Ετικέτες

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΡΩΙΝΑΔΙΚΑ

 Δεν έχει τελειωμό η τηλεοπτική πασαρέλα. Βγαίνει με μίνι η μια στο ένα πρωινάδικο, βγαίνει η άλλη με σορτσάκι. Βγαίνει η τρίτη με μαγιό,  η άλλη τα πετάει όλα! Ανταγωνισμός ποια θα πετάξει τα περισσότερα. Γιατί; Διότι το γυμνό πουλάει! Σε ποιους πουλάει βρε καρακαηδόνες; Στους λιγούρηδες και στους τηλεματάκηδες. Στους παρίες και στους κοινωνικά απόβλητους. Αλλά, για να το κάνετε σημαίνει ότι αυτού του είδους το κοινό επιλέξατε και αυτό θέλετε. Μπράβο σας και συγχαρητήρια! Εμείς όμως τι φταίμε;

Αν πάλι δεν πετάξει η τελεπερσόνα τίποτα από πάνω της και ντύνεται φυσιολογικά, την λένε «βασικιά»! Και, στην τηλεόραση, να είναι κάποια «βασικιά» είναι πολύ κακό πράγμα.

Μόλις το ακούν βγάζουν φλύκταινες. Καμιά δεν θέλει να είναι «βασικιά», όλες θέλουν να ξεχωρίζουν. Κι αφού δεν μπορούν να ξεχωρίσουν αλλιώς, πνευματικά ας πούμε, προσπαθούν με ό,τι τρόπο μπορούν. Τι να κάνεις;  Ό,τι διαθέτει κανείς…

Έτσι, επειδή το πνεύμα μετά την πρώτη πεντηκοστή εξαφανίστηκε, οι τηλεπερσόνες χρησιμοποιούν άλλα μέσα προκειμένου να ξεχωρίσουν και να ανεβάσουν τους δείκτες τηλεθέασης. Πάνε και κάνουν επεμβάσεις αισθητικής, μικραίνουν μύτες, μεγαλώνουν ζυγωματικά, φτιάχνουν σαγόνια, φουσκώνουν τα χείλια, βγάζουν τα δόντια τους και βάζουν άλλα, ομοιόμορφα και άσπρα σαν τον ασβέστη, βγάζουν δόντια για να μπάσουν τα μάγουλα, βγάζουν πλευρά για να κάνουν λεπτή μέση, κάνουν ανόρθωση μπρος πίσω και επί τα αυτά, μαυρίζουν τεχνητά, βάζουν ψεύτικα νύχια, ψεύτικες βλεφαρίδες, κάνουν μπότοξ και άλλα χίλια δυο που πουλιούνται σωρηδόν από το κουτί. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία, εκτός απ’ όλα αυτά, κάνουν και λίφτινγκ κοινώς τραβιούνται, βλεφαροπλαστικές και άλλα τόσα. Όλες αυτές που ξεχωρίζουν μ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι «πλαστικές».

«Πλαστικές» στο σώμα, πλαστικές και στο μυαλό! Κι αφού τα κάνουν όλ’ αυτά, αρχίζουν να τα πετάνε κι αυτές. Το πέταμα και το ξεβράκωμα στην τηλεόραση είναι μαστ!

Και δεν είμαστε τίποτα πουριτανοί και συντηρητικοί, τουναντίον! Μοντέρνοι άνθρωποι είμαστε. Να τα πετάξεις κυρά μου αλλά όπου και όταν χρειάζεται. Μέτρο και όρια δεν διδαχθήκατε;  Πού ήμασταν; Α, ναι, στο πέταμα! Το πέταμα, είπαμε, ανεβάζει την τηλεθέαση.  Οπότε, οι πλαστικές ιπτάμενες, αυτές που (τα) πετάνε, έχουν μεγαλύτερη πέραση από τις βασικές ιπτάμενες.

Μετά, έχουν σειρά οι σκοπιανές τουρίστριες. Αυτές ανήκουν σε ακόμα πιο προηγμένη τεχνολογία καθώς κάνουν όλα τα προηγούμενα συν ότι διαθέτουν ξανθό οξυζεναρισμένο κατακίτρινο έως πλατινέ μαλλί και είναι βαμμένες σαν τον πατρινό καρνάβαλο.

Η εικόνα είναι γνωστή: τηλεπαρουσιάστρια που προσπαθεί να βγάλει μια όποια προσωπικότητα, που σημαίνει ότι διαθέτει κάποιο βάθος ή ύψος πνευματικό πάντα, με κοινωνικές ευαισθησίες, αφυπνισμένη, γυναίκα με ιδεώδη και φεμινίστρια. Φουλ στις πλαστικές επεμβάσεις, με μέηκαπ κέρινου ομοιώματος και σκανδιναβικό μαλλί.  Μεταπηδά από κανάλι σε κανάλι προσπαθώντας να ανεβάσει το κασέ της και την τηλεοπτική αποδοχή.

Αυτή είναι η σκοπιανή τουρίστρια! Τα έχει όλα και συμφέρει. Τρέχουν ξοπίσω της τα κανάλια, τα παπαγαλάκια και οι αυλικοί για μια της λέξη. Κι αυτή δεν βγάζει άχνα. Τι να πει άλλωστε; Αφού αν ανοίξει το στόμα της  χωρίς αρχισυνταξία,  όχι κοτσάνες, μαργαριτάρια και αστροπελέκια, σεισμοί εννέα ρίχτερ και βάλε θα γίνουν.

