσο περήφανος γι' αυτόν κι αυτός αποκρίθηκε "τον τελευταίο καιρό περισσότερο". 

Σε ένα άλλο σπίτι, όχι πολύ μακριά από του Πέτρου, βρισκόταν η Αθηνά, η οποία βοηθούσε τη μητέρα της με τις δουλειές του σπιτιού. Για την ακρίβεια είχε αναλάβει το σκούπισμα και το ξεσκόνισμα. Τα έκανε εντελώς αυτόματα ενώ το μυαλό της κάλπαζε αλλού. Κάλπαζε στη νέα παρέα περιζήτητων που είχε κάνει και στο αγόρι που γλυκοκοίταζε πριν το περίπτερο ακόμα. Όταν ήταν μέλος στους "δέκα μικρούς χαμένους". Όσο σκούπιζε ανέλυε στο μυαλό της τα λόγια των νέων φίλων της και πόση μνησικακία ή ειρωνία έκρυβαν παρόλο που τώρα ήταν όμορφη γιατί, έξυπνη ήταν πάντα.  Άφησε την σκούπα κι έπιασε το ξεσκονόπανο και το μυαλό της πήγε στον Τάκη, το αγόρι που της κέντρισε το ενδιαφέρον και δεν της έδινε καμία σημασία ώσπου ξαφνικά αφού άλλαξε άρχισε κι αυτός να ενδιαφέρεται. "Πόσο ρηχό" μονολόγησε με το βλέμμα στο κενό και σαν αστραπή της ήρθε στο μυαλό η Κοραλία που της είχε πει από την πρώτη εβδομάδα ότι το αγόρι είναι βλαμμένο γελώντας. Σαν από όνειρο ξαφνικά άκουσε τη μητέρα της να γελάει, όταν η Αθηνά επέστρεψε στην πραγματικότητα κατάλαβε ότι ξεσκόνιζε τον αέρα και μαζί με την μητέρα της άρχισε να γελά νευρικά. 

Την τελευταία εβδομάδα η Δήμητρα ξυπνούσε απότομα στη μέση της νύχτας από τον ίδιο εφιάλτη. Το σουτ που έσπασε το δόντι της Κοραλίας, το στόμα της που ήταν γεμάτο αίμα και τα μάτια της που άφηναν τα δάκρυα να κυλήσουν ακράτητα. Την σκεφτόταν έντονα αλλά δεν τολμούσε να την καλέσει στο τηλέφωνο ή να της στείλει μήνυμα. Αισθανόταν ντροπή και άγχος και ξεσπούσε σε απανωτές προπονήσεις. Κάθε φορά όμως που πήγαινε να βαρέσει ένα σουτ, λιγοψυχούσε και το έχανε. Γυρνούσε σπίτι συννεφιασμένη, δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε να βγει έξω με φίλους. Ένα βράδυ που ξύπνησε από τον συνηθισμένο εφιάλτη, πήγε στην κουζίνα για να πιει νερό. Εκεί βρισκόταν η Ηρώ, η μεγαλύτερή της αδερφή που είχε παντρευτεί και είχε φύγει από το πατρικό τους. Παραξενεμένη η Δήμητρα από την παρουσία της την ρώτησε αν είναι καλά και γιατί ήταν εκεί και όχι στο σπίτι της και η Ηρώ της απάντησε ότι απλά της έλειψαν οι δικοί της και ένοιωθε μόνη της και πως το επόμενο πρωί που θα γυρνούσε ο άντρας της από ένα επαγγελματικό του ταξίδι θα γυρνούσε μαζί του σπίτι τους.   

