Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΦΟΥΣΚΑ

  Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στα παρασκήνια. Το καμαρίνι ήταν γεμάτο από πιωμένους καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι κρατούσαν από ένα ποτήρι στο χέρι γεμάτο αλκοόλ. Κάποιοι σνίφαραν κόκα πάνω σε κινητά και σε ταυτότητες. Είχαν κάνει γιούφια από τα πενηντάευρα που είχαν λάβει ως προκαταβολή από τον χώρο συναυλιών. Έβγαλε ένα σακουλάκι με χαρτονάκια, έκοψε ένα κομμάτι και το έβαλε στο στόμα μου το οποίο ίσα που άνοιξα. Καθώς το ναρκωτικό άγγιξε την γλώσσα μου ένιωσα την γεύση από τον αντίχειρά του. Καπνός και χόρτο. Άγγιξε το μάγουλό μου απαλά, με πήρε από το χέρι και βγήκαμε πάλι στην πίστα.

   «Θέλεις τσιγάρο;» τον ρώτησα. Κοίταξε το πακέτο στο χέρι μου και μου απάντησε πως δεν καπνίζει ψεύτες. Έβγαλα ένα μεγάλο χαρτάκι, μια τζιβάνα, ένα σακουλάκι χόρτο που είχα καβατζώσει στο σουτιέν μου κι άρχισα να στρίβω. Μοιραστήκαμε το τσιγάρο καθώς χορεύαμε. Το χαμόγελό του ήταν υπέροχο. Ένιωθα ευπρόσδεκτη. Όταν σβήσαμε τον μπάφο μας, πήγαμε στο μπαρ και παραγγείλαμε ποτά κι ένα μπουκαλάκι νερό. Στην παρέα μας θα είχαμε και μαντάμ. Βηματίσαμε κατά μήκος του τοίχου πίσω από το μπαρ και στην γωνία πριν την σκηνή, φτιάξαμε το μαγικό μας φίλτρο ρίχνοντας την κρυσταλλική σκόνη στο μπουκαλάκι με το νερό. Την χτυπήσαμε καλά και μοιραστήκαμε μερικές γουλιές.

    Σε κάθε γάρο μου έδινε ανάποδες και κάθε φορά ερχόταν όλο και πιο κοντά στα χείλη μου. Χορεύαμε, τσουγκρίζαμε, γελούσαμε. Ο κόσμος γύρω μας κινούταν σε γρήγορη κίνηση και ‘μείς βρισκόμασταν σε μια χαρούμενη πολύχρωμη φούσκα. Σταματήσαμε τον ξέφρενο χορό για να στρίψουμε άλλο ένα τσιγάρο και να πιούμε λίγη molly. Μόλις του γύρισα το τσιγάρο, το πήρε στα δάχτυλά του και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου. «Μ’ αρέσει που είσαι τόσο αληθινή» μου είπε σιγανά στ’ αυτί και με φίλησε παθιασμένα. Ήταν το πρώτο μας φιλί.

   Ο ήλιος είχε βγει στον κρύο ουρανό. Του είχα πει να μην οδηγήσει. Θυμάμαι να περιμένω το τηλέφωνό μου να χτυπήσει. Οι ώρες περνούσαν και το ξενέρωμα από την μαντάμ ήταν ανυπόφορο. Έκανα το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο χωρίς να καταλαβαίνω τι καπνίζω. Κοιτούσα το κινητό μου μέχρι που χτύπησε. Ήταν ο κολλητός του, με ρωτούσε τι είχαμε πιεί και τον ρωτούσα τι έγινε. Φώναζε άλλα η φωνή του ήταν σπασμένη. Η φούσκα έσκασε με τον χειρότερο τρόπο. Κι από τότε ο στίχος «εμείς γνωρίσαμε άγρια την παγίδα του ονείρου, κεριά που σιγοκαίνε στα εκκλησάκια του Φαλήρου» έγινε πραγματικότητά μου.



Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε για τον 8ο διαγωνισμό του ΙΑΝΟΥ με θέμα "Με το βλέμμα σ' ένα στίχο". Δεν βραβεύτηκε. 

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧΧ

   Ο τσαγκάρης, το γεροντοπαλίκαρο του χωριού πήγε για τα πρωινά τσίπουρα στο σπίτι του γείτονα και φίλου του, του Γιάννη του υδραυλικού. Η σκιά της κληματαριάς χάριζε τη δροσιά της στους φίλους που τα έπιναν, χαζολογούσαν και κουτσομπόλευαν. Αν κάποιος νομίζει ότι οι άντρες δεν κουτσομπολεύουν κάνει λάθος οικτρό! Το κάνουν και μάλιστα καλύτερα από πολλές γυναίκες!