Αυτές οι τρεις κατηγορίες παρελαύνουν στις τηλεοπτικές πασαρέλες κι εμείς μετά αναρωτιόμαστε γιατί οι γιαγιάδες ή και οι μαμάδες μας δεν εμβολιάζονται; Γιατί ξεκουταίνονται συνεχώς; Γιατί κοιμούνται όρθιες και δεν νουθετούν τους γιους, τις κόρες, τους εγγονούς και τις εγγονές όπως έκαναν κάποτε με τους μύθους του Αισώπου ή ακόμα και με βιβλικές παραβολές; Επειδή κάποτε οι γιαγιάδες τα ήξεραν αυτά, ενώ τώρα, μέσω της τηλεοπτικής αποβλάκωσης, ξέρουν ποια χώρισε με ποιον και φτιάχνουν μουσακά γκουρμέ.

Βγαίνουν στον αέρα μετά, όλες, βασικές, πλαστικές και σκοπιανές τουρίστριες και αναρωτιούνται: γιατί τα νέα παιδιά δεν έχουν ενδιαφέροντα, γιατί γίνονται γυναικοκτονίες, γιατί έγινε τώρα το me too, γιατί δεν πετάει ο γάιδαρος; 

Να σας πω εγώ γιατί. Επειδή υπάρχετε εσείς! Ναι, εσείς, που μεταλαμπαδεύετε το τίποτα, την πλαστική ανυπαρξία, τον μηδενικό εαυτό. Εσείς επηρεάζετε τους νέους ανθρώπους που κάνετε τα πάντα για να γίνετε πρότυπα με αυτοσκοπό το χρήμα και την ανυποληψία.

Έχετε αντιστρέψει τις έννοιες κάνοντας το ευτελές κόσμιο και το κόσμιο πασέ. Μετατρέψατε τη χαζομάρα σε δεξιότητα και το ταλέντο σε τριτοτέταρτο προσόν, από φωνή κορμάρα.

Κι όταν περνούν τα χρόνια και εξοστρακίζεστε από νεότερες του είδους, έχετε το θράσος να παραπονιέστε ότι όλοι σας ξέχασαν. Και τι να θυμηθούμε τάχα από εσάς; Τι ωραία που κουτσομπολεύατε; Τι ωραία που νομίζατε ότι οι Εκκλησιάζουσες ήταν οπαδοί της Λουκά;

Γιατί δεν υπάρχει καμία, ούτε μία, η οποία θα έχει τα κότσια να κάνει κάτι σωστό, να μιλήσει ανθρώπινα, ειλικρινά, αληθινά; Όλες θέλετε να γίνετε Όπρες αλλά δεν ξέρετε ότι για να το πετύχετε πρέπει να πεινάσετε, να πονέσετε και το πιο σημαντικό, να διαθέτετε και μια στάλα μυαλό!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ XVIII

 Είχε ένα ξυλουργείο στο κεφαλοχώρι κι αναλάμβανε διάφορες δουλειές.  Έπιπλα, πόρτες, έφτιαχνε απ’ όλα. Πήγαινε ο πελάτης, έδινε την παραγγελία κι έμπαινε στη σειρά για την παράδοση. Όλα ήταν χειροποίητα κι ήθελαν τον χρόνο τους.

Η δουλειά ήταν πολλή και γι’ αυτό έπαιρνε διάφορα παιδιά ως βοηθούς, τσιράκια.

Τους έδινε ένα χαρτζιλίκι, για μεροκάματο ούτε λόγος, αυτό το έπαιρναν αν κατάφερναν να γίνουν μαστόρια. Τι ένσημα κι επισημότητες; Ο Ζήκος μπροστά τους ήταν άρχοντας!

Την τέχνη την μάθαιναν σιγά σιγά, εμπειρικά κι από τους τέσσερις πέντε που είχε συνέχεια στη δούλεψή του μόνο ένας στα δύο χρόνια γινόταν ξυλουργός. Οι υπόλοιποι εγκατέλειπαν.

Εκείνη τη χρονιά είχαν πέσει πολλοί γάμοι με αποτέλεσμα οι παραγγελίες να έρχονται βροχή. Επειδή, ένας γάμος στο χωριό σημαίνει έπιπλα, κουζίνες και πόρτες για το νέο σπίτι και επιπλέον διάφορες ανακαινίσεις που έκαναν στα σπίτια τους οι συμπεθέροι.

Είχε έξι τσιράκια στο εργαστήρι του. Οι δύο ήταν παλιοί που ήξεραν καλά την τέχνη, οι άλλοι δύο ήταν μόνο δυο χρόνια μαζί του και τα άλλα δυο παιδιά ήταν φρέσκα, τα είχε πάρει για να κουβαλάνε και να βοηθούν τους βοηθούς του.

Δεν άφηνε να του φύγει δουλειά. Όσο φόρτο και να είχε αναλάμβανε κάθε νέα παραγγελία που ερχόταν. 

Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή κι ενώ είχε καλυμμένο όλο το επόμενο τετράμηνο, έρχεται μια παραγγελία για γάμο .  Ήθελαν όλο το νοικοκυριό και άμεσα. Σιγά να μην τους άφηνε να φύγουν. Θα έριχνε πίσω τις άλλες παραγγελίες και θα τα έφερνε βόλτα.

Τσάμπα του φώναζαν οι βοηθοί και τα τσιράκια, «αφεντικό, δεν προλαβαίνουμε, πότε θα τα φτιάξουμε όλα αυτά;» «Σκασμός, κουτσαβάκια, που θα μου πείτε εμένα τι προλαβαίνουμε και τι όχι! Αν βάλετε τον κώλο σας κάτω και δουλέψετε αντί να μιλάτε και να διαμαρτύρεστε, θα προλάβουμε. Δουλέψτε, ντε! Τι με κοιτάτε;»

«Εσύ κι εσύ, έδειξε τους δύο μαθητευόμενους που κόντευαν ν’ αποφοιτήσουν, ελάτε μαζί μου να πάμε να πάρουμε τα μέτρα».

Χωρίς κουβέντα τον ακολούθησαν, τι να πουν άλλωστε; Ν’ ακούσουν κι άλλα;

Έφτασαν στο σπίτι κι άρχισαν να μετρούν. Τους είπαν οι πελάτες πώς ήθελαν τους καναπέδες, την τραπεζαρία, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες και το σκρίνιο.

Παίρνοντας τα μέτρα το αφεντικό, από τη βιασύνη του ή επειδή είχε πολλά στο μυαλό του, άλλα μέτρησε και άλλα έγραψε. Ο ένας από τους δύο βοηθούς που είχε μαζί του παρατήρησε το λάθος και του το είπε. «Πάψε, ξερόλα, τολμάς να μου πεις ότι εγώ κάνω λάθος! Πότε έμαθες τη δουλειά για να διορθώσεις εμένα; Μην ξαναμιλήσεις γιατί θα πω του πατέρα σου ότι τεμπελιάζεις και δεν έχεις μάθει τίποτα δυο χρόνια τώρα!»

Το παιδί δεν ξαναμίλησε, όχι από φόβο, επειδή είχε βάλει στο μυαλό του να του δώσει ένα καλό μάθημα!

Πίσω στο εργαστήριο, έδωσε τα μέτρα στους δυο τελειόφοιτους να ξεκινήσουν τη δουλειά κι αυτός έτρεξε να πάρει κι άλλες δουλειές. Οι έξι μαθητευόμενοι έπρεπε τώρα να δουλέψουν διπλοβάρδιες για να προλάβουν και πάλι δεν ήταν σίγουρο αν θα προλάβαιναν.

Πέρασε η πρώτη εβδομάδα και η δουλειά προχωρούσε ικανοποιητικά. Πράγματι, σε δυο βδομάδες ήταν όλα έτοιμα και το Σάββατο, τη μέρα του γάμου, πήγαν όλοι μαζί να τα μοντάρουν και να τα στήσουν. Τη στιγμή που όλοι είχαν φύγει στην εκκλησία για τον γάμο, αυτοί ήταν ακόμη εκεί και δούλευαν. Τελευταίο είχαν αφήσει το σκρίνιο. Γύρισε το νιόπαντρο ζευγάρι με τους καλεσμένους τους από την εκκλησία την ώρα που το έστηναν.

Άρχισαν να κερνούν τους καλεσμένους περιμένοντας τους μαραγκούς να τελειώσουν τη δουλειά τους. Την ώρα που έστηναν το έπιπλο, ο αρχιμάστορας κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν τον άφηνε ο εγωισμός του να παραδεχτεί το λάθος του. Με σφήνες και με άλλα μαστορικά κόλπα προσπάθησε να καλύψει την αποτυχία του. Η θέση του ήταν δύσκολη. Από τη μια θα γινόταν ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο και από την άλλη θα έβγαινε θιγμένος και μειωμένος απ’ τον βοηθό του.

Με τα πολλά, τελείωσαν κι άρχισαν να μαζεύουν τα εργαλεία τους για να φύγουν.

Αμέσως έτρεξαν οι συμπεθέρες να το στολίσουν με τα χειροποίητα εργόχειρα από την προίκα της νύφης και να το γεμίσουν με πιάτα, ποτήρια, διάφορα κρύσταλλα και μπιμπελό από τα δώρα του γάμου.

Πήγαν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν το ζευγάρι. Πάνω στη χειραψία ακούν έναν κακό θόρυβο… κρρρραααακ, κρρρααακ, άρχισε σιγά και συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση. Κρααακ, κρααακ, και ξαφνικά ένα ακόμη πιο δυνατό κραααααααααααααακ! Και ταυτόχρονα  τσινγκ, τσινγκ, τσανγκ, τσανγκ, κρατς, κρατς, κρουτς, τσάνγκαρ, τσούνγκαρ!

Κολυμπηθρόξυλα το σκρίνιο! Άμμος, κομμάτια και θρύψαλα τα γυαλικά!

Ξύλα, γυαλιά και κεντήματα ένα κουβάρι στο πάτωμα κοίταζαν τον κόσμο λυπημένα!