Η Κοραλία στεκόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της και παρατηρούσε τις αλλαγές πάνω της. Παρατηρούσε αλλαγές που σε πολλούς ανθρώπους θα φαινόταν χαζές. Έβγαζε τη γλώσσα της  και κοιτούσε το χρώμα και το σχήμα της, άνοιγε διάπλατα τα μάτια της και προσπαθούσε να διακρίνει τα χρώματα και τα παιχνιδίσματα της ίριδάς της, σήκωνε ψηλά τη μύτη της για να δει το εσωτερικό των ρουθουνιών της και ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στο μυαλό της γυρνούσαν διάφορα γεγονότα για το ανθρώπινο σώμα. Γεγονότα που δεν ήξερε καν πως γνώριζε. Γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο της. Τις τελευταίες μέρες είχε την ελπίδα πως θα την καλούσαν οι φίλοι της, παλιοί και νέοι για να μάθουν τα νέα της αφού μόλις είχε κάνει οδοντοπλαστική και ράμματα στα χείλη. Αλλά το τηλέφωνο δεν χτυπούσε από κανέναν. Την γέμιζε ένα κενό που ήρθε να το σπάσει η θεία της με τα ξαδέρφια της. Μετά από λίγα λεπτά με τα ξαδέρφια της άρχισαν τα γέλια και τα παιχνίδια με τον μικρότερο να της φωνάζει "είσαι σαν κακιά μάγισσα, δε θα σε αφήσω να με πιάσεις" και να τρέχει γύρω  στο σπίτι κυνηγημένος όντως από μια μάγισσα αλλά όχι απαραίτητα κακιά, όπως το σκεφτόταν η ίδια. 

Ο Ερμής με τον Οδυσσέα δεν  μιλιόντουσαν μεταξύ τους και έτσι οι γονείς τους σκέφτηκαν πως μια βόλτα στον παππού και στη γιαγιά θα βοηθούσε. Ο Ερμής κλείστηκε στην κουζίνα με τη γιαγιά του, που έφτιαχνε κέικ ενώ αυτός μελαγχολικά έπαιζε με το αλεύρι που ήταν απλωμένο στο τραπέζι. Χαμένος στην τέχνη του και αφηρημένος άρχισε να τραγουδάει ένα κοροϊδευτικό τραγουδάκι που είχαν βγάλει με τον αδερφό του για τους καθηγητές τους και το είχαν διδάξει και στους υπόλοιπους "χαμένους". Μόλις τελείωσε άκουσε τη γιαγιά του να γελάει, όταν γύρισε να την κοιτάξει αυτή κόκκινη από τα γέλια του έδωσε το μπολ με τη ζύμη και τον παρότρυνε να φάει τα υπολείμματα λέγοντας του πως κι αυτή μικρή είχε μια στριφνή καθηγήτρια που κορόϊδευε με τις φίλες της.  ¨Παππού" είπε  ο Οδυσσέας "τι ξέρεις για ...  τα μαγικά περίπτερα;" ο παππούς του τον κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια του. Ο μικρός μόλις κατάλαβε τί ρώτησε πήγε να τα μπαλώσει λέγοντας διάφορες ασυναρτησίες για ασκήσεις και εργασίες από το σχολείο. Ο παππούς τον καθησύχασε και με ήπια φωνή είπε "Θα σου πω μικρέ ένα παραμύθι, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένο όλη την ώρα. Αυτό το αγόρι, μια μέρα, μέσα στην απελπισία του είδε ένα περίεργο περίπτερο.Μπήκε μέσα και χάθηκε. Το έψαχναν οι γονείς του και έκλαιγαν και πονούσαν. Μια μέρα ο μικρός γύρισε πίσω σπίτι του και η ζωή του έτσι ξαφνικά έγινε διαφορετική. Καλύτερη για λίγο αλλά αυτή τη βελτίωση την πλήρωσε ακριβά. Έχασε κόσμο που αγαπούσε και όταν μεγάλωσε αρκετά κι έκανε κι αυτός την οικογένεια του, κατάλαβε γιατί έχασε τόσα. Εκεί που χάθηκε, βλέπεις, δεν ήταν ανθρώπινο μέρος, ήταν ένα μέρος από τις μοίρες φτιαγμένο κι αυτές ξέρουν καλύτερα τον δρόμο του καθενός. Αυτή ήταν η τιμωρία, που τις παράκουσε και μπήκε κάπου που δεν ανήκε." Ο μικρός Οδυσσέας για μια στιγμή τρόμαξε και είδε τους αγαπημένους του να χάνονται ένας ένας. Αποφασισμένος να μη χάσει κανέναν έτρεξε στον αδερφό του αφήνοντας τον παππού του πίσω του και τον αγκάλιασε σφικτά. Μεγαλύτερη χαρά όμως του έδωσε όταν ο Ερμής τον αγκάλιασε κι αυτός. 