-Έλα ρε μπρατ, να σφίξουμε άλλο ένα!

-Να ζντράβια, στην υγειά μας!

-Ωραία το στόλισαν όμως το σπίτι! Θα είναι ωραίος γάμος! Α, να κι η Ελενίτσα! 

Η κοπέλα κατέβαινε γρήγορα τις σκάλες στο απέναντι σπίτι.

-Ελενίτσα, πρόσεχε, μην κατεβαίνεις έτσι τις σκάλες. Θα πέσεις και θα στραμπουλίξεις το πόδι σου. Της φώναξε ο τσαγκάρης. Αυτή τον χαιρέτισε ευγενικά και πήγε στη δουλειά της. Μετά από λίγο γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει πάλι τρέχοντας τις σκάλες. Το στραβοπάτημά της λόγω της πλαστικής σαγιονάρας την έριξε στη βάση της σκάλας ευτυχώς με ένα μόνο διάστρεμμα.

-Φτου! Την μάτιαξα ο βλαμένος!

-Δεν ξέρω τι έγινε αλλά σίγουρα έβαλες το χεράκι σου! Απάντησε ο φίλος του.

   Αυτό έγινε την Τετάρτη κι ο γάμος ήταν για το Σάββατο. Ο αστράγαλος της Ελενίτσας πρήστηκε σαν τούμπανο κι όλη τη νύχτα έψαχναν να βρουν γιατροσόφια για την νύφη. 

Πώς θα χόρευε με το πόδι γκάιντα;  Έβαλαν σπασμένα κρεμμύδια με λάδι, τίποτα. Έβαλαν ό,τι βοτάνια βρήκαν, σχεδόν  τίποτα. Η μόνη τους ελπίδα ήταν ότι σε τρεις μέρες θα υποχωρούσε κάπως το πρήξιμο και θα μπορούσε τουλάχιστον για την στέψη να φορέσει τα γοβάκια της.

  Την Πέμπτη έγινε το προγλέντι στο σπίτι της νύφης κατά το έθιμο. Καλεσμένοι ήταν το μισό χωριό. Το σπίτι  λαμποκοπούσε σαν τούρτα με εκατό κεράκια και βεγγαλικά μαζί! Λουλούδια, κορδέλες στόλιζαν τις βεράντες και η ζωντανή ορχήστρα χρωμάτιζε έντονα την χαρούμενη ατμόσφαιρα. Τα τραπέζια στοιχισμένα στην αυλή με άσπρα τραπεζομάντηλα καλοδέχονταν τους καλεσμένους. Οι μπύρες, οι ρετσίνες και τα ουίσκι έρρεαν άφθονα κι οι σερβιτόροι έτρεχαν να προλάβουν  τις παραγγελίες των καλεσμένων. Το χωριό άλλωστε δεν το ακολουθούσε άδικα η φήμη ότι οι κάτοικοί του ήταν δεινοί πότες. Αφού μάλιστα υπήρχε και αίθουσα δεξιώσεων η οποία τους είχε αποβάλλει. Δεν αναλάμβανε γάμους του χωριού επειδή έπιναν πολύ κι η επιχείρηση έμπαινε μέσα. Το φορτηγάκι της εταιρίας catering άρχισε να διανέμει το φαγητό κι οι μυρωδιές ξελίγωσαν τους φημισμένους πότες.

 Οι μερίδες με το λαχταριστό κοτόπουλο και τα συνοδευτικά έφτασαν στα τραπέζια κι έπεσαν όλοι με τα μούτρα στην μασαμπούκα και την μπυροκατάνυξη. 

Μετά το φαγοπότι το έριξαν στο χορό, ώπα γιάλλα! Οι φίλοι του γαμπρού θέλησαν να τηρήσουν το παμπάλαιο έθιμο της κλοπής της κότας. Μα, ελλείψει κοτετσιού λόγω της πολιτισμικής εξέλιξης, ως γνήσιοι αγρο-teenagers, αποφάσισαν να κλέψουν το σαλόνι του σπιτιού. Σήκωσαν καναπέδες και πολυθρόνες. Μέσα στη σούρα τους όμως, δεν υπολόγισαν καλά τις διαστάσεις των επίπλων σε σχέση με την εξώπορτα.

-Ωραία, και πώς τα βγάζουμε έξω αφεντικό;

-Σημαδεύεις καλά και περνάς! Όπως κάνεις όταν περνάς με το αυτοκίνητο στενή γέφυρα!