Ξεροκατάπιε το αφεντικό κι άρχισε να φωνάζει στα παιδιά: «τσακιστείτε από τα μάτια μου, άχρηστοι, άλλα μέτρα σας δίνω και κάνετε του κεφαλιού σας. Δρόμο όλοι! Τι να πεις; Στραβάδια…» Τα μπάλωσε τέλος πάντων στους πελάτες ρίχνοντας την ευθύνη στα παιδιά κι έφυγε υποσχόμενος πως αύριο το πρωί θα τους έφερνε άλλο, σωστό αυτή τη φορά.

Στο δρόμο της επιστροφής, άφριζε κι έβριζε συνεχώς. Φτάνοντας στο εργαστήριο υποχρέωσε τους βοηθούς να κόψουν την ξυλεία ώστε το επόμενο πρωί να τελειώσουν το γρηγορότερο κι έδωσε την εντολή όλοι να βρίσκονται εκεί απ’ τα χαράματα. Αυτός έφυγε και πήγε να ξεκουραστεί. 

Τότε ήταν η στιγμή που ο μαθητευόμενος ξεφούρνισε το μυστικό του. Ότι δηλαδή το αφεντικό ήταν ο κύριος υπαίτιος, ότι από την αρχή είχε πάρει λάθος τα μέτρα. Οπότε, αν ξεκινούσαν με τα ίδια μέτρα, πάλι το ίδιο λάθος θα γινόταν.

Τι να κάνουν τώρα; Κλείνουν το μαγαζί και πάνε για μπύρες. Το είχαν πάρει απόφαση. Οι δύο τελειόφοιτοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τις δικές τους δουλειές και οι υπόλοιποι δεν είχαν καμιά διάθεση να συνεχίσουν να δουλεύουν μ’ αυτό το αφεντικό.

Διασκέδασαν, απελευθερωμένοι πλέον, έχοντας πάρει τις αποφάσεις τους.

Την άλλη μέρα, το αφεντικό τους περίμενε στις έξι το πρωί. Του φάνηκε παράξενο που δεν ήρθε κανείς μέχρι τις επτά. Περίμενε μέχρι τις οχτώ, τίποτα! Τι να κάνει; Ξεκινάει για το σπίτι του ενός και στέλνει τον γιο του στον άλλον, σ’ αυτούς που βρισκόταν πιο κοντά.

Του ήρθε ταμπλάς που λένε όταν και οι δυο του δήλωσαν ότι παραιτούνται. Το σοκ ήταν μεγάλο! Αυτό δεν το περίμενε! Άρχισε να υπόσχεται, μετά να παρακαλάει, μετά να ικετεύει… Κάτσε να το φτιάξεις μόνος σου με τα μέτρα που πήρες, ήταν η απάντησή τους.

Απ’ ότι έμαθαν μετά, έριξε τα μούτρα του, πήγε και πήρε τα σωστά μέτρα κι έκατσε και το έφτιαξε μόνος του. 

Η εκδίκηση ήταν ωραία και δίκαιη. Δεν ήξεραν αν ήταν κρύα ή ζεστή στο πιάτο, ήταν όμως νοστιμότατη!


Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΠΩΛΗΣΕΩΝ

 Ναι, ναι, ναι! Κάνε μίτινγκ και γέμισέ μου το κεφάλι με άχρηστες πληροφορίες που δεν βοηθούν ουσιαστικά στη δουλειά μου, πόσο μάλλον, στην εξέλιξη μου σαν άνθρωπος! Ναι, πες μου κι άλλες ασήμαντες λεπτομέρειες, κάνε με ρομποτάκι, θυσίασε το μυαλό μου στο βωμό της πώλησης! Χάραξε το ποιηματάκι - που δεν πουλάει - τόσο βαθιά στο μυαλό μου που θα το βλέπω και στον ύπνο μου, που θα το λέω αυτόματα χωρίς καν να καταλαβαίνω τις λέξεις και τις έννοιες που βγαίνουν από το στόμα μου! Αυτό το ίδιο ποιηματάκι που έχω σιχαθεί να ακούω σαν καταναλωτής από τους άπειρους πωλητές. Πες μου ότι απαγορεύεται η κοινωνικοποίηση στον χώρο της εργασίας γιατί με αποσπά από την πολυπόθητη πώληση. Πες μου πόσο σημαντική είναι η πώληση και πως αυτή είναι ο μοναδικός μου στόχος. Να πουλήσω! Να πουλήσω και να πουληθώ για λίγα κομμάτια χαρτί που ναι μεν, κάνουν την ζωή πιο εύκολη αλλά δεν θα με κάνουν πραγματικά ευτυχισμένη! Εξαγόρασε τον χρόνο μου, εξαγόρασε με για να πλουτίσουν οι πλούσιοι και να απελπίζονται περισσότερο οι φτωχοί. Εξαγόρασε με, πούλα με, αυτοματοποίησε με μέχρι να επέλθει ο κορεσμός και  ο κόσμος να μας ξεράσει μαζί όπως μια γάτα ξερνά τις τριχόμπαλές της. Κάνε με σιχαμερό βδέλυγμα κατώτερο κι από τους μπασκίνες, στα μάτια του κόσμου. Ξέρω πως ο σαδομαζοχισμός είναι της μόδας! Καθρέφτισέ μου τα κόμπλεξ σου και προσπάθησε να ασκήσεις επιρροή επάνω μου με όλους τους λάθος τρόπους. Μην ψάξεις ποτέ μέσα σου! Μπορεί να μη βρεις τίποτα! Μπορεί να είσαι τόσο άγευστος, άοσμος, αόρατος και ανούσιος όσο και το προϊόν που με βάζεις με κόπο να πουλήσω! Που δεν θα το πουλήσω τελικά, γιατί πολύ απλά δεν κατάφερες να πείσεις για αυτό ούτε καν εμένα! Χα! 

ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ

 Κάθε μέρα κάνω 400 κλήσεις μέσο όρο. Οι 350 είναι αγενείς, οι 48 είναι ευγενικοί αλλά χωρίς να αγοράζουν, εκ των οποίων κάποιοι εξασκούνται και στο τηλεφωνικό γύπινγκ. Οι 2 που απομένουν, τέλος, ενημερώνονται αλλά κι αυτοί είναι διστακτικοί προς την αγορά. Δεν είναι  ότι το προϊόν είναι λάθος. Λάθος είναι η χώρα μας, η παιδεία μας, οι άνθρωποί μας. Λάθος είναι το μάρκετινγκ, λάθος είναι το σύστημα που ακολουθεί η εκάστοτε εταιρεία, λάθος είναι το προμόσιον, λάθος είναι η κασέτα που παίζουν οι υπάλληλοι προσπαθώντας να καταφέρουν μία πώληση, λάθος είναι τα κίνητρα που στην ουσία δεν κινητοποιούν κανέναν! Ζούμε σε μια χώρα που νομίζουμε ότι ο συνάνθρωπός μας - όποιος κι αν είναι, ό,τι επίπεδο μόρφωσης κι αν έχει -  είναι ηλίθιος και πως θα τον ξεγελάσουμε με χρωματιστά βότσαλα και καθρεφτάκια. Το κακό είναι πως κάποιοι λίγοι, όντως ελαφρόμυαλοι, βγάζουν το κακό όνομα και σε αυτούς τους ελάχιστους που όντως έχουν κάνει την έρευνά τους και που γνωρίζουν τι και ποιο προϊόν θέλουν να αγοράσουν. Ακόμα χειρότερο είναι ότι ο λαός μας είναι ξερόλας σε αηδιαστικό βαθμό, σε βαθμό που πραγματικά νομίζει πως έχει γνώση ενώ είναι φελλός και όταν του λες την ωμή αλήθεια, κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του και σου φωνάζει πώς τόλμησες να του ανοίξεις τα μάτια. 2021 και το σπήλαιο του Πλάτωνα παραμένει σύγχρονο και πιο επίκαιρο από ποτέ!

