Είχε ένα ξυλουργείο στο κεφαλοχώρι κι αναλάμβανε διάφορες δουλειές. Έπιπλα, πόρτες, έφτιαχνε απ’ όλα. Πήγαινε ο πελάτης, έδινε την παραγγελία κι έμπαινε στη σειρά για την παράδοση. Όλα ήταν χειροποίητα κι ήθελαν τον χρόνο τους.
Η δουλειά ήταν πολλή και γι’ αυτό έπαιρνε διάφορα παιδιά ως βοηθούς, τσιράκια.
Τους έδινε ένα χαρτζιλίκι, για μεροκάματο ούτε λόγος, αυτό το έπαιρναν αν κατάφερναν να γίνουν μαστόρια. Τι ένσημα κι επισημότητες; Ο Ζήκος μπροστά τους ήταν άρχοντας!
Την τέχνη την μάθαιναν σιγά σιγά, εμπειρικά κι από τους τέσσερις πέντε που είχε συνέχεια στη δούλεψή του μόνο ένας στα δύο χρόνια γινόταν ξυλουργός. Οι υπόλοιποι εγκατέλειπαν.
Εκείνη τη χρονιά είχαν πέσει πολλοί γάμοι με αποτέλεσμα οι παραγγελίες να έρχονται βροχή. Επειδή, ένας γάμος στο χωριό σημαίνει έπιπλα, κουζίνες και πόρτες για το νέο σπίτι και επιπλέον διάφορες ανακαινίσεις που έκαναν στα σπίτια τους οι συμπεθέροι.
Είχε έξι τσιράκια στο εργαστήρι του. Οι δύο ήταν παλιοί που ήξεραν καλά την τέχνη, οι άλλοι δύο ήταν μόνο δυο χρόνια μαζί του και τα άλλα δυο παιδιά ήταν φρέσκα, τα είχε πάρει για να κουβαλάνε και να βοηθούν τους βοηθούς του.
Δεν άφηνε να του φύγει δουλειά. Όσο φόρτο και να είχε αναλάμβανε κάθε νέα παραγγελία που ερχόταν.
Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή κι ενώ είχε καλυμμένο όλο το επόμενο τετράμηνο, έρχεται μια παραγγελία για γάμο . Ήθελαν όλο το νοικοκυριό και άμεσα. Σιγά να μην τους άφηνε να φύγουν. Θα έριχνε πίσω τις άλλες παραγγελίες και θα τα έφερνε βόλτα.
Τσάμπα του φώναζαν οι βοηθοί και τα τσιράκια, «αφεντικό, δεν προλαβαίνουμε, πότε θα τα φτιάξουμε όλα αυτά;» «Σκασμός, κουτσαβάκια, που θα μου πείτε εμένα τι προλαβαίνουμε και τι όχι! Αν βάλετε τον κώλο σας κάτω και δουλέψετε αντί να μιλάτε και να διαμαρτύρεστε, θα προλάβουμε. Δουλέψτε, ντε! Τι με κοιτάτε;»
«Εσύ κι εσύ, έδειξε τους δύο μαθητευόμενους που κόντευαν ν’ αποφοιτήσουν, ελάτε μαζί μου να πάμε να πάρουμε τα μέτρα».
Χωρίς κουβέντα τον ακολούθησαν, τι να πουν άλλωστε; Ν’ ακούσουν κι άλλα;
Έφτασαν στο σπίτι κι άρχισαν να μετρούν. Τους είπαν οι πελάτες πώς ήθελαν τους καναπέδες, την τραπεζαρία, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες και το σκρίνιο.
Παίρνοντας τα μέτρα το αφεντικό, από τη βιασύνη του ή επειδή είχε πολλά στο μυαλό του, άλλα μέτρησε και άλλα έγραψε. Ο ένας από τους δύο βοηθούς που είχε μαζί του παρατήρησε το λάθος και του το είπε. «Πάψε, ξερόλα, τολμάς να μου πεις ότι εγώ κάνω λάθος! Πότε έμαθες τη δουλειά για να διορθώσεις εμένα; Μην ξαναμιλήσεις γιατί θα πω του πατέρα σου ότι τεμπελιάζεις και δεν έχεις μάθει τίποτα δυο χρόνια τώρα!»
Το παιδί δεν ξαναμίλησε, όχι από φόβο, επειδή είχε βάλει στο μυαλό του να του δώσει ένα καλό μάθημα!
Πίσω στο εργαστήριο, έδωσε τα μέτρα στους δυο τελειόφοιτους να ξεκινήσουν τη δουλειά κι αυτός έτρεξε να πάρει κι άλλες δουλειές. Οι έξι μαθητευόμενοι έπρεπε τώρα να δουλέψουν διπλοβάρδιες για να προλάβουν και πάλι δεν ήταν σίγουρο αν θα προλάβαιναν.
Πέρασε η πρώτη εβδομάδα και η δουλειά προχωρούσε ικανοποιητικά. Πράγματι, σε δυο βδομάδες ήταν όλα έτοιμα και το Σάββατο, τη μέρα του γάμου, πήγαν όλοι μαζί να τα μοντάρουν και να τα στήσουν. Τη στιγμή που όλοι είχαν φύγει στην εκκλησία για τον γάμο, αυτοί ήταν ακόμη εκεί και δούλευαν. Τελευταίο είχαν αφήσει το σκρίνιο. Γύρισε το νιόπαντρο ζευγάρι με τους καλεσμένους τους από την εκκλησία την ώρα που το έστηναν.