Στο γυμναστήριο περνούσε τον χρόνο του ο Μαρίνος. Όσα βάρη κι αν σήκωνε ή όσα χιλιόμετρα κι αν έτρεχε στον διάδρομο δεν μπορούσε να ξεδώσει. Προσπαθούσε να μπει στη θέση της Άννας και να καταλάβει πόσο κακό ήταν αυτό που έκανε. Αυτή του έμαθε να δίνει και να αγαπάει κι αυτός πήγε με κάποια άλλη χωρίς να υπολογίσει τίποτα. Ούτε τα αισθήματα της, ούτε το χώρο που έκανε ότι έκανε, τίποτα. Κοίταξε στον μεγάλο καθρέφτη και είδε τον εαυτό του κομμένο κι άγνωστο. Ένας ξένος απ' όλες τις απόψεις. Δεν το άξιζε αυτό ούτε ο ίδιος ούτε η Άννα. Μια κοπέλα τον πλησίασε και του ζήτησε να τη βοηθήσει με τις ασκήσεις της, την κοίταξε και ήταν μια πραγματικά όμορφη κοπέλα. Σηκώθηκε από τον πάγκο, αρνήθηκε ευγενικά την πρότασή της, πήρε την πετσέτα του και κατευθύνθηκε στα αποδυτήρια να πλυθεί και να φύγει. 

Στο σπίτι της Άννας επικρατούσε τρομερή ένταση. Ο μεγάλος της αδερφός έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο αυτό το έτος και οι γονείς τους μαζί με αυτόν πίεζαν κι αυτήν. Τους πίεζαν για καλύτερους βαθμούς, για καλύτερες επιδόσεις, για να είναι γενικά οι καλύτεροι σε όλα. Ένα βράδυ ο αδερφός της Άννας την άκουσε να κλαίει και σηκώθηκε να την παρηγορήσει. Μοιραζόντουσαν το δωμάτιο τους και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα απέναντι από το άλλο. Όταν πήγε στο κρεβάτι της αδερφής του, αυτή ήταν γυρισμένη προς τον τοίχο, αλλά την άκουγε να ρουφάει τη μύτη της και να καταπίνει τους λυγμούς της. Κατάλαβε πως δεν θα είχε όρεξη να μιλήσει και έτσι απλά την άγγιξε στον ώμο και της είπε "Δεν χρειάζεται να ανησυχείς εσύ για το πανεπιστήμιο και τους βαθμούς. Εσύ είσαι κορίτσι και όμορφο μάλιστα. Θα σε καλοπαντρέψουμε ή θα σε κάνουμε μοντέλο και θα είσαι μια χαρά". Άκουσε ένα πνιχτό γελάκι από την αδερφή του, την φίλησε στο κεφάλι και ξαναπήγε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.  


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ

 Η αγέλη ανήκε κι αυτή στο παρελθόν όπως ακριβώς και οι "δέκα μικροί χαμένοι", όπως και η κλίκα, όπως και η ζωή τους στο περιθώριο. Το κάθε "κουτάβι" είχε γίνει "λύκος" κι οδηγούσε την δική του αγέλη περιζήτητων. Καμία όμως δεν απαρτιζόταν από δέκα άτομα. Η πιο μεγάλη παρέα ήταν αυτή με ηγέτη τον Χρήστο κι αποτελούταν από οκτώ ακόλουθους. Ο Φοίβος κι η Δήμητρα ήταν ισόπαλοι καθώς είχαν κι οι δύο από επτά ακόλουθους. Ο Ερμής είχε πέντε κι όχι, ο αδερφός του δεν ήταν σε αυτούς. Ο Οδυσσέας τέσσερις. Ο Πέτρος και η Αθηνά επίσης ισόπαλοι με τρείς ακόλουθους. Η Κοραλία είχε μόλις δύο. Όσο για τον Μαρίνο και την Άννα είχαν ο ένας τον άλλον κι από έναν ακόλουθο. Οι νέες αγέλες όπως και οι νέοι ηγέτες ήταν συνεχώς σε εγρήγορση καθώς τα κατάλοιπα της διχόνοιας και της έπαρσης τους οδηγούσαν σε μάχες ψυχολογικές και σωματικές, κάτι που επιτάσσει και η νέα κάστα στην οποία βρίσκονται, οι περιζήτητοι.

