Το σχέδιο στο οποίο κατέληξε η αγέλη μας ήταν το εξής: θα γλυκαίνανε τις μοίρες. Φοβόντουσαν πολύ για να παίξουν τον πίνακα των φαντασμάτων. Για καλή τους τύχη, η αδερφή της Δήμητρας, η Ηρώ, ήταν έγκυος, οπότε, θα έπρεπε απλά να περιμένουν την γέννηση του μωρού ώστε να δελεάσουν με γλυκά τις μοίρες, στο δωμάτιο του νέου μέλους της οικογένειας. Διάλεξαν το γλυκό τριαντάφυλλο, φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της Αθηνάς, τρία όμορφα πιατάκια από το γάμο της Ηρώς που βρισκόταν ήδη στο σπίτι, τρία ποτήρια κολονάτα για νερό και τρία για κρασί, το οποίο θα έφερνε ο Φοίβος.
Έπρεπε όμως να περιμένουν την γέννηση του μωρού, που δεν αργούσε και πολύ καθώς η κοιλιά της Ηρώς ήταν ήδη τουμπανιασμένη και έτοιμη να σκάσει για να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Η αγέλη μας περίμενε καρτερικά το χαρμόσυνο γεγονός που θα γινόταν ακόμα πιο υπέροχο μόλις συναντούσαν τις μοίρες κι άλλαζαν στους παλιούς τους εαυτούς που τόσο είχαν υποτιμήσει. Η υπομονή είναι μεγάλη αρετή και ευτυχώς για την ξανά-ενωμένη αγέλη μας, ο ένας στήριζε τον άλλον σε αυτή την δίνη της αδημονίας.
Έπειτα από μια βδομάδα, έσπασαν τα νερά. Το μωρό θα ερχόταν σύντομα. Η Δήμητρα κάλεσε την κλίκα να είναι σε ετοιμότητα, με τα "υλικά" επ' ώμου και η ίδια, ακολούθησε την οικογένεια της στο μαιευτήριο, σαν πρόσκοπος σε ετοιμότητα. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι το θαύμα της ζωής είναι τόσο επώδυνο για την νέα μητέρα ή ότι τα ουρλιαχτά της αδερφής της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα διάδρομο και μια κλειστή πόρτα.
Ο τοκετός κράτησε αρκετές ώρες, παραπάνω από ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Η Δήμητρα είχε λαγοκοιμηθεί σε μια από τις πλαστικές καρέκλες που ήταν βιδωμένες στον τοίχο, ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατα του πατέρα της. Άνοιξε τα μάτια της από έναν οξύ ήχο που ερχόταν από το δωμάτιο τοκετού, ήταν κλάμα. Κλάμα νεογέννητου. Τινάχτηκε στην καρέκλα της σαν ελατήριο και με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε τριγύρω σαν να ήθελε κάποιος να της επιβεβαιώσει πως αυτό που άκουγε ήταν το κλάμα του ανηψιού της. Ένα ανήψι που δεν είχε δει και δεν καταλάβαινε πώς γίνεται αφού δεν το έχει δει, να νοιώθει τόση αγάπη γι΄αυτό. Να νοιώθει πως πρέπει να τρέξει να το προστατέψει, να το αγκαλιάσει και να το καθησυχάσει. Να σταματήσει να κλαίει, τα παιδιά δεν πρέπει να κλαίνε, πρέπει να είναι ευτυχισμένα…
Το εξιτήριο δεν θα αργούσε κι αυτό να έρθει. Μητέρα και μωρό έχαιραν άκρας υγείας και σύντομα θα πήγαιναν σπίτι. Η αγέλη μας είχε επισκεφθεί το νέο μέλος στο νοσοκομείο, νωρίς το πρωί την επόμενη της γέννησης του. Το κοιτούσαν όλοι αποχαυνωμένοι μπροστά απ' το τζάμι, να κοιμάται σε μια αίθουσα που φιλοξενούσε όλα τα νεογέννητα του νοσοκομείου. Ρίγη δέους τους διαπερνούσαν μπροστά στην νέα ζωή. Μαζί με την Δήμητρα, όλη η αγέλη, ζήτησε της Ηρούς να ετοιμάσουν το δωμάτιο του μωρού για το καλωσόρισμα του στο σπίτι και αυτή με τη σειρά της δέχθηκε μετά χαράς. Φαινόταν τόσο κουρασμένη αλλά έλαμπε, πανευτυχής και μόλις τα παιδιά πρόσφεραν τη βοήθεια τους έλαμψε μαζί της ολόκληρο το δωμάτιο. Ήταν πολύ περήφανη για την μικρή της αδερφή και την παρέα της.
Η αγέλη, μόλις έφτασε στο σπίτι άρχισε να καταπιάνεται με τις ετοιμασίες του δωματίου. Έβαλαν ένα όμορφο κεντητό τραπεζομάντηλο επάνω στην συρταριέρα και τοποθέτησαν τα ποτήρια με το νερό και τα ποτήρια με το κρασί. Μοίρασαν ολόκληρο το γλυκό τριαντάφυλλο, ισόποσα στα τρία πιατάκια και τύλιξαν τρία κουταλάκια όμορφα σε χαρτοπετσέτες, τις οποίες άφησαν δίπλα στα γλυκά. Το ίδιο απόγευμα ήρθαν στο σπίτι η λεχώνα με το μωρό, το οποίο έβαλαν κατευθείαν στην κούνια του. Έκατσαν για λίγο όλοι μαζί στο σαλόνι και συζητούσαν για διάφορα ώσπου η Ηρώ, βυθίστηκε σε ένα γαλήνιο ύπνο.
Μόλις είδαν την Ηρώ να κοιμάται, τα παιδιά σηκώθηκαν και περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, κατευθύνθηκαν στο παιδικό δωμάτιο. Πέρασαν τον διάδρομο σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον και προσπαθώντας να μην ακουστεί κιχ! Έφτασαν μπροστά στην πόρτα του παιδικού δωματίου. Ξαφνιάστηκαν που είδαν την πόρτα κλειστή και η Δήμητρα άπλωσε επιφυλακτικά το χέρι της στο πόμολο για να την ανοίξει. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε γύρω της, τους φίλους της, για να πάρει δύναμη και να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί το άγνωστο. Με το χέρι της Δήμητρας στο μάνταλο και της καρδιές όλων στο στόμα, άκουσαν μέσα στο δωμάτιο τα ποτήρια να τσουγκρίζουν. Ο φόβος για την ακεραιότητα του μωρού ήταν μεγαλύτερος από τον φόβο του αγνώστου. Η Δήμητρα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τα παιδιά αντίκρισαν τις τρείς μοίρες να δοκιμάζουν το κρασί.