Άρχισαν να κερνούν τους καλεσμένους περιμένοντας τους μαραγκούς να τελειώσουν τη δουλειά τους. Την ώρα που έστηναν το έπιπλο, ο αρχιμάστορας κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν τον άφηνε ο εγωισμός του να παραδεχτεί το λάθος του. Με σφήνες και με άλλα μαστορικά κόλπα προσπάθησε να καλύψει την αποτυχία του. Η θέση του ήταν δύσκολη. Από τη μια θα γινόταν ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο και από την άλλη θα έβγαινε θιγμένος και μειωμένος απ’ τον βοηθό του.
Με τα πολλά, τελείωσαν κι άρχισαν να μαζεύουν τα εργαλεία τους για να φύγουν.
Αμέσως έτρεξαν οι συμπεθέρες να το στολίσουν με τα χειροποίητα εργόχειρα από την προίκα της νύφης και να το γεμίσουν με πιάτα, ποτήρια, διάφορα κρύσταλλα και μπιμπελό από τα δώρα του γάμου.
Πήγαν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν το ζευγάρι. Πάνω στη χειραψία ακούν έναν κακό θόρυβο… κρρρραααακ, κρρρααακ, άρχισε σιγά και συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση. Κρααακ, κρααακ, και ξαφνικά ένα ακόμη πιο δυνατό κραααααααααααααακ! Και ταυτόχρονα τσινγκ, τσινγκ, τσανγκ, τσανγκ, κρατς, κρατς, κρουτς, τσάνγκαρ, τσούνγκαρ!
Κολυμπηθρόξυλα το σκρίνιο! Άμμος, κομμάτια και θρύψαλα τα γυαλικά!
Ξύλα, γυαλιά και κεντήματα ένα κουβάρι στο πάτωμα κοίταζαν τον κόσμο λυπημένα!
Ξεροκατάπιε το αφεντικό κι άρχισε να φωνάζει στα παιδιά: «τσακιστείτε από τα μάτια μου, άχρηστοι, άλλα μέτρα σας δίνω και κάνετε του κεφαλιού σας. Δρόμο όλοι! Τι να πεις; Στραβάδια…» Τα μπάλωσε τέλος πάντων στους πελάτες ρίχνοντας την ευθύνη στα παιδιά κι έφυγε υποσχόμενος πως αύριο το πρωί θα τους έφερνε άλλο, σωστό αυτή τη φορά.
Στο δρόμο της επιστροφής, άφριζε κι έβριζε συνεχώς. Φτάνοντας στο εργαστήριο υποχρέωσε τους βοηθούς να κόψουν την ξυλεία ώστε το επόμενο πρωί να τελειώσουν το γρηγορότερο κι έδωσε την εντολή όλοι να βρίσκονται εκεί απ’ τα χαράματα. Αυτός έφυγε και πήγε να ξεκουραστεί.
Τότε ήταν η στιγμή που ο μαθητευόμενος ξεφούρνισε το μυστικό του. Ότι δηλαδή το αφεντικό ήταν ο κύριος υπαίτιος, ότι από την αρχή είχε πάρει λάθος τα μέτρα. Οπότε, αν ξεκινούσαν με τα ίδια μέτρα, πάλι το ίδιο λάθος θα γινόταν.
Τι να κάνουν τώρα; Κλείνουν το μαγαζί και πάνε για μπύρες. Το είχαν πάρει απόφαση. Οι δύο τελειόφοιτοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τις δικές τους δουλειές και οι υπόλοιποι δεν είχαν καμιά διάθεση να συνεχίσουν να δουλεύουν μ’ αυτό το αφεντικό.
Διασκέδασαν, απελευθερωμένοι πλέον, έχοντας πάρει τις αποφάσεις τους.
Την άλλη μέρα, το αφεντικό τους περίμενε στις έξι το πρωί. Του φάνηκε παράξενο που δεν ήρθε κανείς μέχρι τις επτά. Περίμενε μέχρι τις οχτώ, τίποτα! Τι να κάνει; Ξεκινάει για το σπίτι του ενός και στέλνει τον γιο του στον άλλον, σ’ αυτούς που βρισκόταν πιο κοντά.
Του ήρθε ταμπλάς που λένε όταν και οι δυο του δήλωσαν ότι παραιτούνται. Το σοκ ήταν μεγάλο! Αυτό δεν το περίμενε! Άρχισε να υπόσχεται, μετά να παρακαλάει, μετά να ικετεύει… Κάτσε να το φτιάξεις μόνος σου με τα μέτρα που πήρες, ήταν η απάντησή τους.
Απ’ ότι έμαθαν μετά, έριξε τα μούτρα του, πήγε και πήρε τα σωστά μέτρα κι έκατσε και το έφτιαξε μόνος του.
Η εκδίκηση ήταν ωραία και δίκαιη. Δεν ήξεραν αν ήταν κρύα ή ζεστή στο πιάτο, ήταν όμως νοστιμότατη!