         Η έναρξη της μάχης ξεκίνησε με την αλλαγή θρανίων και την αλλαγή διπλανών συμμαθητών σε αυτά και επεκτάθηκε από την τάξη στο προαύλιο. Το παλιό τους στέκι είχε αποικηθεί από άλλους περιθωριακούς, όχι ότι τους ένοιαζε και πολύ. Τον εξώστη τον είχαν καταλάβει οι φυλές του Φοίβου, του Χρήστου και της Δήμητρας και τον είχαν χωρίσει σε στρατόπεδα. Στις βρύσες συνήθως βρισκόταν η Αθηνά και ο Ερμής με τις φυλές τους. Ο Οδυσσέας και η δική του φυλή είχαν καταλάβει τα πεζούλια κατά μήκος του σχολείου που ένωναν βρύσες και εξώστη.  Ο Μαρίνος και η Άννα με τις δικές τους φυλές εξουσίαζαν τα γηπεδάκια όπου βόλταραν στα διαλείμματα. Και τέλος, τον χώρο έξω από το κυλικείο τον είχαν κατακτήσει οι φυλές του Πέτρου και της Κοραλίας. Τα πεδία μάχης όμως δεν σταματούσαν στο σχολείο, ακόμα κι έξω από αυτό, όπου και αν βρισκόντουσαν οι παραπάνω φυλές, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και το αίμα τους έβραζε για καυγά.

       Οι προσφωνήσεις και τα παρατσούκλια δεν άργησαν να ακουσθούν  και να γίνουν κοινές στις συνομοταξίες των πολεμικών φυλών. Τις χρησιμοποιούσαν ασύστολα αντί των ονομάτων του αντίπαλου ηγέτη της όποιας νέας κλίκας περιζήτητων . Η "χαζή" δεν ήταν άλλη από την Κοραλία, η οποία, παρόλο που άκουγε συνέχεια αυτό το επίθετο από την παλιά της κλίκα ποτέ δεν γυρνούσε. Δημιουργός του ήταν ο Πέτρος που ήθελε να την διώξει από τον χώρο του. Σε αντίποινα, ο Πέτρος πήρε το παρατσούκλι του "χαλβά", δεν τον πείραξε ιδιαίτερα όμως καθώς τον χαλβά τον εκτιμούσε  σαν γλυκό και σαν ορεκτικό και σαν σνακ. Το "ψώνιο" ήταν η ετικέτα της Αθηνάς πλασμένη από την Δήμητρα. Η Αθηνά με τη σειρά της, της χάρισε το χαριτωμένο "μποντιμπιλντερού", ναι, μια λέξη ήταν. Ο Ερμής από τις βρύσες που ήθελε τον εξώστη βάφτισε τον Χρήστο "βλαμμένο" κι ο Χρήστος άρχισε να τον φωνάζει "ξερόλα". Σαν διοικητής της θέσης που είχε στα πεζούλια ο Οδυσσέας κατονόμασε τον Φοίβο "κάθαρμα" όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί την θέση του σε μια διαμάχη κι ο Φοίβος τον Οδυσσέα " φωτεινό παντογνώστη", επιθετικοί προσδιορισμοί που τους ακολούθησαν και μετέπειτα. "Νοικοκυρά" χαρακτήρισε η Αθηνά την Άννα όταν πήγε στις βρύσες να γεμίσει όχι μόνο το παγούρι της αλλά και το παγούρι του Μαρίνου. Συνεπαρμένος ο Ερμής που παράκουσε την προσφώνηση αφού βρισκόταν λίγο πιο μακριά, χάρισε στον Μαρίνο το "νοικοκύρης" γελώντας τόσο πολύ που είχε διπλώσει στα δυο. Μετά από έντονη συζήτηση ο Μαρίνος και η Άννα έβγαλαν τον Ερμή "σπασίκλα" και την Αθηνά "κουτορνίθι". Σε αυτή την τρελή παράνοια οι μάζες είχαν δημιουργήσει το " δίδυμο της συμφοράς" για τον Ερμή και τον Οδυσσέα και το"μικροαστοί" για την Άννα και τον Μαρίνο.   