-Με το ένα, με το δύο, με το τρία, πάμε! Ο δυνατός κρότος τράβηξε την προσοχή όσων βρίσκονταν κοντά και οι υπόλοιποι κοίταξαν εκεί που κοιτούσαν οι πρώτοι. Οι αδέξιοι λωποδύτες είχαν βάλει τόση δύναμη στην προσπάθειά τους να περάσουν τα έπιπλα από την εξώπορτα που την έριξαν κάτω μαζί με την κάσα. Ο καναπές, σμπαράλια!

Ο μπαμπάς της νύφης έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του απελπισμένος. Άντε τώρα, τελευταία στιγμή να βρει μαστόρους να διορθώσουν την ζημιά. Τι να διορθώσουν δηλαδή; Μάλλον καινούργια εξώπορτα έπρεπε να πάρει.

     Παρ’ όλα αυτά, το γλέντι συνεχίστηκε με αμείωτο κέφι μέχρι τα ξημερώματα. Ήταν κατά τις τέσσερις το πρωί όταν ένας ένας, το μισό χωριό, άρχισαν να φεύγουν με την  μορφή του κατεπείγοντος στο κέντρο υγείας του χωριού. Μαζική δηλητηρίαση από σαλμονέλα καταγράφηκε το συμβάν στα αρχεία. Το μισό χωριό ξερνούσε και είχε αγκαλιά τη λεκάνη της τουαλέτας για διπλή χρήση! Οι εγκυμονούσες μεταφέρθηκαν άμεσα στο νοσοκομείο της πόλης για περαιτέρω εξετάσεις. Μερικοί το πέρασαν ελαφρά. Άλλοι πήραν φάρμακα για να μπορέσουν να πάνε στον γάμο που θα γινόταν το Σάββατο. Κάποιοι τέλος αρρώστησαν σοβαρά και κρεβατώθηκαν.

   Την μεγάλη μέρα, το Σάββατο, έγινε ο γάμος στην μεγάλη εκκλησία του χωριού. Υπήρχε και μια μικρότερη πιο κοντά αλλά ως γνήσιοι βλαχοσνόμπ επέλεξαν να στεφανωθούν με μεγαλεία και γκλαμουριά. Η νύφη, με το ασημοποίκιλτο νυφικό της, γεμάτο πέρλες και δαντέλες, έξω από την εκκλησία έβγαλε τις παντόφλες και φόρεσε τις γόβες της. Μετά την τελετή και τρία σακιά ρύζι, άλλαξε πάλι  για να πάει στο γλέντι του γάμου άνετα, με παντόφλες. Την ώρα που έβγαινε το ζευγάρι από την εκκλησία, οι φίλοι του γαμπρού που ήταν σκαρφαλωμένοι στην σκεπή, έριξαν ακόμη ένα σακί ρύζι πάνω στα κεφάλια τους. Επειδή όμως ήταν ντίρλα, τους ξέφυγε το σακί κι έπεσε πάνω στο κεφάλι του γαμπρού. Έπεσε κάτω και έβλεπε όλους να στριφογυρίζουν σαν τον τροχό της τύχης. Στο κέντρο υγείας του φόρεσαν ένα κολάρο στον σβέρκο, του έδωσαν μερικά παυσίπονα και του συνέστησαν να μην πιει, να μην χορέψει και να μην ξενυχτήσει.

-Κανονικά, πρέπει να ξαπλώσεις επειδή έχεις μια ελαφριά διάσειση, αλλά λόγω της ημέρας μπορείς να συνεχίσεις,  πρόσεχε όμως, να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου, του είπε ο εφημερεύων γιατρός γνωρίζοντας πως μιλούσε μάταια.

   Το ζευγάρι, με μεγάλη καθυστέρηση έφτασε στην αίθουσα που γινόταν το γλέντι. Η νύφη με παντόφλες και ο γαμπρός με το κολάρο στο λαιμό. Θεέ μου, τι φωτογραφίες θα βγάλουμε; Σκεφτόταν η Ελενίτσα. Σιγά να μην ακούσω τον γιατρό, μια μπουκάλα ουίσκι θα την σφίξω σίγουρα. Σκεφτόταν ο γαμπρός. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος διασκέδαζε…. Τρόπος του λέγειν δηλαδή καθώς κάθε τρεις και λίγο όλοι έτρεχαν στις τουαλέτες του μαγαζιού. Από την πρώτη ώρα κιόλας, μια άσχημη μυρωδιά άρχισε να αναδύεται από την πλευρά τους. Η ουρά όλο και μεγάλωνε μέχρι που υπεύθυνοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν και τις τουαλέτες των επισκεπτών του ξενώνα τους. Κατά τ’ άλλα ήταν ένα ωραίο γλέντι κι όλοι πέρασαν υπέροχα, λέμε τώρα! Και στα δικά σας!

-Φτου κακά! Ο Χριστός κι η Παναγία!

ΦΟΥΣΚΑ