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VS ΑΘΗΝΑ

 Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη αλλά τα τελευταία χρόνια κατοικώ στην Αθήνα. Σαν κλασσική Θεσσαλονικιά, θα πιστεύετε πως θα υπερασπιστώ την πόλη στην οποία μεγάλωσα αλλά, όχι, το συγκεκριμένο άρθρο θα καλύψει τις διαφορές των δύο πόλεων όσο πιο αντικειμενικά γίνεται. Για αρχή λοιπόν ας πούμε για τα αξιόλογα μνημεία των πόλεων. Η Θεσσαλονίκη έχει αρχαία ωστόσο η Αθήνα έχει αρχαιότερα. Δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και δεν μπορούν να συγκριθούν. Η Θεσσαλονίκη έχει μπουγάτσα με κιμά ενώ η Αθήνα έχει μακαρόνια με κιμά και τον Ρουβά. Η Θεσσαλονίκη έχει το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, η Αθήνα έχει όλα τα υπόλοιπα υπουργεία αλλά αξίζει να σημειωθεί πως και οι δύο πόλεις έχουν κοινό στοιχείο τους ανίκανους πολιτικούς. Η κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη κάνει βόλτα με το καραβάκι από το Πεξινάρι στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι και μέσα από τον Θερμαϊκό ατενίζει το Τσαούς Μοναστήρ και  τα κάστρα του Γεντί Κουλέ ακούγοντας μπαγλαμαδάκι. Φυσικά οι οσμές του κόλπου δεν την ενοχλούν και ο κόσμος απορεί πως μπήκε με την αμπιγέ τουαλέτα και το δωδεκάποντο μέσα στην βάρκα. Κλασσική Σαλονικιά. Η Αθήνα έχει την Δημητρούλα μου γειά σου που πήρε την λατέρνα και πήγε στην Ραφήνα να κεράσει τα καβουράκια που κλαίνε. Άτιμη Αθηνέζα καβούραινα που τα άφησες τα καβουράκια για να πας πού; Με τον σπάρο στην Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη έχει μόνο πάνω - κάτω, δεξιά - αριστερά σαν πάκμαν. Η Αθήνα έχει κυκλικούς, γέφυρες, αδιέξοδα και ζίγκ ζάγκ σαν σούπερ μάριο κάρτ. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλά φαγάδικα η δε Αθήνα έχει πολλά μπαράκια. Η Θεσσαλονίκη έχει τούμπες (εκτός της περιοχής), η Αθήνα έχει λόφους. Η Θεσσαλονίκη έχει τον Δενδροπόταμο (βλ. light - ξέρεις ποιός είμαι). Η Αθήνα έχει το Μενίδι (βλ. billy sio - narcos). Για Θεσσαλονίκη Αθήνα όλοι οι δρόμοι γράφουνε γύρνα αλλά οι περισσότεροι την βγάζουν κάπου χαμένοι στα στενά της Φιλοπάππου στην Αθήνα τους. Η Θεσσαλονίκη έχει κίνηση ενώ η Αθήνα έχει μετρό. Η Θεσσαλονίκη έχει ποντίκια, η Αθήνα κατσαρίδες. Η Θεσσαλονίκη έχει τέσσερις ομάδες όλες εντός πόλεως οι οποίες είναι: Ηρακλής, Απόλλων Καλαμαριάς, Άρης, Π.Α.Ο.Κ.. Η Αθήνα έχει έξι, Παναθηναικό, Α.Ε.Κ., Ατρόμητο, Απόλλων Σμύρνης, Πανιώνιο και Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός βέβαια είναι αμφιλεγόμενος για τον αν είναι Αθηναϊκή ομάδα καθώς ο Πειραιάς παρόλο που είναι το φυσικό λιμάνι της Αθήνας είναι άλλη πόλη. Σαν Θεσσαλονικιά δε το κατάλαβα ποτέ κ η εσωτερική μου φωνή ουρλιάζει κάθε φορά που το ακούει "είναι το λιμάνι σας, αφού". Τα γλωσσικά ιδιώματα είναι πάρα πολλά για να τα παραθέσω και πολύ γνωστά επειδή έχουν καλυφθεί περισσότερο απ όλους τους υπόλοιπους που είπαν να γράψουν τις διαφορές των πόλεων αυτών. Οπότε ας συμβιβαστούμε με το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα έχουν διαφορετικές διαλέκτους και στα εστιατόρια αν δεν ξέρουμε πως να παραγγείλουμε κάτι κοιτάμε τον κατάλογο. Η Θεσσαλονίκη έχει την Χαλκιδική, η Αθήνα έχει τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, το Πόρτο Ράφτη και το Σούνιο. Βέβαια η Χαλκιδική τα χωράει όλα αυτά τα παραθαλάσσια μέρη της Αθήνας και χωρίς να έχει τον Άθω. Την πραγματική διαφορά όμως σε αυτές τις πόλεις την κάνουν οι άνθρωποί τους, ίσως γι αυτό να είναι και οι δύο το ίδιο όμορφες όταν είναι άδειες.    

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVII

 «Σήμερα το βράδυ, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ο κομήτης του Χάλεϋ θα περάσει απ’ τη γειτονιά μας!  Συγκεκριμένα, θα είναι ορατός στην Ελλάδα από τις δύο και πέντε έως τις δύο και τέταρτο. Ένα μοναδικό φαινόμενο που συμβαίνει κάθε εβδομήντα πέντε με εβδομήντα έξι χρόνια….»

Αυτά άκουσαν στο δελτίο ειδήσεων τα μέλη της γνωστής παρέας του χωριού.

Πήραν μπύρες, πατατάκια, φυστίκια και στραγάλια και την έστησαν στο γήπεδο για να δουν τον κομήτη που θα περνούσε πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Δύο και πέντε, δύο και δέκα, δύο και τέταρτο, τίποτα! Δυόμιση, τίποτα!

Πουθενά ο κομήτης, άφαντος!

Τότε αντιλήφθηκαν ότι ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο! Τους την έφεραν! Πώς την πάτησαν έτσι;

Αποφάσισαν να πάρουν το αίμα τους πίσω.

Αφού είχαν πιει και δυο κάσες μπύρες, ήταν εύκολη απόφαση.

Μια και δυο, το κόβουν για το καφενείο του Μπούκουρα. 

-Ρεμάλια, όσο θα μιλάω στο τηλέφωνο, εσείς θα χτυπάτε τις καρέκλες και θα βρίζετε.

-Ναι, αστυνομία εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πλακώνονται και πέφτει ξύλο!

Σε δέκα λεπτά, ίου ίου ίου το περιπολικό, πάει στο δίπλα το χωριό. Τίποτα!

-Κάντε ησυχία τώρα, θα πάρω την πυροσβεστική.

-Ε, ρε, το παρατραβάς!

-Σκασμός, ρεμάλια!

-Πυροσβεστική εκεί; Ελάτε γρήγορα στο δίπλα το χωριό, πήρε φωτιά η αποθήκη του τάδε και έχει μέσα μπάλες άχυρο και εύφλεκτες ύλες.

Σε πολύ λίγο, ίου ίου ίου και η πυροσβεστική, πάει στο δίπλα το χωριό στην αποθήκη του τάδε, τίποτα!

-Άααααχ! Το ‘φχαριστήθηκα! 

-Μπούκουρα, φέρε μπύρες.

-Δεν γίνεται, κλείνω.

-Καλά, φέρε τις μπύρες και κλείσε. Εμείς θα κάτσουμε έξω και θα τις πιούμε!


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΧVI

 Την επόμενη ξημέρωνε πρωταπριλιά. Μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εικοσάρηδες στο καφενείο του Μπούκουρα κι έστυψαν το μυαλό τους για μια καλή φάρσα.