         Εκτός από τις προσφωνήσεις όμως υπήρχαν και τα διάφορα "ατυχήματα" που γινόντουσαν τακτικά μεταξύ των φυλών με συνήθεις στόχους τους αρχηγούς τους. Ατυχήματα όπως να χύνονται χυμοί, γρανίτες, αναψυκτικά  και όλα τα είδη υγρών "κατά λάθος" πάνω σε κάποιον. Σπρωξίματα και ρίξιμο σε λάσπες και λασπόνερα ειδικά στο μάθημα της γυμναστικής, με τον κύριο Φλέξο να βγαίνει από τα ρούχα του. Τηλέφωνα σε ανοικτά κινητά εν ώρα μαθήματος με σκοπό αν δεν είχαν χαμηλωμένο ήχο, ο καλούμενος να πάρει απουσία. Φάρσες όπως μπαλόνια, πινέζες ή κόλλα στις καρέκλες. Αλλαγή τετραδίων, απόκρυψη βιβλίων ή παλτού ή ολόκληρης τσάντας. 

          Τα πράγματα ήταν ήδη άσχημα αλλά έγιναν και χειρότερα. Η αρχή έγινε όταν ο Πέτρος με τον Οδυσσέα ήρθαν στα χέρια και αποβλήθηκαν και οι δύο. Ο Χρήστος μετά από μια τρικλοποδιά του Φοίβου στον εξώστη, βρέθηκε με σπασμένο χέρι. Η Δήμητρα έσπασε ένα δόντι της Κοραλίας μετά από ένα δυνατό σουτ κατευθείαν στο πρόσωπο της. Η Άννα έκανε τσακωτό τον Μαρίνο στις τουαλέτες με μια άλλη κοπέλα και τον χώρισε κάνοντας μια τεράστια σκηνή μπροστά σε όλο το σχολείο. Οι μόνοι αλώβητοι  τουλάχιστον σωματικά ήταν η Αθηνά κι ο Ερμής, ψυχολογικά όμως βυθίζονταν και οι δύο όλο και περισσότερο στην θάλασσα της απομόνωσης και της μοναξιάς. 

           Το τραίνο εκτροχιάστηκε εντελώς όταν οι γονείς και των δέκα κλήθηκαν σε επείγουσα γονική συνέλευση  από το σχολείο. Μέσα σε τρείς ώρες είχαν παρθεί σοβαρές αποφάσεις για την μοίρα των παιδιών . Η πρώτη απόφαση ήταν πως όλα τα παιδιά τίθενται σε κατ΄οίκον περιορισμό και οι μετακινήσεις τους θα γίνονται με την συνοδεία των γονιών τους.  Δεύτερη απόφαση, οι γονείς θα έχουν άμεση ενημέρωση από τους καθηγητές ακόμα και για ωριαία απουσία. Τελευταία απόφαση, αφαίρεση κινητών και ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Όλες αυτές οι αποφάσεις θα είχαν ισχύ για ένα μήνα τουλάχιστον. 

          Σε αυτόν τον ένα μήνα οι μάσκες που είχαν φορέσει τα παιδιά άρχισαν να πέφτουν. Οι κοροϊδίες και οι φάρσες σταμάτησαν όπως και οι προσφωνήσεις. Η παλιά αγέλη σιγά σιγά άρχισε να ξαναμιλάει. Στην αρχή πολύ δειλά και τυπικά. Στην πορεία όμως, μια αργή και βασανιστική πορεία, γεμάτη χαλικάκια και αγκαθάκια, η κουβέντα άρχισε να γίνεται πιο ανάλαφρη και πιο εύκολη για όλους παρ' όλο που πάντα μιλούσαν για άσχετα πράγματα κι όχι γι' αυτό που πραγματικά τους απασχολούσε. 

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Η ΑΓΕΛΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΗ

 


              Το Γυμνάσιό μας, που ήταν ζωντανό για πολλά χρόνια και είχαν περάσει αρκετές γενιές από τους τοίχους του, γνώριζε ήδη τι επρόκειτο να γίνει από την στιγμή που κάποιο παιδί θα έβλεπε και θα επισκεπτόταν το περίπτερο. Τώρα όμως, δεν ήταν μόνο ένα αλλά δέκα! Τα πράγματα, συλλογιζόταν, πως θα είναι δεκαπλάσια χειρότερα απ' ότι όλες τις άλλες φορές. Η μαγεία πάντα έρχεται με ένα τίμημα... Το τίμημα της μαγείας για το Γυμνάσιό μας ήταν ότι ήταν ζωντανό, αλλά αυτό είναι απλά ένα τσιμεντένιο κτίριο, για τους ανθρώπους η μαγεία μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη. Το είχε δει στο παρελθόν...

Η αγέλη μας από την πρώτη εβδομάδα έπαψε να βρίσκεται στο φάσμα των περιθωριακών και έσπασε το ρεκόρ ανόδου στους περιζήτητους. Το "δέκα μικροί χαμένοι" ανήκε στο παρελθόν, πλέον ήταν περιζήτητοι. Όχι, όχι απλά περιζήτητοι, η ελίτ των περιζήτητων. Όλοι ήθελαν να τους μιλήσουν και να τους κάνουν παρέα, να τους προσθέσουν στη δίκη τους περιζήτητη κλίκα. Τα αυτιά και των δέκα φίλων βούιζαν συνεχώς από ξένες φωνές που εισέβαλαν στο κεφάλι τους και νόθευαν τις σκέψεις τους. Δεν ήταν πια καθαροί, δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι όπως  μια εβδομάδα πριν. 

          Την δεύτερη εβδομάδα μετά από την επίσκεψή τους στο περίπτερο κι αφού είχαν κατακτήσει γρήγορα και απότομα τον κόσμο των περιζήτητων, άρχισαν να αλλάζουν σαν χαρακτήρες και οι ίδιοι. Συνέχιζαν μεν να κάνουν παρέα αλλά οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Ο καθένας έσερνε από πίσω του και τον μεγαλύτερο περιζήτητο που τον ακολουθούσε πιστά, σαν κατοικίδιο. Τα μυστικά που μοιραζόντουσαν κάποτε, υπήρχαν ακόμη αλλά δεν τα έλεγαν πια μεταξύ τους. Προτιμούσαν τις νέες περιζήτητες παρέες τους ο καθένας. Οι συζητήσεις μεταξύ της αγέλης μας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο τυπικές και ρηχές. Οι επιρροές των περιζήτητων φίλων τους ήταν εμφανείς σε όλα τα μέλη της αγέλης μας που πλέον δεν ήταν και πολύ σίγουροι για την αλληλεγγύη και την αλληλοϋποστήριξη που  αναπτύχθηκε μεταξύ τους από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Δεν ήταν σίγουροι για την φιλία τους, για όλα αυτά που μέχρι τώρα τους είχαν ενώσει.