Μετά από δυο κάσες μπύρες, το βρήκαν! Κατά τις δύο το πρωί διαλύθηκαν αλλά δεν πήγαν για ύπνο. Ο καθένας πήρε απ’ το σπίτι του τα απαιτούμενα, ξαναβρέθηκαν στο σχολείο και ξεκίνησαν για το διπλανό χωριό.

Ότι τα δύο χωριά ήταν στα μαχαίρια δεν χρειάζεται διευκρίνιση… Αφού ούτε γάμους δεν επέτρεπαν να γίνονται μεταξύ τους. Αν στράβωνε η τύχη και προβαλλόταν τέτοια επιθυμία, αν δηλαδή ένας νέος ήθελε μια κοπέλα απ’ το άλλο χωριό, έπεφταν πάνω στο ζευγάρι θεοί και δαίμονες και τους χώριζαν! Αν καμιά φορά ξέμενε κάποιος από ψωμί και πήγαινε στον φούρνο του άλλου χωριού, δεν του πουλούσαν.  Για κακή τους τύχη, μοιραζόντουσαν το ίδιο σχολείο και την ίδια εκκλησία. Δύο κτίρια που πολεοδομικά χώριζαν ή ένωναν τα δύο χωριά, όπως το πάρει κανείς!  Στο σχολείο τα παιδιά καθόντουσαν στα θρανία μόνο με παιδιά απ’ το χωριό τους. Στην εκκλησία είχαν χωρίσει στασίδια και καρέκλες ώστε να μην έχουν στενές επαφές. Τσακωνόντουσαν με τον παπά για το ποιο χωριό θα κοινωνήσει πρώτο. Μια φορά, αφού κοινώνησε το ένα χωριό,  έβαλαν τον παπά με το ζόρι να μεταλάβει ο ίδιος για να κοινωνήσει μετά και το άλλο χωριό! 

Εκεί, κατά τις δυόμιση το πρωί, όταν πλέον είχαν κλείσει τα καφενεία και δεν κυκλοφορούσε ψυχή, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Σ’ ένα σημείο με αιωνόβια πλατάνια, στρώθηκαν στο σκάψιμο.  Αφού έσκαψαν έναν αρκετά μεγάλο λάκκο, έριξαν μέσα καμιά δεκαριά σκουριασμένους τενεκέδες που είχαν κουβαλήσει απ’ τα σπίτια τους.

Έπειτα, έριξαν και αρκετά κουρέλια, τα πιο παλιά λερωμένα πανιά που βρήκαν και τέλος, σκόρπισαν λιωμένα κεριά. Αφού περιποιήθηκαν το δημιούργημά τους, τα μάζεψαν κι έφυγαν. 

Την άλλη μέρα το πρωί, πρωταπριλιά, άρχισαν να μαζεύονται στα καφενεία της πλατείας οι κλασικοί θαμώνες. Δεν άργησαν να προσέξουν τα σκορπισμένα χώματα κάτω από τα πλατάνια. Πήγαν πρώτα δυο τρεις περίεργοι και οι φωνές τους κάλεσαν και τους υπόλοιπους. Σε πολύ λίγο, είχε μαζευτεί το μισό χωριό. 

Λίρες, λίρες! Τόσο καιρό κάτω απ’ την μύτη μας, πού να το ξέραμε! Μα, είστε σίγουροι; Ρωτούσαν οι πιο δύσπιστοι. Δεν βλέπεις; Να οι τενεκέδες, κοίτα σκουριά! Τόσα χρόνια θαμμένα στο χώμα! Να και τα κουρέλια που ήταν τυλιγμένα τα μασούρια, να και τα κεριά που τα είχαν κερωμένα. Α, ρε την ατυχία μας μέσα! Άρχισαν να χτυπιούνται και να αναθεματίζουν την κακή τους τύχη! 

Στο προαύλιο της εκκλησίας, η παρέα δεν κρατιόταν απ’ τα γέλια… Τους έβλεπαν από μακριά να χτυπιούνται και να αναλύουν τα αποδεικτικά στοιχεία, έβλεπαν την πικρία και την απογοήτευσή τους κι αυτό ήταν το αλατοπίπερο της φάρσας.

Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό τους ότι ήταν πρωταπριλιά!

Αντίθετα, για πολύ καιρό συνέχιζαν να αναρωτιούνται ποιος μπορεί να είχε κρύψει τον θησαυρό και, το σημαντικότερο, ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που τον ξέθαψε και τους τον πήρε μέσα απ’ τα χέρια!

Οι παππούδες θυμόντουσαν καπεταναίους απ’ τον εμφύλιο, άλλοι έλεγαν ότι ήταν τούρκικες, άκρη δεν έβγαινε. Αλίμονο σ’ αυτόν που πήρε τόσο μεγάλο θησαυρό, αν τον έβρισκαν θα τον έσκιζαν!

Μερικές μέρες μετά και αφού ακόμα σιγόβραζαν από θυμό και αγανάκτηση, ένα άλλο γεγονός ήρθε να τους ταράξει περισσότερο.

Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά στα πλατάνια, με τους τενεκέδες και τον λάκκο που ήταν ακόμα ανοιχτός, ακούστηκαν φωνές. Παππού, παππού φώναζε το ένα, μπαμπά το άλλο, δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός. Έτρεξαν εκεί δυο τρεις μεγάλοι. Βρήκαμε το χάρτη, βρήκαμε το χάρτη! Έλεγαν τραγουδιστά τα πιτσιρίκια. Ποιο χάρτη βρε σκασμένα; Φέρτε μου ‘δω να δω… Πράγματι, ήταν ένα κομμάτι πανί, μουτζουρωμένο και κουρελιασμένο και πάνω του ήταν χαραγμένα δρόμοι, σπίτια, σημάδια. Αμάν! Την κάναμε, μας έκατσε κι εμάς!

Οι τρεις πρώτοι που είδαν τον χάρτη, προσπάθησαν να τον κρύψουν, αλλά εις μάτην.

Στο τέλος, μοιράστηκαν το χάρτη καμιά δεκαριά νοματαίοι. 

Έκατσαν, με περίσσεια σπουδή και τον μελέτησαν. Μελέτησαν, μελέτησαν και μετά άρχισαν να ψάχνουν για τα σημάδια. Ένας μεγάλος βράχος στην άκρη του χωριού, το ποτάμι, κάποια παλιά τούρκικα σπίτια που υπήρχαν ακόμη, άλλα κατοικήσιμα και άλλα μισογκρεμισμένα…. Ευτυχώς το Χ ήταν σε σπίτι που είχε αναπαλαιωθεί και ήταν κατοικήσιμο. Εδώ όμως άρχιζαν τα δύσκολα!  Ήταν το σπίτι του προέδρου!

Θα περίμεναν. Κάθε χρόνο, ο πρόεδρος με την προεδρίνα και τα προεδράκια, Ιούλιο με Αύγουστο, πήγαινε διακοπές για μια δυο βδομάδες. Καλύτερα, έτσι. Είχαν και χρόνο να οργανωθούν. Πέρασε ο καιρός, έφυγε για διακοπές ο πρόεδρος, ο θόρυβος για τον κλεμμένο θησαυρό είχε κοπάσει εδώ και αρκετές βδομάδες, και οι δέκα νοικοκυραίοι έφυγαν για ξύλα στο βουνό, υποτίθεται….

Απ’ το πρώτο βράδυ, μπήκαν στο σπίτι κανονικά από την πόρτα χωρίς να την παραβιάσουν κι έβαλαν μπρος τα μηχανήματα. Έλα μου όμως που τα αναθεματισμένα που χτυπούσαν συνέχεια; Όπου και να τα γύριζαν, σφύριζαν. Εμ, βέβαια, παλιό το σπίτι, παντού καρφιά…

Τώρα; Συνεδρίασαν. Θα ξεκινούσαν από το κατώι και μετά βλέπουμε, είπαν. Άρχισαν να γκρεμίζουν εκεί που τα μηχανήματα χτυπούσαν πιο δυνατά. Τίποτα! Καρφιά… Να και παραδίπλα, να και παραπέρα, να και σ’ αυτόν τον τοίχο, να και στην άλλη μεριά, τρύπες παντού. Λαμπόγυαλο το σπίτι! Δεν αποθαρρύνθηκαν όμως. Ανέβηκαν και στο ανώι. Ήταν σίγουροι πως εκεί θα έβρισκαν το θησαυρό. Μπαμ και μπουμ, γκαπ και γκουπ, δύσκολη δουλειά καθώς δούλευαν μόνο τις ώρες που οι γείτονες ήταν στα χωράφια για να μην τους ακούσουν. Ύστερα, δέκα άντρες κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα μέσα στο κατακαλόκαιρο, δεν είναι εύκολο πράγμα!

Με τα πολλά, το έκαναν θερινό και το πάνω πάτωμα και πάλι δεν βρήκαν τίποτα. Δεν έμενε άλλο από τη σκεπή… Άρχισαν να ξηλώνουν και τα ταβάνια. Τζίφος! Είχαν περάσει κι οι μέρες, έπρεπε να φύγουν. 

Γύρισε ο πρόεδρος, τι να βρει; Το σπίτι ρημαδιό, γιαπί!

Αστυνομίες, έρευνες, δεν άργησαν να βρουν τους υπαίτιους και τον περιβόητο χάρτη.

Η παρέα εν τω μεταξύ, έγραφε ιστορία απ’ το πολύ το γέλιο.

Ο πρόεδρος απ’ την άλλη, επειδή ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο και όχι μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι ανώτερος από όλους στο χωριό, βγήκε και είπε:

Στο πηγάδι ήταν ο θησαυρός, τον είχαν βρει άλλοι πριν απ’ αυτούς και τον είχαν πάρει!

Από τότε, τέτοια πρωταπριλιά που να κράτησε πέντε μήνες δεν ξαναματάγινε κι ακόμα συζητιέται… Στο ένα χωριό για την πλάκα που σπάσανε και στο άλλο για το άδικο που τους βρήκε! Κι ακόμα δεν έχουν καταλάβει, είναι σίγουροι ότι υπήρξε θησαυρός και ότι τους τον άρπαξαν μέσ’ από τα χέρια!


ΒΑΘΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