          Η φιλία τους δεν ήταν η ίδια γιατί κι αυτοί δεν ήταν οι  ίδιοι. Ήταν επιτέλους περιζήτητοι κι η ζωή τους, η καθημερινότητά τους ήταν διαφορετική για τον καθένα. Δεν διέθεταν τον χρόνο ή την διάθεση που είχαν παλαιότερα για να ασχοληθούν ο ένας με τον άλλον. Το γυαλί ράγισε για την αγέλη μας εκείνη την στιγμή που βγήκαν από το περίπτερο, χωρίς καν να το γνωρίζουν τα μέλη της.  Ένα από τα θεμέλια της φιλίας είναι να αγαπάς τον άλλον γι' αυτό που είναι, χωρίς να θέλεις να του αλλάξεις μυαλά ή όψη αλλά πώς μπορεί ένα άτομο στην εφηβεία, που δεν αποδέχεται πλήρως ούτε αγαπά ολοκληρωτικά τον εαυτό του να γίνει τόσο δυνατός και καλός φίλος; Η εφηβεία είναι μια  περίοδος κατανόησης και αποδοχής του εαυτού παρ' όλα τα κοινωνικά εμπόδια που βρίσκονται στον δρόμο, αλλά η αγάπη και η φιλία προέρχονται από την αθωότητα της ψυχής.  Ένας άνθρωπος μπορεί να διδαχθεί την ανιδιοτελή αγάπη γιατί υπάρχει ήδη μέσα του, καλυμμένη με το πέπλο της αγνότητας και της καθαρότητας. Υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί και να δώσει αγάπη παρά την σωματική του ηλικία. Καμιά φορά, όμως, τα εμπόδια τυφλώνουν, μπερδεύουν και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Ωστόσο, η αγάπη είναι πάντα πιο δυνατή και δεν χάνεται εύκολα στον δρόμο. 

                  Η ζήλεια δεν άργησε να χτυπήσει την πόρτα της αγέλης μας. Ακόμα και τώρα που τα είχαν όλα, ζήλευαν ο ένας τον άλλον. Ο Χρήστος τον Φοίβο, ο Φοίβος τον Πέτρο, ο Πέτρος τα δίδυμα, ο Ερμής την Δήμητρα, ο Οδυσσέας την Αθηνά, η Αθηνά την Κοραλία και το χειρότερο ο Μαρίνος την Άννα και το αντίστροφο. Κάθε δεύτερο διάλειμμα χώριζαν, κάθε τρίτο τα ξανάβρισκαν. Ζήλευαν τις νέες παρέες ή τα κανακέματα των καθηγητών, ειδικά των σκληρών καθηγητών όπως η κυρία Βιολουδάκη ή η κυρία Αναγνώστου. Ζήλευαν τα μέρη που στεκόντουσαν στην αυλή ή ποιοί τους χαιρετούσαν και πόσο τους αναγνώριζαν οι γύρω τους. Ζήλεια που τους τρέλαινε γιατί στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι ζήλευαν την νέα εικόνα που είχαν οι παλιοί τους φίλοι από τη στιγμή που βγήκαν απ’ το περίπτερο. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος  με αυτά που είχε και φθονούσε τα ταλέντα, τις επιτυχίες και τις χάρες των παλιών συμμάχων. 

     Παρέα με την ζήλεια έφθασε και η έπαρση. Τώρα που ήταν όλοι περιζήτητοι, ήταν όλοι και οι καλύτεροι. Καλύτεροι όχι μόνο από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, καλύτεροι κι ο ένας από τον άλλον. Ένοιωθαν ανώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους, πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι. Είχαν ανέβει στην μικροκοινωνία του σχολείου ένα σκαλί, ίσως και πέντε, αλλά για την όμορφη παρέα μας το κάθε αγόρι ήταν ο βασιλιάς του κόσμου και κάθε κορίτσι η πριγκίπισσα του παραμυθιού κι έτσι είχαν προφανώς ανέβει και στο καλάμι, μια κίνηση που ποτέ δεν κάνει καλό στον ανθρώπινο χαρακτήρα. 

         Η ζήλεια και η έπαρση συγχρόνως έφεραν μαζί τους και την μικρότερη και χαιρέκακη αδερφή τους, την διχόνοια. Η διχόνοια βολτάρισε από όλα τα μυαλουδάκια της άλλοτε δεμένης αγέλης κι έσπειρε τους νοσηρούς της σπόρους. Σαν άλλη πληγή του Φαραώ άρχισε να χτυπά αλύπητα  δίχως κανένα έλεος και να αμβλύνει ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των φίλων ώσπου πια δεν υπήρχε φιλία. Δεν υπήρχε κλίκα. Δεν υπήρχε καν αγέλη. Το έργο της διχόνοιας και των αδερφών της, είχε τελειοποιηθεί, άλλη μια παρέα που επιτυχώς κατέστρεψαν. 


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